γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος
«…Μόνον το όνομα της ελευθερίας φθάνει, διά να δειλιάση τας ανάνδρους καρδίας όλων των μιαρών τυράννων της γης. Ε! πόσον ήθελε το αποδείξει εμπράκτως ο αείμνηστος Ελλην, ο Ηρως ο μέγας, λέγω και θαυμαστός Ρήγας, αν μία ανέλπιστος προδοσία δεν ήθελε τον θανατώσει. Αυτός ο αξιάγαστος ανήρ ήτον εστολισμένος από την φύσιν με όλας τας χάριτας των μεγάλων υποκειμένων, ευφυής, αγχίνους και άοκνος, ωραίος τω σώματι και ωραιότερος τω πνεύματι, δίκαιος και εξακολούθως, αληθής φιλέλλην και φιλόπατρις».Ανωνύμου του Ελληνος «Ελληνική Νομαρχία»1
Στις 6/19 Δεκέμβρη του 1797 δύο άνδρες έφτασαν στην Τεργέστη κι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το «Βασιλικόν», ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Αμέσως βρήκαν δωμάτιο, στο οποίο και κατέλυσαν. Τα πάντα ήταν ήσυχα, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να ξεκουραστούν και τίποτα δε μαρτυρούσε τα όσα σε λίγες ώρες θα ακολουθούσαν.
Οταν πια είχε πέσει η νύχτα, η πόρτα του δωματίου χτύπησε, για να φανερωθεί στο άνοιγμά της ότι οι απρόσμενοι επισκέπτες ήσαν αστυνομικοί.
Ποιος από σας είναι ο Ρήγας, ρώτησε στα γερμανικά ο αξιωματικός, αφού προηγουμένως απηύθυνε στους ενοίκους έναν τυπικό χαιρετισμό.
Εγώ, απάντησε ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους δύο άνδρες.
Τόσο εσύ όσο και ο σύντροφός σου, βρίσκεστε υπό κράτηση, ήταν η ανταπάντηση του αξιωματικού.
Η πόρτα του δωματίου έκλεισε ξανά, ο αξιωματικός αποχώρησε κι απέξω έμειναν δύο αστυνομικοί για να φυλάνε τους κρατούμενους.
Οι δύο άνδρες δεν ήσαν άλλοι από τον Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίο και το νεαρό Χριστόφορο Περαιβό2. Οπως μας πληροφορεί ο τελευταίος στα απομνημονεύματά του, ο Ρήγας ταξίδεψε από τη Βιέννη στην Τεργέστη, με σκοπό να περάσει τη Βενετία και να συναντήσει το Μέγα Ναπολέοντα, προσβλέποντας στη βοήθειά του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ομως, πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα, ας δώσουμε το λόγο στον Περαιβό να μας περιγράψει τη σύλληψη τη δική του και του συντρόφου του στην οποία μόλις αναφερθήκαμε. Γράφει συγκεκριμένα3: «Εφθασεν τέλος πάντων μετ’ ολίγας ημέρας ο τε Ρήγας και ο Περαιβός εις Τριέστιον, και κατέλυσαν εις το παρά τον αιγιαλόν βασιλικόν ξενοδοχείον. Περί δε τη μίαν ώραν της νυκτός, καθ’ ην εσκόπευεν ο Ρήγας να υπάγη προς τον εκείσαι Γαλλικόν πρόξενον, ονομαζόμενον Μπρεσέ, διά να λάβη την προστασίαν του, απροσδοκήτως εισήλθεν εις το οίκημά του ένας πολεμικός αξιωματικός, όστις μετά τον συνήθη εσπερινόν χαιρετισμόν, ηρώτησε γερμανιστί, τις καλείται Ρήγας; Εγώ απεκρίθη. Τότε ο αξιωματικός καλέσας δύο στρατιώτας (τους οποίους επίτηδες άφησε έξω του οικήματος), διέταξε να τους φυλάττωσι ασφαλώς και μηδέν άλλον ειπών, αποχαιρετήσας ανεχώρησεν. Αυτό το απροσδόκητον και λυπηρόν συμβάν προήλθεν ίσως από αμέλειαν του Ρήγα, διότι, αν επαρουσιάζετο την ημέραν προς τον Γαλλικόν πρόξενον διά να λάβη την προστασίαν του, τότε η Αυστρία δεν ετόλμα να πράξη τι κατ’ αυτών, και μάλιστα κατ’ εκείνην την εποχή εφοβείτο σφόδρα τους Γάλλους, καθώς η πείρα το έδειξεν εις τον Περαιβόν, ως κατωτέρω ρηθήσετε. Εντοσούτω έρριψαν (σ.σ. ο Ρήγας και ο Περαιβός μετά τη σύλληψή τους) εις την θάλασσαν πλησίον ούσαν ένα φάκελον γραμμάτων, τα οποία έφεραν υπογραφάς πολλών και διαφόρων μεγαλεμπόρων της Ελλάδος, αίτινες χρείας τυχούσης έμελλαν να χρησιμεύσωσιν εις την Ελλάδας εις περιλαβήν χρημάτων, προς τούτοις και τη σφραγίδα του έθνους, ήτις έφερε το σχήμα και τη μεγαλειότητα του Ισπανικού δίστηλου, εις δε την επιφάνειάν της ήσαν τρία ρόπαλα, κείμενα πλαγίως, επί εκάστου τούτου τρεις σταυροί, εις δε την περιφέρειαν τα εξής “Υπέρ Πίστεως, Πατρίδος, Νόμων και Ελευθερίας”».
Μιάμιση ώρα μετά τη σύλληψή τους, ο Ρήγας και ο Περαιβός υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Μη γνωρίζοντας όμως ο Περαιβός γερμανικά, απάντησε γι’ αυτόν ο Ρήγας, ο οποίος πήρε όλη την ευθύνη πάνω του λέγοντας4: «Εγώ αυτόν τον νέον δεν τον γνωρίζω ως συγκοινωνόν μου, αλλ’ ως συνοδοιπόρον, μάλιστα (καθώς μ’ εξωμολογήθη) μέλει να υπάγη εις την Ακαδημίαν της Μπάδουβας να διδαχθή την ιατρικήν». Οι αστυνομικοί μην έχοντας κάποιο στοιχείο σε βάρος του Περαιβού αποδέχθηκαν τις εξηγήσεις του Ρήγα. Διέταξαν τον πρώτο να μεταφερθεί και να μείνει σε άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ τον Ρήγα τον οδήγησαν στη φυλακή, ανοίγοντας έτσι το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, αυτό που έμελλε να λάβει τέλος με τον φυσικό του θάνατο. Ας σταματήσουμε, όμως, εδώ την εξιστόρηση κι ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ήταν τόσο σημαντικός, ώστε να υποχρεωθούν οι αυστριακές αρχές να προβούν στη σύλληψή του.
Μπορούσε να έχει μια ήσυχη και καλή ζωή, αλλά…
Ο Ρήγας Βελεστινλής γεννήθηκε στο θεσσαλικό χωριό Βελεστίνο στα 1757. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Κυριτζής ή Κυριαζής5. Για τα πρώτα τριάντα, περίπου, χρόνια της ζωής του, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ίδιο και την οικογένειά του κι αυτά κυρίως από θρύλους και παραδόσεις, που εξ αντικειμένου εμπεριέχουν, τουλάχιστον, το στοιχείο της υπερβολής. Εν πάση περιπτώσει, η παράδοση εμφανίζει την οικογένεια του Ρήγα ως μία από τις πιο ευκατάστατες στο Βελεστίνο με πολλά κτήματα, τρία μεγάλα χάνια, βυρσοδεψείο, βαφείο και εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων και ταπήτων, στο οποίο εργάζονταν περισσότεροι από 40 εργάτες6.
Η οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ρήγα να πάρει καλή μόρφωση. Ετσι σύμφωνα με ορισμένες πηγές σπούδασε στη σχολή της Ζαγοράς και σύμφωνα με άλλες στη σχολή των Αμπελακίων, ενώ, όταν αποφοίτησε, δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος στο χωριό Κισσός του Πηλίου7.
Στη Θεσσαλία ο Ρήγας δεν έμεινε πολύ. «Φιλελεύθερος ων, και μη υποφέρων την τυραννίαν και τη βαρβαρότητα των της πατρίδας του Οθωμανών – γράφει ο Περαιβός – εγκατέλειψε τη φίλην πατρίδα, πορευθείς εις τόπον ελεύθερον και αρμόδιον προς ανάπτυξιν των ιδεών του, όστις ην η Δακία, το μόνον τότε άσυλον των ελευθεροφρόνων Ελλήνων». Και προσθέτει: «Οσάκις συνέπιπτε λόγος περί τυραννίας των εν Θεσσαλία Οθωμανών, ο Ρήγας απέδιδε τα πρωτεία της βαρβαρότητος και αγριότητος εις τους κατοίκους της πατρίδας του, Βελεστίνου, προσέλεγε δε αστεϊζόμενος “τα γουρούνια του Βελεστίνου έχουν σουρλάν (προβοσκίδα) χοντρότερον, και δόντια σουβλερότερα”»8.
Ισως για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή ο Ρήγας, μιλούσε με τέτοιο τρόπο για την οθωμανική βαρβαρότητα στο Βελεστίνο, ο θρύλος τον θέλει να φεύγει κυνηγημένος από τον τόπο του, γιατί αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον Τούρκο μην μπορώντας να αντέξει το καθεστώς της οθωμανικής σκλαβιάς. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην συνέβηκε κανένα τέτοιο περιστατικό κι ο Ρήγας να εγκατέλειψε τον τόπο του, όπως συνήθιζαν να κάνουν πολλοί νέοι της εποχής του, προπαντός Πηλιορείτες. Ο Δ. Φωτιάδης δίνει τούτη την εκδοχή για το φευγιό του Ρήγα. «Το 1774 – γράφει9 -, υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Κι ακολούθησε ο κατατρεγμός και ο θάνατος από τον Ολυμπο ως το Μοριά. Χιλιάδες ξεριζώθηκαν τότε από τον τόπο τους φεύγοντας στα ξένα… Τότε, λοιπόν, μέσα σε τούτη τη γενική φυγή, πρέπει να ξενιτεύτηκε ο Ρήγας, γύρω στα 1774 με 1777».
Οπως και να ‘χει, ο Ρήγας πέρασε πρώτα από το Αγιο Ορος και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταπιάστηκε με το εμπόριο10. «Ηταν προετοιμασμένος για το εμπόριο – παρατηρεί ο Κορδάτος11 -, γιατί ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους εμποροβιοτέχνες του Βελεστίνου και κοντά στον πατέρα του έμαθε κι αυτός τα μυστικά του εμπορίου».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Ρήγας συνδέθηκε με μία από τις σπουδαιότερες οικογένειες Φαναριωτών, την οικογένεια των Υψηλάντηδων. Για την ακρίβεια προσελήφθη ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παππού των Υψηλάντηδων του ’21, που χρημάτισε ηγεμόνας της Βλαχίας στο διάστημα 1774-1781. «Είχε τότε εν Κωνσταντινουπόλει – γράφει ο Ι. Φιλήμων12 – ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γραμματέα ίδιον τον Ρήγα Φεραίον, ον εξεπέδευσε νέον εν τη οικία αυτού μεθ’ όλης της πατρικής προνοίας».
Το 1786 συναντάμε το Ρήγα στο Βουκουρέστι να δουλεύει αρχικά ως γραμματικός του τοπικού άρχοντα Γρ. Μπραγκοβάνου και στη συνέχεια ως γραμματικός στο παλάτι του ηγεμόνα της Βλαχίας Ν. Μαυρογέννη. Με δυο λόγια, φεύγοντας από το Βελεστίνο, ο Ρήγας πρόκοψε, απέκτησε χρήματα, περισσότερη μόρφωση και δύναμη, συνδέθηκε με την εξουσία. Είχε συνεπώς όλες τις προϋποθέσεις να κάνει μια πλούσια και ήσυχη ζωή ή εν πάση περιπτώσει να ασχοληθεί μόνο με τη δική του βόλεψη. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος που ακολούθησε ήταν διαφορετικός.
…έγινε επαναστάτης
Εκείνη την εποχή μια σειρά τοπικοί Τούρκοι φεουδάρχες, όπως ο Αλί Πασάς των Ιωαννίνων, ο Μοχάμετ Αλι της Αιγύπτου, ο Πασβανόγλου του Βιδανίου κ.ά., αντιμάχονται την κεντρική οθωμανική εξουσία, ευνοούν τις επαναστατικές κινήσεις και ορισμένοι από αυτούς επηρεάζονται από τις ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, η Οθωμανική αυτοκρατορία κλονίζεται από τον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο που ξεσπά το 1787. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο Ρήγας γνωρίζεται με τον Πασβανόγλου.
Λαϊκή λιθογραφία της εποχής. Στη μέση ο Ρήγας, δεξιά ο Αδαμάντιος Κοραής και αριστερά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Οταν, δε, το Βουκουρέστι καταλήφθηκε από τα αυστρορωσικά στρατεύματα, ο Ρήγας εγκατέλειψε τον Μαυρογέννη, και μπήκε ως γραμματικός στην υπηρεσία του βαρόνου του Λάνγκενφελντ, που ήταν πράκτορας των Αυστριακών στη Βλαχία (χωρίς, φυσικά, ο Ρήγας να το γνωρίζει) και ο αυτοκράτορας της Αυστρίας του είχε δώσει τον τίτλο του Βαρόνου για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Τον Ιούνη του 1790 ο Ρήγας ακολούθησε τον Λάνγκενφελντ στη Βιέννη, όπου θα μείνει μαζί του έως το Γενάρη του 1791. Στο μικρό αυτό διάστημα που μένει στην αυστριακή πρωτεύουσα, καταφέρνει να τυπώσει τα δύο πρώτα του βιβλία, το «Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών» και το «Φυσικής Απάνθισμα», ενώ αναγγέλλει την έκδοση της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου του Μοντεσκιέ «Το πνεύμα των νόμων». Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το διάστημα αυτό η Ευρώπη συγκλονίζεται από τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, οι ιδέες της οποίας εξαπλώνονται ραγδαία και κατακτούν το μυαλό και την καρδιά όλων των σκλαβωμένων λαών της Ευρώπης και, φυσικά, το μυαλό και την καρδιά όλων των καταπιεζόμενων τάξεων στις φεουδαρχικές κοινωνίες. Από τις ιδέες αυτές ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστος ο Ρήγας. Το έργο του άλλωστε που προαναφέραμε «Φυσικής Απάνθισμα», αλλά και η ενασχόλησή του με το «Πνεύμα των νόμων» του Μοντεσκιέ φανερώνουν την αναμφίβολη προσχώρησή του στο Διαφωτισμό και την πρόθεσή του να βοηθήσει, ώστε να απαλλαγεί ο λαός στον οποίο απευθυνόταν από την αμάθεια και τις κάθε λογής – θρησκευτικές και άλλες – δεισιδαιμονίες, που εμπόδιζαν το ξύπνημα του πνεύματος και της επαναστατικής δράσης. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της «Φυσικής…»13: «Κάθε νουνεχής φιλόπατρις λυπείται βλέποντας τους δυστυχείς απογόνους των ευκλεεστάτων Αριστοτέλους και Πλάτωνος ή πάντη γεγυμνωμένους από την ιδέαν της φιλοσοφίας ή, αφού εγήρασαν επικεκυφότες εις μόνα τα σπάνια της ελληνικής διαλέκτου βιβλία, να εκαρποφορήθησαν πολλά ολίγον ή παντελώς. Οντας φύσει φιλέλλην, δεν ευχαριστήθην, μόνον απλώς να θρηνήσω την κατάστασιν του Γένους μου, αλλά και συνδρομήν να επιφέρω επάσχισα, όσον το επ’ εμοί, απανθίζοντας από τε της γερμανικής και γαλλικής γλώσσης τα ουσιωδέστερα της φυσικής ιστορίας».
Το εσωτερικό της φυλακής, όπου κρατούσαν τον Ρήγα, στον πύργο του Βελιγραδίου
Από το Γενάρη του 1791 έως και το 1796, ο Ρήγας θα μείνει στο Βουκουρέστι. Στο διάστημα αυτό, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, φαίνεται ότι δούλεψε ως γραμματικός του ηγεμόνα Μ. Σούτσου κι ως διερμηνέας στο Γαλλικό προξενείο14. Εν πάση περιπτώσει, ξαναεπιστρέφει στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796, όντας πια ώριμος επαναστάτης. Ετσι, μέχρι το Δεκέμβρη του 1797, εκδίδει τα επαναστατικά έργα του με τα οποία άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην Ιστορία (Χαρτογραφικό έργο, Θούριος, Επαναστατικό Μανιφέστο κλπ.). «Σωστά ειπώθηκε – γράφει ο Φωτιάδης15 – πως ο “Θούριος” δεν είναι ποίημα, παρά επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους, για να μπορούν εύκολα να την αποστηθίζουν». Το πόσο σημαντικό ήταν το έργο του Ρήγα για το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων, μας το περιγράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης στα «Προλεγόμενά» του στα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη. «Ο Ρήγας Φεραίος – λέει ο Τερτσέτης16 – εστάθη ο μέγας ευεργέτης της φυλής μας, το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον Θεού, όσο το αίμα του άγιο, έγραψε τροπάρια άλλο σόι… εδημοσίευσε και γεωγραφία του τόπου μας και εβλέπαμε τα Ολύμπια, άλλα παιγνίδια ελληνικά εις το Ξαμίλι. Είχε η γεωγραφία του ζωγραφισμένα και τα πρόσωπα των παλαιών σοφών και ηρώων – “Ως πότε παλληκάρια να ζούμε στα στενά”, από τα πολεμικά του τραγούδια το τελειότερο, περιέχει μίαν επιθεώρησιν των δυνάμεων της πατρίδος, όλοι είναι παρόντες εις την επιθεώρησιν, κανένας απών, τα ξεφτέρια των Αγράφων, οι σταυραετοί του Ολύμπου, τα καπλάνια του Μαυροβουνιού, τα λεοντάρια του Σουλιού, Μάνης και Μακεδονίας και τα δελφίνια της θαλάσσης, οι Νησιώτες, και οι Χριστιανοί του Δουνάβεως και Σάβα ποταμού».
Μ’ όσα λέει, ο Τερτσέτης μας μπάζει στην προσωπικότητα του Ρήγα ως επαναστάτη οραματιστή. Αλλά ποιο ήταν εντέλει το όραμά του;
Το όραμα και η επαναστατική οργάνωση του Ρήγα
Το όραμα του Ρήγα δεν ήταν στενά εθνικό ελληνικό, όσο κι αν ο ίδιος ως Ελληνας και παιδεία είχε ελληνική αλλά και τεράστιο θαυμασμό ένιωθε και σεβασμό έτρεφε προς την απελευθερωτική δύναμη της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Το όραμα του Ρήγα ήταν συνδεδεμένο με την κοινωνική απελευθέρωση όλων των λαών που βρίσκονταν υπό το καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο των υπόδουλων αλλά και αυτών των ίδιων των Τούρκων. Στο Θούριο, για παράδειγμα, έγραφε17: «Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά/ για την πατρίδα όλοι νάχωμεν μια καρδιά. Στην πίστη του ο καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,/ στη δόξα του πολέμου να τρέξωμεν μαζί. Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,/ Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,/ Για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί». Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στο Σύνταγμά του όπου μεταξύ άλλων, προσδιορίζοντας τη «Νέα Πολιτική διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας», σημειώνει18: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς».
Αυτό ήταν το επαναστατικό όραμα του Ρήγα, για το οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Μπορούσε όμως να το προωθήσει χωρίς την ύπαρξη ανάλογης επαναστατικής οργάνωσης;
Ο Χρ. Περραιβός που υπήρξε σύντροφος του Ρήγα, στα γραπτά του είναι κατηγορηματικός ότι ο Ρήγας είχε συστήσει επαναστατική οργάνωση – εταιρία σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. «Οσο διά την πρώτην εταιρείαν του αοιδίμου Ρήγα του Φεραίου – γράφει19 – χρεωστώ να είπω τινά εν περιλήψει, διότι τα ηξεύρω ακριβέστερα από κάθε άλλον, διότι εχρημάτισα μέλος εκείνης και συγκοινωνός των κινδύνων της». Την ύπαρξη εταιρίας ο Περραιβός την επιβεβαιώνει και στη «Σύντομη βιογραφία του Ρήγα»20. Αλλά και η αυστριακή αστυνομία βεβαιώνει ότι υπήρχε επαναστατική εταιρία στην οποία συμμετείχαν ο Ρήγας και οι σύντροφοί του21.
Αντίθετα, ο Κ. Αμαντος ήταν από τους πρώτους που αμφισβήτησαν την ύπαρξη μυστικής επαναστατικής οργάνωσης του Ρήγα, μη θεωρώντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ούτε τα όσα αναφέρονταν στα αυστριακά αστυνομικά έγγραφα, ούτε φυσικά τη μαρτυρία του Χρ. Περραιβού. «Το σχέδιο του Ρήγα – γράφει22 – δεν προαπαιτεί την ύπαρξιν μυστικής ωργανωμένης εταιρείας. Ο Ρήγας επεδίωκε κατά πρώτον την παρασκευήν ενθουσιωδών αποστόλων της επαναστάσεως διά των βιβλίων του και διά των Θουρίων ασμάτων… Το σχέδιον του Ρήγα το γνωρίζουν οι φίλοι του, είναι ολοφάνερον, δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες και μυστικόν, το οποίον θα απησχόλει ιδιαιτέραν μυστικήν εταιρείαν». Υστερα από τέτοιους ισχυρισμούς δικαιολογημένα ο Κορδάτος καταφεύγει στην ειρωνεία γράφοντας23: «Να λοιπόν μια καινούρια θεωρία του πώς πρέπει να γίνονται οι επαναστάσεις. Αμα φτιάσεις μερικά τραγούδια και αποκτήσεις και μερικούς φίλους δε χρειάζεται τίποτ’ άλλο. Τραγουδώντας έρχεται η επανάσταση!».
Είναι βέβαιο ότι οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουν σωθεί και αφορούν το θέμα δε μας δίνουν ολοκληρωμένες πληροφορίες για το πώς ακριβώς ήταν η εταιρία του Ρήγα ως προς την οργάνωση της, τα σχέδιά της, τα μέλη και την εξάπλωσή της. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μας οδηγήσει να αρνηθούμε την ύπαρξη της εταιρεία αυτής. «Ολα όσα μας παραδίδονται – γράφει ο Βρανούσης24, έστω και κάπως αόριστα, συνηγορούν σ’ αυτό και μας βεβαιώνουν ότι ο Ρήγας έλαβε ενεργό μέρος κι έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο στην “εταιριστική κίνηση” της εποχής του».
Η τελευταία σκηνή
Οπως αναφέραμε στην αρχή, ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη στις 6/19 Δεκέμβρη του 1797. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές είχε αποφασίσει να κατέβει στην Ελλάδα μέσω Τεργέστης αλλά θα περνούσε πρώτα από τη Βενετία. Ο Κορδάτος μας πληροφορεί ότι στη Βενετία υπήρχαν πολλοί μυημένοι στην επαναστατική εταιρία του Ρήγα και μέσω αυτών θα κανονιζόταν το ταξίδι στην Ελλάδα, «ανάλογα με τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την Ηπειρο, τη Μάνη, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά»25. Με τη διαπίστωση του Κορδάτου περί μυημένων ή εντέλει συμπαθούντων των επαναστατικών διεργασιών συνάδει και η μαρτυρία του Περραιβού που, όπως προαναφέραμε, μας πληροφορεί πως μετά τη σύλληψή τους στην Τεργέστη κατάφεραν και πέταξαν στη θάλασσα γράμματα με τις υπογραφές εμπόρων που στην κατάλληλη στιγμή θα ενίσχυαν τον αγώνα. Ο Περραιβός, προσθέτει ότι ο Ρήγας θα πήγαινε στη Βενετία «προς συνέντευξιν του Ναπολέοντος». Φαίνεται πως στόχος του Ρήγα ήταν να συνδέσει το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα με τη Γαλλία, προσδοκώντας σε ηθική και υλική βοήθεια.
Εν πάση περίπτωση, πριν φύγει από τη Βιέννη ο Ρήγας, έστειλε στην Τεργέστη, στο φίλο και έμπιστο σύντροφό του Αντώνη Κορωνιό τρία κιβώτια με επαναστατικό υλικό. Επειδή όμως ο Κορωνιός έλειπε στη Δαλματία για εμπορικές δουλιές, τα κιβώτια παρέλαβε ο συνεταίρος του από την Κοζάνη Δημήτριος Οικονόμου, ο οποίος, αφού τα άνοιξε και είδε τι περιείχαν, κατέδωσε τα καθέκαστα στην αυστριακή αστυνομία. Ετσι, μόλις ο Ρήγας έφτασε στην Τεργέστη συνελήφθη αμέσως. Συλλήψεις επαναστατών ή υπόπτων για επαναστατική δράση έγιναν επίσης σε Βιέννη, Πέστη, Σεμλίνο. Συνελήφθησαν οι επτά που συνόδεψαν τον Ρήγα ως το θάνατο αλλά και οι Γεώργιος Πούλιος, Φιλ. Πέτροβιτς, Γ. Θεοχάρης, Κ. Τούλιος και Κ. Δουκάς. Ο Ρήγας και οι επτά παραδόθηκαν, τον Απρίλη του 1798, στις τουρκικές αρχές – γιατί ήσαν Τούρκοι υπήκοοι – και μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι. Υστερα απ’ αυτό το γεγονός το τέλος τους ήταν κάτι περισσότερο από προδιαγραμμένο.
Στις 11/24 Ιούνη του 1798, αργά το βράδυ, οκτώ Ελληνες που κρατούνταν φυλακισμένοι στο κάστρο «Neboisa» του Βελιγραδίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα κελιά τους διά της μεθόδου του στραγγαλισμού. Ηταν ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος), ετών 40, ο Ευστράτιος Αργέντης, έμπορος από τη Χίο, ετών 31, ο Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός από τα Ιωάννινα, ετών 32, ο Αντώνιος Κορωνιός έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ετών 27, ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου, ετών 31, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούτζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα, ετών 22, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής ιατρικής, από την Καστοριά, ετών 24 και ο αδελφός του Παναγιώτης Εμμανουήλ, υπάλληλος του Αργέντη, ετών 2226. Τα πτώματα των νεκρών ρίχτηκαν στο Σάβα, παραπόταμο του Δούναβη, που τώρα χωρίζει το παλιό από το νέο Βελιγράδι.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 17/30 Ιούνη 1798, ο Αυστριακός συνταγματάρχης Schertz, με μια σύντομη αναφορά του από το Σέμλινο, προς το υπουργείο Στρατιωτικών στη Βιέννη, έδωσε όλα τα στοιχεία του στυγερού εγκλήματος: «Ο Καϊμακάμης27 – έγραφε ο Schertz28 – έλαβε την παρελθούσαν εβδομάδα εκ Κωνσταντινουπόλεως φιρμάνιον, καθ’ ο εν μεγίστη μυστικότητι την τρίτην μετά την άφιξιν του φιρμανίου ημέραν διέταξε νύκτωρ τον στραγγαλισμόν πάντων των οκτώ καθειργμένων Ελλήνων, μετά δε την τέλεσιν της πράξεως ενήργησε να διαδοθή, ότι είχον αποδράσει άπαντες εκ της φυλακής, και δη έστειλεν άνδρας προς δήθεν καταδίωξιν αυτών κατά τας λεωφόρους».
Η είδηση του θανάτου του Ρήγα και των συντρόφων του συγκλόνισε λαούς και προσωπικότητες απ’ άκρου εις άκρον της βαλκανικής χερσονήσου, ιδιαίτερα δε όσους προσέβλεπαν στις επαναστατικές ιδέες της εποχής και στους ανθρώπους που τις υπηρετούσαν.
Εκείνο το διάστημα που οι αυστριακές αρχές προχωρούσαν στην απέλαση των οκτώ μελλοθανάτων, ο Αδαμάντιος Κοραής, μαντεύοντας το τραγικό τους τέλος έγραφε29: «Παρίστανται ίσως ταύτην ώραν δέσμιοι έμπροσθεν του τυράννου οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ισως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχήν των, διά να υπάγη να συγκατοικήση με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν». Αντίθετα, το οικουμενικό Πατριαρχείο, το Δεκέμβρη του 1798, τότε δηλαδή που συλλαμβανόταν ο Ρήγας, με εγκύκλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, που εκ των υστέρων τον βάπτισαν και εθνομάρτυρα, καλούσε τους δεσποτάδες να κατάσχουν το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα (την επαναστατική του διακήρυξη, το Πολίτευμά του κλπ.) διότι «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των δολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»30.
Δυο κείμενα – δύο κόσμοι. Η κοινωνική πρόοδος και η κοινωνική αντίδραση της εποχής σ’ όλο τους το μεγαλείο. Τούτη η αντίθεση μετά την επανάσταση και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, χωρίς ποτέ να χάνει τη σημασία της, αποκτούσε στις εικόνες της καθημερινής ζωής μια πολύπλοκη, τραγική όψη, συχνά εκφραζόμενη μέσα από συμβολισμούς που μόνο η ζωή μπορεί να δώσει με τόση επιτυχία. «Τα πρώτα χρόνια έπειτα από την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό – γράφει ο Φωτιάδης31 – στα καφενεία και στα σπίτια, στις πολιτείες και στα χωριά, έβλεπες κρεμασμένη μια χαλκογραφία που παρίστανε την Ελλάδα κουρελιασμένη, γονατισμένη κι αλυσοδεμένη. Δυο άνδρες γύρευαν να τη σηκώσουν σπάζοντας τα δεσμά της. Ο ένας ήταν ο Κοραής κι άλλος ήταν ο Ρήγας». Η Ελλάδα ήταν όντως ακόμη κουρελιασμένη, γονατισμένη, αλυσοδεμένη από τους ξένους «προστάτες» και τους νέους αφέντες, τους αστοκοτζαμπάσηδες, όλο εκείνο δηλαδή το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο που ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι συν αυτώ εξέφραζαν με τους κατά καιρούς αφορισμούς που εκτόξευαν ενάντια στους επαναστάτες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ο Κοραής κι ο Ρήγας όμως πού βρίσκονταν; Αραγε βρίσκονταν μόνο στις χαλκογραφίες και στις άλλες απεικονίσεις ως άψυχες παραστάσεις ή μέσω αυτών των παραστάσεων οι καλλιτέχνες και ο λαός εκδήλωναν – πολλές φορές ασυνείδητα – τον ανεκπλήρωτο πόθο τους για κοινωνική απελευθέρωση; Η ιστορία των κοινωνικών αγώνων στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα μάλλον συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εκδοχής.
“Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του, και το πλέον απαραίτητο από όλα τα χρέη του (…)”
Ρήγας Φεραίος
1 Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία Ητοι Λόγος Περί Ελευθερίας», επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδόσεις «Αποσπερίτης», σελ. 83-83
2 Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ’21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 1ος, σελ. 220
3 Χρ. Περραιβού: «Απομνημονεύματα πολεμικά», εκδόσεις «Κοσμαδάκη», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», σελ. 17
4 Χρ. Περραιβού, στο ίδιο σελ. 17-18
5 Μ. Σκιαδαρέση: «Ρήγας Φεραίος», εκδόσεις «Μεταίχμιο», σελ. 12
6 Λ.Ι. Βρανούση, στο ίδιο, σελ. 8
7 Χρ. Περραιβού: «Σύντομος βιογραφία του Αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού», Εκδόσεις «Νότη Καραβία» (πρώτη έκδοση, Αθήνα 1860), σελ. 6-7
8 Χρ. Περραιβού, στο ίδιο σελ. 7-8
9 Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ’21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 1ος, σελ. 203
10 Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία Ητοι Λόγος Περί Ελευθερίας», επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδόσεις «Αποσπερίτης», σελ. 83
11 Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος IX, σελ. 324
12 Ι. Φιλήμων: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις «Εταιρεία ελληνικών Εκδόσεων» (πρώτη έκδοση 1859), τόμος Β’, σελ. 10-11
13 «Φυσικής Απάνθισμα», στη σειρά «Απαντα των Νεοελλήνων Κλασικών»: Ρήγας, τόμος 1ος, εκδόσεις «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων» επιμέλεια Λ. Βρανούσης, σελ. 191
14 Τ. Βουρνά: «Ρήγας Βελεστινλής», εκδόσεις «Μπούζας», σελ. 37
15 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 207
16 Θ. Κολοκοτρώνη άπαντα (Απομνημονεύματα – δίκη), εκδόσεις «Μέρμηγκας», τόμ 1ος, σελ. 228
17 «Το Σύνταγμα και ο Θούριος του Ρήγα», εκδόσεις «Αρμός», σελ. 281.
18 στο ίδιο, σελ. 199
19 Χρ. Περραιβού: «Απομνημονεύματα πολεμικά», εκδόσεις «Κοσμαδάκη», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», σελ. 16
20 Χρ. Περραιβού: «Σύντομος βιογραφία του Αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού», Εκδόσεις «Νότη Καραβία» (πρώτη έκδοση, Αθήνα 1860), σελ. 27
21 Αιμίλιου Λέγρανδ, στο ίδιο, σελ. 73- 75 κ.ά.
22 Κ. Αμαντου: «Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή», έκδοση της Επιστημονικής εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Αθήνα 1997 (πρώτη έκδοση 1930), σελ. ιβ’ – ιγ’
23 Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 348
24 Λ.Ι. Βρανούση, στο ίδιο, σελ. 69
25 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 353-354
26 Λ.Ι. Βρανούση: «Ρήγας», Βασική Βιβλιοθήκη τόμος 10ος, σελ. 104
27 Καϊμακάμης: Προϊστάμενος διοικητικής υπηρεσίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εδώ γίνεται λόγος για τον Καϊμακάμη του Βελιγραδίου
28 Αιμίλιου Λέγρανδ: «Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώι Μαρτυρησάντων» (Μετάφραση: Σπ. Λάμπρου), Εκδοση της Επιστημονικής εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Αθήνα 1996 (πρώτη έκδοση 1891), σελ. 165-167
29 Αδαμάντιος Κοραής: «Αδελφική Διδασκαλία», στο «Απαντα τα πρωτότυπα έργα», επιμέλεια Γ. Βαλέτας, εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Α1, σελ. 40
30 Τ. Βουρνά: «Ρήγας Βελεστινλής», εκδόσεις «Μπούζας», σελ. 75-76 κ.ά.
31 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 199
erodotos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου