Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

Κρ. Χίτσενς: «Προσβολή στους Έλληνες και στην τέχνη ο ακρωτηριασμός των γλυπτών του Παρθενώνα»


Του ανταποκριτή μας Θανάση Γκαβού

Η βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα δηλώνει αποφασισμένη να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία για την εκπλήρωση του μεγάλου στόχου. Πρόσθετη ώθηση σε αυτήν την προσπάθεια δίνει αναμφίβολα το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, που αναιρεί βασικά επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου.

Στο πλαίσιο αυτής της νέας εκστρατείας παρουσιάστηκε στη βρετανική πρωτεύουσα η τρίτη έκδοση του βιβλίου του Κρίστοφερ Χίτσενς με τίτλο «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, η επιχειρηματολογία υπέρ της επανένωσης».

Ο διακεκριμένος Βρετανοαμερικανός δημοσιογράφος, πολιτικός σχολιαστής και κριτικός λογοτεχνίας, που θεωρεί εαυτόν οργανικό μέλος της Επιτροπής για την Επανένωση, είχε συγγράψει την αρχική έκδοση του βιβλίου το 1987.

Μιλώντας στο kathimerini.gr, ο κ. Χίτσενς εξήγησε ότι το βιβλίο δεν προσθέτει καινούρια επιχειρήματα αλλά θέτει τα παλιά σε νέα βάση, με επίκεντρο πάντα το ζήτημα της αισθητικής βεβήλωσης και του ακρωτηριασμού ενός μοναδικού έργου τέχνης:

Προσφέρει κάτι νέο στην υπόθεση της διεκδίκησης των γλυπτών η νέα έκδοση του βιβλίου σας;

«Όχι. Δεν έχω κάτι να προσθέσω στο επιχείρημα. Είναι παλιό επιχείρημα, σχεδόν διακοσίων ετών. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διατύπωσα αυτό το παλιό επιχείρημα με έναν πιο φρέσκο τρόπο, ώστε να μπορέσουν όλοι να καταλάβουν το ιστορικό αυτής της υπόθεσης. Αλλά το επιχείρημα αυτό καθεαυτό παραμένει ίδιο, ότι δηλαδή είναι αισθητικά και καλλιτεχνικά λάθος να κατακρεουργείς, να ακρωτηριάζεις, να χωρίζεις, να διαλύεις ένα έργο τέχνης. Αυτή είναι η ουσία του επιχειρήματος. Είναι ένα επιχείρημα που μπορείς να το καταλάβεις ακόμα κι αν είσαι Μεξικανός, Λετονός ή Ιρλανδός. Δε χρειάζεται να είσαι ούτε Έλληνας, ούτε Άγγλος – αν και βοηθά».

Πώς αντικρούετε το επιχείρημα ότι στο Βρετανικό Μουσείο τα γλυπτά του Παρθενώνα μπορούν να ιδωθούν στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού, πλάι σε άλλα σημαντικά εκθέματα;

«Δεν υπάρχει γνωστό μουσείο στον κόσμο που να μην περιέχει πολλά κομμάτια ελληνικής τέχνης. Κανένα μουσείο δε θα ήταν πλήρες χωρίς αρχαιοελληνικά έργα τέχνης, κυρίως από την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Δεν υπάρχει ελληνικό αίτημα για την επιστροφή αυτών των αριστοτεχνημάτων στη χώρα προέλευσής τους, επειδή είναι πραγματικά δείγματα του πολιτισμού του ανθρώπινου είδους.

Για τον ίδιο λόγο ακριβώς η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ξεχωριστή. Επειδή το συγκεκριμένο έργο τέχνης δεν μπορεί να ιδωθεί ολοκληρωμένο. Φανταστείτε αν είχαμε τα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου. Εάν δεν ήταν στο Παρίσι και ήταν στο Ρέικιαβικ. Νομίζω ότι τα χέρια της θα μεταφέρονταν εκεί όπου βρίσκεται το σώμα. Δε νομίζετε;

Ή φανταστείτε η Μόνα Λίζα να είχε σκιστεί στα δύο από κάποιον άρπαγα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων – το ένα μισό να ήταν στη Φιλανδία και το άλλο μισό στη Λισσαβόνα. Πιστεύω ότι θα γινόταν κάποια ενέργεια ώστε να δούμε πώς θα έμοιαζαν αυτά τα δύο μισά ενωμένα. Είναι ένα πολύ απλό ερώτημα»

Πιστεύετε ότι το ελληνικό επιχείρημα όντως ακούγεται διαφορετικά τώρα με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης;

«Το ελληνικό επιχείρημα έχει αλλάξει κατά τι από την εποχή της διάδοσής του από τη Μελίνα Μερκούρη. Και από τότε που ο Βύρωνας το διέδιδε. Τώρα είναι πλέον λιγότερο ένα επιχείρημα περί των δικαιωμάτων της Ελλάδας, μιας χώρας θύμα, μιας χώρας υπό κατοχή εκείνη την εποχή, επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περισσότερο μια υπόθεση περί ακεραιτότητας μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ασφαλώς η Ελλάδα έχει δικαιώματα. Αλλά το γλυπτό έχει το κύριο δικαίωμα.

Με άλλα λόγια, για να είναι συνεπής η βρετανική πλευρά και το Βρετανικό Μουσείο θα έπρεπε στην πραγματικότητα να απαιτήσουν όλα τα εναπομείναντα γλυπτά να μεταφερθούν από την Αθήνα στο Λονδίνο. Τότε θα είχαν μάλιστα μια πολύ καλύτερη έκθεση να δείξουν στον κόσμο, θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευχέρεια να παρουσιάζονται ως θεματοφύλακες του παγκόσμιου πολιτισμού. Και σίγουρα θα είχαμε μια καλύτερη ευκαιρία να κατανοήσουμε πώς είχε σκαλιστεί η ενιαία ζωφόρος του Παρθενώνα. Αλλά δεν έχω ακούσει ακόμα κανέναν να λέει ότι αυτή θα ήταν μια έξυπνη ή θεμιτή ιδέα».

Άρα το πρόβλημα για εσάς εντοπίζεται στον «ακρωτηριασμό», όπως αναφέρατε, του έργου.

«Ναι. Μαθαίνουμε από το Σοφοκλή στην Αντιγόνη ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να απεχθάνεται τη σύληση, το ανοσιούργημα. Ότι ακόμα και σε αυτούς από εμάς που δεν είναι προληπτικοί δεν αρέσει να βλέπουν ένα πτώμα να κείτεται άταφο στο δρόμο. Πάντοτε πολλοί Βρετανοί και πολλοί άλλοι θα αισθάνονται ότι είναι αφύσικο, λάθος και εξωφρενικό το γλυπτό του Φειδία να κόβεται στα δύο και να διαμοιράζεται, την ώρα που είναι στις δυνάμεις μας να ενώσουμε τα κομμάτια. Είναι σαν να βλέπεις τους Τούρκους στρατιώτες στην Κύπρο. Δε μοιάζει σωστό».

Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση με την εκστρατεία για την επανένωση των γλυπτών; Αρκεί το επιχείρημα του Μουσείου;

«Πρέπει να πω ότι ενώ ο ουσιαστικός ηθικός χαρακτήρας του επιχειρήματος δεν έχει αλλάξει παρά τις πρόσφατες εξελίξεις, η ελληνική κυβέρνηση έχει βελτιώσει σε τεράστιο βαθμό τη θέση της στη μάχη των επιχειρημάτων μη λέγοντας απλά ότι τα γλυπτά είναι ελληνικά άρα πρέπει να βρίσκονται στην Ελλάδα, αλλά λέγοντας ότι κατανοεί το ζήτημα της διεθνούς κηδεμονίας των γλυπτών, ότι είναι μεγάλη η ευθύνη της προστασίας τους, ότι στο παρελθόν έχουν γίνει λάθη και ότι δεχόμαστε την κριτική, αλλά και ότι μπορούμε να τα στεγάσουμε, να τα συντηρήσουμε και να τα δείξουμε σε πολύ κόσμο όλα ενωμένα, ακριβώς δίπλα από αυτόν τον υπέροχο λόφο, με την ποιότητα του φωτός και αέρα μέσα στην οποία γεννήθηκαν.

Καμία κυβέρνηση δε θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα από όσα έχει κάνει η κυβέρνηση της Ελλάδας. Επομένως, ο λόγος για τον οποίο παρουσιάζουμε εκ νέου το βιβλίο, την τρίτη του έκδοση σε 20 χρόνια περίπου είναι γιατί τώρα μπορούμε να πούμε ότι και η τελευταία ένσταση έχει αναιρεθεί».

Για πόσο καιρό ακόμα νομίζετε ότι το Βρετανικό Μουσείο και η βρετανική κυβέρνηση μπορούν να αντιστέκονται στο αίτημα επιστροφής των γλυπτών;

«Μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση με μια άλλη ερώτηση. Πόσος καιρός θα περάσει μέχρι όλοι εμείς, εκατομμύρια Βρετανών πολιτών να σταματήσουμε να το θεωρούμε αυτό προσβολή. Όχι μόνο προς τους Έλληνες φίλους μας και συμμάχους μας, αλλά επίσης στην ίδια την ιδέα της τέχνης. Η απάντηση σε αυτό είναι ‘ποτέ’.

Ποτέ δε σταματήσουμε να το θεωρούμε προσβολή, αυτό δε θα γίνει. Αυτό που μπορεί και πρέπει και νομίζω τελικά θα γίνει είναι η βρετανική κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο και το Βρετανικό Μουσείο να καταλάβουν ότι τους δίνεται η ευκαιρία όχι απλά να μη χάσουν τίποτα αλλά να κερδίσουν κάτι σημαντικό. Να συμμετάσχουν σε κάτι που σπάνια είναι εφικτό, την αποκατάσταση ενός όμορφου αλλά κατεστραμμένου έργου τέχνης. Να πιστωθούν τη βοήθεια υπέρ της διάσωσης ενός αρχαίου έργου τέχνης που σχεδόν χάθηκε. Είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεται μια τόσο μεγάλη τιμή σε ένα μουσείο και μάλιστα χωρίς κόστος, δωρεάν. Πόσο ακόμα είναι δυνατό να λέγεται όχι σε μια τέτοια προσφορά
Αλήθεια, πώς ακριβώς προέκυψε η ανάμιξή σας στη υπόθεση;

«Διάβασα ένα άρθρο πριν από πολύ καιρό, για την ακρίβεια μια συλλογή δοκιμίων από έναν μάλλον λησμονημένο σήμερα Βρετανό συγγραφέα, ονόματι Κόλιν ΜακΓκίνες. Ήταν συγγραφέας της δεκαετίας του 1950 και του ’60, τύπος μποέμ στις συνοικίες του Σόχο και του Νότινγκ Χιλ. Πρέπει να ήταν Σκωτσέζος ή Ιρλανδός ή και τα δύο. Κάπου είχε γράψει για τα Μάρμαρα. Είχε ενδιαφερθεί από πολύ νωρίς. Εντυπωσιάστηκα από τα όσα έγραφε και έμειναν στο μυαλό μου. Έπειτα διάβασα το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη για την Αγγλία και το απόσπασμα όπου περιγράφει πώς τα γλυπτά ήταν θαμμένα στο υπόγειο του Μουσείου. Είχε και αυτό μεγάλη επίδραση πάνω μου.

Μετά, αν θυμάμαι καλά, μετά από την εκλογή του ΠΑΣΟΚ και την τοποθέτηση της Μελίνας Μερκούρη στο υπουργείο Πολιτισμού κατάλαβα ότι το επιχείρημα για την επιστροφή θα έκανε την επανεμφάνισή του. Ρώτησα λοιπόν τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Spectator για το οποίο εργαζόμουν ως ανταποκριτής στην Ουάσινγκτον αν θα μπορούσα να γράψω ένα σχετικό άρθρο. Στη συνέχεια έλαβα με το ταχυδρομείο όλα τα επιχειρήματα που τα άρθρα του ΜακΓκίνες, του Καζαντζάκη και το δικό μου είχαν ήδη αναιρέσει. Σκέφτηκα ‘κοίτα να δεις, θα είναι μια εύκολη υπόθεση’.

Η αλήθεια είναι ότι από τότε έχει αλλάξει σημαντικά η βρετανική κοινή γνώμη επί του θέματος. Η τελευταία σχετική δημοσκόπηση που είδα στη Βρετανία έδειχνε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Βρετανών τάσσεται υπέρ της επιστροφής των γλυπτών. Οι περισσότεροι δε από αυτούς έδιναν και τους λόγους της άποψής τους, δηλαδή την επανένωση των γλυπτών.
Προσωπικά πιστεύω ότι όταν αλλάξαμε τον τίτλο της επιτροπής μας από ‘Επιτροπή για την Αποκατάσταση των Μαρμάρων’ σε ‘Επιτροπή για την Επανένωση’ κάναμε μια έξυπνη κίνηση. Το Βρετανικό Μουσείο υιοθετεί πλέον μια πιο αμυντική στάση, πολύ πιο αμυντική. Δε λέμε είναι ελληνικά, ανήκουν στη νότια Πελοπόννησο π.χ., λέμε ότι ανήκουν στον κόσμο» και αυτό το καταλαβαίνουν και οι Βρετανοί. Επομένως το έδαφος του επιχειρήματος έχει αλλάξει και τώρα είναι πιο σταθερό. Βέβαια δεν παραγνωρίζουμε την ελληνική υπερηφάνεια για τα γλυπτά».

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι διαφορετικό έκανε ο Έλγιν από την οικογένεια Γουλανδρή που ρήμαξε τις Κυκλάδες και μάζεψε όλα τα κυκλαδικά ειδώλια στην Αθήνα;

Τι δουλειά έχουν οι βυζαντινές εικόνες του Μυστρά στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών;

Ως πότε θα βλέπουμε το σκουπιδάκι στο μάτι των 'Αγγλων και θα παραβλέπουμε το παλούκι στο δικό μας μάτι;

Φειδίας είπε...

Ὁ φάντης καὶ τὸ ρετσινόλαδο εἶναι τὸ σχόλιό σου, Ἀνώνυμε. «Καὶ ἐσεῖς καταπιέζετε τοὺς ἰνδιάνους.» Κατ᾿ ἀρχήν, τὰ εἰδώλια καὶ οἱ εἰκόνες εἶναι ἐνιαῖα, ἀνεξάρτητα καὶ κινητὰ καλλιτεχνήματα, τὰ ὁποῖα τὰ ἐμπορεύονταν ἢ τὰ ἐχάριζαν οἱ δημιουργοί καὶ οἱ ἰδιοκτῆτες τους, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἡ ζωφόρος τοῦ Παρθενῶνος εἶναι κομμάτι τοῦ Παρθενῶνος. Ἔπειτα, ναί, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐθνικοῦ μας συμβόλου ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους. Τὰ «οἰκογενειακά μας», πολλὰ καὶ σοβαρὰ ὅντως, εἶναι ἐσωτερική μας, οἰκογενειακὴ ὑπόθεσις καὶ δὲν πέφτει τῶν Ἄγγλων οὔτε κανενὸς ἄλλου λόγος.