Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΡΕ ΜΠΟΥΚΑΛΑ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΑΛΑΦΟΥΖΕΪΚΟ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΤΟ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙΣ Ε; ΠΑΡΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΟΥ....

Εδώ ο κόσμος χάνεται...και η εμμονή συνεχίζεται.
Ποιον προσπαθεί να πείσει και για ποιο πράγμα;

Αναγνώστης


«Πράγματα συμπαθητικά, δικά μας, Γραικικά»

Tου Παντελη Μπουκαλα

Τους στίχους από το ποίημα «Πάρθεν» του K. Π. Καβάφη, «Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, / για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, / πράγματα συμπαθητικά, δικά μας, Γραικικά», τους μνημονεύουμε συχνά, αν κρίνουμε και από τη χρήση τους σε ιστοσελίδες, δεν ξέρω όμως αν λειτουργούν παραδειγματικά· αν προτρέπουν δηλαδή στο διάβασμα των δημοτικών, τώρα που από προφορικά δημιουργήματα έγιναν και αυτά κείμενα κι ακούγονται όλο και λιγότερο, με την ευκαιρία των εθνικών επετείων ή σε πανηγύρια, στριμωγμένα ανάμεσα σε δημοτικοφανή και λαϊκοφανή. Αλλά, όπως μας πληροφορούν οι μελετητές τους, δημοτικοφανή, πλαστά δηλαδή ή νοθευμένα, είναι και κάμποσα απ’ όσα μας πρωτοπαραδόθηκαν σαν αυθεντικά (και επικυρώθηκαν από την εκπαιδευτική διαδικασία), αφού τυπώθηκαν, σε ανθολογίες του 19ου και του 20ού αιώνα, σε μορφές ιδιαίτερα απομακρυσμένες από την αρχική τους. Το ζήτημα της νόθευσης των δημοτικών, για ιδεολογικούς ή καλλιτεχνικούς λόγους, από τους εκδότες τους, και πρώτον τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (ο ίδιος έγραφε το 1852, στα «Ασματα δημοτικά της Ελλάδος», πως «μεταξύ των δημοσιευομένων ασμάτων υπάρχουν πολλά πρωτοφανή, και έτερα συμπεπληρωμένα») απασχολεί τη φιλολογία δεκαετίες τώρα, χωρίς πάντως να συγκινεί την επετειακή ρητορική και τη σχολική ρουτίνα. Από την εποχή δηλαδή του Τέλλου Αγρα (που έγραφε: «Οσοι θέλουν την αυθεντία των κειμένων, ας μην ανοίγουν την “Εκλογή”! [του Ν. Γ. Πολίτη]. Αλλά θα την ανοίγουν πάντα όσοι θέλουν την τέχνη τους, κι όσοι πιστεύουν ότι ο αγράμματος λαός δεν ημπορεί να δώσει πέρα και πέρα ό, τι θα ’δινεν ένας καλλιτέχνης») και του Γιάννη Αποστολάκη, ώς τις μέρες μας, με τις συμβολές του Αλέξη Πολίτη, του Γιώργου Βελουδή, του Γκυ Σωνιέ και άλλων.

Με τα κλέφτικα ιδιαίτερα το πρόβλημα είναι οξύτερο, αφού αρκετά απ’ όσα μάθαμε στο σχολείο και τα αποστηθίσαμε, σχηματίζοντας τις πρώτες πρώτες πεποιθήσεις μας, έχουν αποδειχθεί πλαστά, συντεθειμένα σε καιρούς που η Επανάσταση είχε νικήσει, παρά τους εμφυλίους που την πλήγωσαν, και η πατρίδα είχε απελευθερωθεί. Πόσοι όμως είναι πρόθυμοι να απομακρυνθούν με τον καιρό από αυτές τις αρχικές τους πεποιθήσεις και, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας, να καθαρίσουν την εικόνα, να τη συμπληρώσουν, ακόμα και να τη δουν να ανατρέπεται; Μάλλον λιγότεροι απ’ όσους «πέφτουν από τα σύννεφα» όταν με καθυστέρηση δεκαετιών (για την οποία δεν φταίει αποκλειστικά το σχολείο) πληροφορούνται πράγματα που είναι πια κοινοί τόποι για τους ιστορικούς, και μάλιστα όλων των σχολών ή των ιδεολογικών αποχρώσεων. Αίφνης, όσοι πίσω από την άποψη ότι η Επανάσταση δεν άρχισε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου ανακαλύπτουν τον δάκτυλο της Νέας Τάξης, του σιωνισμού και άλλων σκοτεινών δυνάμεων, που το ’βαλαν λέει σκοπό να μας αφελληνίσουν και να μας αποχριστιανίσουν, δεν θα είχαν κανένα λόγο να δηλώνουν ότι φρίττουν αν, στα τριάντα χρόνια που κυκλοφορεί το συγκεκριμένο έργο, είχαν ανοίξει έστω μία φορά τον τόμο «Η Ελληνική Επανάσταση» της Εκδοτικής Αθηνών. Θα έβλεπαν εκεί (και όχι στον Κορδάτο, τον Σκαρίμπα ή τον Κυριάκο Σιμόπουλο), ήδη στα περιεχόμενα, υποκεφάλαιο με τον τίτλο «Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας». Και θα διάβαζαν όσα έγραφε ο Φιλικός Ιωάννης Φιλήμων, στα προλεγόμενα μάλιστα των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού: «Αληθές είναι ότι η Επανάσταση έλαβε χαρακτήρα γενικώτερον απ’ τις 25, αλλά η πρώτη αρχή της υπάρχει κυρίως απ’ τις 21, διότι αι σημαίαι ανυψώθησαν, τα εθνόσημα διενεμήθησαν και οι Τούρκοι στα φρούρια κλείσθηκαν». Και, ακόμα κι αν προς στιγμήν περνούσε από το μυαλό τους η ιδέα πως η Εκδοτική Αθηνών είναι άντρο αναρχομηδενιστών, θα δυσκολεύονταν να αποδείξουν ότι η Ακαδημία Αθηνών, που τίμησε το συγκεκριμένο πολύτομο έργο το 1980, ήταν κι αυτή γιάφκα κομμουνιστοαπάτριδων.

Κι αφού ο λόγος για την Ακαδημία Αθηνών, κι αυτή ώρες ώρες δείχνει σαν να μετέχει στην επιχείρηση προσβολής των ιερών και οσίων και συκοφάντησης της ιστορίας μας, έτσι όπως ιδανικά και ερήμην της πραγματικότητάς της την έχουμε σχηματίσει, από αγνωσία, ναρκισσιστικό πείσμα κι ό, τι άλλο: Στον τόμο «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (εκλογή)», που εξέδωσε το 1962 και τον επανεξέδωσε το 2000, στο τμήμα με τα κλέφτικα τραγούδια (η εκλογή και η επεξεργασία τους οφειλόταν στον Δ. Α. Πετρόπουλο, που το 1958 είχε εκδώσει τη δίτομη ανθολογία «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια») παρεισέφρησαν δύο άσματα για τον θρυλικό καπετάν Ζαχαριά που δεν συνάδουν με ό, τι θολό και συγχυσμένο πλην εθνικώς ορθόν έχουμε στη μονοκαλλιεργημένη μνήμη μας. Λέει λοιπόν το πρώτο, από την Αρκαδία: «Βγήκαν τα Νικολόπουλα και κυνηγάν τους κλέφτες, / και κυνηγάν τον Ζαχαριά, το Βλαχομπαρμπιτσιώτη. / Κι ο Ζαχαριάς εκλείστηκε μες στης Ωριάς το Κάστρο. / Τον έζωσαν οι παγανιές, οι Τούρκοι κι οι Ρωμαίοι. / “Γυρίστε πίσω, ρε Τουρκιά, ρε παλιοπαροραίοι, / τ’ εμέ με λένε Ζαχαριά, με λένε Μπαρμπιτσιώτη. / Εχω ντουφέκι σουσανέ, μπιστόλα καριοφίλι, / έχω και το σπαθάκι μου στ’ ασήμι βουτημένο”». Τον έζωσαν οι Τούρκοι κι οι Ρωμαίοι;

Είναι μια ολόκληρη συζήτηση αν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα κλέφτικα σαν πηγή άντλησης ιστορικών πληροφοριών (και δεν μιλάω για στίχους του είδους «έχω και το σπαθάκι μου στ’ ασήμι βουτημένο» που καμαρώνουν διά της υπερβολής), αφού πρέπει να προηγηθούν ο έλεγχος και η διάκριση των αυθεντικών από τα νοθευμένα και των συγχρονικών από τα κατοπινά, και να εντοπιστούν τα καλλιτεχνικά στοιχεία που προσφύονται στα εξιστορούμενα γεγονότα. Εδώ πάντως ο αφηγητής - τραγουδιστής είναι πολύ κοντά στα πράγματα, όπως τα έχει εξακριβώσει η ιστοριογραφία. Οσο δηλαδή και να μας κακοφαίνεται που ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης ζώστηκε από παγανιές που τις είχαν στήσει από κοινού Τούρκοι και Ρωμιοί (οι «παλιοπαροραίοι», από το Παρόρι της Σπάρτης), αυτό είχε συμβεί. Γεννημένος το 1759 στην Μπαρμπίτσα του Πάρνωνα, ο Ζαχαριάς, «εις εκ των διασημοτέρων κλεφτών της Πελοποννήσου κατά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος, πολυθρύλητος διά την σωματικήν του αντοχήν, την ωκυποδίαν και το ατίθασον του χαρακτήρος», κατά τον Δ. Πετρόπουλο), αφού εκδικήθηκε για τον φόνο του πατέρα και του αδερφού του σκοτώνοντας τον προδότη, τον αντίζηλο προεστό Τσίμπο, προσκολλήθηκε στο σώμα των κλεφτών Νικολοπουλαίων. Αποχώρησε όμως, «κατήρτισεν ιδίαν ομάδα εκ 40 παλληκαριών και ως ανεξάρτητος πλέον αρχηγός σώματος κλεφτών ενήργησε πολλάς επιθέσεις εναντίον Τούρκων και τουρκιζόντων Ελλήνων, σκληρώς τιμωρών και εκδικούμενος πάντοτε τους ανθισταμένους εις τα σχέδια και τας αξιώσεις του και πανταχού εμπνέων τρόμο», συνεχίζει ο Πετρόπουλος. Ακριβώς ένα επεισόδιο της ρήξης του με τους Νικολοπουλαίους περιγράφει το κλέφτικο, απεικονίζοντας με λίγους στίχους έναν κόσμο πολύ πιο σύνθετο, άρα πιο κοντινό στην αλήθεια, απ’ ό, τι αντέχουν οι εξιδανικευτικές αναπαραστάσεις μας. Αλλά, μέρες που είναι, θα συνεχίσουμε την επόμενη Κυριακή.


Διαβάστε ακόμα:

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑΣΕ ΤΗΝ ΜΠΟΥΚΑΛΑ ΠΡΙΝ ΓΡΑΨΕΙ ΣΤΗΝ "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: