Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Στα 14 του χρόνια έζησε τη βαρβαρότητα, αιχμάλωτος του τουρκικού στρατού

«Τρόμος. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις με άλλη λέξη την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές της Τουρκίας. Τι να πω;» Το βλέμμα χάνεται στο κενό και βουρκώνει. Η ψυχή παλεύει με τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωσε και στην αφήγηση της ιστορίας ξυπνούν βασανιστικά. Πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, έζησε την πιο απάνθρωπη πλευρά της ζωής και την πιο σκληρή της ανθρώπινης φύσης.

Ο εφιάλτης στην Αμάσεια και τα Άδανα

Στα 14 του χρόνια έζησε τη βαρβαρότητα, αιχμάλωτος του τουρκικού στρατού

ΤΟΥ ΦΡΙΞΟΥ ΔΑΛΙΤΗ ΦΩΤ. Γ. ΝΗΣΙΩΤΗΣ

«Τρόμος. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις με άλλη λέξη την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές της Τουρκίας. Τι να πω;» Το βλέμμα χάνεται στο κενό και βουρκώνει. Η ψυχή παλεύει με τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωσε και στην αφήγηση της ιστορίας ξυπνούν βασανιστικά. Πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, έζησε την πιο απάνθρωπη πλευρά της ζωής και την πιο σκληρή της ανθρώπινης φύσης. Εκεί που η ζωή αρχίζει να απλώνεται μπροστά σε ένα παιδί, αυτό κλείνεται στα μπουντρούμια μιας φυλακής. Μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, με τα βασανιστήρια ψυχής και σώματος να είναι καθημερινοί σύντροφοι, τα όνειρα μετατρέπονται σε πραγματικούς εφιάλτες.

Ο Ανδρέας Σπυρίδης, ήταν τότε 14 χρόνων. Έμελλε όμως να γίνει ένας από τους τραγικούς πρωταγωνιστές της πιο μελανής σελίδας της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Ίσως να ήταν και ο πιο μικρός σε ηλικία που βρέθηκε στα χέρια του Αττίλα και έζησε τη φρίκη στα μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών. Χωρίς να γνωρίζει τίποτε από πόλεμο, χωρίς να έχει ποτέ πάρει όπλο στα χέρια.

Βρέθηκε μέσα από ατυχείς συγκυρίες στο λάθος σημείο και έγινε θύμα των προθέσεων των εισβολέων. «Είχα πάει στη θεία μου στο Τρεμίθι της Κερύνειας, διότι ήθελα να πάω να δουλέψω το καλοκαίρι με το θείο μου. Καθ’ οδόν έγινε το πραξικόπημα. Ήμασταν στη Λευκωσία, όμως το ραδιόφωνο έλεγε να μην ανησυχεί ο κόσμος και έτσι προχωρήσαμε κανονικά για να πάμε στην Κερύνεια», θυμάται ο Αντρέας, εξηγώντας πώς άρχισε η περιπέτεια του, καθ’ ότι ο ίδιος ήταν από τον Αγρό.

«Μετά από λίγες μέρες έγινε η εισβολή και μας βρήκε εγκλωβισμένους στο Τρεμίθι. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το χωριό.
Μετά από λίγες μέρες που είμασταν εγκλωβισμένοι και ενώ γίνονταν οι επιχειρήσεις, μια μέρα μπήκαν μέσα οι Τούρκοι στρατιώτες. Μας μάζεψαν όλους στην εκκλησία. Κάποιους μάθαμε ότι τους σκότωσαν. Συγκεκριμένα, τρία άτομα μιας οικογένειας κοντά στη μάντρα τους που είχαν. Μας άφησαν όμως μετά να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.

Ύστερα από καμιά- δυο μέρες αποφάσισαν ότι έπρεπε να μας μετακινήσουν. Μας μάζεψαν ξανά στην εκκλησία του χωριού, ξεχώρισαν τους άντρες που ήταν από μια ηλικία και πάνω. Εγώ ήμουν ψηλός και έδειχνα πιο μεγάλος από την ηλικία μου. Στεκόμουν σε ένα σκαλί του σχολείου και μου φώναξε ένας Τουρκοκύπριος να κατέβω κάτω. Του είπα ότι είμαι μικρός. Του φώναξε και η θεία μου, “μα πού εν πάρεις το μωρό;” “Φερ’ τον κάτω και τούτος τραβά αμάξι”, απάντησε εκείνος».

Ο Γολγοθάς Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε και ο Γολγοθάς της αιχμαλωσίας για τον Ανδρέα. Το γεγονός ότι ήταν μόλις 14 χρονών, δεν έκανε τους Τούρκους στρατιώτες να αλλάξουν γνώμη. Έβαλαν όλους όσους θεωρούσαν ότι έπρεπε να τους πάρουν μαζί τους σε λεωφορεία και τους μετέφεραν στην Αγύρτα, όπου εκεί ήταν κατά κάποιο τρόπο το κέντρο όπου μετέφεραν και άλλους αιχμαλώτους. «Μας έβαλαν μέσα σε μία μάντρα με περίφραξη και μας φυλούσαν όλη νύκτα», θυμάται ο Αντρέας. «Την επόμενη άρχισαν να φέρνουν λεωφορεία και έβαζαν τους αιχμαλώτους μέσα.

Εμένα, επειδή ήμουν μικρός, μαζί με ακόμα 1-2 άτομα που ήταν πάλι μικροί σε ηλικία και τον ιερέα του χωριού, σκέφτονταν τι θα μας κάνουν. Τα λεωφορεία ξεκίνησαν ήδη να φεύγουν με τον κόσμο μέσα. Μετά όμως αποφάσισαν να μας πάρουν κι εμάς και άρχισαν να μας τραβούν ξυπόλυτους όπως είμαστε και να μας βάζουν να τρέχουμε μέσα στις πέτρες και τα αγκάθια, χτυπώντας μας κιόλας για να φτάσουμε τα λεωφορεία να μας βάλουν μέσα. Τελικά μας έβαλαν κι εμάς μέσα στα λεωφορεία και μας πήγαν στο Πέντε Μίλι. Εκεί μας φόρτωσαν πάνω στο πλοίο για να μας μεταφέρουν στα Άδανα.

Όταν μας έβαλαν στο πλοίο κανένας δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Μας είχαν δεμένα μάτια και χέρια. Μας κλωτσοκοπούσαν συνεχώς. Όταν είδαμε τη θάλασσα κάτω από τα πόδια μας είπε κάποιος «ρε εν να μας σύρουν μες τη θάλασσα», ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά μέσα μου και έκαμα κήλη. Το διαπίστωσα όταν επέστρεψα», περιγράφει συγκλονισμένος ο Αντρέας. «Οι δικοί μας το έμαθαν μέσω της εφημερίδας που δημοσίευσε τα ονόματα όσων κατέγραψε ο Ερυθρός Σταυρός.
Αλλά, πολλά ονόματα τα έγραφαν και λάθος. Για παράδειγμα εμένα με έγραψαν Αντρέα Σπυρί, αντί Σπυρίδη. Μέχρι που με είδαν όταν επέστρεψα, σιγουρεύτηκαν ότι όντως ήμουν στις φυλακές αιχμάλωτος», συνεχίζει.

Στα μπουντρούμια

Η άφιξη στις τουρκικές φυλακές ζωντάνεψε τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Ιδιαίτερα για ένα παιδί που καλά-καλά δεν γνώρισε τον κόσμο. «Φτάσαμε στη Μεσίνα. Μας έβαλαν μέσα σε στρατιωτικά οχήματα. Μας χτυπούσαν συνεχώς από την ώρα που κατεβήκαμε από το πλοίο μέχρι να μας βάλουν στα φορτηγά, τα οποία ήταν κλειστά με τέντες από πάνω και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε». Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που συνάντησε ο Ανδρέας και οι άλλοι τόσοι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι από την Τουρκία. «Προσπαθούσαμε να ανοίξουμε να πάρουμε λίγο αέρα και μας χτυπούσαν κι από πάνω. Δεν μας άφηναν ούτε να αναπνεύσουμε. Τελικά προχωρήσαμε, φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων. Με το που φτάσαμε λυποθύμησα από τη δίψα. Αντί να μου δώσουν νερό να πιω, μου το έχυναν πάνω μου. Τους ζητούσα να μου δώσουν να πιω και δεν μου έδιναν. Μας έβαλαν μέσα στα κελιά της φυλακής κατά 30 άτομα κατά κελί και μείναμε εκεί μερικές βδομάδες μέχρι να μας μετακινήσουν. Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή και πήραν κι άλλους αιχμαλώτους, μας πήραν στην Αμάσεια για να φέρουν τους άλλους».

«Ήθελαν να μας λιντσάρουν» Η διαδρομή από τα Άδανα στην Αμάσεια, θα μείνει πάντα χαραγμένη στη μνήμη όλων όσων έζησαν εκείνη τη βαρβαρότητα. «Καθ’ οδόν προς την Αμάσεια βρίσκαμε Τούρκους που μας προπηλάκιζαν και προσπαθούσαν να μας λιντσάρουν.

Στην Τοκκάτ, επειδή μας μετέφεραν με τρένο, έκοψαν οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής τις γραμμές του τρένου, για να εκτροχιαστεί και να σκοτωθούμε όλοι. Επενέβη ο στρατός και ειδοποίησε το τρένο να σταματήσει. ‘Ομως εκεί που σταμάτησε το τρένο, μας επιτέθηκε ο όχλος και μας πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μας έβαλαν μέσα σε λεωφορεία μετά επειδή το τρένο δεν μπορούσε να προχωρήσει.

Εκεί, μας χτύπησαν αλύπητα μέχρι να μπούμε στα λεωφορεία. Φτάσαμε στην Αμάσεια στις φυλακές. Μπήκαμε μέσα με συνοδεία ξύλου». Για καλή τους τύχη, στις φυλακές της Αμάσειας πήγε και τους επισκέφθηκε μια φορά κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού.

Έτσι μπορούσαν τουλάχιστον να είναι σίγουροι ότι ήταν καταγεγραμμένοι στα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έφευγαν.

Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ τέλειωσε δυόμισι μήνες μετά. Οι εφιάλτες όμως θα συνοδεύουν για πάντα όσους έζησαν στην κόλαση των φυλακών της Τουρκίας. Ο Ανδρέας, λόγω ηλικίας, κατόπιν της συμφωνίας για ανταλλαγή αιχμαλώτων, έφυγε από τις φυλακές από τους πρώτους, όπως προβλεπόταν για τους μαθητές που θα πήγαιναν σχολείο. «Δεν ξέραμε τίποτε για το τι έγινε στην Κύπρο. Μας έφεραν με τα πλοία στην Κύπρο, μας πέρασαν από το Λήδρα Πάλας και απ’ εκεί στην Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί ήταν το χειρότερο. Ο κόσμος να περιμένει με τις φωτογραφίες στο χέρι, να κλαίνε, να φωνάζουν, να λυποθυμούν και να μας βάζουν τις φωτογραφίες τους μπροστά μας και να μας ρωτούν αν είδαμε τους δικούς τους. Ήταν συγκλονιστικό…»

ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

«Δύο καλούς αξιωματικούς και γενικότερα ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω εκεί», αναφέρει ο Ανδρέας. «Είμαστε κάτω στα μαγειρεία μια μέρα. Άφησαν εμένα και άλλους δυο να καθαρίσουμε. Ο αξιωματικός ρώτησε όταν με είδε πώς και είμαι εκεί. Του εξήγησα την ιστορία και ζήτησε να μου φέρουν να φάω. Κάθισε μαζί μου και με περίμενε να φάω για να μη μου πάρουν το φαϊ μου. Αυτός και ο ένας αξιωματικός που ήταν και γιατρός ήταν καλοί. Οι άλλοι…»

«Το κλάμα του μιτσή»

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗτου Ερυθρού Σταυρού στις φυλακές της Αμάσειας, κινητοποίησε τις τουρκικές αρχές που ήθελαν να δείξουν προς τα έξω ένα καλό πρόσωπο. Οι Τούρκοι, για να δείξουν καλό πρόσωπο έδωσαν στους αιχμαλώτους ένα παντελόνι μαύρο να φορέσουν και ένα ζευγάρι παντόφλες και τους έβαλαν να κάνουν μπάνιο.
«Στους διαδρόμους μάς περίμεναν στρατιώτες δεξιά και αριστερά και μας χτυπούσαν», αφηγείται ο Ανδρέας. «Όταν είμαστε μέσα στα λουτρά ήρθε ένας αξιωματικός να επιθεωρήσει. Μόλις έφυγε, οι στρατιώτες μας επιτέθηκαν. Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα στρατιώτη με προτεταμένο το χέρι να έρχεται με φόρα κατά πάνω μου για να με χτυπήσει. Έκανα ένα γύρο επί τόπου και κάθισα κάτω. Μόλις που γλύτωσα. Επειδή ήταν και βρεγμένα τα πόδια μου, βγήκε η παντόφλα μου. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε για να γλυτώσουμε και βλέπω ότι είμαι με μια παντόφλα. Αν πήγαινα πίσω να την πάρω θα έτρωγα πολύ ξύλο. Άρχισα να κλαίω τότε. Ήμουν και μικρός, μου ήρθε το κλάμα από παράπονο. Μόλις με είδαν να κλαίω σταμάτησαν να μας χτυπούν και πήγα και πήρα την παντόφλα μου. Όταν επιστρέψαμε πίσω στα κελιά μας, οι υπόλοιποι άρχισαν να μου λένε: “ευτυχώς που άρχισες να κλαις ρε μιτσή, γιατί θα μας έσπαζαν από το ξύλο”. Κάποιοι έφαγαν πολύ ξύλο».

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣΕΣ

Η εμπειρία όσων χρειάστηκαν να πάνε γιατρό ήταν τραυματική. Η διαδρομή από το κελί στο ιατρείο και αντίστροφα συμπεριλάμβανε έναν άγριο ξυλοδαρμό. «Μια φορά είχα βγάλει ένα εξάνθημα μεγάλο στο χέρι και είχε φουσκώσει», θυμάται ο Ανδρέας. «Μου έλεγαν οι πιο μεγάλοι να πάω στο γιατρό αλλά εγώ δεν ήθελα να πάω γιατί ξέραμε ότι όσοι πήγαιναν γιατρό, καθ’ οδόν τους χτυπούσαν αλύπητα. Επέμεναν όμως άλλοι πιο μεγάλοι σε ηλικία αιχμάλωτοι και το ανέφεραν στους στρατιώτες ότι χρειαζόμουν γιατρό. Δέχθηκαν να πάω γιατρό και με έβαλαν να πάω. Στην έξοδο της φυλακής μέχρι το γιατρό, υπήρχε ένας στρατιώτης και μου φώναξε. Πήγα κοντά. Νόμισα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Με ρώτησε από πού είμαι και διάφορα άλλα. Όπως μιλούσαμε, με πήρε από το κεφάλι και με χτύπησε πάνω στη σιδερόπορτα. Τότε γέμισαν τα μάτια μου περισσότερο από παράπονο, παρά από το χτύπημα».

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

Πηγή:infognomonpolitics

Δεν υπάρχουν σχόλια: