Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Τουρκική ένταξη στην ΕΕ: η "χαριστική βολή" στην ευρωπαϊκή ιδέα



Η τουρκική ένταξη στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση είναι μια ιδέα που ξεκίνησε και προωθείται κυρίως από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, εδώ και δεκαετίες, παρά τις σοβαρές και σταθερές αντιρρήσεις των ευρωπαϊκών λαών, αλλά και σημαντικών Ευρωπαίων πολιτικών της δεξιάς, αλλά και της αριστεράς (Χέλμουτ Κολ, Χέλμουτ Σμιτ, Οσκαρ Λαφονταίν, Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εσταίν, Λωράν Φαμπιούς κλπ.). Είναι μια πολιτική εναντίον της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ, πολιτική φιλελεύθερη, αντιδημοκρατική, ατλαντική και διαλυτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Την πολιτική αυτή έχει αποδεχθεί και η Αθήνα μετά το 1999, ισχυριζόμενη ότι εξυπηρετεί το ελληνικό εθνικό συμφέρον και ότι οδηγεί στη λύση του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών, στην πραγματικότητα όμως προσαρμοζόμενη σε μεγάλο βαθμό στη θέληση του αμερικανοβρετανού «ηγεμόνα» και αναπτύσσοντας διάφορα επιχειρήματα – δικαιολογίες για να το κάνει (1).

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα μπορούσε όντως να χρησιμοποιηθεί για την επίλυση των ελληνικών προβλημάτων με την Τουρκία, για να γίνει αυτό θάπρεπε Αθήνα και Λευκωσία να θέσουν σοβαρούς όρους για τη συγκατάθεσή τους στην ενταξιακή πορεία. ‘Οχι μόνο δεν έθεσαν τέτοιους όρους, αντίθετα εμφανίστηκαν διατεθειμένες, στην καλύτερη παράδοση ελληνικής υποτέλειας στους Αγγλοαμερικανούς, να αποδεχθούν εξωφρενικές ρυθμίσεις, όπως την αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους με το σχέδιο Ανάν, προκειμένου να διευκολύνουν την ένταξη της Τουρκίας! Σήμερα, η τουρκική ένταξη δεν είναι μοχλός πίεσης στα χέρια Ελλάδας και Κύπρου, αλλά μοχλός πίεσης επί της Ελλάδας και της Κύπρου, από τις οποίες οι Αγγλοαμερικανοί ζητούν να κάνουν μείζονες, καταστροφικές παραχωρήσεις κυριαρχίας, προκειμένου να διευκολύνουν την πρόοδο της Τουρκίας. Αυτή, η εξυπηρέτηση δηλαδή των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων, εις βάρος αυτού που συνηθίζουμε μέχρι τώρα να αποκαλούμε εθνικό συμφέρον, είναι και η «φιλοδοξία» μεγάλου μέρους της ελληνικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ.

Η διεύρυνση της ΕΕ ως διάλυσή της

‘Οσο περισσότερο μεγαλώνει το ζώο που λέγεται Ευρώπη, τόσο δυσκολότερα διακρίνεται το μυαλό του. Αυτό το μότο χρησιμοποίησε προ ετών το γαλλικό περιοδικό Geopolitique, θέλοντας να καταδείξει τα διαλυτικά αποτελέσματα της διεύρυνσης, ειδικά και πολύ περισσότερο της διεύρυνσης στην Τουρκία, επί της συνοιχής, λειτουργίας και ρόλου της ΕΕ. Η διαρκής προσθήκη νέων κρατών στην ‘Ενωση παρέλυσε ήδη σε μεγάλοι βαθμό την πολιτική λειτουργία της, παρόξυνε τα θεσμικά της προβλήματα και κατέστησε έτι δυσχερέστερη τη ριζική μεταρρύθμισή της, που έθεσε, ήδη από το 2005, στην ημερήσια διάταξη η ψήφος του γαλλικού και του ολλανδικού λαού εναντίον της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης. Μια μεταρρύθιμιση που επιβάλει επίσης η προφανής αδυναμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, ή να παίξει οποιονδήποτε αξιοσημείωτο διεθνή ρόλο. Πόσο μάλλον συμβαίνουν αυτά, στο μέτρο που τα νέα μέλη διαφέρουν όλο και περισσότερο από τα παληά, από την άποψη του οικονομικού επιπέδου, της πολιτικής κουλτούρας τους και του τρόπου που αντιλαμβάνονται την Ευρώπη και τον ρόλο της στον κόσμο. ‘Ηδη το 2003, τα περισσότερα από τα κράτη της «νέας Ευρώπης» ετάχθησαν υπέρ των ΗΠΑ, στηρίζοντας την εισβολή στο Ιράκ, εναντίον της θαραλλέας αντίθεσης του ευρωπαϊκού πυρήνα (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο). Χρειαζόταν όλο το (ομολογουμένως τεράστιο) απόθεμα (ιστορικά εξηγήσιμης) γερμανικής ιδίως «στρατηγικής ηλιθιότητας», για να γίνουν δεκτά, ένα χρόνο αργότερα, τα αμερικανικά «νεοπροτεκτοράτα» της Αν. Ευρώπης στους κόλπους της ‘Ενωσης!

Είναι προφανές ότι η διαρκής διεύρυνση αποσυνθέτει κάθε έννοια συλλογικότητας στην Ευρώπη και, επιπλέον, εμπεδώνει την απουσία δημοκρατίας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Τι κοινό μπορεί να έχει ένας χρηματιστής στο Σίτυ, ένας ολλανδός ομοφυλόφιλος που θέλει να υιοθετεί παιδιά και μια Κούρδισσα αγρότισσα του Ντιαρμπακίρ που υποφέρει από το τουρκικό κράτος, τον πατριάρχη άντρα της και την υπανάπτυξη; Προφανώς κανένα. Μόνο ένα πολιτικό και τεχνοκρατικό προσωπικό που ζει στον «κόσμο του Νταβός», μετακινείται διαρκώς από το ένα διεθνές ξενοδοχείο στο άλλο και συμμετέχει ακατάπαυστα σε «συσκέψεις χωρίς σκέψεις», μπορεί να πιστέψει στα αλήθεια σε ένα τέτοιο «όραμα». Η «ελίτ» αυτή είναι αποκομμένη από τους ευρωπαϊκούς λαούς, όσο και η Μαρία Αντουανέττα από τον δικό της (2)

Επειδή οι ευρωπαϊκές συνθήκες απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε εναρμόνιση των κοινωνικών και φορολογικών στάνταρτς και θέτουν ως θεμέλιο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό», η διεύρυνση σε πολύ φτωχότερες χώρες, λειτουργεί πρακτικά ευνοώντας την εξίσωση των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς προς τα κάτω, χρησιμοποιείται δηλ. ως όπλο για την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους της Δυτ. Ευρώπης, που είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πόσο μάλλον που δεν συνοδεύεται από χρηματοδοτικές ροές, έστω και από μακριά αντίστοιχες αυτών που πήγαν στις (πολύ πλουσιώτερες της Αν. Ευρώπης και, ακόμα περισσότερο, της Τουρκίας) Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλλία, για να βοηθήσουν (χωρίς πάντα να το καταφέρουν) την ένταξή τους σε πιο ανεπτυγμένο περιβάλλον.

Διεύρυνση: εργαλείο μετατροπής της ΕΕ σε ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών υποτελή του ΝΑΤΟ

Με δύο λόγια, η διεύρυνση έχει ως συνέπεια τη μετατροπή της Ευρώπης σε αυτό που πάντα επεδίωκε η Βρετανία, μια μεγάλη ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, στην εμπέδωση του μονεταριστικού, νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος του Μάαστριχτ και στην υποταγή της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στις ΗΠΑ. Δύο δηλώσεις του απερίγραπτου Μπαρόζο, που ανταμείφθηκε για την υποστήριξή του στην εισβολή του Ιράκ, τοποθετούμενος επικεφαλής της ΕΕ, αντιπροσωπευτικότατο σύμβολο της ευρωπαϊκής υποτέλειας και παρακμής, είναι απολύτως χαρακτηριστικές. «Όλοι ξέρουμε ότι οι επόμενες γενηές θα ζήσουν χειρότερα» ήταν η μία, «χρειαζόμαστε μια αυτοκρατορία» ήταν η άλλη. Η ΕΕ είναι η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κάλυψη της αυτοκρατορίας. Μόνο που αυτή η «αυτοκρατορία» δεν είναι καν ευρωπαϊκή, ο πυρήνας της εξουσίας της, οι πράγματι αποφασίζοντες είναι εκατό ευρωατλαντικές τράπεζες και επιχειρήσεις, που ελέγχουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν, όπως επίσης, για θέματα στρατηγικής, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Μια διεύρυνση υπέρ της Ευρώπης δεν θα ήταν αδύνατη, μια τέτοια διεύρυνση όμως θα προϋπέθετε ριζική αλλαγή του οικονομικού και πολιτικού μοντέλου, αποσαφήνιση του πολιτικού σχεδίου πίσω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ανεξαρτοποίηση από τις ΗΠΑ, μεγάλες χρηματοδοτικές ροές, είδει σχεδίου Μάρσαλ, προς τις νέες χώρες και μια μορφή λελογισμένου προστατευτισμού, μερική τουλάχιστον αναθεώρηση της πλήρους ελευθερίας διεθνών ανταλλαγών που επέβαλαν τρεις δεκαετίες συνεπούς διεθνούς νεοφριλελευθερισμού. Τίποτα από αυτά δεν είναι στη σημερινή τουλάχιστο ημερήσια διάταξη της Ευρώπης. Επιπλέον, η διεύρυνση δεν έχει τέλος. Μετά την Τουρκία γίνεται λόγος για το Ισραήλ, το Μαγκρέμπ, την Ουκρανία, την Υπερκαυκασία. Αυτό δεν είναι Ευρώπη. Είναι η παγκόσμια αυτοκρατορία των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Βρετανίας, με μέσο και εργαλείο τα σχεδόν κατηργημένα ευρωπαϊκά κράτη και την Ευρώπη σε μια θέση υποτελούς, που θυμίζει, επί της ουσίας, τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας υπό τον Φίλιππο της Μακεδονίας ή τους Ρωμαίους.

Ακόμα όμως κι αν όσα υποστηρίξαμε πιο πάνω είναι όλα λάθος, παραμένει γεγονός η κατηγορηματική και σταθερή αντίθεση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών στην τουρκική ένταξη. Δεν είναι όμως δυνατόν να συνεχισθεί η «ευρωπαϊκή οικοδόμηση» ερήμην τους. ‘Οπως πραγματοποιείται, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όχι μόνο δεν είναι «ευρωπαϊκή», αλλά εξελίσσεται όλο και περισσότερο στην κατάργηση της δημοκρατίας στην ήπειρο, στην εισαγωγή ενός μεταμοντένρου ολοκληρωτισμού που μπορεί, κάποια στιγμή, να μετατραπεί σε κανονικό ολοκληρωτισμό, περισσότερο ταιριαστό με την Αυτοκρατορία. Η όποια δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου της εξουσίας εξαφανίζεται από το επίπεδο του έθνους-κράτους, εν ονόματι της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, δεν επανεμφανίζεται όμως σε δημοκρατικά πλαίσια, αλλά συνήθως ως στοιχείο ισχύος αντιδημοκρατικών ευρωπαϊκών θεσμών.

Τουρκικός «εκδημοκρατισμός», «εξευρωπαϊσμός» και επεκτατισμός

Το επιχείρημα των ελληνικών ελίτ την τελευταία δεκαετία είναι ότι, δια της εντάξεως, η Τουρκία θα «εξευρωπαϊσθεί» και θα «εκδημοκρατισθεί», ο στρατός της θα περιθωριοποιηθεί και, ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, θα παύσει να είναι επεκτατική. Θα ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Μόνο που είναι τελείως συζητήσιμη η εκδοχή ότι μια χώρα που εντάσσεται στην ΕΕ δημοκρατικοποιείται, πέραν του ότι αυτός ο υπολογισμός αντιστρέφει στην πραγματικότητα τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», σύμφωνα με τα οποία η δημοκρατία είναι προϋπόθεση για να μπει μια χώρα σε ενταξιακή διαπραγμάτευση. Αν η δημοκρατία εξηρτάτο από την απερίγραπτη ευρωπαϊκή Κομισιόν, πιθανώς δεν θα διέφερε και πολύ από το καθεστώς του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η δημοκρατία υπήρξε, ιστορικά, προϊόν συνέργειας πληβειακών μαζών και ριζοσπαστών διανοουμένων, δεν συνοψίζεται στον τύπο της, ούτε είναι ένα τραμ που παίρνεις για να πας στον προορισμό σου, όπως την περιέγραψε, στις αρχές της δεκαετίας, ο ηγέτης των Τούρκων ισλαμιστών Ταγίπ Ερντογάν. Βλέποντας κανείς το φοβισμένο βλέμμα του μέσου Τούρκου πολίτη στους δρόμους της χώρας του, αναλογιζόμενος το απολυταρχικό παρελθόν της Τουρκίας, το ότι είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν γνώρισαν επανάσταση στην ιστορία τους και σκεπτόμενος το μεγάλο ποσοστό της κουρδικής μειονότητας, συνειδητοποιεί τα προβλήματα της τουρκικής δημοκρατίας. Και μόνο το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει αναθέσει στο «κόμμα της μαντήλας» τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, την ίδια ώρα που απαγορεύει στα δικά της σχολεία (ανοήτως και απαραδέκτως κατά τη γνώμη μας) τη «μαντήλα» (Γαλλία), δείχνει το μέγεθος των εκρηκτικών αντιφάσεων και του υφέρποντος παραλογισμού της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Το ίδιο δείχνει και η επιλογή των ισλαμιστών να εντάξουν την Τουρκία όχι σε μια μεσανατολική ή ισλαμική, αλλά στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση!

Εν πάσει περιπτώσει το βέβαιο είναι ότι η δημοκρατία, και αν ακόμα προκύψει, δεν οδηγεί αναγκαστικά στη διεθνή ειρήνη. Το γνωρίζουμε από την εποχή της Αρχαίας Αθήνας έως τις σύγχρονες εισβολές των Αγγλοαμερικανών και τη ρατσιστική αποικιοκρατία του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τα μεγάλα προβλήματα σημειώθηκαν με ισχυρές πολιτικές κυβερνήσεις (Μεντερές, Ετσεβίτ, Οζάλ, Τσιλέρ), όχι όταν κυριαρχούσαν οι κεμαλιστές στρατιωτικοί. Το μόνο που δείχνει η συχνή επίκληση διαφόρων υποτίθεται αυτονόητων επιχειρημάτων, που όχι αυτονόητα, αλλά ούτε καν σωστά δεν είναι, από τους ‘Ελληνες πολιτικούς, «αναλυτές», «διανοούμενους» και πανεπιστημιακούς, είναι το πολύ χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο και ο «ετερόφωτος», υποτελής χαρακτήρας της σκέψης τους.

Μια καταστροφή για το ελληνικό εθνικό συμφέρον

Μπορεί κάποτε στο μέλλον να μην υπάρχει τουρκική απειλή και επεκτατισμός σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη. Μέχρι νάρθει όμως αυτός ο όμορφος, καλός κόσμος, καλό θάταν να προσέχει αυτή η χώρα μην πάθει καμιά καταστροφή.

‘Οπως σημειώνει ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε ένα σημείωμα που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στα αρχεία του (αλλά και σύμφωνα με πληθώρα άλλων μαρτυριών) ο βασικός λόγος για τον οποίο θέλησε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ήταν γιατί μια τέτοια ένταξη θα μετέτρεπε μια επίθεση κατά της Ελλάδας επίθεση κατά της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, γιατί μετατρέπει το ελληνοτουρκικό σε ευρωτουρκικό σύνορο. Σήμερα, οι ελληνοκτουρκικές διαφορές είναι διαφορές μιας τρίτης χώρας και ενός μέλους της ΕΕ. Αύριο θα είναι διαφορές δύο μελών της ΕΕ – με την Τουρκία μάλιστα να παίζει, λόγω πληθυσμού αν μη τι άλλο, πολύ σπουδαιότερο ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα. ‘Οπως άλλωστε γνωρίζουμε, η συμμετοχή των δύο κρατών σε έναν διεθνή οργανισμό όπως το ΝΑΤΟ, δεν απέτρεψε τη μεταξύ τους σύγκρουση για το κυπριακό.

Υποστηρίζοντας την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, η Αθήνα χάνει το μεγαλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της ‘Αγκυρας, ότι δηλαδή ανήκει σε μια ισχυρή ‘Ενωση στην οποία δεν ανήκει η Τουρκία. Και επιπλέον, συμβάλει στην καταστροφή αυτής της περιφερειακής ‘Ενωσης στην οποία αποβλέπει για μια πληθώρα λόγων! Επιπλέον, η ένταξη της Τουρκίας θα σημάνει αργά ή γρήγορα την ελεύθερη διακίνηση Τούρκων πολιτών στην Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη. Επιθυμούμε μια τέτοια ελεύθερη διακίνηση;

Μέχρι τώρα άλλωστε, η εμπειρία, τελικός κριτής κάθε «θεωρίας», είναι σαφής. Από το 1999, όταν η Ελλάδα άρχισε να υποστηρίζει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, δεν υπήρξε καμμιά βελτίωση στις διμερείς σχέσεις, το αντίθετο, εκτός αν θεωρηθεί επιτυχία αυτής της πολιτικής η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Μόνο που η ΕΕ δεν μπορούσε να αποφύγει την ένταξη της Κύπρου γιατί α) δεν θα βρισκόταν εύκολα ελληνική βουλή που να εγκρίνει τη μεγάλη διεύρυνση αποκλείοντας την Κύπρο και β) γιατί χωρίς ένταξη της Κύπρου δεν θα μπορούσε να γίνει συζήτηση για ένταξη της Τουρκίας. ‘Αλλωστε είναι ούτως ή άλλως προς ώφελος της ΕΕ η ένταξη της Κύπρου. Είναι μάλλον αναξιοπρεπές το γεγονός ότι οι ‘Ελληνες και Κύπριοι πολιτικοί, εμφορούμενοι συχνά από νοοτροπία αναξιοπρεπών ζητιάνων, δεν το επισημαίνουν καν αυτό.

Εν πάσει περιπτώσει, αν η Αθήνα πίστευε αυτά που έλεγε, πίστευε δηλαδή ότι η ευρωτουρκική συνεννόηση θα ήταν προς ώφελος της επίλυσης των διαφορών, όφειλε να θέσει ως προϋπόθεση την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον τερματισμό της στρατιωτικής κατοχής της, την άρση του casus belli και τη διάλυση των μέσων της απειλής, την άρση των διεκδικήσεων στο Αιγαίο και μέτρα αμοιβαίου ελέγχου των εξοπλισμών, προτού αρχίσουν οι συνομιλίες ένταξης. ‘Οχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά ενοχλήθηκε όταν ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ντομινίκ Ντε Βιλπέν και η μετέπειτα Καγκελλάριος της Γερμανίας ‘Αγκελα Μέρκελ έθεσαν ως προϋπόθεση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων την αναγνώριση της Κύπρου. Λυπάται κανείς να κάνει τέτοιες διαπιστώσεις, αν θέλει όμως να είναι ειλικρινής είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι, τόσο η Ελληνική, όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία ακολουθούν δυστυχώς, εν έτει 2009, και σε συνθήκες σοβαρής κρίσεως της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ μια διπλωματία «καραγκιόζη» και μια πολιτική υποτέλειας στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο (και εμμέσως το Ισραήλ) που κινδυνεύουν, όπως και στο παρελθόν, να πληρώσουν πολύ ακριβά.

Αύγουστος 2009

Το άρθρο αυτό θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος της ελληνικής έκδοσης της επιθεώρησης Monthly Review, στα πλαίσια αφιερώματος στις ευρωτουρκικές σχέσεις
Σημειώσεις

(1) Είναι πιθανό ότι υπάρχουν λίγοι ‘Ελληνες πολιτικοί που πιστεύουν ειλικρινά αυτά που λένε για την ευεργετική επίδραση της τουρκικής ενταξιακής πορείας για τα ελληνοτουρκικά (π.χ. Γιώργος Παπανδρέου). Είναι προφανές όμως ότι οι περισσότεροι μας κοροϊδεύουν σε αυτό, όπως και στα περισσότερα άλλα θέματα. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά. Μια ματιά στο ‘Ιντερνετ να ρίξει θα βρει πολλές και σοβαρές μελέτες για τις επιπτώσεις της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι μόνες χώρες όπου το θέμα δεν έχει μελετηθεί (απλώς η χώρα εφαρμόζει όσα της υπαγορεύει η Ουάσιγκτων) είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, οι δύο χώρες δηλαδή που θα επηρεασθούν περισσότερο από την ένταξη της Τουρκίας. Την καλύτερη απόδειξη ότι πρόκειται για άσκηση υποτέλειας και όχι αυτόνομη εθνική πολιτική την προσέφερε ο ίδιος ο εμπνευστής της πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Επί των ημερών της κυβέρνησής του και με Υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου εγκαινιάστηκε αυτή η πολιτική και αναπτύχθηκε η «ιδεολογία» που τη στηρίζει, ότι δηλ. οδηγεί στον εκδημοκρατισμό και «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας, άρα στην παραίτηση από τον επεκτατισμό της, άρα στη διαρκή ειρήνη. Προ δύο ετών όμως, ο ίδιος ο κ. Σημίτης αποφάσισε να ταχθεί υπέρ της «ειδικής σχέσης» και εναντίον της «ένταξης», χωρίς να μπει στοιν στοιχειώδη κόπο να εξηγήσει σε μας, τους φτωχούς υπηκόους του, που ενδέχεται να είχαμε πεισθεί από τα δικά του επιχειρήματα, γιατί τώρα του φαίνονται λάθος. Στην πραγματικότητα, μοιάζει πιθανότερο ότι ο κ. Σημίτης συμφώνησε και εν συνεχεία διαφώνησε με την ένταξη, ανεξαρτήτως της αξίας των επιχειρημάτων του, προσαρμοζόμενος απλώς στη μεταβαλλόμενη πολιτική βούληση του γερμανικού κατεστημένου, με το οποίο συνδέεται περισσότερο απότι οι περισσότεροι άλλοι ‘Ελληνες πολιτικοί, που προτιμάνε Ουάσιγκτον. Και η Ουάσιγκτον, πριν από οτιδήποτε άλλο, απαιτεί από οποιονδήποτε ‘Ελληνα πολιτικό, «δήλωση υποστήριξης της τουρκικής ένταξης», είτε πιστεύει, είτε δεν πιστεύει σε αυτή την πολιτική. Ακόμα κι ο Αντώνης Σαμαράς, που επιχειρεί να εκφράσει την πιο «εθνική» πτέρυγα της ΝΔ, υιοθέτησε το σύνθημα «πλήρης ένταξη, πλήρης συμμόρφωση», στην «προγραμματική» ομιλία του στο ‘Ιδρυμα Καραμανλή. Η «πλήρης συμμόρφωση» απευθύνεται στους πολίτες, η «πλήρης ένταξη» στις ΗΠΑ.

(2) Φίλοι που εργάζονταν στην έδρα του ΟΟΣΑ στο Παρίσι και στην Κομισιόν στις Βρυξέλλες, μου εξηγούσαν ότι δεν υπήρχε ούτε ένας (αρ. 1) μεταξύ χιλιάδων γαλλικής καταγωγής υπάλληλος ή αξιωματούχος που να ψήφισε όχι στο δημοψήφισμα του 2005. ‘Οταν έγινε γνωστόι το αποτέλεσμα μάλιστα, οι Γάλλοι κυκλοφορούσαν με έντονα αισθήματα ντροπής για τη χώρα τους!

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: