Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Ένα άγνωστο casus belli της Τουρκίας

Σας παρουσιάζουμε ένα "ιστορικό" έγγραφο που συντάχθηκε για κάποιο υπουργείο της ελληνικής κυβέρνησης, το 2002, με αφορμή την συνεδρίαση του κουρδικού κοινοβουλίου, που οδήγησε στη σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας, η οποία μάλιστα χαρακτήριζε ως casus belli την ίδρυση κουρδικού κράτους.

Από τότε μέχρι σήμερα η πολυδιαφημισμένη από διάφορους Έλληνες "πατριώτες" τουρκική εξωτερική πολιτική έκανε πολλές "στροφές, με τελευταία, και την πιο απότομη, την αποδοχή του κουρδικού κράτους από πλευράς της Τουρκίας, για να αποδειχτεί ότι οι νταήδες της Άγκυρας"βρίσκουν και τα κάνουν" και εννοούμε την απαράδεκτη απειλή πολέμου που έχει εκτοξεύσει η Τουρκία εναντίον της Ελλάδας, για να αποτρέψει την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ΝΜ, κάτι που είναι νόμιμο και αναφαίρετο δικαίωμά μας.

Δεν θέλουμε να αναφερθούμε στην προφανή αξία τέτοιων εγγράφων στη χάραξη της εθνικής πολιτικής, για να μην αρχίσουν κάποιοι να μιλάνε για "καλάμια" και με το δίκιο τους θα λέγαμε. Απλά, εν όψει της επίσκεψης του Μπάρακ Ομπάμα στην Τουρκία, που γίνεται βασικά για τη διευθύτηση του Κουρδικού, που είναι, ίσως, ένα από τα τελευταία κατάλοιπα του Ανατολικού Ζητήματος, με την ευκαιρία της εθνικής μας γιορτής, το θέτουμε σε γνώση και στην κρίση σας.

Η συνεδρίαση του κουρδικού κοινοβουλίου στο Βόρειο Ιράκ και η τουρκική αντίδραση


ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
Του Σάββα Καλεντερίδη

Η ιστορική συνεδρίαση

Την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2002 συνεδρίασε στην πόλη Ερμπίλ (τα αλεξανδρινά Άρβυλα) του Βορείου Ιράκ το κουρδικό κοινοβούλιο. Το όργανο συστήθηκε το 1992 μετά τις τοπικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν και διαθέτει 105 μέλη, από τα οποία τα 50 ανήκουν στο κόμμα του Μπαρζανί, τα 50 στο κόμμα του Ταλαμπανί και τα 5 στο κόμμα των Ασσυρίων. Το 1996, λόγω διαφωνιών μεταξύ των δύο μεγάλων κουρδικών κομμάτων, του Ταλαμπανί και Μπαρζανί, η λειτουργία του κοινοβουλίου διακόπηκε και ξέσπασαν συγκρούσεις που στοίχισαν τη ζωή σε περίπου 2.500 ανθρώπους.

Με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, και εν όψει εξελίξεων που δρομολογούσε η το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών για το Ιράκ, οι δύο Κούρδοι ηγέτες συναντήθηκαν στην Ουάσινγκτον και στις 17 Σεπτεμβρίου 1998 υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης. Μετά τη συνθηκολόγηση αυτή, άρχισε η κοινή δράση από πλευράς των δύο μεγάλων κομμάτων του Βορείου Ιράκ για τη δημιουργία των βασικών δομών του υπό δημιουργία κουρδικού κράτους. Έτσι συγκροτήθηκε σταδιακά στρατός, αστυνομία, υποτυπώδεις δημόσιες υπηρεσίας, σύστημα υγείας, παιδείας, δημοσίων έργων κλπ. Μετά απ’ όλα αυτά, οι Κούρδοι του Βορείου Ιράκ, αθόρυβα, όλα αυτά τα χρόνια, οδεύουν προς την ίδρυση του κράτους τους. Σαν επιστέγασμα της συντονισμένης αυτής προσπάθειας των Μπαρζανί και Ταλαμπανί, που γίνεται με κινητήριο δύναμη τη βούληση των ΗΠΑ, αλλά και του Ισραήλ, και εν όψει των εξελίξεων που αφορούν την τύχη του καθεστώτος της Βαγδάτης και του ίδιου του Σαντάμ Χουσεΐν, την 4η Οκτωβρίου του 2002 συνήλθε σε πανηγυρική συνεδρίαση το ομόσπονδο κοινοβούλιο του Βορείου Ιράκ. Η συνεδρίαση του κοινοβουλίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από έξι χρόνια διακοπής και τα μέλη του ψήφισαν και επικύρωσαν την συμφωνία της Ουάσινγκτον της 17ης Σεπτεμβρίου 1998.

Στη συνεδρίαση του κοινοβουλίου έστειλε συγχαρητήριο μήνυμα ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ κ. Κόλιν Πάουελ, ενώ συγχαρητήρια μηνύματα έστειλαν διάφοροι πολιτικοί παράγοντες και κόμματα της Ευρώπης. Στη συνεδρίαση παρευρέθηκε και η Ντανιέλ Μιτεράν, η οποία εκφώνησε και λόγο στον οποίο ανέφερε πως οι Κούρδοι μπορούν πια να αυτοδιοικηθούν.

Οι δύο Κούρδοι ηγέτες εκφώνησαν τους λόγους τους στην κουρδική γλώσσα, ενώ δήλωσαν πως τάσσονται υπέρ ενός ενιαίου δημοκρατικού Ιράκ, και ευχαρίστησαν την Αγγλία, τις ΗΠΑ αλλά και την Τουρκία για την συμπαράστασή τους.

Η αντίδραση της Τουρκίας

Την ώρα που συνεδρίαζε το κουρδικό κοινοβούλιο, συνεδρίαση που προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στην Τουρκία, στην Άγκυρα συγκαλούνταν έκτακτη συνεδρίαση ανώτατων πολιτικών και κρατικών παραγόντων και αξιωματούχων, κάτι σαν πολεμικό συμβούλιο εν καιρώ ειρήνης ας πούμε, για εκτίμηση και αξιολόγηση της κατάστασης. Η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στο προεδρικό μέγαρο Τσάνκαγια της Άγκυρας και συμμετείχαν οι εξής:

1) Πρωθυπουργός Μ. Ετσεβίτ
2) ΑΓΕΕΘΑ στρατηγός Χιλμί Οζκιόκ
3) ΥΠΕΞ Σ.Σ. Γκιουρέλ
4) Υπουργός άμυνας Σ. Τσακμάκογλου
5) Υφυπουργός εξωτερικών Ουγούρ Ζιγιάλ
6) Σύμβουλος του πρωθυπουργού και διευθυντής επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ Κιοκσάλ Καράμπαϊ
7) Διοικητής των μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ) Σενγκάλ Ατάσαγκουν
8) Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας Κεμάλ Νεχρόζογλου
9) Διευθυντής Προεδρίας και Σύμβουλος Εξωτερικών Τατζάν Ιλτέμ

Σε δηλώσεις πολιτικών και κρατικών παραγόντων που έγιναν μετά τη σύσκεψη, τονιζόταν πως η Τουρκία δεν θα ανεχθεί την ανάδειξη μιας ανεξάρτητης κουρδικής κρατικής δομής στο Βόρειο Ιράκ και πως αυτό για την Άγκυρα αποτελεί αιτία πολέμου.

Η σύσκεψη κορυφαίων διοικητικών παραγόντων τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, επεδίωκε να δώσει σαφές μήνυμα για την πρόθεση της Τουρκίας να αντιδράσει δυναμικά σε περίπτωση σύστασης κουρδικού κράτους.

Το Πρωτόκολλο Εθνικής Πολιτικής για το Ιράκ

Παράλληλα συζητήθηκε και το «Πρωτόκολλο Εθνικής Πολιτικής για το Ιράκ» καθώς και το αντίστοιχο «Σχέδιο Δράσης για το Ιράκ». Το εν λόγω κείμενο διαμορφώθηκε με τη συνεργασία τριών δημοσίων φορέων:

-του τουρκικού ΥΠΕΞ,
-του ΓΕΕΘΑ και
-της ΜΙΤ.

Το κρατικά αυτά έγγραφα, ήτοι, το Πρωτόκολλο και το Σχέδιο Δράσης, περιέχουν σενάρια και τρόπους αντίδρασης σε πιθανές εξελίξεις που είναι πιθανόν να λάβουν χώρα στο Βόρειο Ιράκ και έχει χαρακτήρα απαράβατο και υποχρεωτικό.

Οποιαδήποτε ομάδα ή κόμμα αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας υποχρεούται να δραστηριοποιηθεί και να κινηθεί με βάση τις διατάξεις αυτών των κειμένων. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβάλλεται από το κράτος, κυρίως από τις ένοπλες δυνάμεις, μια ενιαία γραμμή από την οποία κανείς δεν μπορεί να παρεκκλίνει.

Η κίνηση αυτή έγινε με πρωτοβουλία των στρατιωτικών για να αποτραπούν δυσάρεστες πολιτικές ή άλλες πρωτοβουλίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή φορέα που διαχειρίζεται εξουσία στην Τουρκία, υπό το πρίσμα των αρνητικών εμπειριών του Πολέμου του Κόλπου, οπότε ο τότε πρόεδρος Οζάλ, με τις προσωπικές του πρωτοβουλίες και ενέργειες, έθεσε εκτός «μάχης» το ΓΕΕΘΑ και το ΥΠΕΞ και τα απέκλεισε από τις βασικές αποφάσεις για την πολιτική της Τουρκίας στον Πόλεμο του Κόλπου. Σημειώνεται ότι τότε η στάση του Οζάλ, είχε προκαλέσει την παραίτηση του Α/ΓΕΕΘΑ Τορουμτάι και του ΥΠΕΞ Γκιράι.

Σύμφωνα με το προαναφερθέν Πρωτόκολλο οι βασικές πτυχές της τουρκικής πολιτικής για το Ιράκ συμπυκνώνονται σε 9 άρθρα που περιέχονται στο εν λόγω κείμενο, τα οποία επικεντρώνονται στα εξής:

1) Βασικός στόχος είναι η δημιουργία ενός Ιράκ που δεν θα έχει προβλήματα με τον ΟΗΕ και τους γείτονές του

2) Επιβάλλεται η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ

3) Η αρμοδιότητα και εξουσία της κεντρικής διοίκησης του Ιράκ πρέπει να επανέλθει στο σύνολο της επικράτειας της χώρας.

4) Οι Τουρκομάνοι του Ιράκ πρέπει να προστατευθούν και να αναδειχθούν ως ισότιμη πληθυσμιακή συνιστώσα του Ιράκ.

5) Δεν πρέπει να επιτραπεί στις εθνικές ομάδες του Ιράκ να διαμορφώσουν δική τους διοίκηση. Ο ενιαίος χαρακτήρας του κράτους πρέπει να διατηρηθεί και μετά την ανατροπή του Σαντάμ. Θα πρέπει να γίνει επίσης σαφές ότι η ανακήρυξη κουρδικού κράτους πρέπει να θεωρείται αιτία πολέμου (casus beli) από πλευράς της Τουρκίας.

6) Το Ιράκ δεν πρέπει να συνιστά στρατιωτική απειλή για την Τουρκία.

7) Το Ιράκ πρέπει να εξαρτηθεί οικονομικά από την Τουρκία, όσο αυτό είναι δυνατό.

8) Παράλληλα με τις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν για τον έλεγχο της λειτουργίας της συνοριακής πύλης Χαμπούρ με τρόπο που να μην πλήττει τα συμφέροντα της Τουρκίας, πρέπει να ανοιχθεί και να λειτουργήσει και δεύτερη συνοριακή πύλη που θα έχει πρόσβαση και θα ενισχύει τους Τουρκομάνους του Ιράκ.

9) Πρέπει να υποστηριχθούν οι πρωτοβουλίες, οι εξελίξεις και οι λύσεις που μειώνουν την συχνότητα επέμβασης δυνάμεων που βρίσκονται εκτός της περιοχής (εννοεί τις ΗΠΑ, Αγγλία, Ισραήλ κλπ).

Το στρατηγικό αδιέξοδο

Οι εξελίξεις στο Βόρειο Ιράκ που είναι πλέον σαφές ότι κινούνται μέσα στο ευκρινές πλαίσιο που όρισε η Ουάσιγκτον από το 1991 και ξανατόνισε με συγκεκριμένες ενέργειες αλλεπάλληλες φορές από το 1998 και εντεύθεν, είναι σαφές ότι κινούνται έξω από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς και συμφέροντα της Άγκυρας. Αυτό συνάγεται από τις σπασμωδικές και, πάντως, σοβαρές αντιδράσεις της κυβέρνησης και των λοιπών μηχανισμών εξουσίας της Τουρκίας.

Χαρακτηριστικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι η επίκληση του προσφιλούς στην Τουρκία casus beli, αλλά και δήλωση του πρωθυπουργού Ετζεβίτ (5 Οκτωβρίου 2002) ότι «η Τουρκία δεν πρόκειται να αποδεχθεί τη δημιουργία κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ και ότι θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην περιοχή αυτή με κάθε προσοχή είκοσι τέσσερις ώρες το 24ωρο.»

Η κατάσταση αυτή όπως εξελίσσεται, συνιστά ένα κλασσικής μορφής στρατηγικό αδιέξοδο για την Άγκυρα, αφού είναι αναγκασμένη να έλθει αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, που είναι σε όλους γνωστό ότι αποτελεί στρατηγικό της εταίρο. Μάλιστα, η Τουρκία δεν έρχεται απλά αντιμέτωπη, αλλά προσφεύγει ακόμη και σε απειλή πολέμου, η οποία στην ουσία απευθύνεται στην Ουάσιγκτον, που αποτελεί την κινητήρια δύναμη των εξελίξεων.

Η «εσωτερική» διάσταση του θέματος

Πέρα από το στρατηγικό αδιέξοδο που συνιστά η κατάσταση στο Βόρειο Ιράκ, υπάρχει και μια άλλη διάσταση στο θέμα, αυτή που έχει σχέση με το εσωτερικό της Τουρκίας. Το KADEK, που αποτελεί συνέχεια του ΡΚΚ, διατηρεί 5.000 μαχητές στο Βόρειο Ιράκ, ενώ δραστηριοποιείται και πολιτικά στην περιοχή αυτή, με την άτυπη συναίνεση του Ταλαμπανί και του Μπαρζανί, κυρίως. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο KADEK να δραστηριοποιείται πλέον νόμιμα στο Βόρειο Ιράκ ή άλλως Νότιο Κουρδιστάν και να αποτελεί έτσι ένα κόμμα που έχει ταυτόχρονη δραστηριότητα στο Βόρειο (ΝΑ Τουρκία) και στο Νότιο Κουρδιστάν (Β. Ιράκ).

Την ίδια στιγμή, οι ένοπλες δυνάμεις του KADEK φέρονται να έχουν οργανωθεί στη γραμμή των τουρκοϊρακινών συνόρων για να αντιμετωπίσουν πιθανές επιχειρήσεις των ΤΕΔ στην περιοχή, έχοντας μάλιστα αναπτύξει αντιαεροπορική άμυνα με βαρέα αντιαεροπορικά και με 70-80 κατευθυνόμενα βλήματα τύπου SA-7. Υπάρχουν δε πληροφορίες ότι το KADEK έχει διαθέσει τον τελευταίο μήνα 1.200.000 δολάρια για αγορά οπλισμού από Αρμενία, Ιράν και Ιράκ, επιδιώκοντας μάλιστα την προμήθεια εξελιγμένων φορητών αντιαεροπορικών κατευθυνομένων βλημάτων. Ταυτόχρονα, 500 περίπου εκπαιδευμένοι αντάρτες φέρονται να έχουν εισχωρήσει στο έδαφος της Τουρκίας τις τελευταίες ημέρες, έχοντας ως σκοπό την ενίσχυση των 1000 περίπου ενόπλων που παραμένουν στο τουρκικό έδαφος από την εποχή της σύλληψης Οτσαλάν, οπότε και η συνεχιζόμενη κατάπαυση του πυρός.

Οι εξελίξεις αυτές που έχουν σχέση με τη δραστηριοποίηση του KADEK, θα πρέπει να εξετασθούν και υπό το πρίσμα της πιθανής αποδοχής, αν όχι έγκρισης από την αμερικανική πλευρά, ως μέσο πίεσης προς την τουρκική πλευρά, η οποία ίσως, υπό το πρίσμα των σοβαρών οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε, να ήταν η αναζωπύρωση των συγκρούσεων με το KADEK στο δικό της έδαφος.

Εκτιμήσεις-Συμπεράσματα

Το Κουρδικό ως συνολικό ζήτημα και ιδιαίτερα στις διαστάσεις του που σχετίζονται με τις εξελίξεις στο Βόρειο Ιράκ και το KADEK, είναι μακράν το σοβαρότερο ζήτημα που απασχολεί και θα συνεχίσει να απασχολεί την Τουρκία μέχρι την διευθέτηση και την επίλυσή του.

Η Τουρκία, που αποτελεί ‘κατασκεύασμα’ της Συνθήκης της Λοζάνης και θεώρησε ότι με έκτοτε έλυσε ριζικά τα ζήτημα που αφορούν τις μουσουλμανικές εθνικές ομάδες που διαβιούν στα εδάφη της, καλείται να διαχειριστεί εξελίξεις που αφορούν μια από τις ομάδες αυτές, τους Κούρδους συγκεκριμένα, εξελίξεις που επισυμβαίνουν εκτός των εδαφών της και κινούνται κάπου μεταξύ του πνεύματος της Συνθήκης των Σεβρών και της Συνθήκης της Λοζάνης.

Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών και της διαχείρισής τους, η Άγκυρα έρχεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση που θέτει σε σοβαρότατη δοκιμασία τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον.

Η ενασχόληση της Τουρκίας στο σοβαρό αυτό ζήτημα και η αγκίστρωσή της στα νοτιοανατολικά της, πλήττει και τις δυνατότητες υποστήριξης των βαλκανικών πολιτικών της Τουρκίας, αλλά και των πολιτικών της που αφορούν την Κύπρο, το Αιγαίο και τη Θράκη.

Κατόπιν των ανωτέρω,

Εκτιμάται ότι

Η Τουρκία θα υποχρεωθεί να μπει σε μια μακροχρόνια αποδοχή της κουρδικής πραγματικότητας, σε μια λογική που θα κινείται κάπου μεταξύ του πνεύματος αλλά και του γράμματος της Συνθήκης των Σεβρών και της Συνθήκης της Λοζάννης.

Η κατάσταση αυτή απαιτεί ειδικούς χειρισμούς από πλευράς της Ελλάδας αφού είναι ενδεχόμενο η αδυναμία χειρισμών να αυξήσει τη νευρικότητα και την επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας.

Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα, το προσεχές διάστημα, με πολιτικές κινήσεις που θα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό, θα πρέπει διεκδικήσει, να κερδίσει και να διατηρήσει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να έχει λόγο στις εξελίξεις στην Ανατολία, αν μη τι άλλο, για να διευκολυνθεί η υποστήριξη των εθνικών μας θέσεων στην Κύπρο και το Αιγαίο.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: