Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΟΣΟΧΗ, χάσαμε τον Χριστό από τα Χριστούγεννα !

















Τά φετινά Χριστούγεννα για τους περισσότερους ανθρώπους θα εξελιχθούν όπως σχεδόν κάθε χρόνο, σε δυό μέρες αργίας και μια βδομάδα βόλτας και περιεργείας...

Πότε στα Sprider, πότε στά Jumbo, στά Πράκτικερ, στα Άλφα Βήτα, Careffour, άντε και στο κέντρο της Πάτρας και στο χιονισμένο χωριό στο λιμάνι πού τελευταία μας προέκυψε…

Χριστούγεννα εδώ, Χριστούγεννα εκεί, άντε Χριστούγεννα και παραπέρα...

Χριστούγεννα των πολυεθνικών, των διαφημίσεων, των ουϊσκυ και των ποτών, της Vodafon, της Cosmote, των κινητών, και των αγορών...

Αναρωτιέμαι όμως !

Χριστούγεννα Ελληνικά και γνήσια των Ορθοδόξων Χριστιανών θα δούμε πουθενά άραγε;

Κάποτε βρε αδερφέ, ακούγαμε και κανένα «Καλά Χριστούγεννα» να λέει ο κόσμος, ή βλέπαμε και ένα ξενόγλωσσο έστω «
Merry Christmas» στις βιτρίνες….

Τώρα, τίποτα !

Άκρα του τάφου σιωπή, γνόφος και άχνα σε όλα…





Να φταίει η Κρίση;

Να φταίει η ανέχεια;

Ζήσαμε και μέρες Γερμανικής Κατοχής, ξέρουμε απ΄ αυτές τις αναποδιές της ζωής και της Ιστορίας, και δεν θα τόλεγα…

Αυτό πού συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κι΄ έχει σχέσει με τις άχρωμες και ψόφιες μεγάλες γιορτές μας εχει μέσα του και κάποιο θεολογικό παράδοξο !








Κανένας λοιπόν δεν θέλει να πει «καλά Χριστούγεννα» λές και μας κάνει τζίζζζζ… η λέξη « Χριστούγεννα», αλλά μόνο «ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ» ακούμε, καί κάτι άχρωμα και άτονα «Χρόνια Πολλά» πού βλέπουμε, βασανισμένα κι΄ αυτά, να παραμένουνε σε κάποιες βιτρίνες …













-- Άκου τώρα...νά λέμε « ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ», μας έλεγε ο φίλος ο Θανάσης, καλή του ώρα κι΄ αυτουνού όπου κι΄ αν βρίσκεται!

Φιλόσοφος λαϊκός και «περιωπής» στους αντίστοιχους κύκλους ο φίλος ο Θανάσης και με τα όλα του μάλιστα πάνω και στα θεολογικά, και χωρίς να μασάει τα λόγια του διατύπωνε ευθαρσώς τις σκέψεις του ότι «…το φαινόμενο αυτό δεν εξηγείται αλλιώς μια και τα τελευταία χρόνια έχει μπερδικλώσει έτσι τα πράγματα ο διάβολος, μη θέλοντας ν΄ ακούγεται πουθενά το όνομα του Χριστού κι΄ έχει εφεύρει τά λεγόμενα «Χρόνια Πολλά» και τις «Καλές γιορτές» πού σαν ψιτακοί και παπαγάλοι κι΄ εμείς οι περισσότεροι σήμερα παπαγαλίζουμε…

-- Δηλαδή Θανάση μου, να μη λέμε Χρόνια πολλά ; τον ρώτησα μια μέρα λίγο φοβισμένος.

--«Άκου να δείς, μού είπε. Ευχόμαστε ο ένας στον άλλο να ζήσουμε Χρόνια Πολλά;

Και τι δουλειά έχουν όλες αυτές οί ευχές μέσα στις μεγάλες γιορτές;

Επιτέλους πές μου, τον Χριστό γιορτάζουμε ή τους εαυτούς μας κι΄ έχουμε διαγράψει εντελώς το όνομά του ! Και είναι αυτά Χριστουγεννιάτικες ευχές; Άντε απ΄ εδώ τώρα..»

«Και θα σού πώ και κάτι άλλα ακόμη», συμπλήρωσε ο φίλος ο Θανάσης.

«…Πράγματι λοιπόν, το τι δουλειά έχουν τά «Χρόνια Πολλά» , με τις γιορτές τών Χριστουγέννων και την Γέννηση του Χριστού, δεν βρήκα άνθρωπο μέχρι σήμερα σωστά να μού εξηγήσει !

Άλλο ζητούμενο και περίεργο αυτό!










Κατέληξα λοιπόν σε κάποιες άλλες προσωπικές σκέψεις…

Μήπως λοιπόν επειδή διώξαμε και «δραπετεύσαμε» τον Χριστό πρώτα πρώτα μέσα από τις καρδιές μας, έφυγε ακολούθως ( και μάλλον τον διώξαμε εμείς ) και από τις γιορτές μας;

Και τι σόϊ Χριστούγεννα κάνουμε αφού εκείνο πού μάς ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πώς να βρούμε ένα καλό γαλί, ένα χοιρινό τροφαντό, άντε ίσως καί κανένα κοκόρι !

Και είναι όλα αυτά Χριστούγεννα;

Το σώμα θα το ταϊσουμε, θα το γλεντήσουμε, θα το ευχαριστήσουμε…

Την ψυχή όμως τί θα την ταϊσουμε;

Πώς θα γιορτάσουμε λοιπόν τα Χριστούγεννα ενθυμούμενοι την μέρα πού ο Χριστός γεννήθηκε για να μας σώσει από τις προαιώνιες αμαρτίες μας;

Θα τον γιορτάσουμε τρώγοντας και πίνοντας και αυτό είναι όλο;

Μήπως χθές και προχθές πάλι φαϊ και μάσσα δεν είχαμε;

Θάλεγα λοιπόν, κατέληξε ο Θανάσης, ότι επειδή μέχρι σήμερα, ζούσαμε κάθε χρόνο τα κοσμικά Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα της Παγκοσμιοποίησης, τα Χριστούγεννα των αγορών, ότι εφέτος, άς ακολουθήσουμε αυτή την μιά και μοναδική ευκαιρία πού έστω και μέσα στις ελλείψεις της μας ταλαιπωρεί, ώστε να αισθανθούμε τα πραγματικά Ορθόδοξα Χριστούγεννα !

Μιά καί γιά τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, μ΄ έναν μυστηριώδη και ακατάληπτο τρόπο ο Χριστός γεννιέται μέσα στις ψυχές αυτών που τον αγαπάνε…

Γεννιέται και φέρνει χαρά, φέρνει ευτυχία, φέρνει ελπίδα και ευλογία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη κρίση…

Κι΄ ακόμη, για όσους τιμούν και σέβονται αυτή την Μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων, για όσους προσέρχονται όχι ως εγωϊστές « καβάλλα πάν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε…», αλλά ως μετανοημένοι αμαρτωλοί και ειλικρινά Εξομολογημένοι καί πάνε να κοινωνήσουν Σώμα και Αίμα Χριστού, τότε γι΄ αυτούς «βρέχει χάρη» και ευλογία ο Θεός από τους ουρανούς πάνω στις απλές ψυχές τους…

Και γίνεται αυτό επάνω τους αντιληπτό …» όπως μας έλεγαν και οί παλαιοί πού ξέρανε και ζούσανε αυτά τα μυστηριώδη για τον πολύ κόσμο θέματα…

Αυτή λοιπόν τήν επιπρόσθετη της οικονομικής κρίσης ευκαιρία, άς την δούμε με άλλα μάτι ώστε να περάσουμε κάπως σαν τα «Χριστούγεννα στην σπηλιά» του Φώτη Κόντογλου, ή και του κύρ Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη τα ανάλογα πεζογραφήματα…

Και άς ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα απλά, πνευματικά, ευλογημένα καί ταπεινά όπως ποτέ άλλοτε ίσως δεν τά ζήσαμε…» είπε τελειώνοντας.

Μ΄ έβαλε σε σκέψεις είναι αλήθεια, αυτή η σοβαροφανής κατά τα άλλα θεωρία του Θανάση, οπότε και δικαίως αναρωττήθηκα:

«Ρέ μπάς και έχει δίκιο ο Θάνος;»

Άς δούμε όμως και κάτι σχετικό ακόμη…

«Χριστούγεννα στη σπηλιά»
==========================


Παραμονές Χριστουγέννων του 19…

Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές.
Καμιά βδομάδα ο καιρός καλοσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].






Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά.

Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού.

Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε και δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια και πού να βλέπανε κανέναν άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς.

Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο.

Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι.

Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά 'τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους.

Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει.
Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.

«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.


«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι.

Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!

Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.

«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα ο Φλοξ από την τρομάρα του τρύπωνε πιό βαθιά.


Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι.

Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο.


Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα!

Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!

Χα! Χα! Χα!» - γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε και καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε.

Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε.

Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα.

Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου»


patrablog

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μετά τα κοσμικά Χριστούγεννα όποιος θέλει να κάνει πραγματικά Χριστούγεννα και να καταλάβει την διαφορά που υπάρχει ας έρθει στο Αγ.Όρος στις 6 ιανουαρίου που είναι η παραμονή των Χριστουγέννων ας λάβει μέρος σε όλη την αγρυπνία και μετά να εορτάσει και να φάει στην τράπεζα μαζί με τους αγιορείτες Πατέρες.
Μετά θα καταλάβει την διαφορά και ας διαλέξει....
Συγχαρητήρια,εξαιρετική ανάρτηση.!