Πραγματοποιήθηκε λοιπόν, την 26η Ιανουαρίου, η συνάντηση της Γενεύης, όπου ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την «πρόοδο» που υπήρξε στις συνομιλίες μεταξύ ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς. «Κατά τη συνάντηση», παρατήρησε, «οι δύο ηγέτες ξεκαθάρισαν ορισμένες από τις διαφορές τους, αλλά χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά». Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να προτρέψει για συνέχιση των διμερών διαπραγματεύσεων, με σκοπό να γεφυρωθούν οι διαφορές και να επιτευχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες συγκλίσεις.
Οι διαπιστώσεις περί προόδου αφίστανται, ασφαλώς, από την πραγματικότητα. Εκτός αν ο κ. Μπαν Κι Μουν εδράζει αυτές στις «γεφυρωτικές» προτάσεις, που κατά καιρούς φέρνει στο τραπέζι ο Έρογλου, καθ' υπαγόρευση της Τουρκίας. Εκτός επίσης, αν όντως αναγνωρίζει στην Τουρκία διάθεση για ειλικρινή και ανυπόκριτο διάλογο.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Απλώς έτσι πρέπει να γίνει το παιχνίδι. Είναι εν γνώσει του Γενικού Γραμματέα ότι η Τουρκία, κατά την προσφιλή της τακτική, φροντίζει πάντα, πριν από κάθε συζήτηση του Κυπριακού, να προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με «προτάσεις» και να παρουσιάζεται στη διεθνή σκηνή ως η χώρα που ενδιαφέρεται για την επίλυση του προβλήματος. Φιλότουρκος ο ίδιος δέχεται τις «παραστάσεις» της και υπογείως κάνει τα πάντα, για να υλοποιηθούν σχέδια που απεργάζονται ανθελληνικά κέντρα.
Οι «θετικές προτάσεις» όμως, που διά του Έρογλου υποβάλλει η Τουρκία, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές μόνο αν οι Ελληνοκύπριοι παραφρονούσαν. Γιατί με τις προτάσεις αυτές αποκαλύπτεται ο απώτερος στόχος της Τουρκίας, που δεν άλλος από το να θέσει υπό τον έλεγχό της, αν όχι ολόκληρη την Κύπρο, οπωσδήποτε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της.
Η εκ μέρους της απόρριψη κάθε συζήτησης επί του εδαφικού και η θέση της ότι το εδαφικό πρέπει να συζητηθεί λίγο πριν από μια συμφωνία, τι υποδηλώνει; Υποδηλώνει, ασφαλώς, τις μύχιες ελπίδες της, ότι η μετατόπιση μιας τέτοιας συζήτησης στο βαθύ μέλλον πιθανόν να προκαλέσει διεθνή διάσκεψη. Εκεί η συζήτηση θα έχει ως βάση το χάρτη του φιλοτουρκικού σχεδίου Ανάν και θα σηματοδοτήσει την παράδοση της Κύπρου στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας.
Δυστυχώς, οι χειρισμοί της κυπριακής κυβέρνησης κατά τα δύο τελευταία χρόνια δεν υπήρξαν επιτυχείς. Σύρθηκε σε ένα διάλογο χωρίς βάση και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να προβάλλει εξωφρενικές αξιώσεις και προτάσεις, που ξεπερνούσαν κάθε βαθμό πρόκλησης. Δεν επέδειξε εξαρχής την αποφασιστικότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις, με αποτέλεσμα η αδιαλλαξία του Έρογλου να εμφανίζεται οξύτερη εκείνης του Ταλάτ. Θεώρησε πως με τις γνωστές υποχωρήσεις για εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφο και παραμονή 50.000 εποίκων, θα έπειθε την άλλη πλευρά για μια κοινώς αποδεκτή λύση. Αυτές, όμως, οι υποχωρήσεις έδωσαν την αφορμή στους εγκαθέτους της Άγκυρας να εντείνουν την επιθετική τους πολιτική και να εκδηλώνουν σε κάθε ευκαιρία την αλαζονική και υπεροπτική τους συμπεριφορά.
Το γεγονός ότι η κυπριακή κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδεικνύει μια χαλαρή, αν όχι παθητική, στάση έναντι των γεγονότων και των εξελίξεων προκαλεί ανησυχίες. Δεν ακούει τη βοή των πλησιαζόντων γεγονότων. Δεν αναλαμβάνει τις δέουσες διπλωματικές πρωτοβουλίες, να καταγγείλει την τουρκική αδιαλλαξία και να αποτρέψει τον επαπειλούμενο καταλογισμό ίσων ευθυνών στο θύμα και στον θύτη.
Δεν προχωρεί στην απόφαση να μην επιτρέψει το άνοιγμα κεφαλαίων που κρίνονται απαραίτητα για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν οσμίζεται τις δολοπλοκίες και τους σχεδιασμούς που φαίνεται να ενεργοποιεί ο πιο θανάσιμος εχθρός της Κύπρου, η Βρετανία, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να υπερθεματίζει για τις τουρκικές προτάσεις και να τις προωθεί στα όργανα και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και ενώ τίποτε από τα παραπάνω δεν γίνεται, ήλθε και η κυνική ομολογία Ερντογάν (μετά τις γνωστές αντιδράσεις στα κατεχόμενα), ότι εκείνο που προέχει δεν είναι τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, αλλά τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας στην Κύπρο.
Μετά και την ομολογία αυτή, πρέπει να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στις συνομιλίες;
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ
Φιλόλογος-Σχολικός Σύμβουλος
πηγή
Οι διαπιστώσεις περί προόδου αφίστανται, ασφαλώς, από την πραγματικότητα. Εκτός αν ο κ. Μπαν Κι Μουν εδράζει αυτές στις «γεφυρωτικές» προτάσεις, που κατά καιρούς φέρνει στο τραπέζι ο Έρογλου, καθ' υπαγόρευση της Τουρκίας. Εκτός επίσης, αν όντως αναγνωρίζει στην Τουρκία διάθεση για ειλικρινή και ανυπόκριτο διάλογο.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Απλώς έτσι πρέπει να γίνει το παιχνίδι. Είναι εν γνώσει του Γενικού Γραμματέα ότι η Τουρκία, κατά την προσφιλή της τακτική, φροντίζει πάντα, πριν από κάθε συζήτηση του Κυπριακού, να προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με «προτάσεις» και να παρουσιάζεται στη διεθνή σκηνή ως η χώρα που ενδιαφέρεται για την επίλυση του προβλήματος. Φιλότουρκος ο ίδιος δέχεται τις «παραστάσεις» της και υπογείως κάνει τα πάντα, για να υλοποιηθούν σχέδια που απεργάζονται ανθελληνικά κέντρα.
Οι «θετικές προτάσεις» όμως, που διά του Έρογλου υποβάλλει η Τουρκία, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές μόνο αν οι Ελληνοκύπριοι παραφρονούσαν. Γιατί με τις προτάσεις αυτές αποκαλύπτεται ο απώτερος στόχος της Τουρκίας, που δεν άλλος από το να θέσει υπό τον έλεγχό της, αν όχι ολόκληρη την Κύπρο, οπωσδήποτε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της.
Η εκ μέρους της απόρριψη κάθε συζήτησης επί του εδαφικού και η θέση της ότι το εδαφικό πρέπει να συζητηθεί λίγο πριν από μια συμφωνία, τι υποδηλώνει; Υποδηλώνει, ασφαλώς, τις μύχιες ελπίδες της, ότι η μετατόπιση μιας τέτοιας συζήτησης στο βαθύ μέλλον πιθανόν να προκαλέσει διεθνή διάσκεψη. Εκεί η συζήτηση θα έχει ως βάση το χάρτη του φιλοτουρκικού σχεδίου Ανάν και θα σηματοδοτήσει την παράδοση της Κύπρου στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας.
Δυστυχώς, οι χειρισμοί της κυπριακής κυβέρνησης κατά τα δύο τελευταία χρόνια δεν υπήρξαν επιτυχείς. Σύρθηκε σε ένα διάλογο χωρίς βάση και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να προβάλλει εξωφρενικές αξιώσεις και προτάσεις, που ξεπερνούσαν κάθε βαθμό πρόκλησης. Δεν επέδειξε εξαρχής την αποφασιστικότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις, με αποτέλεσμα η αδιαλλαξία του Έρογλου να εμφανίζεται οξύτερη εκείνης του Ταλάτ. Θεώρησε πως με τις γνωστές υποχωρήσεις για εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφο και παραμονή 50.000 εποίκων, θα έπειθε την άλλη πλευρά για μια κοινώς αποδεκτή λύση. Αυτές, όμως, οι υποχωρήσεις έδωσαν την αφορμή στους εγκαθέτους της Άγκυρας να εντείνουν την επιθετική τους πολιτική και να εκδηλώνουν σε κάθε ευκαιρία την αλαζονική και υπεροπτική τους συμπεριφορά.
Το γεγονός ότι η κυπριακή κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδεικνύει μια χαλαρή, αν όχι παθητική, στάση έναντι των γεγονότων και των εξελίξεων προκαλεί ανησυχίες. Δεν ακούει τη βοή των πλησιαζόντων γεγονότων. Δεν αναλαμβάνει τις δέουσες διπλωματικές πρωτοβουλίες, να καταγγείλει την τουρκική αδιαλλαξία και να αποτρέψει τον επαπειλούμενο καταλογισμό ίσων ευθυνών στο θύμα και στον θύτη.
Δεν προχωρεί στην απόφαση να μην επιτρέψει το άνοιγμα κεφαλαίων που κρίνονται απαραίτητα για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν οσμίζεται τις δολοπλοκίες και τους σχεδιασμούς που φαίνεται να ενεργοποιεί ο πιο θανάσιμος εχθρός της Κύπρου, η Βρετανία, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να υπερθεματίζει για τις τουρκικές προτάσεις και να τις προωθεί στα όργανα και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και ενώ τίποτε από τα παραπάνω δεν γίνεται, ήλθε και η κυνική ομολογία Ερντογάν (μετά τις γνωστές αντιδράσεις στα κατεχόμενα), ότι εκείνο που προέχει δεν είναι τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, αλλά τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας στην Κύπρο.
Μετά και την ομολογία αυτή, πρέπει να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στις συνομιλίες;
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ
Φιλόλογος-Σχολικός Σύμβουλος
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου