Η γνώση των δυνατοτήτων του εχθρού στο πεδίο της μάχης δεν αποβαίνει πάντοτε χρήσιμη. Το να χάσει ο αντίπαλος μια μάχη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι θα χάσει και τον πόλεμο. Όμως, η ελλιπής γνώση των δυνατοτήτων του αντιπάλου στον τομέα των «βαλλιστικών πυραύλων» μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική. Μια πυραυλική επίθεση με ή χωρίς όπλα μαζικής καταστροφής, δεδομένων των τεράστιων δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία σήμερα, μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα, κυρίως σε ψυχολογικό/επικοινωνιακό επίπεδο.
Πριν εστιάσουμε στο τι συμβαίνει σήμερα στο χώρο των πυραυλικών συστημάτων και τον σημαντικό ρόλο που αυτά διαδραματίζουν στο πεδίο αντιπαράθεσης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πυραυλική επίθεση δεν αποτελεί καινοτομία της σύγχρονης εποχής. Ο βαλλιστικός πύραυλος απαντάται για πρώτη φορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τη ρουκέτα V-2 εναντίον των Άγγλων.
Αν και πυραυλικές επιθέσεις μπορούν να γίνουν και με πυραύλους πλεύσης CMs (Cruise Missiles), σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να επικεντρωθεί στους βαλλιστικούς πυραύλους BMs (Ballistic Missiles), λόγω της τεράστιας καταστροφικής τους ικανότητας, αλλά και του γεγονότος ότι μπορούν να εξοπλιστούν με κεφαλές που φέρουν όπλα μαζικής καταστροφής - πυρηνικά, χημικά ή βιολογικά.
Κύριες διαφορές μεταξύ CMs και BMs είναι ότι οι CMs θεωρούνται μη επανδρωμένα αεροσκάφη, που ελέγχονται από απόσταση ή είναι ήδη προγραμματισμένα για να πλήξουν συγκεκριμένο στόχο. Οι CMs πετούν στην ατμόσφαιρα, ενώ οι κινητήρες τους καταναλώνουν οξυγόνο και λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης. Επίσης πραγματοποιούν οριζόντια πτήση, σε αντίθεση με τους BMs που διαγράφουν τοξοειδή πτήση και βασίζονται σε εντελώς διαφορετική τεχνολογία. Η αποκάλυψή τους με αισθητήρες θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη λόγω της πολύ μικρής διατομής τους. Οι BMs ονομάζονται βαλλιστικοί, επειδή ο κινητήρας δίνει στον πύραυλο μια αρχική ώθηση, και μετά από αυτή η πτήση επηρεάζεται μόνο από τη βαρύτητα. Δεν θα χαρακτηριζόταν πτήση με την κλασική έννοια του όρου, αφού διαγράφει ένα ανοδικό και μετά καθοδικό τόξο. Η τροχιά τους από την εκτόξευση έως την προσβολή του στόχου χωρίζεται σε τρεις φάσεις: Φάση ανόδου ή ώθησης (Ascent or Boost Phase), Μεσαία φάση (Midcourse Phase), Τερματική φάση (Terminal Phase). Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, ο πύραυλος εξέρχεται της ατμόσφαιρας, ενώ επανέρχεται σε αυτήν στην τελευταία φάση. Υπάρχει δυνατότητα τοποθέτησης πολλαπλών πολεμικών κεφαλών -με σκοπό την προσβολή περισσοτέρων του ενός στόχων- καθώς και κατάλληλου εξοπλισμού (Decoys) με σκοπό να παραπλανήσουν τους αισθητήρες του αντιπάλου, που προσπαθούν να τους αποκαλύψουν.
Από τον Πόλεμο του Κόλπου στη σύγκρουση Ισραήλ- Χεζμπολάχ
Ήταν γνωστό πριν την έναρξη του πολέμου στον Περσικό Κόλπο το 1991 ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν κατείχε βαλλιστικούς πυραύλους Scud και απειλούσε να πλήξει ισραηλινούς στόχους. Οι απειλές πραγματοποιήθηκαν με την προσβολή ισραηλινών πόλεων, αλλά με όχι σημαντικές για το Ισραήλ απώλειες, εξαιτίας του γεγονότος ότι η ακρίβεια των ιρακινών πυραύλων δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.
Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν ως μέσα αποκάλυψης των Scud επίγειους αισθητήρες, αλλά και το Δορυφορικό Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης SEWS (Satellite Early Warning System), το οποίο χρησιμοποιούσε πέντε δορυφόρους DSP (Defense Satellite Program), από τους οποίους οι τρεις χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρησιακοί δορυφόροι εμπροσθο- γραμμής, με τους υπόλοιπους δύο σε κατάσταση αναμονής, και έτοιμους να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που οι πρώτοι παρουσίαζαν προβλήματα λειτουργίας. Η επιτυχία του συστήματος συνίστατο στην αποκάλυψη του πυραύλου εντός δύο λεπτών από τη στιγμή της εκτόξευσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο συνολικός χρόνος από την εκτόξευση μέχρι την πλήξη του στόχου ήταν επτά λεπτά. Τεχνολογικές καινοτομίες των νεότερης έκδοσης DSP δορυφόρων συνιστούσαν ο εκσυγχρονισμός των αισθητήρων τους, η αυξημένη ανθεκτικότητα από ενδεχομένη επίθεση εναντίον του δορυφόρου με ακτίνες υπερύθρων (Laser), αλλά και η ενσωμάτωση πακέτου επικοινωνιών οι οποίες θα καθιστούσαν δυνατή την αναμετάδοση πληροφοριών έγκαιρης προειδοποίησης μεταξύ των δορυφόρων.
Οι πληροφορίες από την έγκαιρη προειδοποίηση μεταβιβάζονταν στο αντιπυραυλικό σύστημα εδάφους-αέρος SAM (Surface to Air Missile) Patriot, το οποίο είχε τη δυνατότητα να αναχαιτίσει τον επερχόμενο βαλλιστικό πύραυλο Scud.
Το εν λόγω όμως δορυφορικό σύστημα παρουσίαζε τεχνικές αδυναμίες και δυσκολίες οι οποίες οφείλονταν στο σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα της ανοδικής φάσης του πυραύλου, αλλά και στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε για να μεταδοθούν οι νέες πληροφορίες στο σύστημα. Προβλήματα στην παροχή έγκαιρης προειδοποίησης στους Ισραηλινούς δημιουργούσαν και οι συνεχείς Ψευδείς Συναγερμοί (False Alarms) του συστήματος. Ενδεικτικά επεισόδια τέτοιων συναγερμών ήταν η λανθασμένη εκτίμηση σχηματισμού βομβαρδιστικών B-52 με επερχόμενο Scud, αλλά και η επιβολή καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης στους Ισραηλινούς για εκτόξευση Scud ο οποίος στόχευε την Σαουδική Αραβία. Το πιο επώδυνο συμβάν από αποτυχημένη εκτίμηση έγκαιρης προειδοποίησης αφορούσε την επίθεση σε αμερικανικό καταυλισμό στη Σαουδική Αραβία η οποία προκάλεσε τον θάνατο 28 Αμερικανών στρατιωτών. Διάφορες ερμηνείες σχετικά με την αποτυχία αποκάλυψης του Πυραύλου Scud τόσο από το δορυφορικό σύστημα όσο και από τους αισθητήρες του Patriot, επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι ο πύραυλος διασκορπίστηκε σε κομμάτια έξω από την ατμόσφαιρα, καθιστώντας την αποκάλυψή του αδύνατη.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ.
defencenet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου