με το καινούργιο βιβλίο της "Φράχτες και Παράθυρα", από τις Εκδόσεις Λιβάνη. Χάρη στη διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, έχουμε πλέον συνειδητοποιήσει ότι τα προβλήματα κάθε χώρας είναιοι τοπικές επιπτώσεις μιας συγκεκριμένης παγκόσμιας ιδεολογίας, την οποία επιβάλλουν οι πολιτικοί κάθε χώρας, αλλά η οποία έχει επινοηθεί σε κεντρικό επίπεδο από μια ομάδα κορπορατικών συμφερόντων και διεθνών θεσμών, συμπεριλαμβανομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τα κείμενα του βιβλίου περιέχουν τα πιο καταδικαστικά στοιχεία που η συγγραφέας κατάφερε να συγκεντρώσει για να αντιμετωπίσει δημόσια τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους, αλλά καταγράφουν επίσης τις πιο συγκινητικές εμπειρίες που έζησε στους δρόμους δίπλα σε συντρόφους της ακτιβιστές, συνειδητοποιώντας ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες ενός μοναδικού συμβάντος: της συναρπαστικής στιγμής όπου οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι προσπαθούσαν να εισβάλουν στην κλειστή λέσχη των ειδικών όπου καθορίζεται η συλλογική μοίρα μας. Προκλητικό, οξυδερκές και παθιασμένο, το Φράχτες και Παράθυρα αποτελεί την καταγραφή της κοσμοϊστορικής έναρξης του κινήματος κατά του νεοφιλελευθερισμού. Τα κείμενα δεν είναι παρά φωτογραφίες δραματικών στιγμών μέσα στο χρόνο, μια καταγραφή του πρώτου κεφαλαίου της πολύ παλιάς και επαναλαμβανόμενης ιστορίας της ανθρωπότητας η οποία αγωνίζεται να γκρεμίσει φράχτες μέσα στους οποίους προσπαθούν να την κλείσουν, να ανοίξει παράθυρα, να ανασάνει βαθιά, να δοκιμάσει την ελευθερία. Μια πρόγευση απ' το βιβλίο Την ίδια ηµέρα που ο πρόεδρος της Αργεντινής Εδουάρδο Ντουάλντε πραγµατοποιούσε µια ακόµα άκαρπη διαπραγµάτευση µε τους εκπροσώπους του ∆ΝΤ, µια οµάδα κατοίκων του Μπουένος Άιρες συµµετείχε σε µια διαφορετικού είδους διαπραγµάτευση: Ήταν µια ηλιόλουστη Πέµπτη στις αρχές Μαρτίου και προσπαθούσαν να αποφύγουν την έξωση από τα διαµερίσµατά τους. Σε απόσταση µερικών µόνο τετραγώνων από την έδρα του εθνικού κογκρέσου, οι ένοικοι της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον αριθµό 335 της οδού Αγιακούτσο, ανάµεσά τους και δεκαεννέα παιδιά, είχαν οχυρωθεί στα διαµερίσµατά τους και αρνούνταν να τα εγκαταλείψουν. Στην τσιµεντένια πρόσοψη της πολυκατοικίας, κάποιος είχε γράψει: «Άι στο διάολο, ∆ΝΤ». Ίσως να φαίνεται παράδοξο το ότι ένας θεσµός όπως το ∆ΝΤ που είναι αφιερωµένος στη µακροοικονοµία τόσο αποφασιστικά, εµπλέκεται σε ένα άκρως µικροοικονοµικό ζήτηµα όπως οι εξώσεις από την πολυκατοικία της οδού Αγιακούτσο. Όµως, σε µια χώρα όπου ο µισός πληθυσµός ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας τοµέας της κοινωνίας που η µοίρα του µην εξαρτάται από τις αποφάσεις του διεθνούς δανειστή. Οι βιβλιοθηκάριοι, οι δάσκαλοι και άλλοι εργαζόµενοι του δηµόσιου τοµέα οι οποίοι πληρώνονται µε τυπωµένα στα γρήγορα επαρχιακά νοµίσµατα, θα µείνουν απλήρωτοι αν οι επαρχίες σταµατήσουν να τυπώνουν χρήµα, όπως απαιτεί το ∆ΝΤ. Και αν γίνουν µεγαλύτερες περικοπές στον δηµόσιο τοµέα όπως επιµένει ο διεθνής δανειστής, οι άνεργοι, που αγγίζουν το 30% του εργατικού δυναµικού, θα κάνουν ένα ακόµα βήµα πιο κοντά στην έλλειψη στέγης και την πείνα, που εξώθησε χιλιάδες ανθρώπους να λεηλατήσουν σουπερµάρκετ. Και αν δεν βρεθεί µια λύση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επικρατεί στον τοµέα της ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης, οι επιπτώσεις θα είναι ολέθριες για µια γυναίκα που συνάντησα στα προάστια του Μπουένος Άιρες. Με µια κίνηση ντροπής και απόγνωσης, ανέβασε την µπλούζα της και µου έδειξε την ανοιχτή πληγή και τα σωληνάκια που κρέµονταν από µια εγχείρηση στοµάχου, καθώς ο γιατρός της δεν είχε βάλει ράµµατα εξαιτίας της χρόνιας έλλειψης ιατρικών αναλώσιµων. Ίσως κάποιοι να θεωρήσουν απρεπές να µιλάει κανείς για παρόµοια ζητήµατα. Υποτίθεται ότι η ανάλυση για την οικονοµική κατάσταση της Αργεντινής πρέπει να εστιάζεται στην µέχρι πρόσφατα κλειδωµένη ισοτιµία πέσο-δολαρίου, στην «επιστροφή στο πέσο» και στους κινδύνους του «στασιµοπληθωρισµού» – και όχι στα παιδιά που µένουν άστεγα ή στις ανοιχτές πληγές ηλικιωµένων γυναικών. Ωστόσο, οι απερίσκεπτοι σύµβουλοι της κυβέρνησης της Αργεντινής δεν είναι απρόσωποι. Στους κύκλους των αγορών επικρατεί η συναινετική αντίληψη ότι το ∆ΝΤ δεν πρέπει να θεωρήσει την κρίση στην Αργεντινή ως εµπόδιο, αλλά ως ευκαιρία για την επιβολή αυστηρότερης λιτότητας: Σύµφωνα µε αυτό το σκεπτικό, η χώρα αναζητάει τόσο απεγνωσµένα ρευστό χρήµα, ώστε θα κάνει ό,τι θέλει το ∆ΝΤ. «Πρέπει να δρας κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς το Κογκρέσο είναι πιο δεκτικό», εξηγεί ο Γουίνστον Φριτς, ο επικεφαλής του βραζιλιάνικου παραρτήµατος της Dresdner Bank AG. Η πιο δρακόντεια υπόδειξη έγινε από τους Ρικάρδο Καµπεγιέρο και Ρούντιγκερ Ντόρνµπους, δυο οικονοµολόγους του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT). Σε ένα άρθρο τους που δηµοσιεύτηκε στους Financial Times υποστήριξαν ότι «έχει έλθει η ώρα για ριζοσπαστικές λύσεις». Η Αργεντινή «πρέπει να εκχωρήσει προσωρινά την εθνική κυριαρχία της σε όλα τα χρηµατοοικονοµικά ζητήµατα... να αποποιηθεί τη νοµισµατική, φορολογική, ρυθµιστική και διαχειριστική κυριαρχία της για µια µεγάλη περίοδο, παραδείγµατος χάριν για µια πενταετία». Η οικονοµία της χώρας– «οι δαπάνες, η κυκλοφορία καινούριου νοµίσµατος και η φορολογική διαχείριση»– πρέπει να ελέγχεται από «ξένους παράγοντες», συµπεριλαµβανοµένης «µιας επιτροπής έµπειρων ξένων κεντρικών τραπεζιτών». Σε µια χώρα όπως η Αργεντινή που εξακολουθεί να νιώθει ακόµη τρόµο λόγω της εξαφάνισης τριάντα χιλιάδων ανθρώπων από το δικτατορικό καθεστώς της περιόδου 1976-1983, µόνο «ξένοι παράγοντες», όπως οι δυο οικονοµολόγοι του MIT, έχουν το θράσος να ισχυρίζονται ότι «κάποιος πρέπει να διοικήσει τη χώρα µε σκληρό καταναγκασµό». Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι η καταστολή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να σωθεί η χώρα, µια αποστολή που, σύµφωνα µε τους Καµπεγιέρο και Ντόρνµπους, συνεπάγεται το άνοιγµα των αγορών, τη µεγαλύτερη µείωση των δαπανών και, φυσικά, «µια εκστρατεία µαζικών ιδιωτικοποιήσεων». Πρόκειται για τη συνηθισµένη συνταγή, µόνο που αυτή τη φορά υπάρχει ένα πρόβληµα: Η Αργεντινή τα έχει ήδη κάνει όλα αυτά. Καθώς στη δεκαετία του 1990 υπήρξε ένας υποδειγµατικός µαθητής του ∆ΝΤ, άνοιξε την οικονοµία της (και αυτός είναι ο λόγος που τα κεφάλαια µπόρεσαν να φύγουν τόσο εύκολα από τη χώρα, όταν ξέσπασε η κρίση). Όσο για τις υποτιθέµενες υπέρογκες δηµόσιες δαπάνες της Αργεντινής, το ένα τρίτο πηγαίνει την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισµού. Ένα τρίτο πηγαίνει στα συνταξιοδοτικά ταµεία που έχουν ήδη ιδιωτικοποιηθεί. Ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο –του οποίου ένα µέρος πηγαίνει όντως στην ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, την παιδεία και την κοινωνική βοήθεια– δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι ανάγκες του αυξανόµενου πληθυσµού και, γι’ αυτόν το λόγο, καταφθάνουν από την Ισπανία φορτία µε δωρεές τροφίµων και φάρµακων. Όσο για τις «µαζικές ιδιωτικοποιήσεις», η Αργεντινή έχει ήδη πειθήνια εκποιήσει τόσο πολλές από τις κοινωφελείς υπηρεσίες της –από τους σιδηροδρόµους µέχρι την τηλεφωνία–, ώστε τα µοναδικά παραδείγµατα δηµόσιας περιουσίας που µπόρεσαν να σκεφθούν οι Καµπεγιέρο και Ντόρνµπους ήταν τα λιµάνια και τα τελωνεία. ∆εν πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί απορία το γεγονός ότι πολλοί από εκείνους που εκθείαζαν στο παρελθόν την Αργεντινή ισχυρίζονται σήµερα ότι για την οικονοµική κατάρρευση της χώρας ευθύνονται αποκλειστικά η εθνική απληστία και η διαφθορά. «Αν µια χώρα που κλέβει χρήµατα νοµίζει ότι θα της χορηγηθεί βοήθεια από τις Ηνωµένες Πολιτείες, δεν πρόκειται να την πάρει», δήλωσε ο Τζορτζ Μπους την προηγούµενη εβδοµάδα στο Μεξικό. Η Αργεντινή «πρέπει να πάρει µερικές δύσκολες αποφάσεις». Ο πληθυσµός της Αργεντινής, που εδώ και µήνες έχει εξεγερθεί ανοιχτά εναντίον των πολιτικών, οικονοµικών και δικαστικών ελίτ της χώρας, δεν χρειάζεται κηρύγµατα για την αναγκαιότητα µιας καλής διακυβέρνησης. Στις τελευταίες οµοσπονδιακές εκλογές, κανένας πολιτικός δεν πήρε περισσότερες ψήφους από τον συνολικό αριθµό των άκυρων ψηφοδελτίων, στα περισσότερα από τα οποία φιγουράριζε ο ήρωας ενός κόµικ που ονοµάζεται Κλεµέντε. Τον επέλεξαν επειδή δεν έχει χέρια και, άρα, δεν µπορεί να κλέψει. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το ∆ΝΤ θα εξαλείψει την κουλτούρα δωροδοκίας και ατιµωρησίας που κυριαρχεί στην Αργεντινή, πολλώ δε µάλλον που ένας από τους όρους του για τη χορήγηση νέων δανείων ήταν να σταµατήσουν οι ποινικές διώξεις εις βάρος των τραπεζιτών που έβγαλαν παράνοµα τα κεφάλαιά τους από τη χώρα, επιδεινώνοντας απότοµα την κρίση. Για όσο διάστηµα η εθνική παθολογία της χώρας θα παρουσιάζεται ως η αποκλειστική αιτία της καταστροφής της, τα φώτα της δηµοσιότητας θα µένουν µακριά από το ∆ΝΤ. Σε αυτό το οικείο αφήγηµα για µια πτωχευµένη χώρα που ικετεύει να τη «διασώσουν», µιας ζωτικής σηµασίας εξέλιξη αποκρύπτεται: Πολλοί από τους κατοίκους της Αργεντινής δεν θέλουν τα χρήµατα του ∆ΝΤ, καθώς είναι προφανές ότι το κόστος θα είναι πολύ µεγάλο. Αντίθετα, δηµιουργούν νέες µορφές εξουσίας, που στρέφονται εναντίον των χρεοκοπηµένων πολιτικών θεσµών και του ∆ΝΤ. ∆εκάδες χιλιάδες άνθρωποι οργανώνονται και συµµετέχουν σε συνοικιακές συνελεύσεις, οι οποίες συγκροτούν δίκτυα σε δηµοτικό και πανεθνικό επίπεδο. Σε πλατείες, πάρκα και διασταυρώσεις δρόµων, γείτονες συζητούν πώς θα κάνουν τις δηµοκρατικές οργανώσεις τους πιο υπόλογες και πώς θα καλύψουν το κενό της αποτυχηµένης διακυβέρνησης. Σκέφτονται να δηµιουργήσουν ένα «κογκρέσο πολιτών», που θα απαιτεί από τους πολιτικούς διαφάνεια και ανάληψη των ευθυνών τους. Συζητούν για την αναγκαιότητα ο προϋπολογισµός να είναι προϊόν συµµετοχικών διαδικασιών και οι θητείες στα δηµόσια αξιώµατα µικρότερης διάρκειας, ενώ παράλληλα οργανώνουν συσσίτια για τους άνεργους. Ο πρόεδρος της Αργεντινής, που δεν έχει εκλεγεί, έχει τροµοκρατηθεί τόσο πολύ από την αυξανόµενη πολιτική δυναµική των asambleas (συνελεύσεων), ώστε άρχισε να τις χαρακτηρίζει αντιδηµοκρατικές. Οι ανησυχίες του είναι εύλογες. Οι asambleas συζητούν για τη δηµιουργία τοπικών βιοµηχανιών και την εκ νέου εθνικοποίηση της δηµόσιας περιουσίας που ιδιωτικοποιήθηκε. Και ίσως να µη σταµατήσουν εκεί. Η Αργεντινή, όντας για δεκαετίες ένας πειθήνιος µαθητής που τον απογοήτευσαν οι δάσκαλοι του ∆ΝΤ, δεν πρέπει να ικετεύει για δάνεια: Οφείλει να απαιτήσει αποζηµιώσεις. Το ∆ΝΤ είχε την ευκαιρία του να κυβερνήσει την Αργεντινή. Τώρα, είναι η σειρά του λαού. Βιογραφικό Η Ναόμι Κλάιν γεννήθηκε το 1970 στο Μόντρεαλ. Είναι βραβευμένη δημοσιογράφος, συγγραφέας και κινηματογραφίστρια. Το πρώτο της βιβλίο, το διεθνές best seller No Logo, μεταφράστηκε σε είκοσι οχτώ γλώσσες και χαρακτηρίστηκε «βίβλος των κινημάτων» από τους New York Times. Γράφει στο Nation και στον Guardian και υπήρξε ανταποκρίτρια του Harper’s Magazine στο Ιράκ. Το 2004 παρουσίασε το The Take, ένα ντοκιμαντέρ για τα κατειλημμένα εργοστάσια της Αργεντινής, του οποίου υπήρξε συμπαραγωγός μαζί με το σκηνοθέτη Άβι Λιούις. Είναι πρώην μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Οικονομικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου (London School of Economics) και επίτιμη διδάκτωρ Πολιτικού Δικαίου του Πανεπιστημίου King College της Νέας Σκοτίας. Έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με το Canadian National Business Book Award και το Le Prix Médiations. www.naomiklein.org
epikaira
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου