Η Τουρκία ήταν παραδοσιακά μία ισχυρή χερσαία δύναμη που διακρίθηκε στους πολέμους στη διαδρομή της ιστορίας. Αντίθετα, υστερούσε σημαντικά στη ναυτοσύνη και στη ναυτική παράδοση. Όμως από τα μέσα του 20ού αιώνα οι Τούρκοι ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι η δημιουργία ενός ισχυρού Πολεμικού Ναυτικού ήταν μονόδρομος, προκειμένου να διασφαλιστούν τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα και να προωθηθούν οι τουρκικοί στρατηγικοί στόχοι. Ως όχημα χρησιμοποιήθηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και το «δέσιμο» στο αμερικανικό άρμα, καθώς και η συνεπακόλουθη υιοθέτηση σύγχρονων επιχειρησιακών νατοϊκών τακτικών που προσαρμόστηκαν στα εθνικά δεδομένα. Η ευρεία συμμετοχή τουρκικών ναυτικών μονάδων σε πάσης φύσεως συμμαχικές αεροναυτικές ασκήσεις και επιχειρήσεις βοήθησε την Άγκυρα που, ακολουθώντας παράλληλα ένα μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα, πέτυχε να αποκτήσει αυτό που παραδοσιακά της έλειπε, ένα ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό, ταυτόχρονα με μία εξίσου ισχυρή Πολεμική Αεροπορία.
Ακολουθώντας την αρχή του Θουκυδίδη «ισχυροί πράττουσι, αδύνατοι συγχωρούσι», έθεσε σε εφαρμογή, από τη δεκαετία του 1970, το στρατηγικό της σχέδιο που ήταν η επιδίωξη και εδραίωση στρατηγικών συμφερόντων στην Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο, αλλά και στην Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα και βεβαίως στο Αιγαίο, και τελικά η ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη. Η έλευση των Ερντογάν και Νταβούτογλου και η εφαρμογή της πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, καθώς και της «λίαν αναβαθμισμένης συνεργασίας» με χώρες σημαντικής γεωπολιτικής αξίας, βοήθησαν την Τουρκία στην προώθηση του στόχου της, ο οποίος οικοδομείται προσεκτικά με σταθερά βήματα και συγχρονισμό κινήσεων πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Ένα παράδειγμα αποτελεί και η τωρινή θορυβώδης παρουσία στη λεκάνη της Μεσογείου μιας σημαντικής τουρκικής ναυτικής δύναμης με επικεφαλής υποναύαρχο, αποτελούμενης από τέσσερις φρεγάτες, πλοίο ανεφοδιασμού, υποβρύχιο και οργανικά ελικόπτερα, η οποία επισκέπτεται επί δύο ολόκληρους μήνες σημαντικούς λιμένες της Μεσογείου κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων ναυτικών σχηματισμών των ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας. Η δραστηριότητα αυτή υποδηλώνει ακριβώς την προσπάθεια της Άγκυρας να αναχθεί σε σημαντικό περιφερειακό παράγοντα. Όταν, δε, οι εξαιρετικά δαπανηρές αυτές δραστηριότητες πραγματοποιούνται εν μέσω οικονομικής κρίσης, που υποχρεώνει όλες τις χώρες της Συμμαχίας να περιορίζουν τους προϋπολογισμούς της Άμυνας, αντιλαμβάνεται κανείς τη σοβαρότητα που έχει για την Τουρκία η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.
Η επιλογή των λιμένων έγινε με προσοχή, αφού η παρουσία της Τουρκίας σε αρκετές από τις χώρες αυτές είναι σημαντική, όπως για παράδειγμα στην Αλβανία ή στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου οι τουρκικές αμυντικές επενδύσεις είναι μεγάλες και καλύπτουν ευρύτατο φάσμα, από κατασκευή ναυτικών βάσεων και υποδομών, μέχρι μαζικές εκπαιδεύσεις στελεχών, παροχή υλικής βοήθειας αρκετών εκατομμυρίων ευρώ κ.ά.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην όλη επιχείρηση έχει δοθεί ιδιαίτερη δημοσιότητα, με πληθώρα δημοσιευμάτων, συνεντεύξεων Τύπου στους λιμένες και μάλιστα επί της τουρκικής ναυαρχίδας, συχνά δελτία Τύπου κ.λπ. Υπάρχει επίσης και ξεχωριστή ιστοσελίδα για την τουρκική ναυτική δύναμη στην αγγλική γλώσσα, όπου παρέχεται κάθε πληροφορία για τις δραστηριότητές της, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, καθώς και διαφήμιση για εξοπλιστικά ναυτικά προγράμματα της Τουρκίας.
Εκεί, λοιπόν, ο επισκέπτης διαβάζει έκπληκτος ότι σκοπός της δύναμης είναι: «Να διατηρήσει την ικανότητα του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού να επιχειρεί με συμμάχους και συνεργάτες του ΝΑΤΟ, να καταδείξει την αποφασιστικότητα του τουρκικού Ναυτικού να συνεισφέρει στην επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στη Μεσόγειο, αλλά και παγκοσμίως, και παράλληλα να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ σε παγκόσμια κλίμακα».
Ακριβώς με αυτές τις λέξεις που απευθύνονται προς τη διεθνή κοινή γνώμη, η Τουρκία αυτοαναγορεύεται σε παγκόσμιο «παίκτη» και περιφερειακή δύναμη. Και βεβαίως ως τέτοια, οι απαιτήσεις της και τα ζωτικά της συμφέροντα αυξάνονται.
Η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τη χώρα μας απαιτεί ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς και είναι πολυεπίπεδη. Καταρχάς, στο επίπεδο των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, οι πάγιες ελληνικές θέσεις πρέπει να παραμείνουν αναλλοίωτες, ενώ έμπρακτα να υποστηρίζονται από αποφασιστική παρουσία των Ενόπλων μας Δυνάμεων, που, παρά την οικονομική κρίση, απαιτείται να είναι αξιόμαχες, άρα καλά εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες, για να καλύπτουν επαρκώς το δόγμα της «αποτροπής». Στο επίπεδο της Συμμαχίας, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ, προκειμένου να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις ελληνοτουρκικές ενδοσυμμαχικές διαφορές, ενώ η εν γένει παρουσία μας στους διεθνείς οργανισμούς θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα. Στο επίπεδο των συνεργασιών με τις χώρες του ευρύτερου γεωπολιτικού μας περιβάλλοντος, απαιτείται ενίσχυση και διεύρυνσή τους, γιατί πολλές βρίσκονται σε «χειμερία νάρκη». Επίσης, στο μέγεθος που μπορούμε, οφείλουμε να συνεχίσουμε την πολιτική της «αύξησης των συντελεστών γεωπολιτικής μας ισχύος», όπως η εδραίωση της χώρας μας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, η υπογραφή στρατηγικών συμφωνιών με χώρες-«κλειδιά», όπως με Κινέζους, Άραβες κ.ά., η δημιουργία «αξόνων διευρυμένης συνεργασίας» με συγκεκριμένες χώρες, η διατήρηση καλών σχέσεων με ΗΠΑ και Ρωσία, κ.λπ.
Και, τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον Θουκυδίδη ο οποίος, 2.400 χρόνια μετά, παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρος…
Στέφανος Γκίκας
Αρχιπλοίαρχος ΠΝ ε.α., πρώην εκπρόσωπος Τύπου ΥΠΕΘΑ
(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα)
strategyreport
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου