ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ τη σύγχρονη (τρόπος του λέγειν, ασφαλώς), δεν θέλει και πολύ ένας άνθρωπος που ανακατεύεται με το εμπόριο και μπλέκει κάποια στιγμή, από φταίξιμο δικό του ή όχι, με αυτό που ονομάζουμε «κράτος» (που, πλέον, κάποιοι έχουν... επεκτείνει ως λέξη, βάζοντάς της ως πρόθεμα τα ανθρώπινα οπίσθια στην καθομιλουμένη!), να βρεθεί από τη μία μέρα στην άλλη από τον παράδεισο στην κόλαση. Εκεί βρίσκεται ο σημερινός καλεσμένος μας. Και είναι τόσο απελπισμένος, που έχει ήδη βάλει μπρος το σχεδιασμό ενός ιστότοπου για να αρχίσει να πουλάει μερικά ζωτικά του όργανα!
Ο Βαγγέλης Πούλος, 46 χρόνων σήμερα, ξεκίνησε στη γενέτειρά του, Δραβήσκο Σερρών, μία δική του επιχείρηση εμπορίας ποτών το 1996. Πήγαιναν καλά οι δουλειές στην αρχή, και το 1999 άνοιξε μεγάλο παράρτημα στην πόλη των Σερρών, που αργότερα έγινε το κύριο μαγαζί του. Εφτασε να έχει ετήσιο τζίρο κοντά στα 3 εκατομμύρια ευρώ. Τόσα είχε δηλώσει στην εφορία για το έτος 2004.
Στα μέσα εκείνης της χρονιάς, όμως, άρχισε ο κατήφορος, ο δικός του και της επιχείρησης. Ενα περιπετειώδες διαζύγιο, το 2003, σε συνδυασμό με ασφαλιστικά μέτρα (που δεν «πέρασαν»), όπου η πρώην σύζυγος ζητούσε το 50% της επιχείρησης ως «απόκτημα κατά τον έγγαμο βίο», είχαν ως αποτέλεσμα «να χαλάσει το όνομά μου στην αγορά, και να χάσω από τις τράπεζες την πιστοληπτική μου ικανότητα».
Οποια χρήματα είχε τα διέθεσε για να συντηρεί τα παιδιά τους, δύο αγόρια, των οποίων είχε κερδίσει την επιμέλεια, και για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τρίτους. Με τις δουλειές όμως να φθίνουν, και τις τράπεζες να μη δίνουν δάνεια («ενώ μέχρι πριν λίγο καιρό με παρακαλούσαν γονατιστοί οι γελοίοι»), άρχισε η συσσώρευση χρεών προς την εφορία (φόρος εισοδήματος και ΦΠΑ).
Το 2005 η επιχείρησή του κατασχέθηκε από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος που ενοικίαζε στις Σέρρες. Ετσι, το περίφημο «Πρατήριο Ποτών Ευάγγελου Πούλου», που πωλούσε οτιδήποτε «από σόδα μέχρι και σαμπάνια Κριστάλ», έπαψε να υπάρχει. Ο Βαγγέλης Πούλος συνελήφθη το 2007 γιατί υπήρχαν εναντίον του δικαστικές αποφάσεις για χρέη που δεν πλήρωνε, κάτι ποινικά (τροχαίες παραβάσεις), το αυτεπάγγελτο για μικροποσά ακάλυπτων επιταγών και οφειλές στο ΙΚΑ. Πήγε φυλακή γιατί δεν μπορούσε να εξαγοράσει αυτές τις ποινές, που αντιστοιχούσαν σε περίπου 17.500 ευρώ.
Εφαγε πέντε και κάτι χρόνια, με συγχώνευση, και εξέτισε τα 2/5, γιατί εργαζόταν κάθε μέρα στο κυλικείο των Αγροτικών Φυλακών της Κασσάνδρας. Εξέτισε 1 χρόνο και 2 εβδομάδες. Οταν πήγε στη φυλακή, χρωστούσε, λέει, στην εφορία 29.000 ευρώ (από οφειλές προς εφορία -φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ- και τα είχε σε ρύθμιση, περίπου 2.500 τον μήνα). «Αυτά τα 29 χιλιάρικα, όταν βγήκα από τη φυλακή, με κάτι ποινικά, πρόστιμα, προσαυξήσεις και άλλα έξοδα, είχαν φτάσει τις 52.500 ευρώ περίπου».
Τότε τον βρήκαν οι άνθρωποι του ΣΔΟΕ και του είπαν να πληρώσει στην εφορία 180.000 ευρώ για να κλείσουν την 6ετία, και να «καθαρίσει». «Τους λέω, τρελοί είστε μωρέ; Πού να βρω τέτοια λεφτά; Ο,τι πήρατε, πήρατε, κοπρόσκυλα, τους απάντησα, και τους έστειλα στο διάολο». Δεν είχε τίποτα πια στην ιδιοκτησία του. Εμενε σε μια γκαρσονιέρα της μάνας του, μαζί με την άρρωστη εδώ και χρόνια αδελφή του και τα δύο αγόρια.
Αλλά ας γυρίσουμε στην περίφημη περαίωση των 180.000 ευρώ που του ζήτησε το ΣΔΟΕ. Πώς προέκυψε αυτό το ποσό, τον ρωτάω. «Τα πρώτα 3 χρόνια, όταν πήγαινα καλά, είδα ότι πλήρωνα κατά μέσο όρο φόρο το χρόνο γύρω στις 30.000 ευρώ. Το πολλαπλασίασαν λοιπόν αυτό το ποσό επί 6 χρόνια, για την περαίωση, και έβγαλαν 180.000 ευρώ σύνολο. "Πλάκα με κάνετε!", τους είπα, και τους διαολόστειλα πάλι».
Και η συνέχεια; «Επανήλθαν βέβαια. Αυτό το κωλοκράτος δεν σε αφήνει σε ησυχία, σε κυνηγάει ανελέητα. Μου 'ρθε, λοιπόν, ένα χαρτί που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ότι μου ζητούσαν περίπου το 1/3 του ετήσιου τζίρου που είχε η επιχείρησή μου τα 6 τελευταία χρόνια. Δηλαδή είχα π.χ. 3 εκατ. τζίρο το χρόνο, και αυτοί ζητούσαν 700.000 - 800.000 για κάθε χρόνο. Σύνολο, όταν έλαβα το κωλόχαρτο, 4 εκατομμύρια και βάλε!».
Τώρα το χρέος του, με πρόστιμα και προσαυξήσεις κάθε μήνα, έχει φτάσει τα 5.940.687,64 ευρώ! Τα 64 λεπτά είπε στο δικηγόρο του να πάει να τα πληρώσει! Τρελάθηκε. «Το έσκισα και το πέταξα το χαρτί, να πα' να γαμηθούν. Εάν είχα και τα κότσια να τους στείλω πακέτο με βόμβα, θα το έκανα».
Δουλειά δεν έχει. Δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο. «Κι ακόμα με κυνηγάνε. Ψάχνω να φύγω έξω, να δουλέψω, κάπως. Προσπάθησα να μπαρκάρω αλλά λόγω ποινικού μητρώου δεν μου βγάζουν ναυτικό φυλλάδιο. Εχω κάτι συγγενείς στη Γερμανία που μου είπαν να πάω εκεί, αλλά έχω απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Από παντού με έχουν μπλοκάρει οι πούστηδες! Είπα να μείνω εδώ, να το παλέψω. Αλλά δεν παλεύεται το πράγμα. Είναι τρομοκράτος αυτό που έχουμε. Ασε με! Αν μπορούσα θα πήγαινα να γίνω τούρκος υπήκοος. Τόσο τους έχω σιχαθεί εδώ πέρα».
Είναι απελπισμένος και τσατισμένος. Είπε στο δικηγόρο του ότι θα φτιάξει ένα σάιτ για να αρχίσει να πουλά τα όργανά του. « Ενα νεφρό, λίγο από το συκώτι μου, κανένα μάτι. Μιλάω πολύ σοβαρά».
Τα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Του συμπαρίστανται. Είναι και αυτά αγριεμένα. Και συνεχώς απορούν, «σε ποια Ελλάδα μεγαλώνουμε;».
«Πολλά βράδια κοιμήθηκαν νηστικά. Είναι έξαλλοι με τον τρόπο που μου συμπεριφέρεται το κράτος, και γι' αυτό σου λέω ότι κάποια στιγμή θα γίνουν ποινικά τα παιδιά. Εχουν αγανακτήσει. Δεν μπορεί να είμαι εγώ φυλακή και να έρχεται ο γιος μου να με βλέπει και να μιλάμε από τα τζάμια λες και είμαι δεν ξέρω ποιος εγκληματίας. Να 'μαι μέσα με τα πρεζόνια και τις σαβούρες. Τι δουλειά έχω εγώ να βλέπω τον άλλον να βγάζει από τον πισινό του τα προφυλακτικά για να πάρει τη δόση του; Στους 300 κρατούμενους, μόνο 8 Ελληνες ήμασταν. Αφού ξέχασα να μιλάω και ελληνικά για ένα διάστημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου