Του ειδικού απεσταλμένου μας ALAIN GRESH *
Μολονότι και οι δύο χώρες συμμετέχουν στο G20, η Σαουδική Αραβία, φύλακας των ιερών τόπων του Ισλάμ, και η Κίνα, που δηλώνει ακόμη άθεο κράτος, βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, τόσο γεωγραφικά όσο και ιδεολογικά. Εντούτοις, εδώ και μία δεκαετία έχουν αναπτύξει στέρεες σχέσεις σε οικονομικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό, ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Ριάντ. Κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου, δίπλα στα Carrefour, ξεχωρίζει η φωτεινή επιγραφή του China Mart, ενός αχανούς εμπορικού κέντρου που μόλις άνοιξε, με τα καταστήματά του να είναι γεμάτα με τα χίλια και ένα προϊόντα που έχουν εισαχθεί κατ' ευθείαν από την Κίνα. Από το Πεκίνο, το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Ξινχουά αναγγέλλει την άφιξη στη Σαουδική Αραβία τριακοσίων είκοσι δύο μουσουλμάνων, της εμπροσθοφυλακής χιλιάδων άλλων που αναμένονται για το προσκύνημα στη Μέκκα. Τον Ιούνιο του 2010 επιστήμονες από τις δύο χώρες ολοκλήρωσαν την αποκωδικοποίηση του DNA της δρομάδας (καμήλα με μία καμπούρα), ενώ το Πεκίνο προσέφερε στο αραβικό βασίλειο τριάντα επτά καμήλες (με δύο καμπούρες), είδος άγνωστο εδώ. Σύμβολο αυτής της εξωτικής συμβίωσης, το κινεζικό εστιατόριο «Le Mirage» προτείνει ένα πιάτο Πεκίνου με κρέας καμήλας.
Οι εικόνες αυτές αποτυπώνουν μια θεαματική προσέγγιση, η οποία είναι ιδιαίτερα αισθητή στο οικονομικό πεδίο. Το 2009 πρώτη φορά η Κίνα κατέκτησε την κορυφή στις εισαγωγές σαουδαραβικού πετρελαίου, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ετσι, η Σαουδική Αραβία αντιπροσωπεύει πλέον το 11,4% των εισαγωγών της Κίνας, από μόλις 4% το 2000. Πέρυσι η Κίνα εξήγαγε στο αραβικό βασίλειο, που δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα 4x4 μεγάλου κυβισμού -αφού η βενζίνη ρέει άφθονη- περισσότερα αυτοκίνητα απ' ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι να φανταστεί κανείς την ανατροπή των σημερινών συμμαχιών, δηλαδή μια σχέση μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ που θα παραγκώνιζε την Ουάσιγκτον, υπάρχει μια απόσταση την οποία ορισμένοι σχολιαστές διασχίζουν ανέμελα, για να εκδηλώσουν είτε τη χαρά είτε την ανησυχία τους (1). Μάλλον βιάζονται, σύμφωνα με τον Ραέντ Κριμλί, σύμβουλο του σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών Σαούντ Αλ-Φαϊσάλ: «Οι σχέσεις μας με την Κίνα δεν συγκρίνονται με τις σημαντικές στρατηγικές σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι γνωρίζουμε ότι προκαλούν κάποιες ανησυχίες στην Ουάσιγκτον». Πριν σημειώσει, κάπως πονηρά, ότι το Ριάντ συχνά μεσολαβεί προς το Πεκίνο κατόπιν αιτήματος του «αμερικανού φίλου», όπως για το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
ΒΗΜΑ ΒΗΜΑ
Την ίδια συνετή προσέγγιση υιοθετεί και ο Τζον Σφακιανάκης, της Saudi Fransi Bank, ένας από τους καλύτερους γνώστες του βασιλείου, ο οποίος επιμένει στον καθαρά οικονομικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ: «Είναι αλήθεια ότι η Κίνα εξάγει περισσότερο εδώ, αλλά αυτό συμβαίνει στις πιο πολλές χώρες. Οι Σαουδάραβες θέλουν να βάλουν και αυτοί το πόδι τους στην Κίνα. Η σχέση αυτή θα γίνει πολιτική όταν η Κίνα αποφασίσει να παίξει ρόλο στην περιοχή [της Μέσης Ανατολής], κάτι που, προς το παρόν, δεν συμβαίνει».
Χωρίς αμφιβολία, το πετρέλαιο αποτελεί τη συγκολλητική ουσία αυτής της συμπόρευσης, η οποία αναπτύχθηκε μετά το 2000, όταν η ζήτηση μαύρου χρυσού είχε καθηλωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, τη στιγμή που στην Κίνα παρουσίαζε εκρηκτική άνοδο. Το Ριάντ επιθυμούσε να κερδίσει μια σταθερή αγορά και το Πεκίνο να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του σε βάθος χρόνου. Οι κινέζοι αξιωματούχοι, που ξέρουν να χειρίζονται την ξύλινη γλώσσα της διπλωματίας, κάνουν αναφορές στο κοινό πεπρωμένο των λαών, την ανάγκη συνύπαρξης, τον αμοιβαία επωφελή χαρακτήρα της συνεργασίας.
Μακριά από τα ανακοινωθέντα, ωστόσο, διαφαίνονται οι ανησυχίες μιας ανερχόμενης δύναμης. Το 2003 ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα με τίτλο «Η μάχη για την προστασία των δρόμων του πετρελαίου», περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο «οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που φοβούνται την Κίνα» εφάρμοζαν έναν αποκλεισμό που θα οδηγούσε σε πόλεμο (2). Στον κινεζικό τύπο εκφράζεται ανοιχτά, διά στόματος διαφόρων ειδικών, ο φόβος αποκλεισμού του στενού της Μαλάκας, μέσω του οποίου μεταφέρεται ο μαύρος χρυσός. Και όταν οι τιμές του πετρελαίου άγγιζαν τα 150 δολάρια το βαρέλι, διάφορα κινεζικά έντυπα τις ερμήνευαν ως δάκτυλο της Ουάσιγκτον για να βλάψει τη χώρα τους.
Για να μειώσει την εξάρτησή του, το Πεκίνο δεν περιορίστηκε στη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τη Σαουδική Αραβία, αλλά ανέπτυξε και σταυροειδείς επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Στο πλαίσιο αυτό η σαουδαραβική κρατική εταιρεία Aramco, από κοινού με την ExxonMobil και την κινεζική εταιρεία Sinopec, εγκατέστησε στην κινεζική επαρχία Φουτζιάν διυλιστήριο με δυναμικότητα παραγωγής 240.000 βαρέλια την ημέρα. Μια άλλη σαουδαραβική εταιρεία, η Saudi Basic Industries Corporation (Sabic), κατασκεύασε, μαζί με τη Sinopec, ένα τεράστιο πετροχημικό βιομηχανικό σύμπλεγμα στο Τιανζίν, το οποίο μόλις άρχισε να λειτουργεί. Επιπλέον, κινεζικές εταιρείες έχουν επενδύσει στην κατασκευή πετροχημικών εργοστασίων στη Σαουδική Αραβία, ενώ, για πρώτη φορά, πήραν άδεια για να συμμετάσχουν σε εξερευνήσεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου.
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Το πετρέλαιο (και τα πετροχημικά προϊόντα) αποτελούν τον βασικό κορμό των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας προς την Κίνα, η οποία, από την πλευρά της, εδραιώνεται σε ολοένα περισσότερα τμήματα της σαουδαραβικής αγοράς, από την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας μέχρι τις βιομηχανίες αφαλάτωσης, αλουμινίου ή τσιμέντου. Τα φθηνά κινέζικα προϊόντα (υφάσματα, παιχνίδια) βρίσκουν αγοραστές μεταξύ των μεταναστών που εργάζονται στη χώρα ή στα φτωχότερα στρώματα του σαουδαραβικού πληθυσμού -χωρίς να προκαλούν εχθρικές αντιδράσεις, όπως στην Αφρική, αφού δεν ανταγωνίζονται κανένα τοπικό προϊόν. Η Κίνα έχει, επίσης, διεισδύσει στην αγορά τελικών προϊόντων με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, από τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα μέχρι τα αυτοκίνητα και τα μηχανήματα εκσκαφής.
Οι εταιρείες της κινούνται με ιδιαίτερη επιθετικότητα στις αγορές κατασκευών και δημόσιων έργων. Μάλιστα, παραλίγο να εκτοπίσουν τη Γαλλία στη σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας Μέκκας-Μεδίνας, γεγονός που επιβεβαιώνει όχι μόνο την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και την ικανότητά τους να υφαίνουν στενούς δεσμούς με τους πολιτικούς αξιωματούχους και τη βασιλική οικογένεια. Οι κινεζικές εταιρείες διαθέτουν το πλεονέκτημα του φθηνού εργατικού δυναμικού που, επιπλέον, μπορεί να μετεγκατασταθεί άμεσα -σαράντα χιλιάδες Κινέζοι εργάζονται στη Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με την κινεζική πρεσβεία- ενώ είναι πάντοτε έτοιμες, σύμφωνα με τη διατύπωση ενός σαουδάραβα επιχειρηματία, να υποσχεθούν ότι «θα στήσουν το εργοτάξιο... χθες».
Το νόμισμα έχει, όμως, και την άλλη όψη του. Τον περασμένο Οκτώβριο, για δεύτερη φορά μέσα σε μερικούς μήνες, κινέζοι εργάτες στο εργοτάξιο του μετρό της Μέκκας (που εγκαινιάστηκε, τελικά, το Νοέμβριο) διαδήλωσαν, έσπασαν αυτοκίνητα και μερικές βιτρίνες -ένα αρκετά ασυνήθιστο θέαμα για την ιερή πόλη. Διαμαρτύρονταν για τους χαμηλούς μισθούς και τις δύσκολες συνθήκες εργασίας στους 45° C (3). Οι σαουδαραβικές αρχές είναι μάλλον απίθανο να εκτίμησαν το γεγονός... Σε άλλα εργοτάξια οι προθεσμίες δεν τηρήθηκαν, τα κτίρια που παραδόθηκαν δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές. Σε μερικές περιπτώσεις οι αστοχίες προκαλούν γέλιο: στο ολοκαίνουριο αίθριο του China Mart ένα κατάστημα που πουλά χρηματοκιβώτια διαθέτει καταλόγους και οδηγίες χρήσης μόνο στα... κινέζικα. Από την άλλη πλευρά, όταν κανείς «σπάει» τις τιμές, έχει και κόστος: Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν ότι η σύμβαση για το μετρό της Μέκκας ήταν ζημιογόνα κατά 4 δισεκατομμύρια γιουάν (πάνω από 600 εκατομμύρια δολάρια) και ότι υπάρχει εμπορική αντιδικία μεταξύ της κινεζικής εργοληπτικής εταιρείας και των σαουδαραβικών αρχών (4).
Παρ' όλα αυτά, η Κίνα κατάφερε, σε χρόνο-ρεκόρ, να διεισδύσει σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο περιοχές έκανε άλμα από τα 37 στα 110 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2004 και 2009. Από το 2004 και μετά πραγματοποιούνται τακτικά σινο-αραβικά φόρουμ με τη συμμετοχή πολιτικών αξιωματούχων, επιχειρηματιών και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Οι πολιτιστικές ανταλλαγές πυκνώνουν: Το Πεκίνο εγκαινίασε την αραβική υπηρεσία του τηλεοπτικού του δικτύου συνεχούς ενημέρωσης CCTV (5), το πρακτορείο Ξινχουά έχει παρουσία στο Ριάντ και στις περισσότερες αραβικές πρωτεύουσες, την ίδια στιγμή που το τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα διαθέτει γραφεία στο Πεκίνο. Ο τύπος περιγράφει με λυρισμό την αναβίωση του δρόμου του μεταξιού, ο οποίος, μέχρι τον 15ο αιώνα, αποτελούσε τη σημαντικότερη οδό του διεθνούς εμπορίου, φθάνοντας από τα σύνορα της Κίνας μέχρι τη Μεσόγειο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός πρέπει να είναι συγκρατημένος, καθώς οι ιστορικές αναλογίες δεν αποδεικνύουν πολλά πράγματα. Ο δρόμος του μεταξιού έφθασε στο απόγειό του με την άνοδο των ασιατικών αυτοκρατοριών, οι οποίες διασφάλιζαν, και στρατιωτικά, τις οδούς επικοινωνίας. Δεν βρισκόμαστε εκεί.
Μέχρι στιγμής οι χαμηλοί τόνοι αποτελούν πλεονέκτημα για το Πεκίνο. Ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ είναι αδελφός του υπουργού Εξωτερικών και πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, την περίοδο μάλιστα του αγώνα κατά της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Εχοντας γίνει πια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «ένας απλός πολίτης», είναι ένα από τα ελάχιστα μέλη της βασιλικής οικογένειας που δίνει διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και δέχεται δημοσιογράφους: «Οι σχέσεις μας με την Κίνα είναι λιγότερο περίπλοκες απ' ό,τι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Κίνα δεν υπάρχουν λόμπι που να επηρεάζουν την πολιτική τους, δεν είμαστε όμηροι των εσωτερικών διαιρέσεών τους». Ο Αλ-Φαϊσάλ, πρώην πρέσβης στην Ουάσιγκτον, όπου αναμετρήθηκε με τις αντι-σαουδαραβικές εκστρατείες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, γνωρίζει για τι πράγμα μιλάει. Σε αρκετά διεθνή ζητήματα, όπως το ζήτημα του Νταρφούρ, το Ριάντ και το Πεκίνο έχουν παρόμοιες προσεγγίσεις, τον ίδιο σεβασμό για την εθνική κυριαρχία και τη μη ανάμειξη στα εσωτερικά άλλων χωρών, την ίδια ειρωνική περιφρόνηση για τη δυτική διπλωματία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία θεωρούν τελείως οπορτουνιστική και επιλεκτική.
Η ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΗ
Η εμπιστοσύνη δεν επιβάλλεται με διατάγματα και, στην περίπτωση του Πεκίνου και του Ριάντ, αναδύθηκε μέσα από ένα εμβληματικό γεγονός, ένα απίθανο επεισόδιο, αντάξιο μυθιστορημάτων κατασκοπείας. Φεβρουάριος 1985: Ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ βρίσκεται στο απόγειό του. Η Βαγδάτη βομβαρδίζει με πυραύλους τις πόλεις και τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν. Ο «πόλεμος των τάνκερ» πλήττει τα σαουδαραβικά πετρελαιοφόρα. Το Ριάντ, που δεν κρύβει τον ανταγωνισμό του με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, ανησυχεί. Ο βασιλιάς Φαχντ προσεγγίζει τον αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για να αγοράσει αμερικανικούς πυραύλους και να ενισχύσει, έτσι, την αποτρεπτική δυνατότητα του βασιλείου.
Ο Ρέιγκαν φοβάται τις αντιδράσεις του Ισραήλ, έχοντας μόλις περάσει, με δυσκολία, από το Κογκρέσο, την πώληση ιπτάμενων ραντάρ AWACS στους Σαουδάραβες (6). Αρνείται. Σε ποιον να στραφεί η Σαουδική Αραβία; «Μπορούσαμε να απευθυνθούμε είτε στη Μόσχα είτε στο Πεκίνο», εξηγεί ο Ριχάμπ Μασούντ, ο οποίος υπηρετούσε τότε στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον και είναι σήμερα αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ισχυρού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν. «Ο πρόεδρος Ρέιγκαν, όμως, είχε χαρακτηρίσει τη Σοβιετική Ενωση "αυτοκρατορία του κακού". Ετσι, προτιμήσαμε να στραφούμε προς την Κίνα, με την οποία, μάλιστα, δεν διατηρούσαμε καν διπλωματικές σχέσεις».
Η ευαίσθητη και μυστική αποστολή ανατέθηκε στον πρίγκιπα Μπαντάρ, γιο του υπουργού Αμυνας και... πρέσβη του βασιλείου στην Ουάσιγκτον, όπου κατάφερε διακριτικά να βολιδοσκοπήσει κινέζους διπλωμάτες. Δήθεν οικονομικές αντιπροσωπείες -στην πραγματικότητα στρατιωτικές αποστολές- μυστικές συναντήσεις σε ξενοδοχεία του Χονγκ Κονγκ και μακρές μυστικές διαπραγματεύσεις για τους όρους της σύμβασης, καταλήγουν, το Δεκέμβριο του 1986, στην αγορά πενήντα πυραύλων Dongfeng 3, γνωστών στη Δύση με την ονομασία CSS-2, με βεληνεκές πάνω από 3.000 χιλιόμετρα οι οποίοι, θεωρητικά, θα μπορούσαν να φέρουν και πυρηνικές κεφαλές. Κινεζικά πλοία μεταφέρουν το φορτίο -για να ξεγελάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το φορτίο υποτίθεται ότι έχει προορισμό τη Βαγδάτη- και οι σαουδάραβες στρατιωτικοί αρχίζουν να εκπαιδεύονται στο χειρισμό των οπλικών συστημάτων.
Στις αρχές του 1988 οι αμερικανικοί δορυφόροι ανακαλύπτουν τους πυραύλους. Μόλις ο αμερικανικός τύπος το πληροφορείται, αρχίζει να καλλιεργεί την άποψη ότι οι πύραυλοι αυτοί, «που φέρουν πυρηνικές κεφαλές», μπορούν να πλήξουν οποιοδήποτε σημείο στη Μέση Ανατολή. Η ισραηλινή κυβέρνηση απειλεί να βομβαρδίσει τις σαουδαραβικές βάσεις όπου έχουν εγκατασταθεί οι πύραυλοι (7). Εξοργισμένες για τον παραγκωνισμό τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν στη Σαουδική Αραβία τρεις επιλογές: την απόσυρση των πυραύλων, την επιστροφή τους στην Κίνα, την επιθεώρησή τους από αμερικανούς στρατιωτικούς. Η κρίση φθάνει στο αποκορύφωμά της όταν ο αμερικανός πρέσβης επιδίδει στο βασιλιά την επίσημη διαμαρτυρία της χώρας του, προκαλώντας την οργή του Φαχντ και την απέλαση του διπλωμάτη, κίνηση που δεν είχε προηγούμενο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Τελικά, η θύελλα θα καταλαγιάσει. Το Μάρτιο του 1988 η Σαουδική Αραβία υπογράφει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων, για να επιβεβαιώσει ότι δεν έχει τέτοιου είδους φιλοδοξίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηρεμούν το Ισραήλ. Αλλά, οι Σαουδάραβες δεν θα ξεχάσουν ότι, σε μια κρίσιμη στιγμή, η Κίνα τους στήριξε. Και το Πεκίνο θα εκτιμήσει το γεγονός ότι το Ριάντ αρνήθηκε στην Ουάσιγκτον την επιθεώρηση των κινεζικών πυραύλων, ενός «ευαίσθητου» στρατιωτικού υλικού.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
Οι στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Σαουδικής Αραβίας θα διατηρηθούν, πάντοτε με διακριτικό τρόπο. Μολονότι η μόνη γνωστή προμήθεια κινεζικού στρατιωτικού υλικού αφορά εξοπλισμό πυροβολικού το 2008, γίνεται συχνά λόγος για την απόκτηση πυραύλων CSS-5 και CSS-6: κάτι που τρέφει τις φαντασιώσεις των αμερικανικών νεοσυντηρητικών κύκλων για την ύπαρξη σαουδαραβικού στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος (8), που έχει σχεδιαστεί με τη συνενοχή του Πεκίνου και ενός άλλου ιστορικού και στρατηγικού συμμάχου του βασιλείου, του Πακιστάν.
Η συμφωνία για τους πυραύλους έστρωσε το δρόμο για τη σύναψη επίσημων διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και την Κίνα, το 1990. Φυσικό επακόλουθο η ρήξη του Ριάντ με την Ταϊβάν (9) και η, αρκετά καθυστερημένη, προσχώρησή του στο δόγμα της μίας και ενιαίας Κίνας. Ο Αμπντούλ Καρίμ Γιακουόμπ, εκτελεστικός διευθυντής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, σημειώνει ότι, εκείνη την εποχή, «οι Σαουδάραβες είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι ήταν προς το συμφέρον τους να μη θεωρούνται πάντοτε σύμμαχοι των Δυτικών, ότι μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση ήταν απαραίτητη, και η Κίνα, από την άποψη αυτή, ήταν μια καλή επιλογή».
Το επεισόδιο του πολέμου του Κόλπου (1990-1991), κατά τη διάρκεια του οποίου το Πεκίνο δεν θα ψηφίσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που σηματοδότησαν την έναρξή του, θα προκαλέσει μια κάποια ψυχρότητα, καθώς μετά την εισβολή στο Κουβέιτ η Σαουδική Αραβία είχε πολύ σημαντική συμμετοχή στο μέτωπο κατά του Σαντάμ Χουσέιν. Θα χρειαστούν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι οι σχέσεις των δύο χωρών να κάνουν το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Το 2006, μόλις ενθρονίζεται, ο σαουδάραβας βασιλιάς Αμπντάλα επισκέπτεται την Ασία, πραγματοποιώντας την πρώτη επίσημη περιοδεία του στο εξωτερικό. Μεταβαίνει διαδοχικά στην Κίνα, την Ινδία, τη Μαλαισία και το Πακιστάν. Είναι η πρώτη φορά που αρχηγός του σαουδαραβικού κράτους επισκέπτεται το Πεκίνο. Η επίσκεψη είχε προετοιμαστεί σε κάθε της λεπτομέρεια, ακόμη και με την αποστολή εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών -είκοσι πέντε άτομα, από τα οποία οι πέντε είχαν... κινεζικές ρίζες. Τον περασμένο Απρίλιο ο κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο επισκέπτεται το Ριάντ για μία εβδομάδα, μιλά στο Συμβουλευτικό Σώμα (Majliss al-Choura) -σπάνιο προνόμιο για ξένο ηγέτη- και υπογράφει μεγάλο αριθμό συμφωνιών, μία από τις οποίες προβλέπει την εισαγωγή της κινεζικής ιατρικής στο αραβικό βασίλειο.
Οπως εκμυστηρεύεται ο Γιακουόμπ, στο Ριάντ επικρατεί «μεγάλος θαυμασμός για την Κίνα, για τον πολιτισμό της, για το Σινικό Τείχος, για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πολλοί Σαουδάραβες θέλουν να μάθουν την κινεζική γλώσσα. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι μισούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιτυχίες της Κίνας αποτελούν ένα είδος παρηγοριάς». Εντούτοις, αναγνωρίζει ότι τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία: «Οι Κινέζοι δεν θαυμάζουν τον αραβικό κόσμο, επειδή είμαστε αδύναμοι και επειδή η αντίληψη που έχουν προέρχεται κυρίως από τη Δύση». Ομως, εκατοντάδες νέοι Σαουδάραβες σπουδάζουν πλέον στην Κίνα, ακολουθώντας κατά γράμμα τις διδαχές του προφήτη Μωάμεθ: «Πήγαινε και ψάξε τη γνώση μέχρι την Κίνα».
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Το Ριάντ κάνει σοβαρές προσπάθειες για να αλλάξει την εικόνα του. Μετά το σεισμό στο Σιτσουάν της Κίνας, το καλοκαίρι του 2006, το αραβικό βασίλειο προσέφερε τη σημαντικότερη χρηματική βοήθεια -περισσότερα από 40 εκατομμύρια ευρώ- κίνηση που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στην Κίνα. Επιπλέον, στη Διεθνή Εκθεση της Σαγκάης, η Σαουδική Αραβία παρουσίασε ένα εντυπωσιακό περίπτερο, που δέχθηκε πάρα πολλές επισκέψεις: ένα τεράστιο καράβι, σε σχήμα φεγγαριού, με φοίνικες πάνω στο κατάστρωμα, ένα είδος κρεμαστού κήπου που συμβόλιζε τις οάσεις της ερήμου -μία ακόμη αναφορά στο δρόμο του μεταξιού.
Στο δρόμο αυτόν, πάντως, υπάρχουν ακόμη χίλιες και μία παγίδες, τις οποίες οι δύο πλευρές προσπαθούν να αποφύγουν. Το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα είναι από τις πλέον επίφοβες. Εδώ και χρόνια η Κίνα έχει συσφίξει τις σχέσεις της με το Ιράν (τον τρίτο προμηθευτή πετρελαίου του Πεκίνου, μετά τη Σαουδική Αραβία και την Αγκόλα), πουλάει όπλα στην Τεχεράνη και το διμερές εμπόριο επεκτείνεται δυναμικά σε όλους τους κλάδους -ο όγκος του ανερχόταν σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια το 2009 και αναμένεται να φθάσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2015. Ετσι, το Πεκίνο παρουσιάζεται επιφυλακτικό απέναντι σε οποιαδήποτε επέκταση των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης. Μήνες διαπραγματεύσεων, μία δημόσια επίσκεψη του σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών τον περασμένο Μάιο και πολλές μυστικές συναντήσεις διαφόρων αντιπροσωπειών, συνέτειναν, μαζί με τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε η Ουάσιγκτον, ώστε η Κίνα να υπερψηφίσει την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για επέκταση των κυρώσεων κατά του Ιράν, στις 9 Ιουνίου 2010. Σαουδαραβικές διπλωματικές πηγές το επιβεβαιώνουν: Η χώρα τους εγγυήθηκε στην Κίνα ότι θα κάλυπτε το κενό σε περίπτωση διακοπής των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου προς το Πεκίνο. Ωστόσο, η Κίνα παραμένει προσεκτική και δεν απομακρύνεται από το γράμμα της απόφασης των Ηνωμένων Εθνών, απορρίπτοντας την περαιτέρω επέκταση των κυρώσεων που επιδιώκουν Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ενωση και, μάλιστα, παίρνοντας τη θέση των δυτικών εταιρειών που εγκαταλείπουν το Ιράν.
Οι φόβοι των Σαουδαράβων σχετικά με την απόκτηση στρατιωτικής πυρηνικής τεχνολογίας από το Ιράν -και στο αραβικό βασίλειο είναι πεπεισμένοι ότι η Τεχεράνη προσπαθεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα- οφείλονται, κυρίως, σε μία αιτία που αναφέρεται σπάνια: τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης στις σχέσεις... Σαουδικής Αραβίας - Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, οι Αμερικανοί δεν θα μπουν, άραγε, στον πειρασμό να έλθουν σε συνεννόηση με ένα πυρηνικό Ιράν, σε βάρος των Αράβων; «Το ενδεχόμενο τα συμφέροντά μας να παραμεριστούν και από το Ιράν και από τις ΗΠΑ, μας απασχολεί», εκμυστηρεύεται ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ. «Σε μια τέτοια περίπτωση, θα βρισκόμασταν στριμωγμένοι ανάμεσα σε ένα πυρηνικό Ιράν και σε ένα πυρηνικό Ισραήλ». Για να συμπληρώσει, χαμογελώντας: «Ευχαριστούμε το Θεό που υπάρχει ο Αχμαντινετζάντ» -η παρουσία του οποίου κάνει μια τέτοια μεταστροφή πιο δύσκολη.
ΜΕ ΣΥΝΕΣΗ
Οι περιπέτειες αυτές δεν έχουν επηρεάσει υπερβολικά τις σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ, υπογραμμίζουν, όμως, με πόση σύνεση η Κίνα κινείται στην περιοχή. Πάει πολύς καιρός από τότε που υποστήριζε τα επαναστατικά κινήματα σε όλο τον Τρίτο Κόσμο, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Ποιος θυμάται ότι υπήρξε η πρώτη χώρα, μαζί με την Αλγερία, που βοήθησε τη Φάταχ του Γιάσερ Αραφάτ, στη δεκαετία του 1960; Τώρα πια περιορίζεται σε κατευναστικές δηλώσεις και αποφεύγει να αναμειχθεί ενεργά στην αραβοϊσραηλινή διένεξη. Πόσω μάλλον όταν, κατά τη δεκαετία του 1990, ανέπτυξε στενή στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ -μέχρι τον Ιούλιο του 2000, όταν οι Αμερικανοί έθεσαν βέτο στην πώληση συστημάτων ραντάρ Φάλκον από το Ισραήλ στην Κίνα (10). «Η κάλυψή μας των εξελίξεων στην περιοχή είναι αντιφατική», εξηγεί ένας κινέζος δημοσιογράφος. «Συνυπάρχουν δύο γραμμές, μια αρκετά φιλο-ισραηλινή και μια φιλο-αραβική».
Η Κίνα, που δεν προσκλήθηκε το 2002 να συμμετάσχει στο Κουαρτέτο (Ευρωπαϊκή Ενωση, Ηνωμένα Εθνη, Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία) για τις αραβο-ισραηλινές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, όρισε ειδικό απεσταλμένο για τη Μέση Ανατολή, όμως, ο ρόλος του είναι ακόμη περιορισμένος. Για πρώτη φορά κινέζοι στρατιώτες συμμετέχουν στη διεθνή αποστολή στο Νταρφούρ και, κυρίως, στην προσωρινή δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στο Λίβανο, με περίπου τριακόσιους πενήντα άνδρες -το 2006 το Πεκίνο είχε προσφερθεί να αποστείλει χίλιους στρατιώτες στο Λίβανο, κάτι που θα είχε προσδώσει στην Κίνα πολύ πιο ενεργό ρόλο στη λιβανική διένεξη, ενδεχόμενο που είχε ανησυχήσει Παρίσι και Ουάσιγκτον (11).
Η σαουδαραβική ηγεσία το γνωρίζει: η Κίνα δεν μπορεί να της υποσχεθεί τις ίδιες «εγγυήσεις ασφαλείας» που προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, μάλιστα, εφαρμόστηκαν κατά την ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ, το 1990. Και αύριο; Το Δεκέμβριο του 2008 η Κίνα ανακοίνωνε την αποστολή των πρώτων πολεμικών πλοίων της στα ανοιχτά της Σομαλίας, για να προστατεύσει τον εμπορικό στόλο της, τον ανεφοδιασμό της σε πετρέλαιο και τις εξαγωγές της προς τη Μεσόγειο μέσω του καναλιού του Σουέζ. Το Μάρτιο του 2010 δύο πλοία του κινεζικού ναυτικού ήταν δεμένα στο λιμάνι Ζαγιέντ στο Αμπου Ντάμπι. Το Νοέμβριο, άλλα τρία είχαν αγκυροβολήσει στην Τζέντα.
Ο τοπικός τύπος επισήμανε ότι ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του 15ου αιώνα που κινεζικά πολεμικά πλοία κατέβαιναν στον Ινδικό Ωκεανό. Μεταξύ 1405 και 1433 ένας κινέζος μουσουλμάνος, ο στρατάρχης Τσενγκ Χε, είχε οδηγήσει τον κινεζικό αυτοκρατορικό στόλο και είχε οργώσει τις θάλασσες, φθάνοντας στα στενά του Ορμούζ, την Ερυθρά Θάλασσα και την ανατολική ακτή της Αφρικής. Σύμφωνα με ορισμένες εικασίες είχε πραγματοποιήσει ακόμη και τον περίπλου της Αφρικής, φθάνοντας μέχρι τις Αντίλες (12). Φέρνοντας στο μυαλό του τις υποθέσεις αυτές, ένας σαουδάραβας ακαδημαϊκός δεν έκρυβε την επιθυμία του να ξαναδεί τη χρυσή εποχή της Κίνας, που θα επέτρεπε στη χώρα του να ξεφύγει από την υποχρεωτική συμπόρευση με την Ουάσιγκτον.
(1) Πόσω μάλλον αφού η Σαουδική Αραβία ζήτησε να προσχωρήσει στο BRIC, την κοινή ομάδα που έχουν συγκροτήσει Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα.
(2) Βλ. Ben Simpfendorfer, «The New Silk Road», Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη, 2009. Βλ. επίσης John Garver, Flynt Leverett και Hillary Mann Leverett, «Moving (Slightly) Closer to Iran. China's Shifting Calculus for Managing its "Persian Gulf Dilemma"», The Edwin Ο. Reischauer Center for East Asian Studies, Ουάσιγκτον, 2009.
(3) «Arab News», Τζέντα, 13 Οκτωβρίου 2010.
(4) «Times Weekly», Πεκίνο, 4 Νοεμβρίου 2010.
(5) http://arabic.cntv.cn
(6) Βλ. Olivier Da Lage, «Un vade-mecum pour responsables de la cooperation militaire», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 1985.
(7) Για την ισραηλινή διάσταση της κρίσης, βλ. David Β. Ottaway, «The King's Messenger. Prince Bandar Bin Sultan and America's Tangled Relationships with Saudi Arabia». Walker & Company, Νέα Υόρκη, 2008.
(8) Σχετικά με αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας, βλ. στην ιστοσελίδα της «Washington Post», «Former CIA analyst alleges China-Saudi nuclear deal», στο blog του Jeff Stein, http://voices.washingtonpost.com/
spy-talk/2010/06/former_cia_officer_alle
ges_chi.html.
(9) Οπως και σε άλλες χώρες, στο Ριάντ παραμένει μία πολύ ενεργή εμπορική αντιπροσωπεία της Ταϊβάν.
(10) Βλ. Isabelle Saint-Mezard, «Ινδία-Ισραήλ, δύο εταίροι διακριτικοί», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 5-12-10. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/
spip.php?article293
(11) «China's growing role in UN peacekeeping», International Crisis Group, Βρυξέλλες, 17 Απριλίου 2009.
(12) Gavin Menzies, «1421, l'annee ou la Chine a decouvert l'Amerique», Intervalles, Παρίσι, 2007.
http://www.enet.gr/
πηγή
Μολονότι και οι δύο χώρες συμμετέχουν στο G20, η Σαουδική Αραβία, φύλακας των ιερών τόπων του Ισλάμ, και η Κίνα, που δηλώνει ακόμη άθεο κράτος, βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, τόσο γεωγραφικά όσο και ιδεολογικά. Εντούτοις, εδώ και μία δεκαετία έχουν αναπτύξει στέρεες σχέσεις σε οικονομικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό, ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Ριάντ. Κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου, δίπλα στα Carrefour, ξεχωρίζει η φωτεινή επιγραφή του China Mart, ενός αχανούς εμπορικού κέντρου που μόλις άνοιξε, με τα καταστήματά του να είναι γεμάτα με τα χίλια και ένα προϊόντα που έχουν εισαχθεί κατ' ευθείαν από την Κίνα. Από το Πεκίνο, το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Ξινχουά αναγγέλλει την άφιξη στη Σαουδική Αραβία τριακοσίων είκοσι δύο μουσουλμάνων, της εμπροσθοφυλακής χιλιάδων άλλων που αναμένονται για το προσκύνημα στη Μέκκα. Τον Ιούνιο του 2010 επιστήμονες από τις δύο χώρες ολοκλήρωσαν την αποκωδικοποίηση του DNA της δρομάδας (καμήλα με μία καμπούρα), ενώ το Πεκίνο προσέφερε στο αραβικό βασίλειο τριάντα επτά καμήλες (με δύο καμπούρες), είδος άγνωστο εδώ. Σύμβολο αυτής της εξωτικής συμβίωσης, το κινεζικό εστιατόριο «Le Mirage» προτείνει ένα πιάτο Πεκίνου με κρέας καμήλας.
Οι εικόνες αυτές αποτυπώνουν μια θεαματική προσέγγιση, η οποία είναι ιδιαίτερα αισθητή στο οικονομικό πεδίο. Το 2009 πρώτη φορά η Κίνα κατέκτησε την κορυφή στις εισαγωγές σαουδαραβικού πετρελαίου, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ετσι, η Σαουδική Αραβία αντιπροσωπεύει πλέον το 11,4% των εισαγωγών της Κίνας, από μόλις 4% το 2000. Πέρυσι η Κίνα εξήγαγε στο αραβικό βασίλειο, που δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα 4x4 μεγάλου κυβισμού -αφού η βενζίνη ρέει άφθονη- περισσότερα αυτοκίνητα απ' ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι να φανταστεί κανείς την ανατροπή των σημερινών συμμαχιών, δηλαδή μια σχέση μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ που θα παραγκώνιζε την Ουάσιγκτον, υπάρχει μια απόσταση την οποία ορισμένοι σχολιαστές διασχίζουν ανέμελα, για να εκδηλώσουν είτε τη χαρά είτε την ανησυχία τους (1). Μάλλον βιάζονται, σύμφωνα με τον Ραέντ Κριμλί, σύμβουλο του σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών Σαούντ Αλ-Φαϊσάλ: «Οι σχέσεις μας με την Κίνα δεν συγκρίνονται με τις σημαντικές στρατηγικές σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι γνωρίζουμε ότι προκαλούν κάποιες ανησυχίες στην Ουάσιγκτον». Πριν σημειώσει, κάπως πονηρά, ότι το Ριάντ συχνά μεσολαβεί προς το Πεκίνο κατόπιν αιτήματος του «αμερικανού φίλου», όπως για το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
ΒΗΜΑ ΒΗΜΑ
Την ίδια συνετή προσέγγιση υιοθετεί και ο Τζον Σφακιανάκης, της Saudi Fransi Bank, ένας από τους καλύτερους γνώστες του βασιλείου, ο οποίος επιμένει στον καθαρά οικονομικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ: «Είναι αλήθεια ότι η Κίνα εξάγει περισσότερο εδώ, αλλά αυτό συμβαίνει στις πιο πολλές χώρες. Οι Σαουδάραβες θέλουν να βάλουν και αυτοί το πόδι τους στην Κίνα. Η σχέση αυτή θα γίνει πολιτική όταν η Κίνα αποφασίσει να παίξει ρόλο στην περιοχή [της Μέσης Ανατολής], κάτι που, προς το παρόν, δεν συμβαίνει».
Χωρίς αμφιβολία, το πετρέλαιο αποτελεί τη συγκολλητική ουσία αυτής της συμπόρευσης, η οποία αναπτύχθηκε μετά το 2000, όταν η ζήτηση μαύρου χρυσού είχε καθηλωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, τη στιγμή που στην Κίνα παρουσίαζε εκρηκτική άνοδο. Το Ριάντ επιθυμούσε να κερδίσει μια σταθερή αγορά και το Πεκίνο να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του σε βάθος χρόνου. Οι κινέζοι αξιωματούχοι, που ξέρουν να χειρίζονται την ξύλινη γλώσσα της διπλωματίας, κάνουν αναφορές στο κοινό πεπρωμένο των λαών, την ανάγκη συνύπαρξης, τον αμοιβαία επωφελή χαρακτήρα της συνεργασίας.
Μακριά από τα ανακοινωθέντα, ωστόσο, διαφαίνονται οι ανησυχίες μιας ανερχόμενης δύναμης. Το 2003 ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα με τίτλο «Η μάχη για την προστασία των δρόμων του πετρελαίου», περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο «οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που φοβούνται την Κίνα» εφάρμοζαν έναν αποκλεισμό που θα οδηγούσε σε πόλεμο (2). Στον κινεζικό τύπο εκφράζεται ανοιχτά, διά στόματος διαφόρων ειδικών, ο φόβος αποκλεισμού του στενού της Μαλάκας, μέσω του οποίου μεταφέρεται ο μαύρος χρυσός. Και όταν οι τιμές του πετρελαίου άγγιζαν τα 150 δολάρια το βαρέλι, διάφορα κινεζικά έντυπα τις ερμήνευαν ως δάκτυλο της Ουάσιγκτον για να βλάψει τη χώρα τους.
Για να μειώσει την εξάρτησή του, το Πεκίνο δεν περιορίστηκε στη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τη Σαουδική Αραβία, αλλά ανέπτυξε και σταυροειδείς επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Στο πλαίσιο αυτό η σαουδαραβική κρατική εταιρεία Aramco, από κοινού με την ExxonMobil και την κινεζική εταιρεία Sinopec, εγκατέστησε στην κινεζική επαρχία Φουτζιάν διυλιστήριο με δυναμικότητα παραγωγής 240.000 βαρέλια την ημέρα. Μια άλλη σαουδαραβική εταιρεία, η Saudi Basic Industries Corporation (Sabic), κατασκεύασε, μαζί με τη Sinopec, ένα τεράστιο πετροχημικό βιομηχανικό σύμπλεγμα στο Τιανζίν, το οποίο μόλις άρχισε να λειτουργεί. Επιπλέον, κινεζικές εταιρείες έχουν επενδύσει στην κατασκευή πετροχημικών εργοστασίων στη Σαουδική Αραβία, ενώ, για πρώτη φορά, πήραν άδεια για να συμμετάσχουν σε εξερευνήσεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου.
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Το πετρέλαιο (και τα πετροχημικά προϊόντα) αποτελούν τον βασικό κορμό των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας προς την Κίνα, η οποία, από την πλευρά της, εδραιώνεται σε ολοένα περισσότερα τμήματα της σαουδαραβικής αγοράς, από την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας μέχρι τις βιομηχανίες αφαλάτωσης, αλουμινίου ή τσιμέντου. Τα φθηνά κινέζικα προϊόντα (υφάσματα, παιχνίδια) βρίσκουν αγοραστές μεταξύ των μεταναστών που εργάζονται στη χώρα ή στα φτωχότερα στρώματα του σαουδαραβικού πληθυσμού -χωρίς να προκαλούν εχθρικές αντιδράσεις, όπως στην Αφρική, αφού δεν ανταγωνίζονται κανένα τοπικό προϊόν. Η Κίνα έχει, επίσης, διεισδύσει στην αγορά τελικών προϊόντων με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, από τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα μέχρι τα αυτοκίνητα και τα μηχανήματα εκσκαφής.
Οι εταιρείες της κινούνται με ιδιαίτερη επιθετικότητα στις αγορές κατασκευών και δημόσιων έργων. Μάλιστα, παραλίγο να εκτοπίσουν τη Γαλλία στη σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας Μέκκας-Μεδίνας, γεγονός που επιβεβαιώνει όχι μόνο την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και την ικανότητά τους να υφαίνουν στενούς δεσμούς με τους πολιτικούς αξιωματούχους και τη βασιλική οικογένεια. Οι κινεζικές εταιρείες διαθέτουν το πλεονέκτημα του φθηνού εργατικού δυναμικού που, επιπλέον, μπορεί να μετεγκατασταθεί άμεσα -σαράντα χιλιάδες Κινέζοι εργάζονται στη Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με την κινεζική πρεσβεία- ενώ είναι πάντοτε έτοιμες, σύμφωνα με τη διατύπωση ενός σαουδάραβα επιχειρηματία, να υποσχεθούν ότι «θα στήσουν το εργοτάξιο... χθες».
Το νόμισμα έχει, όμως, και την άλλη όψη του. Τον περασμένο Οκτώβριο, για δεύτερη φορά μέσα σε μερικούς μήνες, κινέζοι εργάτες στο εργοτάξιο του μετρό της Μέκκας (που εγκαινιάστηκε, τελικά, το Νοέμβριο) διαδήλωσαν, έσπασαν αυτοκίνητα και μερικές βιτρίνες -ένα αρκετά ασυνήθιστο θέαμα για την ιερή πόλη. Διαμαρτύρονταν για τους χαμηλούς μισθούς και τις δύσκολες συνθήκες εργασίας στους 45° C (3). Οι σαουδαραβικές αρχές είναι μάλλον απίθανο να εκτίμησαν το γεγονός... Σε άλλα εργοτάξια οι προθεσμίες δεν τηρήθηκαν, τα κτίρια που παραδόθηκαν δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές. Σε μερικές περιπτώσεις οι αστοχίες προκαλούν γέλιο: στο ολοκαίνουριο αίθριο του China Mart ένα κατάστημα που πουλά χρηματοκιβώτια διαθέτει καταλόγους και οδηγίες χρήσης μόνο στα... κινέζικα. Από την άλλη πλευρά, όταν κανείς «σπάει» τις τιμές, έχει και κόστος: Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν ότι η σύμβαση για το μετρό της Μέκκας ήταν ζημιογόνα κατά 4 δισεκατομμύρια γιουάν (πάνω από 600 εκατομμύρια δολάρια) και ότι υπάρχει εμπορική αντιδικία μεταξύ της κινεζικής εργοληπτικής εταιρείας και των σαουδαραβικών αρχών (4).
Παρ' όλα αυτά, η Κίνα κατάφερε, σε χρόνο-ρεκόρ, να διεισδύσει σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο περιοχές έκανε άλμα από τα 37 στα 110 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2004 και 2009. Από το 2004 και μετά πραγματοποιούνται τακτικά σινο-αραβικά φόρουμ με τη συμμετοχή πολιτικών αξιωματούχων, επιχειρηματιών και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Οι πολιτιστικές ανταλλαγές πυκνώνουν: Το Πεκίνο εγκαινίασε την αραβική υπηρεσία του τηλεοπτικού του δικτύου συνεχούς ενημέρωσης CCTV (5), το πρακτορείο Ξινχουά έχει παρουσία στο Ριάντ και στις περισσότερες αραβικές πρωτεύουσες, την ίδια στιγμή που το τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα διαθέτει γραφεία στο Πεκίνο. Ο τύπος περιγράφει με λυρισμό την αναβίωση του δρόμου του μεταξιού, ο οποίος, μέχρι τον 15ο αιώνα, αποτελούσε τη σημαντικότερη οδό του διεθνούς εμπορίου, φθάνοντας από τα σύνορα της Κίνας μέχρι τη Μεσόγειο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός πρέπει να είναι συγκρατημένος, καθώς οι ιστορικές αναλογίες δεν αποδεικνύουν πολλά πράγματα. Ο δρόμος του μεταξιού έφθασε στο απόγειό του με την άνοδο των ασιατικών αυτοκρατοριών, οι οποίες διασφάλιζαν, και στρατιωτικά, τις οδούς επικοινωνίας. Δεν βρισκόμαστε εκεί.
Μέχρι στιγμής οι χαμηλοί τόνοι αποτελούν πλεονέκτημα για το Πεκίνο. Ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ είναι αδελφός του υπουργού Εξωτερικών και πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, την περίοδο μάλιστα του αγώνα κατά της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Εχοντας γίνει πια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «ένας απλός πολίτης», είναι ένα από τα ελάχιστα μέλη της βασιλικής οικογένειας που δίνει διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και δέχεται δημοσιογράφους: «Οι σχέσεις μας με την Κίνα είναι λιγότερο περίπλοκες απ' ό,τι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Κίνα δεν υπάρχουν λόμπι που να επηρεάζουν την πολιτική τους, δεν είμαστε όμηροι των εσωτερικών διαιρέσεών τους». Ο Αλ-Φαϊσάλ, πρώην πρέσβης στην Ουάσιγκτον, όπου αναμετρήθηκε με τις αντι-σαουδαραβικές εκστρατείες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, γνωρίζει για τι πράγμα μιλάει. Σε αρκετά διεθνή ζητήματα, όπως το ζήτημα του Νταρφούρ, το Ριάντ και το Πεκίνο έχουν παρόμοιες προσεγγίσεις, τον ίδιο σεβασμό για την εθνική κυριαρχία και τη μη ανάμειξη στα εσωτερικά άλλων χωρών, την ίδια ειρωνική περιφρόνηση για τη δυτική διπλωματία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία θεωρούν τελείως οπορτουνιστική και επιλεκτική.
Η ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΗ
Η εμπιστοσύνη δεν επιβάλλεται με διατάγματα και, στην περίπτωση του Πεκίνου και του Ριάντ, αναδύθηκε μέσα από ένα εμβληματικό γεγονός, ένα απίθανο επεισόδιο, αντάξιο μυθιστορημάτων κατασκοπείας. Φεβρουάριος 1985: Ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ βρίσκεται στο απόγειό του. Η Βαγδάτη βομβαρδίζει με πυραύλους τις πόλεις και τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν. Ο «πόλεμος των τάνκερ» πλήττει τα σαουδαραβικά πετρελαιοφόρα. Το Ριάντ, που δεν κρύβει τον ανταγωνισμό του με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, ανησυχεί. Ο βασιλιάς Φαχντ προσεγγίζει τον αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για να αγοράσει αμερικανικούς πυραύλους και να ενισχύσει, έτσι, την αποτρεπτική δυνατότητα του βασιλείου.
Ο Ρέιγκαν φοβάται τις αντιδράσεις του Ισραήλ, έχοντας μόλις περάσει, με δυσκολία, από το Κογκρέσο, την πώληση ιπτάμενων ραντάρ AWACS στους Σαουδάραβες (6). Αρνείται. Σε ποιον να στραφεί η Σαουδική Αραβία; «Μπορούσαμε να απευθυνθούμε είτε στη Μόσχα είτε στο Πεκίνο», εξηγεί ο Ριχάμπ Μασούντ, ο οποίος υπηρετούσε τότε στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον και είναι σήμερα αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ισχυρού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν. «Ο πρόεδρος Ρέιγκαν, όμως, είχε χαρακτηρίσει τη Σοβιετική Ενωση "αυτοκρατορία του κακού". Ετσι, προτιμήσαμε να στραφούμε προς την Κίνα, με την οποία, μάλιστα, δεν διατηρούσαμε καν διπλωματικές σχέσεις».
Η ευαίσθητη και μυστική αποστολή ανατέθηκε στον πρίγκιπα Μπαντάρ, γιο του υπουργού Αμυνας και... πρέσβη του βασιλείου στην Ουάσιγκτον, όπου κατάφερε διακριτικά να βολιδοσκοπήσει κινέζους διπλωμάτες. Δήθεν οικονομικές αντιπροσωπείες -στην πραγματικότητα στρατιωτικές αποστολές- μυστικές συναντήσεις σε ξενοδοχεία του Χονγκ Κονγκ και μακρές μυστικές διαπραγματεύσεις για τους όρους της σύμβασης, καταλήγουν, το Δεκέμβριο του 1986, στην αγορά πενήντα πυραύλων Dongfeng 3, γνωστών στη Δύση με την ονομασία CSS-2, με βεληνεκές πάνω από 3.000 χιλιόμετρα οι οποίοι, θεωρητικά, θα μπορούσαν να φέρουν και πυρηνικές κεφαλές. Κινεζικά πλοία μεταφέρουν το φορτίο -για να ξεγελάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το φορτίο υποτίθεται ότι έχει προορισμό τη Βαγδάτη- και οι σαουδάραβες στρατιωτικοί αρχίζουν να εκπαιδεύονται στο χειρισμό των οπλικών συστημάτων.
Στις αρχές του 1988 οι αμερικανικοί δορυφόροι ανακαλύπτουν τους πυραύλους. Μόλις ο αμερικανικός τύπος το πληροφορείται, αρχίζει να καλλιεργεί την άποψη ότι οι πύραυλοι αυτοί, «που φέρουν πυρηνικές κεφαλές», μπορούν να πλήξουν οποιοδήποτε σημείο στη Μέση Ανατολή. Η ισραηλινή κυβέρνηση απειλεί να βομβαρδίσει τις σαουδαραβικές βάσεις όπου έχουν εγκατασταθεί οι πύραυλοι (7). Εξοργισμένες για τον παραγκωνισμό τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν στη Σαουδική Αραβία τρεις επιλογές: την απόσυρση των πυραύλων, την επιστροφή τους στην Κίνα, την επιθεώρησή τους από αμερικανούς στρατιωτικούς. Η κρίση φθάνει στο αποκορύφωμά της όταν ο αμερικανός πρέσβης επιδίδει στο βασιλιά την επίσημη διαμαρτυρία της χώρας του, προκαλώντας την οργή του Φαχντ και την απέλαση του διπλωμάτη, κίνηση που δεν είχε προηγούμενο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Τελικά, η θύελλα θα καταλαγιάσει. Το Μάρτιο του 1988 η Σαουδική Αραβία υπογράφει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων, για να επιβεβαιώσει ότι δεν έχει τέτοιου είδους φιλοδοξίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηρεμούν το Ισραήλ. Αλλά, οι Σαουδάραβες δεν θα ξεχάσουν ότι, σε μια κρίσιμη στιγμή, η Κίνα τους στήριξε. Και το Πεκίνο θα εκτιμήσει το γεγονός ότι το Ριάντ αρνήθηκε στην Ουάσιγκτον την επιθεώρηση των κινεζικών πυραύλων, ενός «ευαίσθητου» στρατιωτικού υλικού.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
Οι στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Σαουδικής Αραβίας θα διατηρηθούν, πάντοτε με διακριτικό τρόπο. Μολονότι η μόνη γνωστή προμήθεια κινεζικού στρατιωτικού υλικού αφορά εξοπλισμό πυροβολικού το 2008, γίνεται συχνά λόγος για την απόκτηση πυραύλων CSS-5 και CSS-6: κάτι που τρέφει τις φαντασιώσεις των αμερικανικών νεοσυντηρητικών κύκλων για την ύπαρξη σαουδαραβικού στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος (8), που έχει σχεδιαστεί με τη συνενοχή του Πεκίνου και ενός άλλου ιστορικού και στρατηγικού συμμάχου του βασιλείου, του Πακιστάν.
Η συμφωνία για τους πυραύλους έστρωσε το δρόμο για τη σύναψη επίσημων διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και την Κίνα, το 1990. Φυσικό επακόλουθο η ρήξη του Ριάντ με την Ταϊβάν (9) και η, αρκετά καθυστερημένη, προσχώρησή του στο δόγμα της μίας και ενιαίας Κίνας. Ο Αμπντούλ Καρίμ Γιακουόμπ, εκτελεστικός διευθυντής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, σημειώνει ότι, εκείνη την εποχή, «οι Σαουδάραβες είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι ήταν προς το συμφέρον τους να μη θεωρούνται πάντοτε σύμμαχοι των Δυτικών, ότι μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση ήταν απαραίτητη, και η Κίνα, από την άποψη αυτή, ήταν μια καλή επιλογή».
Το επεισόδιο του πολέμου του Κόλπου (1990-1991), κατά τη διάρκεια του οποίου το Πεκίνο δεν θα ψηφίσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που σηματοδότησαν την έναρξή του, θα προκαλέσει μια κάποια ψυχρότητα, καθώς μετά την εισβολή στο Κουβέιτ η Σαουδική Αραβία είχε πολύ σημαντική συμμετοχή στο μέτωπο κατά του Σαντάμ Χουσέιν. Θα χρειαστούν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι οι σχέσεις των δύο χωρών να κάνουν το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Το 2006, μόλις ενθρονίζεται, ο σαουδάραβας βασιλιάς Αμπντάλα επισκέπτεται την Ασία, πραγματοποιώντας την πρώτη επίσημη περιοδεία του στο εξωτερικό. Μεταβαίνει διαδοχικά στην Κίνα, την Ινδία, τη Μαλαισία και το Πακιστάν. Είναι η πρώτη φορά που αρχηγός του σαουδαραβικού κράτους επισκέπτεται το Πεκίνο. Η επίσκεψη είχε προετοιμαστεί σε κάθε της λεπτομέρεια, ακόμη και με την αποστολή εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών -είκοσι πέντε άτομα, από τα οποία οι πέντε είχαν... κινεζικές ρίζες. Τον περασμένο Απρίλιο ο κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο επισκέπτεται το Ριάντ για μία εβδομάδα, μιλά στο Συμβουλευτικό Σώμα (Majliss al-Choura) -σπάνιο προνόμιο για ξένο ηγέτη- και υπογράφει μεγάλο αριθμό συμφωνιών, μία από τις οποίες προβλέπει την εισαγωγή της κινεζικής ιατρικής στο αραβικό βασίλειο.
Οπως εκμυστηρεύεται ο Γιακουόμπ, στο Ριάντ επικρατεί «μεγάλος θαυμασμός για την Κίνα, για τον πολιτισμό της, για το Σινικό Τείχος, για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πολλοί Σαουδάραβες θέλουν να μάθουν την κινεζική γλώσσα. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι μισούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιτυχίες της Κίνας αποτελούν ένα είδος παρηγοριάς». Εντούτοις, αναγνωρίζει ότι τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία: «Οι Κινέζοι δεν θαυμάζουν τον αραβικό κόσμο, επειδή είμαστε αδύναμοι και επειδή η αντίληψη που έχουν προέρχεται κυρίως από τη Δύση». Ομως, εκατοντάδες νέοι Σαουδάραβες σπουδάζουν πλέον στην Κίνα, ακολουθώντας κατά γράμμα τις διδαχές του προφήτη Μωάμεθ: «Πήγαινε και ψάξε τη γνώση μέχρι την Κίνα».
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Το Ριάντ κάνει σοβαρές προσπάθειες για να αλλάξει την εικόνα του. Μετά το σεισμό στο Σιτσουάν της Κίνας, το καλοκαίρι του 2006, το αραβικό βασίλειο προσέφερε τη σημαντικότερη χρηματική βοήθεια -περισσότερα από 40 εκατομμύρια ευρώ- κίνηση που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στην Κίνα. Επιπλέον, στη Διεθνή Εκθεση της Σαγκάης, η Σαουδική Αραβία παρουσίασε ένα εντυπωσιακό περίπτερο, που δέχθηκε πάρα πολλές επισκέψεις: ένα τεράστιο καράβι, σε σχήμα φεγγαριού, με φοίνικες πάνω στο κατάστρωμα, ένα είδος κρεμαστού κήπου που συμβόλιζε τις οάσεις της ερήμου -μία ακόμη αναφορά στο δρόμο του μεταξιού.
Στο δρόμο αυτόν, πάντως, υπάρχουν ακόμη χίλιες και μία παγίδες, τις οποίες οι δύο πλευρές προσπαθούν να αποφύγουν. Το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα είναι από τις πλέον επίφοβες. Εδώ και χρόνια η Κίνα έχει συσφίξει τις σχέσεις της με το Ιράν (τον τρίτο προμηθευτή πετρελαίου του Πεκίνου, μετά τη Σαουδική Αραβία και την Αγκόλα), πουλάει όπλα στην Τεχεράνη και το διμερές εμπόριο επεκτείνεται δυναμικά σε όλους τους κλάδους -ο όγκος του ανερχόταν σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια το 2009 και αναμένεται να φθάσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2015. Ετσι, το Πεκίνο παρουσιάζεται επιφυλακτικό απέναντι σε οποιαδήποτε επέκταση των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης. Μήνες διαπραγματεύσεων, μία δημόσια επίσκεψη του σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών τον περασμένο Μάιο και πολλές μυστικές συναντήσεις διαφόρων αντιπροσωπειών, συνέτειναν, μαζί με τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε η Ουάσιγκτον, ώστε η Κίνα να υπερψηφίσει την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για επέκταση των κυρώσεων κατά του Ιράν, στις 9 Ιουνίου 2010. Σαουδαραβικές διπλωματικές πηγές το επιβεβαιώνουν: Η χώρα τους εγγυήθηκε στην Κίνα ότι θα κάλυπτε το κενό σε περίπτωση διακοπής των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου προς το Πεκίνο. Ωστόσο, η Κίνα παραμένει προσεκτική και δεν απομακρύνεται από το γράμμα της απόφασης των Ηνωμένων Εθνών, απορρίπτοντας την περαιτέρω επέκταση των κυρώσεων που επιδιώκουν Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ενωση και, μάλιστα, παίρνοντας τη θέση των δυτικών εταιρειών που εγκαταλείπουν το Ιράν.
Οι φόβοι των Σαουδαράβων σχετικά με την απόκτηση στρατιωτικής πυρηνικής τεχνολογίας από το Ιράν -και στο αραβικό βασίλειο είναι πεπεισμένοι ότι η Τεχεράνη προσπαθεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα- οφείλονται, κυρίως, σε μία αιτία που αναφέρεται σπάνια: τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης στις σχέσεις... Σαουδικής Αραβίας - Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, οι Αμερικανοί δεν θα μπουν, άραγε, στον πειρασμό να έλθουν σε συνεννόηση με ένα πυρηνικό Ιράν, σε βάρος των Αράβων; «Το ενδεχόμενο τα συμφέροντά μας να παραμεριστούν και από το Ιράν και από τις ΗΠΑ, μας απασχολεί», εκμυστηρεύεται ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ. «Σε μια τέτοια περίπτωση, θα βρισκόμασταν στριμωγμένοι ανάμεσα σε ένα πυρηνικό Ιράν και σε ένα πυρηνικό Ισραήλ». Για να συμπληρώσει, χαμογελώντας: «Ευχαριστούμε το Θεό που υπάρχει ο Αχμαντινετζάντ» -η παρουσία του οποίου κάνει μια τέτοια μεταστροφή πιο δύσκολη.
ΜΕ ΣΥΝΕΣΗ
Οι περιπέτειες αυτές δεν έχουν επηρεάσει υπερβολικά τις σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ, υπογραμμίζουν, όμως, με πόση σύνεση η Κίνα κινείται στην περιοχή. Πάει πολύς καιρός από τότε που υποστήριζε τα επαναστατικά κινήματα σε όλο τον Τρίτο Κόσμο, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Ποιος θυμάται ότι υπήρξε η πρώτη χώρα, μαζί με την Αλγερία, που βοήθησε τη Φάταχ του Γιάσερ Αραφάτ, στη δεκαετία του 1960; Τώρα πια περιορίζεται σε κατευναστικές δηλώσεις και αποφεύγει να αναμειχθεί ενεργά στην αραβοϊσραηλινή διένεξη. Πόσω μάλλον όταν, κατά τη δεκαετία του 1990, ανέπτυξε στενή στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ -μέχρι τον Ιούλιο του 2000, όταν οι Αμερικανοί έθεσαν βέτο στην πώληση συστημάτων ραντάρ Φάλκον από το Ισραήλ στην Κίνα (10). «Η κάλυψή μας των εξελίξεων στην περιοχή είναι αντιφατική», εξηγεί ένας κινέζος δημοσιογράφος. «Συνυπάρχουν δύο γραμμές, μια αρκετά φιλο-ισραηλινή και μια φιλο-αραβική».
Η Κίνα, που δεν προσκλήθηκε το 2002 να συμμετάσχει στο Κουαρτέτο (Ευρωπαϊκή Ενωση, Ηνωμένα Εθνη, Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία) για τις αραβο-ισραηλινές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, όρισε ειδικό απεσταλμένο για τη Μέση Ανατολή, όμως, ο ρόλος του είναι ακόμη περιορισμένος. Για πρώτη φορά κινέζοι στρατιώτες συμμετέχουν στη διεθνή αποστολή στο Νταρφούρ και, κυρίως, στην προσωρινή δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στο Λίβανο, με περίπου τριακόσιους πενήντα άνδρες -το 2006 το Πεκίνο είχε προσφερθεί να αποστείλει χίλιους στρατιώτες στο Λίβανο, κάτι που θα είχε προσδώσει στην Κίνα πολύ πιο ενεργό ρόλο στη λιβανική διένεξη, ενδεχόμενο που είχε ανησυχήσει Παρίσι και Ουάσιγκτον (11).
Η σαουδαραβική ηγεσία το γνωρίζει: η Κίνα δεν μπορεί να της υποσχεθεί τις ίδιες «εγγυήσεις ασφαλείας» που προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, μάλιστα, εφαρμόστηκαν κατά την ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ, το 1990. Και αύριο; Το Δεκέμβριο του 2008 η Κίνα ανακοίνωνε την αποστολή των πρώτων πολεμικών πλοίων της στα ανοιχτά της Σομαλίας, για να προστατεύσει τον εμπορικό στόλο της, τον ανεφοδιασμό της σε πετρέλαιο και τις εξαγωγές της προς τη Μεσόγειο μέσω του καναλιού του Σουέζ. Το Μάρτιο του 2010 δύο πλοία του κινεζικού ναυτικού ήταν δεμένα στο λιμάνι Ζαγιέντ στο Αμπου Ντάμπι. Το Νοέμβριο, άλλα τρία είχαν αγκυροβολήσει στην Τζέντα.
Ο τοπικός τύπος επισήμανε ότι ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του 15ου αιώνα που κινεζικά πολεμικά πλοία κατέβαιναν στον Ινδικό Ωκεανό. Μεταξύ 1405 και 1433 ένας κινέζος μουσουλμάνος, ο στρατάρχης Τσενγκ Χε, είχε οδηγήσει τον κινεζικό αυτοκρατορικό στόλο και είχε οργώσει τις θάλασσες, φθάνοντας στα στενά του Ορμούζ, την Ερυθρά Θάλασσα και την ανατολική ακτή της Αφρικής. Σύμφωνα με ορισμένες εικασίες είχε πραγματοποιήσει ακόμη και τον περίπλου της Αφρικής, φθάνοντας μέχρι τις Αντίλες (12). Φέρνοντας στο μυαλό του τις υποθέσεις αυτές, ένας σαουδάραβας ακαδημαϊκός δεν έκρυβε την επιθυμία του να ξαναδεί τη χρυσή εποχή της Κίνας, που θα επέτρεπε στη χώρα του να ξεφύγει από την υποχρεωτική συμπόρευση με την Ουάσιγκτον.
(1) Πόσω μάλλον αφού η Σαουδική Αραβία ζήτησε να προσχωρήσει στο BRIC, την κοινή ομάδα που έχουν συγκροτήσει Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα.
(2) Βλ. Ben Simpfendorfer, «The New Silk Road», Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη, 2009. Βλ. επίσης John Garver, Flynt Leverett και Hillary Mann Leverett, «Moving (Slightly) Closer to Iran. China's Shifting Calculus for Managing its "Persian Gulf Dilemma"», The Edwin Ο. Reischauer Center for East Asian Studies, Ουάσιγκτον, 2009.
(3) «Arab News», Τζέντα, 13 Οκτωβρίου 2010.
(4) «Times Weekly», Πεκίνο, 4 Νοεμβρίου 2010.
(5) http://arabic.cntv.cn
(6) Βλ. Olivier Da Lage, «Un vade-mecum pour responsables de la cooperation militaire», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 1985.
(7) Για την ισραηλινή διάσταση της κρίσης, βλ. David Β. Ottaway, «The King's Messenger. Prince Bandar Bin Sultan and America's Tangled Relationships with Saudi Arabia». Walker & Company, Νέα Υόρκη, 2008.
(8) Σχετικά με αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας, βλ. στην ιστοσελίδα της «Washington Post», «Former CIA analyst alleges China-Saudi nuclear deal», στο blog του Jeff Stein, http://voices.washingtonpost.com/
spy-talk/2010/06/former_cia_officer_alle
ges_chi.html.
(9) Οπως και σε άλλες χώρες, στο Ριάντ παραμένει μία πολύ ενεργή εμπορική αντιπροσωπεία της Ταϊβάν.
(10) Βλ. Isabelle Saint-Mezard, «Ινδία-Ισραήλ, δύο εταίροι διακριτικοί», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 5-12-10. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/
spip.php?article293
(11) «China's growing role in UN peacekeeping», International Crisis Group, Βρυξέλλες, 17 Απριλίου 2009.
(12) Gavin Menzies, «1421, l'annee ou la Chine a decouvert l'Amerique», Intervalles, Παρίσι, 2007.
http://www.enet.gr/
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου