Απελευθέρωση στη σκηνή
Επηρεασμένα από τη λαχτάρα για απελευθέρωση είναι τα θεατρικά έργα που συναντούμε στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και την προεπαναστατική περίοδο.
Το θέατρο της εποχής οφείλει πολλά στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, την πνευματική δραστηριότητα των Φιλικών στις παραδουνάβιες χώρες αλλά και την καλλιτεχνική παραγωγή των ενετοκρατούμενων νησιών, της Κρήτης και του Ιονίου.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αποβλέποντας στην ανεξαρτησία των Ελλήνων, έχει κύριο μέλημά του την παιδεία, η οποία όμως αναπτύσσεται και μέσω του θεάτρου. Μεταφράζονται πρώτη φορά γάλλοι και ιταλοί δραματουργοί (Μολιέρος, Βολτέρος, Γκολντόνι). Σημαντικότεροι συγγραφείς οι Γ. Λασσάνης, Ι. Ζαμπέλιος, Α. Χριστόπουλος και Ι. Ρίζος Νερουλός. Το 1797 ο Ρήγας Βελεστινλής θέτει στη Χάρτα της Ελλάδος την παράσταση ενός αρχαίου θεάτρου, ενώ μεταφράζει και θεατρικά έργα. Αλλά και η δική του προσωπικότητα εμπνέει τη συγγραφή θεατρικών έργων, όπως το «Ρήγας Θεσσαλός» τού Ιωάννη Ζαμπέλιου Λευκάδιου (1833).
Τον Ιούνιο του 1836 στην Αθήνα, πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους, παίζεται το έμμετρο έργο «Τα Ολύμπια» στη μετάφραση του Βελεστινλή, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου: «η τραγωδία του Ρήγα είλκυσεν την παρελθούσαν Κυριακήν τους θεατάς» έγραφε ο Σωτήρ-Sauveur, για το έργο του Ζαμπέλιου.
Ομως, όταν το 1840 ξαναπαίζεται ο «Ρήγας Θεσσαλός», απαγορεύεται από την πρώτη παράσταση, ενώ συγχρόνως «εγένετο αφορμή να εγκαθιδρυθή εν Ελλάδι και η επί των θεατρικών έργων λογοκρισία»...
Η εφημερίδα «Φωνή της Ελευθερίας» υπερασπίζεται το έργο: «Πας Ελλην γινώσκει καλώς από την ιστορίαν την κυβέρνησιν ήτις επρόδωσε τον Ρήγαν μας. Ημείς όμως δεν δυνάμεθα να αναφέρωμεν ρητώς το χρυσόν της όνομα φοβούμενοι μήτως ο Κύριος αντιπρόσωπός της εξαγριωθή εναντίον μας, εκθέτοντας μίαν τοιαύτην αληθεστάτην αλήθειαν και εκτοξεύση τα εχθρικά του βέλη κατ' αυτής της φωνής της Ελευθερίας, ήτις κακή τύχη, είχε συνεταφιασθή από τους Αυστριακούς προ 52 σχεδόν ετών ομού με τον αείδημον Ρήγαν μας».
Αλλά και το δράμα «Ρήγας Φεραίος» του Γεράσιμου Μαρκορά, μελοποιημένο από τον Ιωσήφ Λιμπεράλε, όταν παίχτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στην Κέρκυρα, απαγορεύεται από τον άγγλο αρμοστή της Επτανήσου ως έργο αντιαυστριακό.
Από το 1821 και μετά η θεατρική δραστηριότητα αυξάνεται, έρχεται το λεγόμενο «νεοελληνικό θέατρο» με πρώτο τον «Βασιλικό» του Αντωνίου Μάτεση (1830). Ακολουθούν κάμποσα ρομαντικά δράματα, όπως «Ο τυχοδιώκτης» του Μ. Χουρμούζη, «Του Κουτρούλη ο γάμος» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή και «Βαβυλωνία» του Δημητρίου Βυζάντιου.
Αλλά ενώ η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα πάσχιζε ν' αποτινάξει το ζυγό, η Κρήτη και τα Ιόνια νησιά ως ενετοκρατούμενα (1211-1669) τύγχαναν ευεργετικών ευρωπαϊκών επιρροών σε όλες τις τέχνες. Η παιδεία στράφηκε προς τον ιταλικό ουμανισμό και η δραματουργία ακολούθησε την Αναγέννηση.
Από τον 13ο μέχρι και τον 17ο αιώνα το κρητικό θέατρο ακμάζει. Τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, εξαιρουμένων του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου και του ποιμενικού ειδυλλίου «Βοσκοπούλα». Το κρητικό θέατρο αποτελεί υπόθεση της καλλιεργημένης άρχουσας τάξης, άμεσα συνδεδεμένης με την ιταλική Αναγέννηση. Τα μέλη της παρακολουθούν τις καλλιτεχνικές εξελίξεις και δημιουργούν πνευματική ζωή στο νησί. Οι διανοούμενοι και οι αστοί ιδρύουν τις περίφημες «Ακαδημίες», οργανώνουν ποιητικές και θεατρικές βραδιές. Από τις πιο επιφανείς Ακαδημίες είναι των Βίβι στο Ρέθυμνο, των Στραβαγκάντι στο Ηράκλειο και των Στέριλι στα Χανιά.
Αναπτύσσονται το θρησκευτικό δράμα, η τραγωδία, η κωμωδία, το ποιμενικό ειδύλλιο. Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριους χώρους και οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες και αποκλειστικά άντρες. Πάντως το πρώτο έργο κρητικού θεάτρου είναι μία τραγωδία γραμμένη στα ιταλικά, η «Φαίδρα» (1578) του Φραντσέσκο Μπότσα, κρητικού φοιτητή της νομικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε ελληνική γλώσσα είναι η «Ερωφίλη» του Γ. Χορτάτση, γραμμένη γύρω στο τέλος του 16ου αιώνα. Ακολουθούν ο «Βασιλεύς ο Ροδολίνος» του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου (τυπωμένο το 1647 στη Βενετία) και ο «Ζήνων», αγνώστου συγγραφέα.
Οι κωμωδίες ανεβαίνουν κυρίως τις Απόκριες. Σώζονται μόνον ο «Κατσούρμπος» του Χορτάτση, ο «Στάθης» Ανωνύμου και ο «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου. Η «Πανώρια», ποιμενικό δράμα του Γεώργιου Χορτάτση, γραμμένο στο τέλος του 16ου αιώνα, αποτελείται από δυόμισι χιλιάδες δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους.
Το 1669, μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Τούρκους, όλη η καλλιτεχνική παραγωγή του κρητικού θεάτρου μεταφέρεται από τους κρήτες πρόσφυγες στα επίσης ενετοκρατούμενα Επτάνησα. Η θεατρική δραστηριότητα που προϋπήρχε στο Ιόνιο δεν μπορεί να καταγραφεί από μαρτυρίες και ιστορικές πηγές. Ωστόσο, μια σημαντική ένδειξη που ανεξαρτητοποιεί το επτανησιακό θέατρο από το κρητικό είναι το έργο «Ευγένα» του Θεόδωρου Μοτσελέζε. Στη θεατρική δραστηριότητα των Επτανήσων στις αρχές του 16ου αιώνα συναντούμε απαγγελίες κωμωδιών καθώς και παραστάσεις ιταλικών κωμωδιών. Αργότερα η δραματουργία, επηρεασμένη κι αυτή από την ιταλική Αναγέννηση, εμπλουτίζεται με πρωτότυπα έργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου