Παραμονές της εκλογής του νέου Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, ο απερχόμενος Δημήτρης Χριστόφιας εξαπέλυσε, εναντίον ενός εκ των υποψηφίων, του Νίκου Κατσουρίδη, μια εξαιρετικά ασυνήθιστη έμμεση, πλην σαφή επίθεση δια υπονοουμένων. Ασυνήθιστη γιατί παραβίασε δραστικά όλους τους άγραφους κανόνες της κυπριακής κοινωνίας και ειδικότερα του ΑΚΕΛ. Ουσιαστικά του καταλόγισε αμφίβολη στάση απέναντι στις...ηδονές της ζωής, διαφθορά και ευδαιμονισμό. Και βεβαίως δεν τόκανε με τον τρόπο του Λένιν, ευθέως και ονομαστικά, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη των κατηγοριών, αλλά με την σταλινική μέθοδο της σουπιάς.
Γιατί όμως ο Δημήτρης Χριστόφιας ένοιωσε την ανάγκη, αναλαμβάνοντας και έναν μικρό κίνδυνο, να παρέμβει τόσο άκομψα, παρεμποδίζοντας την ελεύθερη βούληση των στελεχών και μελών του κόμματός του? ‘Εχει άραγε σκοπό να κάνει κάτι που φοβάται ότι θα βρει αντίθετο το κόμμα του;
Πέρυσι, μεταξύ των δύο γύρων των προεδρικών εκλογών, συνάντησα σε ένα γραφείο γνωστού εκδότη της Λευκωσίας τον ‘Αντρο Κυπριανού, τον ανθυποψήφιο του κ. Κατσουρίδη. Ευγενέστατος δεν παρέλειψε να αναφέρει τη διαφωνία του με όσα έγραφα στο βιβλίο μου «Η Κύπρος σε Παγίδα» που είχε μόλις βγει από τις εκδόσεις Λιβάνη. Του απήντησα ότι ιδιότητα των πραγματικών φίλων είναι να γίνονται δυσάρεστοι. Αν άλλωστε τα στελέχη του ΚΚΣΕ είχαν προβληματισθεί από το περίφημο άρθρο της Νίνα Αντρέεβνα στη «Σοβιέτσκαγια Ρασία», τον Μάρτιο του 1987, αντί να συνεδριάζουν για να το καταδικάσουν, θα υπήρχε ίσως σήμερα Σοβιετική ‘Ενωση.
Πέρασα σχεδόν μια δεκαετία από τη ζωή μου στη Ρωσία, εργαζόμενος ως ανταποκριτής και παρακολουθώντας πως τελείωσε το πείραμα που άρχισαν ο Λένιν και ο Τρότσκι, και, μαζί του, ο κατά Χομπσμπάουμ «σύντομος 20ός αιώνας», που ξεκίνησε στα χαρακώματα του Βερντέν και στα Σοβιέτ της Πετρούπολης. Φυσικό είναι να ανατρέχω ενίοτε στην «ιδρυτική» αυτή, για τον σημερινό κόσμο εμπειρία, αναζητώντας κρυφές ομοιότητες στις υφέρπουσες δομές φαινομενικά άσχετων εξελίξεων.
Στο βιβλιο μου, διατύπωσα την υπόθεση εργασίας ότι ο κ. Χριστόφιας κινδυνεύει να αποδειχθεί «Γκορμπατσώφ», με την έννοια του πολιτικού που, καταλαμβανόμενος από την «ιδεοληψία» ότι πρέπει και μπορεί να λύσει το κυπριακό, εδώ και τώρα, χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και χωρίς να δίνει σημασία στις διαψεύσεις της ζωής, μπορεί να καταλύσει τελικά μια διαδικασία αυτοκαταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας, του ΑΚΕΛ και του ίδιου προσωπικά.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι οι μόνες πολιτικές διαφορές που μπορώ να ανιχνεύσω στο κυπριακό «Βυζάντιο» από τις δηλώσεις των δύο αντιπάλων Κυπριανού και Κατσουρίδη αφορούν την διατήρηση των επεμβατικών και εγγυητικών δικαιωμάτων τρίτων χωρών στην Κύπρο. Ο κ. Κατσουρίδης μοιάζει να λέει «χωρίς κατάργησή τους δεν συζητάμε συμφωνία», ο κ. Κυπριανού λέει ότι δεν δεχόμαστε «μονομερή» (άρα δεχόμαστε «πολυμερή»;) εγγυητικά δικαιώματα και, εσχάτως, ο κ. Χριστόφιας βρίσκει αντιπαραγωγική τη συζήτηση για «κόκκινες γραμμές».
Οι Κύπριοι κομμουνιστές όμως, όπως και οι περισσότεροι Κύπριοι γενικώς, δεν γνωρίζουν ακόμα να συζητάνε πολιτική, παρόλο πούχανε τουλάχιστο το θάρρος να πούνε ένα σπουδαίο «όχι» το 2004, για να αυτοτρομακρατηθούν κάπως κι οι ίδιοι μετά. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα όχι ως άσκηση απελευθέρωσης, αλλά ως εργαλείο παραπλάνησης, μην αντιλαμβανόμενοι ότι τελικά κινδυνεύουν να παραπλανηθούν μόνο οι ίδιοι, αναγκασμένοι να επιβεβαιώσουν το ρητό του Λακάν «είμαστε ότι λέμε». Δεν συζητάνε πολιτική, αλλά την κάνουνε και για να την κάνουνε συζητάνε για τη διαφθορά και την ηθική, για το ενδιαφέρον του ενός και του άλλου για τις ωραίες γυναίκες, τα σπορ αμάξια και τα πούρα Αβάνας. Για τους πιο μυημένους υπάρχουν κι άλλες πληροφορίες, δήθεν εμπιστευτικές, για την α ή τη β joint venture, του τύπου «ξέρεις θα στο πω αλλά πρόσεχε μη με εκθέσεις, μην τα λες παραπέρα», μια τακτική που μπορεί να κάμψει τη δυσπιστία πολλών ανθρώπων.
Θυμάμαι το φθινόπωρο του 1993 τον Γιεγκόρ Λιγκατσώφ, κάποτε παντοδύναμο Νο 2 της σοβιετικής υπερδύναμης να περνάει το κατώφλι του σπιτιού μου στη Μόσχα, στη Ρουμπλιόφσκοε Σωσέ, για μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία». ‘Όταν έφυγε, η γυναίκα μου γύρισε και μου είπε: «Τις είδες τις σόλες στα παπούτσια του; Αυτόν βρήκαν να κατηγορήσουν για διαφθορά;»
Μπορεί να μην αποδείχθηκαν ποτέ, οι κατηγορίες όμως για διαφθορά κατά του Λιγκατσώφ από τους Εισαγγελείς Γκντλιάν και Ιβανώφ έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξουδετέρωση του ΚΚΣΕ και της ικανότητάς του να φρενάρει κάπως τον αυτοκαταστροφικό οίστρο του Γενικού Γραμματέα Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, που οδήγησε στη διάλυση της ΕΣΣΔ. Κι ο Γκορμπατσώφ πείσθηκε ότι κινδυνεύει από τον πιο πειθαρχικό συνεργάτη του. Ο Λιγκατσώφ «φαγώθηκε». Κι ένας άνθρωπος που μισούσε τον κομμουνισμό, με τη σαδομαζοχιστικού τύπου σχέση που ανέπτυξαν πολλοί απαράτσικ, άνθρωποι του μηχανισμού, με το κόμμα τους, ανέλαβε την καθοδήγησή του. Ο Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ υπονόμευσε πρώτα τον σοβιετικό έλεγχο στην Ανατ. Ευρώπη και, στη συνέχεια, το ίδιο του το κόμμα.
‘Όχι ότι ο Λιγκατσώφ άξιζε πολλά πράγματα. ‘Ολη του τη ζωή πειθαρχικό στέλεχος του ΚΚΣΕ, αγνοούσε τι σήμαινε ανοιχτή πολιτική, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εγκαίρως την έκταση της αφέλειας και της προδοσίας μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό του Κόμματος, θεωρούσε αμάρτημα την ανοιχτή συζήτηση των διαφορών και των επιλογών (Στο ΚΚ της Κύπρου, όπως μου έλεγε ένα ιστορικό του στέλεχος, θεωρείται αμάρτημα όχι μόνο η ανοιχτή, αλλά και κάθε συζήτηση). ‘Όταν ξεκίνησε να κάνει κάποια αντιπολίτευση ήταν πια πολύ λίγο και πολύ αργά. Το Κόμμα του παρασύρθηκε τελικά, μοιραίο και άβουλο, από τη δυναμική που εξαπέλυσε ο Γενικός Γραμματέας.
Κάνα χρόνο μετά τη συνέντευξη του Λιγκατσώφ συνάντησα τον βουλευτή ήδη Τέλμαν Γκντλιάν, να αγορεύει στο πηγαδάκι μιας δεξίωσης στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας. Κατακεραύνωνε τους «Δημοκράτες» που διέλυσαν τη Ρωσία. «Μα τι μας λες», τούπα, «εσύ δεν τα ξεκίνησες όλα αυτά;». ‘Εβαλε την ουρά στα σκέλια κι έφυγε.
Ο Γκορμπατσώφ την είχε «ψωνίσει». Νόμιζε στ’ αλήθεια ότι θα έπειθε τη «διεθνή κοινότητα», με το φλογερό του πάθος και μόνο, την ειλικρίνεια των προθέσεών του και τις κολοσσιαίες, μονομερείς παραχωρήσεις του, ότι είναι καιρός να φύγουμε άπαξ και δια παντός από τις απειλές, τα όπλα, τους πολέμους, να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρωπότητας (άλλων το «όνειρο» είναι πιο μετριοπαθές, θέλουν να λύσουν επιτέλους το κυπριακό). Πίστευε, ή τον είχαν πείσει, ότι ήταν μεγαλοφυής και προοριζόταν να ανοίξει νέους δρόμους στην ιστορία της ανθρωπότητας η «Νέα Πολιτική Σκέψη» του, που στην πραγματικότητα όμως δεν γεννήθηκε στο μυαλό του, αλλά πάσαρε τεχνηέντως στους συνεργάτες του ο «διεθνής παράγων» (και ειδικότερα η μελέτη για τις ταξικές και πανανθρώπινες αξίες, που είχε κάνει, με χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης, ένας εμιγκρές πρώην διαφωνών, ο Σλιάπεντοχ).
Η φιλόδοξη γυναίκα του, η Ραϊσα, τον έσπρωχνε. Τελείως άπειρος από διεθνή πολιτική, ένας επαρχιώτης για τα σοβιετικά μέτρα και σταθμά, αναγνώριζε στα φρενιασμένα χειροκροτήματα και τις επιδοκιμασίες του «διεθνούς παράγοντος» την εκτίμηση στις ιδέες και στο πρόσωπό του, όχι τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η αυτοκαταστροφή της Ρωσίας και του «σοσιαλισμού» της στους αντιπάλους τους. ‘Όταν όμως κατάλαβε ότι πήγαινε ολόισια στα βράχια, προς τα τέλη του 1990, τότε έψαξε το κόμμα του να τον στηρίξει. ‘Ηταν όμως πια αργά, τόχε ήδη ο ίδιος εξουδετερώσει. Το έξυπνο πουλί, λένε, πιάνεται από τη μύτη του.
Είδα ένα βράδυ, μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, το ζεύγος Γκορμπατσώφ στο σπίτι του Τζουλιέτο Κιέζα, του ανταποκριτή της Ουνιτά στη Μόσχα. Η Ραίσα είχε συνειδητοποιήσει πια την έκταση της καταστροφής. Μας εκλιπαρούσε με το βλέμμα να συνηγορήσουμε στη συμβουλή της προς τον άνδρα της να μην κατέβει στις προεδρικές εκλογές, όπου εκείνος τελικά κατέβηκε παίρνοντας λιγότερο από 1%. Αργότερα πέθανε, νομίζω γιατί κατάλαβε. Ο Μιχαήλ Σεργκέεβιτς ακόμα και σήμερα δεν θέλει να συνειδητοποιήσει την τραγωδία στην οποία πρωτοστάτησε.
Κατά τη γνώμη μου, το μακράν σημαντικότερο κείμενο του Λένιν είναι η Διαθήκη του. Αν το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος την είχε λάβει υπόψιν του, αντί να την απαγορεύσει, η εξέλιξη του 20ού αιώνα θάταν πολύ διαφορετική. Στο κείμενο αυτό, ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης χαρακτηρίζει με μια πινελιά τους συντρόφους του. Ζητάει την απομάκρυνση του Στάλιν, που θεωρεί επικίνδυνο γιατί δεν γνωρίζει πώς να χρησιμοιοεί την τεράστια δύναμη του μηχανισμού. Για τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ υποστηρίζει ότι ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η στάση τους το 1917. Αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα κάθε φορά για να λυθούν οι διαφορές μαζί τους. Αν ένα Κόμμα προσάπτει σε ένα στέλεχός του κάτι σοβαρό, τότε οφείλει να ξεκαθαρίσει αμέσως το ζήτημα, όχι να το αφήνει να αιωρείται, για να ελέγχει τον … υποψήφιο κατηγορούμενο.
‘Αλλωστε, πρέπει κανείς να εξετάζει προσεκτικά το κίνητρο όσως εξαπολύουν ηθικές κατηγορίες, σε ποιο κοινωνικό περιβάλλον διατυπώνονται και ποια σημασία έχουν. Σε κρίσιμα σημεία της ιστορίας του ΑΚΕΛ, οι φήμες για τη σεξουαλική συμπεριφορά ανώτατων στελεχών ή των συντρόφων τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αλλά είναι π.χ. στις σημερινές συνθήκες της Κύπρου ψυχικά υγιέστερος ένας κομμουνιστής που λέει ότι δεν του αρέσουν οι ωραίες γυναίκες ή τα σπορ αυτοκίνητα; Ποιος χαρακτήρας κομμουνιστή θα υπερασπίσει καλύτερα τα συμφέροντα του λαού και του κόμματος;
Η καταπίεση βασικών ενστίκτων, όπως το σεξουαλικό, δεν οδηγεί στην εξαφάνισή τους, αλλά στην ικανοποίησή τους με ακατάλληλους και ζημιογόνους τρόπους. Η καταπίεση των «παθών» δεν κάνει τους ανθρώπους ηθικότερους, τους κάνει είτε νευρωτικούς, είτε υποκριτές. Τα πάθη που καταπιέζονται όχι μόνο δεν εξαφανίζονται, κάνουν τους ανθρώπους που τα απωθούν έρμαιά τους. Ο Βίλχελμ Ράιχ έχει περιγράψει τη σεξουαλική καταπίεση, ως έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που στήριξαν τον φασισμό. Η κυπριακή κοινωνία δεν μοιάζει βέβαια με τις μεσοπολεμικές κοινωνίες. ‘Εχει «απελευθερώσει» την πρακτική της, χωρίς όμως να «απελευθερώσει» τη συνείδηση και την ιδεολογία της και διαχειρίζεται την αντίφαση δια της καθολικής υποκρισίας, χωρίς καν να υποπτεύεται το τίμημα που καταβάλλει. Από κοινωνία καταπιεσμένων μεταβλήθηκε όχι σε κοινωνία ελεύθερων, αλλά σε κοινωνία απελεύθερων.
Αυτό που συνέβη στα ήθη, συνέβη και στην πολιτική. Εδώ η υποκρισία συνίσταται π.χ. στο να ισχυριζόμαστε ότι κάνουμε αγώνα εναντίον εισβολής, ενώ αναζητούμε τρόπο αξιοπρεπούς υποχώρησης, να λέμε ότι θέλουμε να ζήσουμε με τους Τούρκους ενώ δεν θέλουμε, «άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε, άλλα να κάνουμε», όπως μούπε μια μέρα για μας τους ‘Ελληνες ένας Ελβετός δημοσιογράφος κι έμεινα να τον κυττάω άναυδος. Αυτός είναι ο μηχανισμός που μπορεί να σπρώξει την κυπριακή κοινωνία να δεχτεί μια λύση που δεν θα είναι απλώς κακή, θα καταστρέψει επίσης το υπάρχον κυπριακό κράτος, βασική προϋπόθεση επιβίωσης και ευημερίας των Ελληνοκυπρίων, αν όχι και την Ελλάδα μαζί.
Η απουσία πολιτικής, ως έλλογης και συνεπούς έκφρασης των επιθυμιών, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η κυπριακή κοινωνία δεν πέρασε ποτέ από δημοκρατική επανάσταση, πέρασε μόνο από εθνική και αυτή ανολοκλήρωτη, έμαθε να συνεννοείται με μυστικούς κώδικες και να χρησιμοποιεί τα λόγια για να παραπλανά.
Η επιτυχία της στο εμπόριο, στη συσσώρευση πλούτου και στις μεθόδους εξαπάτησης που τη καθιστούν δυνατή, κάνει ευκολότερη τη μεταφορά αυτών των μεθόδων στην πολιτική. Αν όμως οι Κύπριοι δεν «ενηλικιωθούν», δεν πάρουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, αν εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον ανορθολογισμό, να μη συμπεριφέρονται ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά ως ανατολίτες, τότε θα καταστραφούν και ίσως θα καταστρέψουν και την Ελλάδα.
Πηγή:infognomonpolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου