Αν και η θεωρία της εξολόθρευσης των εθνών ίσχυε, εδώ και πολύ καιρό, πολλές από τις παραγράφους της δεν εφαρμόζονταν πια. Οι αυτοκρατορικοί μηχανισμοί αρκούνταν σε λιγότερο λαμπρές νίκες, αλλά εξίσου σπουδαίες. Η ολοκλήρωση, έστω και κατά ένα μέρος, της διαδικασίας της αντιγλώσσας αποτελούσε επιτυχία.
Άρχιζε με την διακοπή της φυσιολογικής ανάπτυξης μιας γλώσσας για να την φέρει σε μια κατάσταση ασυναρτησίας που θύμιζε καθυστερημένο παιδί, και να ακολουθήσει μετά η αποκοπή. Σε ένα φάκελο αναφερόταν όλη η εμπειρία της παρακμής της: από χρόνο σε χρόνο, του λεξιλογίου που οι λέξεις του αραίωναν σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, η γραμματική απογύμνωση, η ατροφία των μορίων και ιδιαίτερα των προθεμάτων, η σύνταξη που γινόταν όλο και πιο βαριά. Η γλώσσα βάραινε, λίγο λίγο σαν ομιλία τραυλού. Μια τέτοια γλώσσα γινόταν στην ουσία αβλαβής, γιατί, σαν τη γυναίκα που της αφαίρεσαν την μήτρα, έχανε την ικανότητα να παράγει ποιήματα, παραμύθια, θρύλους. Το πολύ πολύ μπορούσε να γεννήσει, από γενιά σε γενιά, κάποιο χρονικό, αλλά τόσο άχαρο και σε τέτοιο σημείο απογυμνωμένο από λογική και συνέχεια, που δύσκολα μπορούσε να αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου.
Υπήρχε μια έντονη αμφισβήτηση πάνω στο θέμα του ποια από τις δυο διαδικασίες έπρεπε να ολοκληρωθεί πρώτη: η αντιγλώσσα ή η αντιμνήμη; Μερικοί υποστήριζαν επίμονα ότι η φοβερή διαδικασία της εξασθένισης και απώλειας της μνήμης δεν μπορούσε να αρχίσει παρά μετά από την εξαφάνιση της γλώσσας. Άλλοι αντίθετα, θεωρούσαν ότι η γλώσσα δεν μπορούσε να πεθάνει χωρίς πρώτα να πέσει σκοτάδι στη συλλογική μνήμη του έθνους. Όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα δύο μέρη επέμεναν στις θέσεις τους και οι αρχές διάλεξαν μια συμβιβαστική λύση: την παράλληλη εφαρμογή και των δύο μεθόδων.
Οι περίπλοκες λέξεις είχαν καταργηθεί, τα επίθετα σπάνιζαν, δεν υπήρχαν ιδιωματισμοί, παροιμίες, μεγάλοι αριθμοί, τακτικοί αριθμοί, ενώ το ρηματικό σύστημα ήταν δομημένο με τρόπο ώστε κάθε ρήμα να έχει το αντίθετό του. Και τα ρήματα δεν ήταν τα μόνα που είχαν αντίθετα, όπως συνθέτω – αποσυνθέτω, κάνω – ξεκάνω, καθώς έχουν όλες οι γλώσσες. Τα αντίθετα δημιουργούσαν ολόκληρο σύστημα. Έτσι, χρησιμοποιούσαν με πολύ φυσικό τρόπο αντίθετα, όπως ζωή – αζωή, χρόνος – αχρόνος, τόπος – ατόπος κλπ. Επιπλέον, δεν έλεγαν για κάποιον ότι είχε πεθάνει, αλλά ότι είχε μαραθεί, όχι ότι είχε σκοτωθεί αλλά ότι είχε αφανιστεί.
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν πάψει να έχουν δική τους γλώσσα, δεν είχαν πια ούτε έθιμα, ούτε ενδυμασίες, ούτε γάμους, ούτε χορούς, ούτε αλφάβητο, ούτε ιστορία, ούτε χρονικά, ούτε θρύλους. Τους είχαν απογυμνώσει εντελώς. Η μνήμη τους είχε συρρικνωθεί λίγο λίγο. Όλα είχαν σβήσει από αυτήν, όπως μια πεδιάδα ανεμοδαρμένη για χιλιάδες αιώνες, που μεταβάλλεται τελικά σε έρημο, όπου δεν υπάρχουν παρά αμμόλοφοι που απλώνονται μονότονα μακριά, όλο και πιο μακριά, σε κυματισμούς που θυμίζουν γεωμετρία εφιαλτική.
Κι αυτός ο τρόπος να ντύνονται, να μιλάνε και, γενικότερα, να σκέφτονται είχε επινοηθεί για να βάλουν καλά στο μυαλό των επόμενων γενιών του εδαφοποιημένου έθνους την ιδέα της απόλυτης στατικότητας, τη βεβαιότητα πως έτσι ήταν και έτσι θα είναι πάντα, πως ήταν τρελλοί εκείνοι που πίστευαν ότι κάτι είχε υπάρξει διαφορετικό, και ακόμα πιο τρελλοί εκείνοι που ήλπιζαν κάποια αλλαγή.
Κανένας κίνδυνος για την Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να προέλθει από τις περιοχές όπου είχε εφαρμοστεί το “κρα-κρα”. Ακόμα κι αν υπήρχε σπόρος κινδύνου, θα του χρειαζόταν σίγουρα εικοσιπέντε και πενήντα χρόνια για να πιάσει, και πολύ περισσότερο για να φυτρώσει.
Οι άνθρωποι που έχουν μουχλιασμένο πνεύμα δεν ξέρουν παρά μόνο τα χτυπήματα που φτάνουν ως την σάρκα τους. Γι’ αυτούς τα χτυπήματα που έχουν στόχο τη μνήμη, δεν είναι παρά καπνός…
Ισμαήλ Κανταρέ, Η κόχη της ντροπής
Άρχιζε με την διακοπή της φυσιολογικής ανάπτυξης μιας γλώσσας για να την φέρει σε μια κατάσταση ασυναρτησίας που θύμιζε καθυστερημένο παιδί, και να ακολουθήσει μετά η αποκοπή. Σε ένα φάκελο αναφερόταν όλη η εμπειρία της παρακμής της: από χρόνο σε χρόνο, του λεξιλογίου που οι λέξεις του αραίωναν σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, η γραμματική απογύμνωση, η ατροφία των μορίων και ιδιαίτερα των προθεμάτων, η σύνταξη που γινόταν όλο και πιο βαριά. Η γλώσσα βάραινε, λίγο λίγο σαν ομιλία τραυλού. Μια τέτοια γλώσσα γινόταν στην ουσία αβλαβής, γιατί, σαν τη γυναίκα που της αφαίρεσαν την μήτρα, έχανε την ικανότητα να παράγει ποιήματα, παραμύθια, θρύλους. Το πολύ πολύ μπορούσε να γεννήσει, από γενιά σε γενιά, κάποιο χρονικό, αλλά τόσο άχαρο και σε τέτοιο σημείο απογυμνωμένο από λογική και συνέχεια, που δύσκολα μπορούσε να αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου.
Υπήρχε μια έντονη αμφισβήτηση πάνω στο θέμα του ποια από τις δυο διαδικασίες έπρεπε να ολοκληρωθεί πρώτη: η αντιγλώσσα ή η αντιμνήμη; Μερικοί υποστήριζαν επίμονα ότι η φοβερή διαδικασία της εξασθένισης και απώλειας της μνήμης δεν μπορούσε να αρχίσει παρά μετά από την εξαφάνιση της γλώσσας. Άλλοι αντίθετα, θεωρούσαν ότι η γλώσσα δεν μπορούσε να πεθάνει χωρίς πρώτα να πέσει σκοτάδι στη συλλογική μνήμη του έθνους. Όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα δύο μέρη επέμεναν στις θέσεις τους και οι αρχές διάλεξαν μια συμβιβαστική λύση: την παράλληλη εφαρμογή και των δύο μεθόδων.
Οι περίπλοκες λέξεις είχαν καταργηθεί, τα επίθετα σπάνιζαν, δεν υπήρχαν ιδιωματισμοί, παροιμίες, μεγάλοι αριθμοί, τακτικοί αριθμοί, ενώ το ρηματικό σύστημα ήταν δομημένο με τρόπο ώστε κάθε ρήμα να έχει το αντίθετό του. Και τα ρήματα δεν ήταν τα μόνα που είχαν αντίθετα, όπως συνθέτω – αποσυνθέτω, κάνω – ξεκάνω, καθώς έχουν όλες οι γλώσσες. Τα αντίθετα δημιουργούσαν ολόκληρο σύστημα. Έτσι, χρησιμοποιούσαν με πολύ φυσικό τρόπο αντίθετα, όπως ζωή – αζωή, χρόνος – αχρόνος, τόπος – ατόπος κλπ. Επιπλέον, δεν έλεγαν για κάποιον ότι είχε πεθάνει, αλλά ότι είχε μαραθεί, όχι ότι είχε σκοτωθεί αλλά ότι είχε αφανιστεί.
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν πάψει να έχουν δική τους γλώσσα, δεν είχαν πια ούτε έθιμα, ούτε ενδυμασίες, ούτε γάμους, ούτε χορούς, ούτε αλφάβητο, ούτε ιστορία, ούτε χρονικά, ούτε θρύλους. Τους είχαν απογυμνώσει εντελώς. Η μνήμη τους είχε συρρικνωθεί λίγο λίγο. Όλα είχαν σβήσει από αυτήν, όπως μια πεδιάδα ανεμοδαρμένη για χιλιάδες αιώνες, που μεταβάλλεται τελικά σε έρημο, όπου δεν υπάρχουν παρά αμμόλοφοι που απλώνονται μονότονα μακριά, όλο και πιο μακριά, σε κυματισμούς που θυμίζουν γεωμετρία εφιαλτική.
Κι αυτός ο τρόπος να ντύνονται, να μιλάνε και, γενικότερα, να σκέφτονται είχε επινοηθεί για να βάλουν καλά στο μυαλό των επόμενων γενιών του εδαφοποιημένου έθνους την ιδέα της απόλυτης στατικότητας, τη βεβαιότητα πως έτσι ήταν και έτσι θα είναι πάντα, πως ήταν τρελλοί εκείνοι που πίστευαν ότι κάτι είχε υπάρξει διαφορετικό, και ακόμα πιο τρελλοί εκείνοι που ήλπιζαν κάποια αλλαγή.
Κανένας κίνδυνος για την Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να προέλθει από τις περιοχές όπου είχε εφαρμοστεί το “κρα-κρα”. Ακόμα κι αν υπήρχε σπόρος κινδύνου, θα του χρειαζόταν σίγουρα εικοσιπέντε και πενήντα χρόνια για να πιάσει, και πολύ περισσότερο για να φυτρώσει.
Οι άνθρωποι που έχουν μουχλιασμένο πνεύμα δεν ξέρουν παρά μόνο τα χτυπήματα που φτάνουν ως την σάρκα τους. Γι’ αυτούς τα χτυπήματα που έχουν στόχο τη μνήμη, δεν είναι παρά καπνός…
Ισμαήλ Κανταρέ, Η κόχη της ντροπής
Πηγή:Το κομματόσκυλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου