του Ελληνικού Ηλεκτρονικού Κέντρου
Ημερομηνία καταχώρησης: 19η Απριλίου 2008
Ως μέλη του «Ελληνικού Ηλεκτρονικού Κέντρου (Hellenic Electronic Center), μη κερδοσκοπικού οργανισμού των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύουμε μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας της διασποράς, της Ελλάδος και της Κύπρου, ως και φιλέλληνες συναδέλφους στον πανεπιστημιακό χώρο.
Το παρακάτω κείμενο είναι μία ανοικτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και μέλη της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Την παρούσα επιστολή επίσης προσυπογράφουν ο τ. υπουργός Μακεδονίας-Θράκης κ. Νικόλαος Μάρτης και ε.α. αξιωματικοί των τριών Όπλων.
Με την πρωτοβουλία αυτή αποσκοπούμε στο να σας διαβιβάσουμε προσηκόντως την βαθειά ανησυχία μας αναφορικά με την υπουργική Απόφαση δημοσιευθείσα την 10η Ιουλίου 2006 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Δεύτερο, αρ. φύλλου 867, σελίδες 12373-12390) σχετικά με την εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας ως μαθήματος επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας στο επίπεδο δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Κριτική αξιολόγηση της εν λόγω υπουργικής Απόφασης καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ελληνόφωνους χριστιανούς μαθητές Γυμνασίου ολόκληρης της χώρας και όχι σε τουρκόφωνους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης.
Αναφορικά με το δημοσίευμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα θέλαμε να σας επισημάνουμε τα ακόλουθα:
1. Από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας ουδέποτε διατυπώθηκε βούληση – δίκην λαϊκής απαίτησης –- υπέρ της εισαγωγής της τουρκικής γλώσσας στο ελληνικό σχολείο κατά το πρότυπο της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής.Το εγχείρημα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠ.Ε.Π.Θ.) θα μπορούσε να θεωρηθεί υπό διαφορετικό πρίσμα αν προηγουμένως είχε παρατηρηθεί κάποια αξιοσημείωτη ζήτηση της τουρκικής στα ιδιωτικά φροντιστήρια, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με άλλες γλώσσες.
Αντίθετα ο τρόπος με τον οποίο το Υπουργείο επέλεξε να προωθήσει το ζήτημα – και μάλιστα κατά τους θερινούς μήνες – γεννά εύλογα ερωτήματα και απορίες.
Μείζονα θέματα όπως ο φορέας (ή οι φορείς) χρηματοδότησης του εν λόγω προγράμματος, η αξιολόγηση και ο καθορισμός της διδακτικής ύλης και βιβλίων, καθώς επίσης η διαδικασία πρόσληψης του διδακτικού προσωπικού, θα έπρεπε να είχαν αποσαφηνισθεί πριν από την κατάθεση και υιοθέτηση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης μέσα από διαδικασίες διαφάνειας, διαλόγου και διαβούλευσης.
Με την παρούσα επιστολή ζητούμε από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. όπως προβεί σε κοινοποίηση της σχετικής εισηγητικής έκθεσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
2. Οι Έλληνες ήδη συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πλέον γλωσσομαθείς λαούς της Ευρώπης, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων μαθητών έχει διδαχθεί συστηματικά την αγγλική, τη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα.
Εν προκειμένω, είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί προτιμήθηκε από τους υπεύθυνους η τουρκική γλώσσα σε σχέση παραδείγματος χάρη με την ισπανική ή την ιταλική, για τις οποίες η ζήτηση είναι πασίγνωστη.
Είναι όντως αξιοπερίεργο, ότι το ΥΠ. Ε.Π.Θ. μεθοδεύει την εισαγωγή ωρών για την τουρκική, τη στιγμή που πρόσφατα αποφάσισε να μειώσει τις ώρες διδασκαλίας ξένων γλωσσών, όπως λ.χ. της γερμανικής και της γαλλικής.
Επιπλέον, η εισαγωγή της τουρκικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας ενέχει σοβαρό κίνδυνο εξαναγκασμού των μουσουλμάνων μαθητών, τόσο από τον κοινωνικό τους περίγυρο όσο και από εξω γενείς παράγοντες, να την προτιμήσουν έναντι της γαλλικής ή της γερμανικής, σε βάρος της σταδιοδρομίας τους.
Μάλιστα για την περιοχή της Θράκης ο εξαναγκασμός αυτός είναι δεδομένος.
3. Το επίσημο κείμενο της υπουργικής Απόφασης, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποφεύγει να διευκρινίσει αν και κατά πόσο το πρόγραμμα θα περιορισθεί στους γειτνιάζοντας προς την Τουρκία νομούς Ξάνθης και Ροδόπης ή αν θα επεκταθεί σταδιακά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως λόγου χάρη στα νησιά του ανατολικά Αιγαίου.
Σημειωτέον ότι η εν λόγω πρωτοβουλία λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια μίας περιόδου δυσχερούς και δη προβληματικής προσέγγισης με την γείτονα Τουρκία.
Η τελευταία, όχι μόνον στερείτε της στοιχειώδους πρόθεσης να εισαγάγει την ελληνική γλώσσα στο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό της σύστημα, αλλά απεργάζεται σχεδίων συστηματικής εξολόθρευσης των τελευταίων στοιχείων της πολιτισμικής παρουσίας της Ρωμιοσύνης στην Πόλη.
Η μακροχρόνια και κατά τις ενδείξεις μόνιμη κατάργηση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η κλιμάκωση του διασυρμού, της καταπίεσης, του εκφοβισμού και του εξευτελισμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως μη νομικού προσώπου εν Τουρκία, και η συνεχιζόμενη καταπάτηση των Πατριαρχικών Καταστημάτων, προδίδουν συντονισμένη και σταθερή πορεία απομάκρυνσης, και όχι αμοιβαίας προσέγγισης από πλευράς της γείτονος, παρά τις ειλικρινείς και έμπρακτες προθέσεις από την μεριά της χώρας μας.
4. Η «επεξηγηματική» εγκύκλιος του ΥΠ.Ε. Π.Θ., υπό την μορφή Δελτίου Τύπου εκδοθέντος την 7η Αυγούστου 2006, είναι ανεπαρκής καθότι στερείται νομικής υπόστασης και δεν αναιρεί το περιεχόμενο της αρχικής υπουργικής Απόφασης.
Άξια προσοχής είναι η ρητορική της εγκυκλίου του ΥΠ.Ε.Π.Θ., μέσω της οποίας η ελληνική κυβέρνηση επικαλείται ότι η εν λόγω απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις της «πολυγλωσσίας» και της «πολυπολιτισμικότητας», με βάση τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προμηνύοντας έτσι την επικείμενη αναγνώριση τουρκικής μειονότητας (με ενσωμάτωση σε αυτήν του πομακικού στοιχείου).
Σε περίπτωση που το ΥΠ.Ε.Π.Θ. επιμείνει στην διδασκαλία της Τουρκικής στη Θράκη, με βάση ακριβώς τις αρχές που επικαλείται, θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε όλα τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας να μπορούν να επιλέξουν αντί της τουρκικής, τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας, δηλαδή εναλλακτικά τη διδασκαλία της πομακικής ή της αθιγγανικής. Οι όποιες δυσκολίες υπάρχουν στη διδασκαλία των γλωσσών αυτών μπορούν να αντιμετωπισθούν από πανεπιστημιακούς αντιστοίχων ειδικοτήτων.
5. Στην Ελλάδα «δυνατότητες διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας προσφέρονται σε διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στην Κομοτηνή, το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου στη Ρόδο, το Α.Π.Θ. στη Φλώρινα, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα, το Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο και το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη.
Κατά κύριο λόγο η διδασκαλία της τουρκικής επικεντρώνεται σε τμήματα Ιστορίας και Διεθνών σπουδών, που άπτονται μελετών στις περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου, της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.
Επιπλέον, στη Θράκη υπάρχουν τουλάχιστον τρία ιδιωτικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, στα οποία διδάσκεται η τουρκική γλώσσα.»
Εν προκειμένω, υιοθετούμε την άποψη ότι η ίδρυση περισσοτέρων τμημάτων τουρκικών σπουδών σε πανεπιστημιακό επίπεδο – ή δίκην ανεξαρτήτων ινστιτούτων – θα μπορούσε κάλλιστα να καλύψει την ανάγκη «γνωριμίας με την γείτονα».
Ανάλογα άλλωστε είχαν πράξει οι Ηνωμένες Πολιτείες με τα τμήματα ρωσικών σπουδών και η τέως Σοβιετική Ένωση με τα τμήματα αγγλικής γλώσσας, χωρίς να σημειωθεί τέτοιου βαθμού αλλοτρίωση των αντίστοιχων εκπαιδευτικών συστημάτων.
6. Θεωρούμε ότι είναι άλλο πράγμα η ενίσχυση των τουρκικών σπουδών στην Ελλάδα με σκοπό τη στελέχωση του διπλωματικού σώματος, την ιστορική έρευνα και την προώθηση των εμπορικών σχέσεων και εντελώς άλλο πράγμα το να εισαγάγει η ελληνική κυβέρνηση την τουρκική σε σχολεία που απευθύνονται σε παιδιά 12-14 ετών παρακάμπτοντας μάλιστα επιδεικτικά άλλες γλώσσες, για τις οποίες η ζήτηση είναι δεδομένη.
Είναι δε πολύ φυσικό να προκύπτουν αντιδράσεις, όταν αυτό το μέτρο συμπίπτει χρονικά με την έκδοση μίας σειράς από αναθεωρημένα βιβλία ιστορίας, όπως λ.χ. της Στ` Δημοτικού ή των τεσσάρων βιβλίων εναλλακτικής διδασκαλίας του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» (CDRSEE), από τα οποία έχουν λογοκριθεί η περίοδος του 1821, η Γενοκτονία των Ελλήνων ως και άλλες κρίσιμες περίοδοι της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, με απώτερο στόχο την προώθηση μίας ωραιοποιημένης εικόνας της Οθωμανικής περιόδου.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η πρώτη αντίδραση απέναντι στην πολιτική αυτή, εκδηλώθηκε στο 6ο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνεδρίο, όταν εκπρόσωποι 600 οργανώσεων, απ΄ όλο τον κόσμο, ζήτησαν ομόφωνα από την υπουργό Παιδείας να αποσύρει το νέο βιβλίο ιστορίας της Στʼ δημοτικού.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τα προαναφερθέντα σχολικά εγχειρίδια, κινείται το περιεχόμενο της ιστοσελίδας «Κλειδιά και Αντικλείδια» η οποία ανήκει σε ημικρατικό / ημιεπίσημο φορέα, μεθοδευμένης και δη αποδομητικής ιστοριογραφικής προσέγγισης επί των ελληνικών πραγμάτων.
Αν και η επίσημη ονομασία του εν λόγω φορέα έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνον με τους μουσουλμάνους της Θράκης, τα κείμενα που δημοσιεύει αποτελούνται κυρίως από νύξεις για την «νέα ελληνική ταυτότητα», που οι συγγραφείς επιδιώκουν να επιβάλλουν άνωθεν, όπως και από έμμεσες προσπάθειες ανάδειξης ανυπάρκτων μειονοτικών ομάδων σε όλη την Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στο Αιγαίο και τη Μακεδονία
Πολύ περιληπτικά, παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την ιστοσελίδα:
6.1) Αμφισβητείται η Ελληνική Επανάσταση και η Γενοκτονία των Ρωμηών / Ελλήνων της Μικρασίας.
Αναφέρεται ενδεικτικά:«...δεν απειλείται ο πατριωτισμός και η εθνική συνείδηση από τη γνώση ότι, λ.χ., εκείνο που οι Έλληνες ονομάζουν Μικρασιατική Καταστροφή, για τους Τούρκους αντιπροσωπεύει τη ληξιαρχική πράξη της εθνογένεσής τους, ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε όταν όλοι οι Έλληνες με πατριωτικό ενθουσιασμό δέχτηκαν να θυσιαστούν για την ελευθερία, αλλά σε μια περίοδο που διαφορετικές ομάδες του χριστιανικού πληθυσμού είχαν διαφορετικές στάσεις απέναντι στην ανασφάλεια που αντιπροσώπευε η αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας.»
[Έφη Αβδελά, «ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ», βιβλίο απευθυνόμενο σε μελλοντικούς εκπαιδευτικούς και μαθητές]
6.2) Υπό τη σφραγίδα εγκυρότητας του ΥΠ. Ε.Π.Θ. προωθούνται στο διαδίκτυο κείμενα όπου:
α) Τίθεται ζήτημα τουρκικής μειονότητας στο Αιγαίο και προαναγγέλλεται εμμέσως η εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στην Κω.
β) Αμφισβητείται εμμέσως η ελληνικότητα ενός πολύ σημαντικού μέρους των επιζώντων της Γενοκτονίας των Ελλήνων, των Ρωμηών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1922, αφού μεταξύ τους ανακαλύπτονται ακόμη και μειονοτικοί «αραβόφωνοι» και «κουρδόφωνοι».
γ) Αναγνωρίζεται η ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» και εγείρεται ανοικτά ζήτημα ύπαρξης και ανάδειξης περαιτέρω «εθνογλωσσικών μειονοτήτων» στην Ελλάδα, όπως λ.χ. αρβανίτικης και βλάχικης - βλ. απόσπασμα από το δημοσίευμα μέλους του ημιεπίσημου/ημικρατικού Κέντρου Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ).
Εν προκειμένω οφείλουμε να σας επισημάνουμε ότι συγκεκριμένοι κύκλοι εκτός Ελλάδος απεργάζονται σχεδίων που προωθούν σε διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και ημιεπισήμων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα αναγνώρισης δήθεν «Μακεδονικών» (Σλαβομακεδονικών), Αρωμανικών (Αρμάνικων Βλάχικων) και Αλβανικών (Αρβανίτικων) εθνογλωσσικών μειονοτήτων στην Ελλάδα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μελλοντικές αποσταθεροποιητικές απόπειρες στον ελλαδικό χώρο.
Δυστυχώς, ορισμένοι «αυτόκλητοι σωτήρες και πάτρωνες» ξενοκίνητων αυτονομιστικών κινημάτων, λειτουργώντας υπό τον μανδύα της «πολυγλωσσίας» και της «πολυπολιτισμικότητας», έχουν βρει επί των ημερών μας απροσδόκητους εγχωρίους συμμάχους στους οποίους συγκαταλέγονται και ημιεπίσημοι ΜΚΟ, που δρουν με την άμεση οικονομική στήριξη και αρωγή της ελληνικής Πολιτείας.
Μετά λύπης μας διαπιστώνουμε, ότι η υιοθέτηση της τουρκικής γλώσσας στη Μέση Παιδεία των Ελλήνων δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο εγχείρημα της παρούσας Ελληνικής Κυβέρνησης ή μία απλή παρανόηση, αλλά εντάσσεται, αναγκαία κατά την κοινή λογική, σε μία σταδιακή εγκατάσταση πολιτικών μέτρων, τα οποία θίγουν καίρια την εθνική ταυτότητα του ελληνικού λαού και την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Πηγή:Δίκτυο21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου