Την τελευταία δεκαετία μετά την άνοδο του Ερντογάν και των ισλαμιστών στην εξουσία της Τουρκίας και ιδιαίτερα μετά την ανάληψη του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών από τον θεωρητικό του νέο-οθωμανισμού Αχμέτ Νταβούτογλου, η έννοια του Νέο-οθωμανισμού έχει καταστεί ολοένα και πιο οικεία στο ελληνικό κοινό όσων αφορά την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή καθώς και με την διασύνδεσή τουμε την τουρκική απειλή έναντι της ελληνικής ασφάλειας.
Πρόκειται για μία τουρκική γεωπολιτική προσέγγιση η οποία βασίζεται στο οθωμανικό παρελθόν της Άγκυρας με σκοπό την εξάπλωση της τουρκικής επιρροής και κατ’επέκταση την εγκαθίδρυση της τουρκικής ηγεμονίας στα πρώην οθωμανικά εδάφη( Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος). Χαρακτηριστικό της νέο-οθωμανικής στρατηγικής της Άγκυρας σε σύγκριση με την αντίστοιχη κεμαλική είναι ότι εκτός από την στρατιωτική ισχύ, η οποία βέβαια εξακολουθεί να παραμένει βασικός πυλώνας της πολιτικής της Τουρκίας, επιδίδεται και στην προβολής «μαλακής ισχύος» σε τομείς όπως ο πολιτισμός, η οικονομία και η θρησκεία ώστε να δημιουργήσει μία σφαίρα επιρροής στην ευρύτερη περιφέρειά της. Σε αυτή την προσπάθειά της όσον αφορά τα Βαλκάνια η Τουρκία βρίσκει στήριγμα στις μουσουλμανικές μειονότητες της περιοχής και ειδικότερα, όπως επισημαίνει και ο Νταβούτογλου στο βιβλίο στου «Στρατηγικό Βάθος», στους Βόσνιους μουσουλμάνους και τους Αλβανούς.
Αν και η εμφάνιση του νέο-οθωμανισμού θεωρείται ταυτόσημη με την άνοδο του AKP στην εξουσία στην αυγή του 21ου αιώνα, οι ρίζες του ωστόσο μπορούν να ανιχνευτούν στην κεμαλική Τουρκία ήδη από τη δεκαετία του ΄60. Παρά το γεγονός ότι ο Κεμάλ και οι επίγονοί του προσπάθησαν να αποκόψουν την κοσμική Τουρκία από το ισλαμικό και οθωμανικό της παρελθόν, το χαρτί του Ισλάμ χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας στη μεταπολεμική περίοδο, αφενός ως αντίβαρο στην ανερχόμενη επιρροή της τουρκικής αριστεράς στα λαϊκά στρώματα της χώρας καθώς και ως παράγοντας αποτροπής της εθνεγερσίας των Κούρδων και ως προσπάθεια αφομοίωσής τους μέσω της κοινής θρησκείας. Η όσμωση ανάμεσα στον κεμαλισμό και το τουρκικό Ισλάμ έγινε ακόμη πιο έντονη τη δεκαετία του ’80 στην διάρκεια της πρωθυπουργίας τους Οζάλ.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας λόγω των εθνοτικών συγκρούσεων, η Άγκυρα βρήκε «παράθυρο ευκαιρίας» για επέκταση στα Βαλκάνια μέσω των μουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής όπως οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου. Την εποχή γινόταν έντονα λόγος για την προσπάθεια δημιουργίας ενός «ισλαμικού τόξου» στα Βαλκάνια, εκτεινόμενο από την ελληνική Θράκη και τη νότιο Βουλγαρία μέχρι το Μπίχατς της Βοσνίας, προς όφελος της Άγκυρας το οποίο όπως σωστά επισήμανε τότε ο πολιτικός επιστήμων Κωνσταντίνος Χολέβας ήταν στην πραγματικότητα «τουρκικό τόξο» καθώς πρόκειται για πληθυσμούς που είχαν εξισλαμιστεί στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας και οι οποίοι ακόμη και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν έπαψαν να είναι φίλα προσκείμενη στον τουρκικό παράγοντα.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως οι Βαλκάνιοι μουσουλμάνοι όχι μόνο αποτελούσαν μεγάλο μέρος της Οθωμανικής ελίτ κατά το παρελθόν, αλλά ακόμη και στην κεμαλική Τουρκία σημαντικό ποσοστό του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου της χώρας (πχ. Κενάν Εβρέν ο οποίος κατάγεται από το Σαντζάκ) έλκει την καταγωγή από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων που εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η περιοχή του Σαντζάκ, η οποία μετά την ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, είναι διαμοιρασμένη ανάμεσα στη νοτιοδυτική Σερβία και το ανατολικό Μαυροβούνιο και κατοικείται στην πλειοψηφία της από Σλάβους μουσουλμάνους βρίσκεται σε μία εξαιρετικά στρατηγική θέση ανάμεσα στην Βοσνία, το Κοσσυφοπεδίο και το Μαυροβούνιο και συνεπώς αποτελεί σημείο κλειδί του τουρκομουσουλμανικού τόξου. Παρά το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’90 δεν συμμετείχε στις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία το τελευταίο διάστημα έχει έρθει σταδιακά στο προσκήνιο των εξελίξεων στα Βαλκάνια λόγω της αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής ο οποίος απαιτεί ανοικτά την αυτονόμηση του από το Βελιγράδι. Κατά τον μεσαίωνα η περιοχή αυτή υπήρξε πυρήνας της ηγεμονίας της Ράσκας η οποία στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους αποτέλεσε την κοιτίδα του πρώτου Σερβικού κράτους. Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας η περιοχή του Σαντζάκ, κέντρο της οποίας είναι η πόλη του Νόβι Παζάρ, υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Μέχρι το 1878 ήταν τμήμα της Βοσνίας και όταν αυτή κατελήφθη από τους Αυστριακούς το Σαντζάκ παρέμεινε υπό Οθωμανική κυριαρχία μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν και ενσωματώθηκε στη Σερβία.
Η εμφάνιση των Βόσνιων μουσουλμάνων (ή Βοσνιάκων) και εν γένει των Σλάβων μουσουλμάνων ανάγεται στους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και στους εξισλαμισμούς που ακολούθησαν, οι οποίοι ήταν εκτεταμένοι ειδικά στη Βοσνία, ο πληθυσμός της οποίας αποτελούμενος από Ορθόδοξους Σέρβους, Καθολικούς Κροάτες καθώς και Βογόμιλους ασπάστηκε με σημαντικό βαθμό το Ισλάμ, ακούσια ή εκούσια, αποτελώντας στυλοβάτη της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή. Ως μουσουλμάνοι οι Βοσνιάκοι ανήκαν στο ισλαμικό μιλέτι και για αυτό το λόγο ταυτίστηκαν με τους Οθωμανούς καταλαμβάνοντας μάλιστα σημαντικά αξιώματα, όπως ο Μεχμέτ Σόκολι ο οποίος υπήρξε Μεγάλος Βεζύρης της Υψηλής Πύλης το 16ο αιώνα. Το γεγονός αυτό παρά το ότι παρέμεναν σλαβόφωνοι έκανε τους Σέρβους και τους Κροάτες να τους αποκαλούν «Τούρκους» καθώς η ισλαμική θρησκεία υπήρξε ο κύριος συνεκτικός ιστός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας όταν και αναγνωρίστηκαν ως συστατική εθνότητα του κράτους και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ως μία από τις ομόσπονδες δημοκρατίες η επίσημη ονομασία της εθνότητας ήταν «Μουσουλμάνοι» όρος ο οποίος είχε εθνοτικό περιεχόμενο και περιελάμβανε όλους τους σλαβόφωνους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Γιουγκοσλαβίας. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Σαντζάκ σήμερα ταυτίζονται εθνικά με τους Βόσνιους μουσουλμάνους αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Βοσνιάκοι.
Αν και στη διάρκεια των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90, οι μουσουλμάνοι του Σαντζάκ έμειναν αμέτοχοι, οι σχέσεις τους με την Τουρκία εκείνη την εποχή αναθερμάνθηκαν όπως και το ενδιαφέρον της Άγκυρας. Πολιτικοί εκπρόσωποι των μουσουλμάνων της Σερβίας εκείνη την περίοδο όπως ο Σουλεϊμάν Ουγκλιάνιν προσπάθησαν να διευκολύνουν την τουρκική παρουσία στην περιοχή εκφράζοντας την επιθυμία συνεργασίας με την Τουρκία και υποστηρίζοντας την εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Την τελευταία δεκαετία, μετά τη φιλοδυτική στροφή του Βελιγραδίου και την άνοδο των ισλαμιστών του Ερντογάν στην εξουσία η τουρκική οικονομική και πολιτιστική διείσδυση στην περιοχή αυξήθηκε μέσω της εγκατάστασης τουρκικών επιχειρήσεων αλλά και μορφωτικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Οι εξελίξεις αυτές ίσως να μην είναι άσχετες με τη ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων του Σαντζάκ και της όξυνσης των σχέσεών τους με το Βελιγράδι κατά τον τελευταίο ένα χρόνο λόγω της έντασης που σημειώνεται κατά καιρούς ανάμεσα στους μουσουλμάνους κατοίκους και τις αρχές.
Παρά το γεγονός ότι μετά το 2000 μουσουλμάνοι του Σαντζάκ έχουν εκλεγεί στο Σερβικό κοινοβούλιο ενώ οι ηγέτες τους όπως ο Ρασίμ Λάιτς έχουν διατελέσει ακόμη και υπουργοί στη σερβική κυβέρνηση, στις τελευταίες εκλογές για τοπικό Βοσνιακό Εθνικό Συμβούλιο επεκράτησε η παράταξη του μουφτή Μουαμέρ Ζούκορλιτς η οποία προβάλει το αίτημα για αυτονόμηση της περιοχής εντός της Σερβίας στα πρότυπα των αυτόνομων περιοχών των κρατών της Δυτικής Ευρώπης (πχ. Ισπανίας), ενώ το ίδιο υποστηρίζει και για το τμήμα του Σαντζάκ που βρίσκεται στο Μαυροβούνιο. Στην προσπάθειά του να διεθνοποιήσει το ζήτημα ο Ζούκορλιτς έχει απευθύνει αίτημα στην Ε.Ε και στην ύπατη εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας ώστε η τελευταία να στείλει παρατηρητές στην περιοχή για να διαπιστώσει την παραβίαση των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών έχουν σημειωθεί αρκετά επεισόδια ανάμεσα σε μουσουλμάνους κατοίκους και την αστυνομία ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μετά την νίκη της Τουρκίας επί της Σερβίας στον ημιτελικό του πρόσφατου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Μπάσκετ στην Κωνσταντινούπολη πολλοί νέοι στο Νόβι Παζάρ βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν κρατώντας και ανεμίζοντας τουρκικές σημαίες.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο Σαντζάκ δείχνουν μία προσπάθεια «κοσσοβοποίησης» της περιοχής η οποία αφενός έχει να κάνει με την γεωπολιτική εξασθένιση της Σερβίας και τον κίνδυνο περαιτέρω συρρίκνωσης της, μετά και την ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου και την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου, και αφετέρου δεν είναι άσχετη με το ανανεωμένο ενδιαφέρον της νέο-οθωμανικής Τουρκίας των Ερντογάν-Νταβούτογλου για τα Βαλκάνια μέσω των τουρκικών και λοιπών μουσουλμανικών μειονοτήτων τις οποίες η Άγκυρα αντιμετωπίζει ως «στρατηγικές μειονότητες», όπως πράττει άλλωστε και στην περίπτωση της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη.
Φυσικά εάν η κατάσταση είναι σίγουρα σοβαρή στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας περιοχής που βρίσκεται αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα τουρκικά σύνορα στην καρδιά των Βαλκανίων, τότε αυτό σίγουρα ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση της Ελληνικής Θράκης η οποία βρίσκεται μια ανάσα από την Τουρκία και όπου η Άγκυρα εφαρμόζει χρόνια τώρα παρόμοιες υπονομευτικές πρακτικές μέσω του προξενείου της Κομοτηνής και των διαφόρων τουρκοφρόνων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
* Διεθνολόγος, στρατηγικός αναλυτής, συνεργάτης ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου