Ο ρόλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην εκκόλαψη του «μακεδονικού έθνους»
Μόλις ο Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ (ψευδώνυμο Γκρόμωφ), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση της οργανώσεως και η προοπτική της «επαναστατικής δράσεως» θα συζητηθούν στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπέβαλε στις 15 Νοεμβρίου του 1933 στη Γραμματεία των Βαλκανικών Κρατών (Balkanländer Sekretariat - στο εξής BLS), το αρμόδιο όργανο της Κομιντέρν για τα Βαλκάνια, ένα υπόμνημα. Σ' αυτό αναζήτησε τα αίτια της αποτυχίας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) να εξελιχθεί σε μαζική οργάνωση στον συγκεντρωτικό της χαρακτήρα, στις δυσκολίες της διαδόσεως της εφημερίδος Μακεδονική Υπόθεση αλλά και στις δυσκολίες αναγνώσεως και κατανοήσεως της εφημερίδος στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία, καθώς αυτή εκδίδονταν στην λόγια βουλγαρική γλώσσα. Ιδιαίτερα επεσήμανε ο Ποπτόμωφ τις διαφορετικές πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τρία τμήματα του ευρυτέρου μακεδονικού χώρου και τον συνεχή εκσερβισμό και εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να χειρίζονται άνετα στον γραπτό και προφορικό λόγο μόνον την ελληνική ή τη σερβική γλώσσα. Έτσι, κατά τον Ποπτόμωφ, η εφημερίδα Μακεδονική Υπόθεση μπορούσε να γίνει κατανοητή μονάχα από τους Βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες της Βουλγαρίας. Ολοκληρώνοντας, πρότεινε την αποκέντρωση της οργανώσεως, την ίδρυση δηλαδή σε κάθε τμήμα της Μακεδονίας μιας εθνικοεπαναστατικής οργανώσεως υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, με το σύνθημα «της αυτοδιαθέσεως του μακεδονικού λαού μέχρι τον αποχωρισμό σε κυρίαρχη και ενιαία Μακεδονία». Το βασικότερο, ίσως, σημείο της εκθέσεως του Ποπτόμωφ ήταν η επιβεβαίωση του κινδύνου της επιτυχίας του εκσερβισμού και του εξελληνισμού.
Στη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1933 του γραφείου της BLS (παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο Σμέραλ, μέλος του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επικεφαλής της Γραμματείας, ο Βαλέτσκυ, μέλος του Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γκέρμαν, ψευδώνυμο του Βούλγαρου Γκίτσεφ από τη Δοβρουτσά, ο Σπυριδώνωφ, ψευδώνυμο του Tράιτσο Κοστώφ, μέλους του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος) εξετάσθηκε η εισήγηση του Ρίλσκυ (ψευδώνυμο του Γκεόργκυ Καρατζώφ), μέλους της VMRO Ενωμένης στη Βουλγαρία, για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη) και εγκρίθηκαν οι θέσεις του αναφορικά με το δικαίωμα του «μακεδονικού λαού» για απόσχιση, για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και για Βαλκανική Ομοσπονδία των εργαζομένων. Τέθηκε και το ζήτημα της εθνικότητος των Μακεδόνων και «θεωρήθηκε αναγκαία η ειδική εξέταση του ζητήματος, αν είναι δυνατό με τη συμμετοχή των συντρόφων που έφθασαν από την Μακεδονία». Στη συνεδρίαση της 22ας Δεκεμβρίου του 1933 συμμετείχε και o Βλάχωφ. Τέθηκε το ζήτημα της συντάξεως ενός σχεδίου - αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Ενωμένη), με βασικό πυρήνα την εθνικότητα των Μακεδόνων και ανατέθηκε στους Βλάχωφ, Ρίλσκυ και Γκέρμαν σε τρεις ημέρες να παρουσιάσουν το σχέδιο - απόφαση. Τα βασικά σημεία του σχεδίου ήταν τα ακόλουθα:
«Το εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα στενά συνδεδεμένο με το ζήτημα του πολέμου και με το ζήτημα της διεθνούς κοινωνικής επανάστασης. Η σπάνια ιδιομορφία της ιστορικής εξέλιξης δημιούργησε εδώ από εθνική άποψη μια κατάσταση που δεν έχει ανάλογη πουθενά στην Ευρώπη… Μετά τον βαλκανικό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η Μακεδονία διαμελίστηκε σε τρία μέρη και διανεμήθηκε μεταξύ Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επήλθε τεχνητή μετακίνηση πληθυσμών ολόκληρων περιοχών, εποικισμός, βίαιη απεθνοποίηση και αφομοίωση… Ο μακεδονικός λαός βλέπει τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός, όσο τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα θα εκμεταλλεύονται τα μικρά βαλκανικά κράτη… Ο πληθυσμός της χώρας που έχει ήδη περάσει τόσους πολέμους, συνειδητοποίησε ότι ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη φυσική του εξόντωση, αν ο πόλεμος δεν αποτραπεί από προγενέστερη εξέγερση και τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης στην Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση συσπειρώνει σε ένα σύνολο όλο τον εργαζόμενο πληθυσμό αυτού του τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου και δημιουργεί εδώ το ιδιότυπο γεγονός, ότι και ο πληθυσμός που ομιλεί τη σλαβική γλώσσα και ο πληθυσμός που ομιλεί τις γλώσσες των μειονοτήτων αισθάνεται την ίδια εθνική καταπίεση, οικονομική εκμετάλλευση, λεηλασία, αισθάνονται συνδεδεμένοι ως ένα σύνολο με τα κοινά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας αναφορικά με τα επερχόμενα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος…
Οι εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας δεν αυτοχαρακτηρίζονται και δεν θέλουν να είναι ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι, θεωρούν και την κυβέρνηση των Ελλήνων και των Τούρκων ως ξένη εξουσία. Αυτοχαρακτηρίζονται ως κυρίαρχο μακεδονικό σύνολο… Εδώ ταυτίζεται η ιδέα της εθνικής μακεδονικής κυριαρχίας, το δικαίωμα της πλήρους εθνικής αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας, η ιδέα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονικής Δημοκρατίας των εργαζομένων, με τον κοινό αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και για την κοινωνική επανάσταση…» .
Το κύριο μέρος του προσχεδίου αναφερόταν στον επικείμενο πόλεμο και υπό τον όρο «μακεδονικός λαός» ή οι «εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας» υπονοούνταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας -Σλάβοι και μη Σλάβοι- ως ένα ενιαίο πολιτικό σύνολο, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός». Αυτή η ιδιαιτερότητα νομιμοποιούσε το δικαίωμα για ενιαίο και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος «των εργαζομένων μαζών». Ουσιαστικά, το προσχέδιο δεν διέφερε από τις προηγούμενες διακηρύξεις της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) με την απλή διαφορά ότι για λόγους τακτικής δε γινόταν πλέον αναφορά σε σοβιετική δημοκρατία ή βαλκανική ομοσπονδία. Το κείμενο του προσχεδίου δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και στη συνεδρίαση της BLS στις 28 Δεκεμβρίου του 1933, στην οποία δεν παρέστη ο Βλάχωφ, ανατέθηκε στον Γκέρμαν (ψευδώνυμο του Γκίτσεφ) να υποβάλλει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1933 στο γραφείο της BLS, το τελικό κείμενο του σχεδίου - αποφάσεως. Αλλά και το κείμενο που υποβλήθηκε στον Σμέραλ, στις 31 Δεκεμβρίου του 1933, ήταν παρόμοιο με το προσχέδιο:
«…Μετά τον βαλκανικό και ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ως αποτέλεσμα των οποίων ο ενιαίος από γεωγραφική και οικονομική άποψη χώρος της Μακεδονίας διανεμήθηκε σε τρία μέρη μεταξύ της Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οικονομική και πολιτική κατάσταση του μακεδονικού πληθυσμού χειροτέρεψε περισσότερο… Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η παλιά εθνογραφική φυσιογνωμία μερικών τμημάτων της Μακεδονίας σχεδόν άλλαξε ριζικά -στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας- και στο βαθμό που έμειναν εκεί ντόπιοι κάτοικοι, τους απαγορεύεται με την απειλή της θανατικής καταδίκης να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (στη Μακεδονία υπό τη σερβική και ελληνική εξουσία)… Η συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου μακεδονικού πληθυσμού -που ζει στη Μακεδονία ή στην προσφυγιά- παρά τις υπάρχουσες διαφορές στη θρησκεία και τη γλώσσα και τις τεχνητά δημιουργηθείσες στη διάρκεια των αιώνων διχόνοιες, αισθάνεται συνδεδεμένη σε ένα σύνολο με τα κοινά οικονομικά, πολιτικά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας, αναφορικά με τα επερχόμενα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος… Έχοντας ως βάση τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της διατήρησης της κοινής οικονομικής και πολιτικής ενότητας της Μακεδονίας προς το συμφέρον της φυσικής του ύπαρξης, (ο πληθυσμός) απαιτεί το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι την απόσχιση σε ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος. Οι μακεδονικές μάζες δε θέλουν πια να ανήκουν ούτε στη Βουλγαρία ούτε στη Σερβία ούτε στην Ελλάδα, παρόλο που από την άποψη της γλώσσας και της θρησκείας χωριστά τμήματα του μακεδονικού πληθυσμού είναι συγγενέστερα με τον πληθυσμό αυτού ή του άλλου βαλκανικού κράτους… Έχοντας όλα αυτά υπόψη το βαλκανικό προλεταριάτο πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηρίζει τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του μακεδονικού λαού για την εθνική απελευθέρωση και συνένωση, διδάσκοντάς τον πάντα με συνέπεια και σταθερότητα ότι μονάχα η πλήρης ήττα του ιμπεριαλισμού θα απελευθερώσει το μακεδονικό λαό από τον κίνδυνο της πλήρους φυσικής εξόντωσης, απειλή υπό την οποία βρίσκεται πάντα εν όψει της γεωγραφικής του θέσης».
Oι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές δεν συνέλαβαν τότε την ουσία του προβλήματος. Επρόκειτο, φυσικά, για το ζήτημα της ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, τους οποίους η αναθεωρητική Βουλγαρία χαρακτήριζε ως αλυτρώτους Βουλγάρους, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην προσχώρηση της Βουλγαρίας στο γερμανικό στρατόπεδο στον επικείμενο πόλεμο. Η αμφισβήτηση της βουλγαρικής ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας θα στερούσε την Βουλγαρία από το δικαίωμα διεκδικήσεων. Ήδη κατά τις Διαβαλκανικές Συνδιασκέψεις (1930 - 1933) ήταν χαρακτηριστική η εμμονή της Βουλγαρίας στην ανάγκη υπογραφής διμερών συμφωνιών για την προστασία των μειονοτήτων. Αυτό ήταν το πνεύμα που θα έπρεπε να διακατέχει την απόφαση. Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της BLS, στις 3 Ιανουαρίου του 1934, το κείμενο του Γκέρμαν δεν έγινε αποδεκτό και κατέστη αναγκαία η παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών της Κομιντέρν. Είναι αποδεδειγμένη η συμμετοχή του Κoλάρωφ στην τροποποίηση του σχεδίου - αποφάσεως. Το νέο κείμενο παρουσιάσθηκε στη συνεδρίαση της BLS, στις 7 Ιανουαρίου του 1934 και εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε κλειστή συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 1934. Σύμφωνα με το λιτό πρωτόκολλο της συνεδριάσεως, μετά την εισήγηση του Σμέραλ ακολούθησε συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων και οι Βλάχωφ, Κολάρωφ, Βαλέτσκυ και Γκέρμαν. Δυστυχώς, δεν κατεγράφησαν οι απόψεις που εκτέθηκαν. Το Πολιτικό Γραφείο δέχθηκε το κείμενο της εισηγήσεως ως βάση και ανέθεσε στη BLS «να συντάξει οριστικά το κείμενο, με βάση την ανταλλαγή απόψεων και σε συμφωνία με τον σύντροφο Koυουσίνεν. Το σύνθημα «Δημοκρατία των Εργαζομένων» οφείλει να μείνει στην απόφαση».Έτσι, στάθηκε καθοριστική η παρέμβαση ανωτάτων στελεχών της Κομιντέρν, όπως του Όττο Κουουσίνεν, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλους του Φιλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στην τελική διατύπωση της αποφάσεως για το Μακεδονικό Ζήτημα και την ΕΜΕΟ (Ενωμένη). Η απόφαση αυτή διέφερε σημαντικά από το σχέδιο - απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου του 1933:
«Στις συνθήκες της όξυνσης των διεθνών και ταξικών αντιφάσεων, του άμεσου κινδύνου νέων πολέμων και της ωρίμανσης της επαναστατικής κρίσης, το μακεδονικό εθνικό-επαναστατικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου είναι η VMRO(Εν.), παίζει το ρόλο ενός σημαντικού παράγοντα και συμμάχου της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλων των καταπιεσμένων εθνοτήτων στον αγώνα για ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων στα τρία κράτη που υποδούλωσαν την Μακεδονία.
Η διανομή της Μακεδονίας, που υπήρξε η βάση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας στον πόλεμό τους εναντίον της Τουρκίας και απέβη αμέσως ζήτημα, που οδήγησε σε νέο πόλεμο της Σερβίας και της Ελλάδας και άλλων εναντίον της Βουλγαρίας, αποτελεί στη μεταπολεμική περίοδο μόνιμη αιτία για την όξυνση των αντιφάσεων και του αγώνα μεταξύ των τριών κρατών για κυριαρχία σε ολόκληρη την Μακεδονία και για έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη μετέτρεψαν την Μακεδονία σε προγεφύρωμα για πολεμικές ενέργειες κατά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και εκμεταλλεύονται τώρα το Μακεδονικό Ζήτημα για την ενίσχυση των θέσεών τους στα Βαλκάνια. Έτσι, η Μακεδονία είναι μια από τις εστίες στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Τα κράτη που κυριαρχούν στη Μακεδονία εφαρμόζουν ληστρική οικονομική πολιτική που απομυζεί τους εργαζόμενους, λυσσώδη τρομοκρατία και εθνική καταπίεση… Τα κυρίαρχα έθνη των τριών ιμπεριαλιστικών κρατών που διαμέλισαν την Μακεδονία, αιτιολογούν την εθνική καταπίεση με την άρνηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του μακεδονικού λαού, με την άρνηση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους. Ο ελληνικός σωβινισμός δηλώνει ότι ο γηγενής σλαβικός πληθυσμός στο μέρος της Μακεδονίας που εξουσιάζει, αποτελείται από εκσλαβισμένους στους παρελθόντες αιώνες Έλληνες, οι οποίοι πρέπει με τη βία «να επιστρέψουν» στην ελληνική κουλτούρα, απαγορεύοντάς τους να μιλούν και να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Οι μεγαλοσέρβοι σωβινιστές, επικαλούμενοι την ύπαρξη σερβικών προσμείξεων στη γλώσσα του ντόπιου μακεδονικού πληθυσμού, δηλώνουν τον πληθυσμό αυτόν ως μία από τις «φυλές» του ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους και τον εκσερβίζουν με τη βία. Τέλος, ο βουλγαρικός σωβινισμός, εκμεταλλευόμενος τη συγγένεια της μακεδονικής γλώσσας με τη βουλγαρική, τους δηλώνει ως Βούλγαρους και μ' αυτό δικαιολογεί το κατοχικό καθεστώς στην περιφέρεια του Πετριτσίου και τη ληστρική του πολιτική σε σχέση με ολόκληρη την Μακεδονία. Διεξάγοντας αγώνα εναντίον του διαμελισμού και της υποδούλωσης του μακεδονικού λαού, εναντίον κάθε είδους εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης, η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να ξεσκεπάσει το αληθινό νόημα όλων των σοφισμάτων που αρνούνται στους Μακεδόνες τον χαρακτήρα του έθνους και να μην επιτρέπει τη διείσδυσή τους στο περιβάλλον της… Η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να οργανώνει και καθημερινά να διεξάγει αγώνα εναντίον όλων των ειδών της εθνικής καταπίεσης, εναντίον κάθε έκτακτων νόμων, για το δικαίωμα της μητρικής γλώσσας σε όλα τα κρατικά και δημόσια ιδρύματα, για την ελευθερία των σχολείων, εκδόσεων, κλπ. στη μητρική γλώσσα… Σ' αυτόν τον αγώνα κεντρικό σύνθημα της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) πρέπει να είναι το σύνθημα για το δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση, μέχρι την απόσχιση και την κατάκτηση της ανεξάρτητης, ενιαίας μακεδονικής δημοκρατίας των εργαζομένων…».
Είναι σαφής η διαφοροποίηση των εννοιών «μακεδονικός λαός» (όλες δηλαδή οι εθνότητες της Μακεδονίας, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός») και «μακεδονικό έθνος», ως εθνική κατηγορία με αποκλειστική αναφορά στους Σλάβους. Καθώς οι μέχρι τότε προσπάθειες της ΚΔ να εκμεταλλευθεί το Μακεδονικό Ζήτημα -κυρίως με την επαναστατική ιδέα- δεν έφεραν τα ποθητά αποτελέσματα, η προσφυγή στην εθνική ιδέα ήταν λυσιτελέστερη. Αποτελούσε, ωστόσο, η απόφαση αντανάκλαση των πραγματικών συνθηκών; Είχε δημιουργήσει η διανομή της Μακεδονίας μία αίσθηση ενότητος στους Σλάβους, την ανάγκη αποξενώσεως από την βουλγαρική, τη σερβική ή την ελληνική εθνική ιδέα; Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εξελίξεις στα τρία τμήματα της Μακεδονίας στάθηκαν διαφορετικές. Ο σλαβικός πληθυσμός χρησιμοποιούσε τον όρο (Σλαβο)Μακεδόνες ως γεωγραφικό όρο αλλά και ως ανώδυνο όρο, που μπορούσε να ουδετεροποιήσει τον ίσως επικίνδυνο δημόσιο αυτοχαρακτηρισμό «Βούλγαρος» στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα ή να εκφράσει έναν τοπικισμό, την έννοια του «αυτόχθονος» σε αντιδιαστολή με τους «επήλυδες», τους Σέρβους εποίκους ή τους Έλληνες πρόσφυγες. Συνειδησιακά, η αίσθηση της διαφορετικότητος από την ελληνική ή τη σερβική ιδέα εκφραζόταν περισσότερο με μία φιλοβουλγαρική στάση, στον βαθμό που δεν μπορούσε να γίνει λόγος για άτομα με ρευστή συνείδηση.
Στην ιστοριογραφία των Σκοπίων υποστηρίζεται η άποψη ότι η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπήρξε η πρώτη αναγνώριση του «μακεδονικού έθνους» ως αντικειμενικής πραγματικότητος από διεθνή φορέα, γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις. Όπως όμως προκύπτει από τα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων, το διαφορετικό περιεχόμενο των προσχεδίων της αποφάσεως και της τελικής αποφάσεως αποδεικνύει ότι το «μακεδονικό έθνος» δε θεωρούνταν από την αρχή μία δεδομένη πραγματικότητα. Η Κομμουνιστική Διεθνής ούτε αναφέρθηκε στους πρωτεργάτες του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, ούτε διευκρίνησε τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά των «Μακεδόνων», που τους διαφοροποιούσαν από τους Σέρβους, τους Έλληνες και τους Βουλγάρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ίδιοι οι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές, στο προσχέδιο και στο σχέδιο αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη), αδυνατούσαν να συλλάβουν την έννοια της «εθνικότητος των Μακεδόνων» ως ιδιαίτερο «σλαβομακεδονικό έθνος». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μία πολιτική απόφαση της ΚΔ, που επιβλήθηκε στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα.
Με την απόφαση αυτή, αμφισβητούνταν στη Βουλγαρία και στην ΕΜΕΟ του Μιχαήλωφ το δικαίωμα να διεκδικούν την απελευθέρωση των «Μακεδόνων» ως αλύτρωτων Βουλγάρων. Ταυτόχρονα, αίρονταν οι διαφωνίες μεταξύ των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών για την εθνική ταυτότητα των «Μακεδόνων». Τώρα τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα καλούνταν να μεταλλάξουν τον γεωγραφικό όρο «Μακεδόνες» σε εθνικό όρο, αναφερόμενο αποκλειστικά στους Σλάβους. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν μετά την άνοδο του Ναζισμού, μία ισχυρή Γιουγκοσλαβία θα έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα στην επέκταση του Χίτλερ στα Βαλκάνια. Με την αναγνώριση της εθνικής ιδιαιτερότητος των «Μακεδόνων» και την αμφισβήτηση των βουλγαρικών και των σερβικών διεκδικήσεων, το Μακεδονικό Ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί εντός μιας νέας Γιουγκοσλαβίας σε ομόσπονδη βάση. Δεν ήταν τυχαίο, επίσης, ότι στη συνεδρίαση της BLS, στις 5 Ιανουαρίου του 1934, ταυτόχρονα με την προετοιμασία της αποφάσεως για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» αποφασίσθηκε και η ίδρυση Κροατικού και Σλοβενικού Κομμουνιστικού Κόμματος εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.
Στην ιστοριογραφία είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη ότι το
«μακεδονικό έθνος» είναι δημιούργημα της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Η θέση
αυτή δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, καθ' όσον το Κομμουνιστικό
Κόμμα Γιουγκοσλαβίας είχε ιδιαιτέρους λόγους να προωθήσει τον
«μακεδονισμό» στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ως αντίρροπη εθνική
ιδεολογία στον βουλγαροσερβικό ανταγωνισμό του Μεσοπολέμου. Την ανάγκη
της απαγκιστρώσεως των Σλάβων της Μακεδονίας από την ελληνική, τη
σερβική και την βουλγαρική επιρροή και της δημιουργίας μιας συλλογικής
σλαβομακεδονικής ταυτότητος είχαν ήδη τονίσει, στις αρχές του Κ΄ αιώνος,
μερικοί Σλάβοι διανοούμενοι (Μισίρκωφ, Ντέντωφ, Μισάικωφ, Τσουπόφσκυ).
Διαβλέποντας ότι ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός απέβαινε σε βάρος του
ντόπιου πληθυσμού και διαιώνιζε την τουρκική κυριαρχία, επεδίωκαν την
αναγνώριση των Σλάβων της Μακεδονίας ως ξεχωριστής κοινότητος (Μιλλέτ).
Αλλά στις αρχές του Κ΄ αιώνος, οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την
προώθηση του σλαβομακεδονισμού ως μίας νέας συλλογικής εθνικής
ταυτότητος και οι πρώιμοι θιασώτες του σλαβομακεδονισμού δεν είχαν
ουσιαστική απήχηση στις μάζες.
Οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού» ουσιαστικά τέθηκαν από την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), στον Μεσοπόλεμο. Είναι ήδη τεκμηριωμένο ότι η Κομμουνιστική Διεθνής έβλεπε το Μακεδονικό ως ζήτημα τακτικής, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Η δημοσίευση σημαντικών εγγράφων για την χρονική περίοδο 1923-1925 από το αρχείο της Κομιντέρν, έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει την άποψη ότι τότε η Κομμουνιστική Διεθνής προέβαλε την θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία», για να προσεταιρισθεί την ΕΜΕΟ στο εγχείρημά της να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Βουλγάρων Κομμουνιστών, των Βουλγάρων Αγροτικών και των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για την προώθηση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας εργατο-αγροτικής κυβερνήσεως και την αποσταθεροποίηση των βαλκανικών κρατών. Κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, οι μακεδονικές οργανώσεις στη Βουλγαρία δεν έπρεπε μονάχα να αποδεσμευθούν από την επιρροή των βουλγαρικών «αστικών» πολιτικών παραγόντων, αλλά και να αποξενωθούν από τον βουλγαρικό εθνικισμό. Κατηγορώντας το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα για την ουδέτερη στάση του στην πραξικοπηματική ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), ο Καρλ Ράντεκ εκφράστηκε ως εξής κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έλαβε χώρα στις 12-13 Ιουνίου του 1923, στη Μόσχα:
«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας. Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπουλίνσκυ παραιτήθηκε από τη [διεκδίκηση] της Μακεδονίας. Παραιτήθηκε όχι μόνο τυπικά και στη Νις υπέγραψε με τη Γιουγκοσλαβία μια συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Σταμπουλίνσκυ καταδίωξε τις παλαιές μακεδονικές οργανώσεις. Αυτές οι οργανώσεις είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα
επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί
εναντίον της κυριαρχίας των τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής
μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ
και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση. Οι μακεδονικές οργανώσεις
ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να
συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η
παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής».
Aντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται το 1923-24 ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της ΚΔ ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη και να επιδιώκουν την δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών.
Η νέα γραμμή που επιβάλλεται στην ΣΤ΄ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Δεκέμβριος 1923, στη Μόσχα) και στο Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ (17 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1924) είναι «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία», που μπορεί να πραγματοποιηθεί «μόνο αν ο αγώνας του μακεδονικού λαού συμπορεύεται με τον αγώνα των εργατών και αγροτών της Βαλκανικής». Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια πολιτική αποσκοπούσε στη διάβρωση των βαλκανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας. Με επιστολή της προς την ΕΜΕΟ, τον Ιούλιο του 1924, η ΚΔ έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοηθείας την υποχρέωση της οργανώσεως να αρχίσει την επανάσταση στη Βουλγαρία, με την εκδίωξη των βουλγαρικών κρατικών οργάνων από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και με την ανακήρυξή του σε ανεξάρτητο κράτος. Η πίεση που ασκήθηκε από την ΚΔ στο ΚΚΕ, για να αποδεχθεί την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά το έτος 1924, εξηγείται από την πολιτική της σε σχέση με την ΕΜΕΟ. Η πτέρυγα του ΚΚΕ που δέχθηκε τη νέα γραμμή, δικαιολόγησε τη στάση της με το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που η θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία και στην Βαλκανική, το ΚΚΕ, ως κόμμα διεθνιστικό, οφείλει να την αποδεχθεί, φθάνοντας ακόμα και σε σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη. Ο όρος «μακεδονικό έθνος», ταυτιζόμενος αποκλειστικά και εμφατικά με το σλαβικό στοιχείο της Μακεδονίας, δεν εισάγεται ακόμα στα κείμενα της ΚΔ, αλλά το Μακεδονικό Ζήτημα δεν θεωρείται πλέον βουλγαρικό ζήτημα. Μπορεί τα σχέδια της ΚΔ να απέτυχαν, ωστόσο η σοβιετική ανάμιξη στο Μακεδονικό Ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτικο-ιδεολογική πόλωση της βουλγαρομακεδονικής κινήσεως.
Ως ιδεολογικός και πολιτικός αντίποδας της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1925 στη Βιέννη η ΕΜΕΟ (Ενωμένη), υπό την σκέπη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στην ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) υπήρχε μία κομμουνιστική πτέρυγα (Δημήταρ Βλάχωφ, Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ) και μία εθνικοεπαναστατική (Γκεόργκυ Ζανκώφ, Πάβελ Σάτεφ), η οποία, παρόλο που διαφωνούσε με την κομμουνιστικοποίηση της οργανώσεως, υπολόγιζε στη βοήθεια της Σοβιετικής Ενώσεως για την αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης. Το 1928, υπό το φως των αποφάσεων του ΣΤ΄ Συνεδρίου της ΚΔ, εξοβελίστηκε η εθνικοεπαναστατική πτέρυγα της ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), που προσέλαβε πλέον έναν στενό κομμουνιστικό χαρακτήρα με κύριες μορφές τον Δημήταρ Βλάχωφ και τον Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η επιρροή της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στον βαλκανικό χώρο υπήρξε ασήμαντη, δεδομένου ότι η έδρα της ήταν αρχικά στη Βιέννη και αργότερα στο Βερολίνο και το δημοσιογραφικό της όργανο «Μακεδονική Υπόθεση», που εκδίδονταν στην βουλγαρική γλώσσα, δύσκολα μπορούσε να καταστεί προσιτό στα Βαλκάνια. Μέχρι το 1928 μόνο στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας δημιουργήθηκαν μικροομάδες της ΕΜΕΟ (Eνωμένης), χωρίς ουσιαστική πολιτική σημασία, ενώ το 1929 εξαρθρώθηκαν οριστικά από τις σερβικές αρχές. Στη Βουλγαρία ιδρύθηκαν το 1928 οι πρώτοι πυρήνες της οργανώσεως, ωστόσο η ΕΜΕΟ (Eνωμένη), λόγω του στενού κομμουνιστικού της χαρακτήρος και της εχθρικής στάσεως της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της χώρας και περιορίσθηκε σε προπαγάνδα μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων. Βασική πολιτική γραμμή της οργανώσεως αποτελούσε το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία» και υπό την έννοια «μακεδονικός λαός» συμπεριλαμβάνονταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας (Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Έλληνες, Αθίγγανοι). Σε υπόμνημα της οργανώσεως, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1927, για την κατάσταση των καταπιεσμένων λαών της Βαλκανικής προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Εθνικών Μειονοτήτων στη Γενεύη, τονιζόταν χαρακτηριστικά :
« …Στη σερβική Μακεδονία όλες οι κυβερνήσεις του Βελιγραδίου, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, σε σχέση με τους Μακεδόνες εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Ο μακεδονικός λαός, δηλαδή όλες οι εθνότητες που ζούσαν και ζουν εκεί και εξ' ονόματος των οποίων ομιλούμε: Bούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες, Τσιγγάνοι στερούνται πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Όλες οι σερβικές αρχές τους μεταχειρίζονταν και εξακολουθούν να τους μεταχειρίζονται ως Σέρβους… Αν εξετάσουμε πως ζει ο μακεδονικός λαός υπό την ελληνική δουλεία, θα διαπιστώσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι ίδια. Οι ελληνικές αρχές έδιωξαν τους Τούρκους από την Μακεδονία αφού πρώτα τους καταλήστευσαν. Στους Εβραίους προβάλλουν πολλά εμπόδια, για να τους εξαναγκάσουν να μετοικήσουν. Διώχνουν και τους Βούλγαρους… Δεν υπάρχει διαφορά πολιτικής μεταξύ της ελληνικής και σερβικής κυβέρνησης σε σχέση με τις εθνότητες της Μακεδονίας. Τις εθνότητες αυτές η Ελλάδα τις μεταχειρίζεται σα να είναι δούλοι… Αν εξετάσουμε το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, θα παρατηρήσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι όμοια με το σερβικό και ελληνικό τμήμα. Οι Μακεδόνες Έλληνες και Τούρκοι που πριν κατοικούσαν εδώ, εκδιώχθηκαν. Ο πληθυσμός που κατοικεί σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας, όντας βουλγαρικής εθνικότητας, απολαμβάνει πολιτιστικών δικαιωμάτων. Έχει σχολεία, εκκλησίες κλπ. Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ της κατάστασης των Μακεδόνων στη Βουλγαρία και εκείνης στην Ελλάδα και Σερβία… Από κάθε άλλη άποψη, η κατάσταση των Μακεδόνων σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας δε διαφέρει από τα τμήματα που βρίσκονται υπό την εξουσία της Ελλάδας και της Σερβίας, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις είναι και χειρότερη. Το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί στη Μακεδονία υπό τη βουλγαρική εξουσία είναι από τα περισσότερο τυραννικά που υπάρχουν στον κόσμο… Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν αφεθεί να ζουν οι Μακεδόνες Βούλγαροι σε αυτό το μέρος της Μακεδονίας, αυτή είναι ιδιαίτερα τραγική. . .».
Ποιοί παράγοντες επέδρασαν, ώστε να εγκαταλειφθεί η θέση αυτή και να υιοθετηθεί η άποψη για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», ταυτιζομένου αποκλειστικά με την σλαβική ομάδα; Σήμερα, η δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο της Κομιντέρν μας επιτρέπει να διαγράψουμε την σχετική διαδικασία πληρέστερα. Γενικά, επιβεβαιώνεται η παλαιά θέση ότι μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Κομμουνιστική Διεθνής επιθυμούσε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του Μακεδονικού Ζητήματος από τη ναζιστική Γερμανία προς όφελος της Βουλγαρίας στον επικείμενο πόλεμο, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ είχε αποδεχθεί το 1933 την θέση της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» αλλά ως δεύτερο βουλγαρικό κράτος, θεωρώντας συμβατή την εθνική ταυτότητα «Βούλγαρος» με την πολιτική ετικέτα «Μακεδόνας», ήταν έκδηλη πλέον η ανάγκη για την ανάληψη ενός αγώνα -όχι μονάχα ιδεολογικού και πολιτικού, αλλά και εθνικού- κατά της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ. Σημαντική επίδραση είχε και η προσπάθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς να αποτρέψει την εκμετάλλευση των εθνικών προβλημάτων της Γιουγκοσλαβίας, ιδιαιτέρως του Κροατικού, από τη ναζιστική Γερμανία και για τον λόγο αυτόν τέθηκε επί τάπητος και το ζήτημα της ιδρύσεως Εθνικού Κροατικού και Σλοβενικού Κόμματος, ώστε τα -σε εθνική πλέον βάση- Κομμουνιστικά Κόμματα να ασχοληθούν με τα εθνικά προβλήματα της χώρας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν, η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα σε ενδεχόμενη γερμανική προσπάθεια για διείσδυση στα Βαλκάνια.
Οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού» ουσιαστικά τέθηκαν από την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), στον Μεσοπόλεμο. Είναι ήδη τεκμηριωμένο ότι η Κομμουνιστική Διεθνής έβλεπε το Μακεδονικό ως ζήτημα τακτικής, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Η δημοσίευση σημαντικών εγγράφων για την χρονική περίοδο 1923-1925 από το αρχείο της Κομιντέρν, έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει την άποψη ότι τότε η Κομμουνιστική Διεθνής προέβαλε την θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία», για να προσεταιρισθεί την ΕΜΕΟ στο εγχείρημά της να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Βουλγάρων Κομμουνιστών, των Βουλγάρων Αγροτικών και των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για την προώθηση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας εργατο-αγροτικής κυβερνήσεως και την αποσταθεροποίηση των βαλκανικών κρατών. Κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, οι μακεδονικές οργανώσεις στη Βουλγαρία δεν έπρεπε μονάχα να αποδεσμευθούν από την επιρροή των βουλγαρικών «αστικών» πολιτικών παραγόντων, αλλά και να αποξενωθούν από τον βουλγαρικό εθνικισμό. Κατηγορώντας το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα για την ουδέτερη στάση του στην πραξικοπηματική ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), ο Καρλ Ράντεκ εκφράστηκε ως εξής κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έλαβε χώρα στις 12-13 Ιουνίου του 1923, στη Μόσχα:
«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας. Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπουλίνσκυ παραιτήθηκε από τη [διεκδίκηση] της Μακεδονίας. Παραιτήθηκε όχι μόνο τυπικά και στη Νις υπέγραψε με τη Γιουγκοσλαβία μια συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Σταμπουλίνσκυ καταδίωξε τις παλαιές μακεδονικές οργανώσεις. Αυτές οι οργανώσεις είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα
Συνδιάσκεψη της κόμιντερν |
Aντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται το 1923-24 ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της ΚΔ ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη και να επιδιώκουν την δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών.
Η νέα γραμμή που επιβάλλεται στην ΣΤ΄ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Δεκέμβριος 1923, στη Μόσχα) και στο Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ (17 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1924) είναι «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία», που μπορεί να πραγματοποιηθεί «μόνο αν ο αγώνας του μακεδονικού λαού συμπορεύεται με τον αγώνα των εργατών και αγροτών της Βαλκανικής». Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια πολιτική αποσκοπούσε στη διάβρωση των βαλκανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας. Με επιστολή της προς την ΕΜΕΟ, τον Ιούλιο του 1924, η ΚΔ έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοηθείας την υποχρέωση της οργανώσεως να αρχίσει την επανάσταση στη Βουλγαρία, με την εκδίωξη των βουλγαρικών κρατικών οργάνων από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και με την ανακήρυξή του σε ανεξάρτητο κράτος. Η πίεση που ασκήθηκε από την ΚΔ στο ΚΚΕ, για να αποδεχθεί την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά το έτος 1924, εξηγείται από την πολιτική της σε σχέση με την ΕΜΕΟ. Η πτέρυγα του ΚΚΕ που δέχθηκε τη νέα γραμμή, δικαιολόγησε τη στάση της με το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που η θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία και στην Βαλκανική, το ΚΚΕ, ως κόμμα διεθνιστικό, οφείλει να την αποδεχθεί, φθάνοντας ακόμα και σε σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη. Ο όρος «μακεδονικό έθνος», ταυτιζόμενος αποκλειστικά και εμφατικά με το σλαβικό στοιχείο της Μακεδονίας, δεν εισάγεται ακόμα στα κείμενα της ΚΔ, αλλά το Μακεδονικό Ζήτημα δεν θεωρείται πλέον βουλγαρικό ζήτημα. Μπορεί τα σχέδια της ΚΔ να απέτυχαν, ωστόσο η σοβιετική ανάμιξη στο Μακεδονικό Ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτικο-ιδεολογική πόλωση της βουλγαρομακεδονικής κινήσεως.
Ως ιδεολογικός και πολιτικός αντίποδας της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1925 στη Βιέννη η ΕΜΕΟ (Ενωμένη), υπό την σκέπη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στην ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) υπήρχε μία κομμουνιστική πτέρυγα (Δημήταρ Βλάχωφ, Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ) και μία εθνικοεπαναστατική (Γκεόργκυ Ζανκώφ, Πάβελ Σάτεφ), η οποία, παρόλο που διαφωνούσε με την κομμουνιστικοποίηση της οργανώσεως, υπολόγιζε στη βοήθεια της Σοβιετικής Ενώσεως για την αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης. Το 1928, υπό το φως των αποφάσεων του ΣΤ΄ Συνεδρίου της ΚΔ, εξοβελίστηκε η εθνικοεπαναστατική πτέρυγα της ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), που προσέλαβε πλέον έναν στενό κομμουνιστικό χαρακτήρα με κύριες μορφές τον Δημήταρ Βλάχωφ και τον Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η επιρροή της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στον βαλκανικό χώρο υπήρξε ασήμαντη, δεδομένου ότι η έδρα της ήταν αρχικά στη Βιέννη και αργότερα στο Βερολίνο και το δημοσιογραφικό της όργανο «Μακεδονική Υπόθεση», που εκδίδονταν στην βουλγαρική γλώσσα, δύσκολα μπορούσε να καταστεί προσιτό στα Βαλκάνια. Μέχρι το 1928 μόνο στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας δημιουργήθηκαν μικροομάδες της ΕΜΕΟ (Eνωμένης), χωρίς ουσιαστική πολιτική σημασία, ενώ το 1929 εξαρθρώθηκαν οριστικά από τις σερβικές αρχές. Στη Βουλγαρία ιδρύθηκαν το 1928 οι πρώτοι πυρήνες της οργανώσεως, ωστόσο η ΕΜΕΟ (Eνωμένη), λόγω του στενού κομμουνιστικού της χαρακτήρος και της εχθρικής στάσεως της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της χώρας και περιορίσθηκε σε προπαγάνδα μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων. Βασική πολιτική γραμμή της οργανώσεως αποτελούσε το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία» και υπό την έννοια «μακεδονικός λαός» συμπεριλαμβάνονταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας (Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Έλληνες, Αθίγγανοι). Σε υπόμνημα της οργανώσεως, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1927, για την κατάσταση των καταπιεσμένων λαών της Βαλκανικής προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Εθνικών Μειονοτήτων στη Γενεύη, τονιζόταν χαρακτηριστικά :
« …Στη σερβική Μακεδονία όλες οι κυβερνήσεις του Βελιγραδίου, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, σε σχέση με τους Μακεδόνες εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Ο μακεδονικός λαός, δηλαδή όλες οι εθνότητες που ζούσαν και ζουν εκεί και εξ' ονόματος των οποίων ομιλούμε: Bούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες, Τσιγγάνοι στερούνται πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Όλες οι σερβικές αρχές τους μεταχειρίζονταν και εξακολουθούν να τους μεταχειρίζονται ως Σέρβους… Αν εξετάσουμε πως ζει ο μακεδονικός λαός υπό την ελληνική δουλεία, θα διαπιστώσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι ίδια. Οι ελληνικές αρχές έδιωξαν τους Τούρκους από την Μακεδονία αφού πρώτα τους καταλήστευσαν. Στους Εβραίους προβάλλουν πολλά εμπόδια, για να τους εξαναγκάσουν να μετοικήσουν. Διώχνουν και τους Βούλγαρους… Δεν υπάρχει διαφορά πολιτικής μεταξύ της ελληνικής και σερβικής κυβέρνησης σε σχέση με τις εθνότητες της Μακεδονίας. Τις εθνότητες αυτές η Ελλάδα τις μεταχειρίζεται σα να είναι δούλοι… Αν εξετάσουμε το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, θα παρατηρήσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι όμοια με το σερβικό και ελληνικό τμήμα. Οι Μακεδόνες Έλληνες και Τούρκοι που πριν κατοικούσαν εδώ, εκδιώχθηκαν. Ο πληθυσμός που κατοικεί σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας, όντας βουλγαρικής εθνικότητας, απολαμβάνει πολιτιστικών δικαιωμάτων. Έχει σχολεία, εκκλησίες κλπ. Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ της κατάστασης των Μακεδόνων στη Βουλγαρία και εκείνης στην Ελλάδα και Σερβία… Από κάθε άλλη άποψη, η κατάσταση των Μακεδόνων σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας δε διαφέρει από τα τμήματα που βρίσκονται υπό την εξουσία της Ελλάδας και της Σερβίας, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις είναι και χειρότερη. Το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί στη Μακεδονία υπό τη βουλγαρική εξουσία είναι από τα περισσότερο τυραννικά που υπάρχουν στον κόσμο… Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν αφεθεί να ζουν οι Μακεδόνες Βούλγαροι σε αυτό το μέρος της Μακεδονίας, αυτή είναι ιδιαίτερα τραγική. . .».
Ποιοί παράγοντες επέδρασαν, ώστε να εγκαταλειφθεί η θέση αυτή και να υιοθετηθεί η άποψη για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», ταυτιζομένου αποκλειστικά με την σλαβική ομάδα; Σήμερα, η δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο της Κομιντέρν μας επιτρέπει να διαγράψουμε την σχετική διαδικασία πληρέστερα. Γενικά, επιβεβαιώνεται η παλαιά θέση ότι μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Κομμουνιστική Διεθνής επιθυμούσε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του Μακεδονικού Ζητήματος από τη ναζιστική Γερμανία προς όφελος της Βουλγαρίας στον επικείμενο πόλεμο, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ είχε αποδεχθεί το 1933 την θέση της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» αλλά ως δεύτερο βουλγαρικό κράτος, θεωρώντας συμβατή την εθνική ταυτότητα «Βούλγαρος» με την πολιτική ετικέτα «Μακεδόνας», ήταν έκδηλη πλέον η ανάγκη για την ανάληψη ενός αγώνα -όχι μονάχα ιδεολογικού και πολιτικού, αλλά και εθνικού- κατά της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ. Σημαντική επίδραση είχε και η προσπάθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς να αποτρέψει την εκμετάλλευση των εθνικών προβλημάτων της Γιουγκοσλαβίας, ιδιαιτέρως του Κροατικού, από τη ναζιστική Γερμανία και για τον λόγο αυτόν τέθηκε επί τάπητος και το ζήτημα της ιδρύσεως Εθνικού Κροατικού και Σλοβενικού Κόμματος, ώστε τα -σε εθνική πλέον βάση- Κομμουνιστικά Κόμματα να ασχοληθούν με τα εθνικά προβλήματα της χώρας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν, η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα σε ενδεχόμενη γερμανική προσπάθεια για διείσδυση στα Βαλκάνια.
Μόλις ο Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ (ψευδώνυμο Γκρόμωφ), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση της οργανώσεως και η προοπτική της «επαναστατικής δράσεως» θα συζητηθούν στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπέβαλε στις 15 Νοεμβρίου του 1933 στη Γραμματεία των Βαλκανικών Κρατών (Balkanländer Sekretariat - στο εξής BLS), το αρμόδιο όργανο της Κομιντέρν για τα Βαλκάνια, ένα υπόμνημα. Σ' αυτό αναζήτησε τα αίτια της αποτυχίας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) να εξελιχθεί σε μαζική οργάνωση στον συγκεντρωτικό της χαρακτήρα, στις δυσκολίες της διαδόσεως της εφημερίδος Μακεδονική Υπόθεση αλλά και στις δυσκολίες αναγνώσεως και κατανοήσεως της εφημερίδος στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία, καθώς αυτή εκδίδονταν στην λόγια βουλγαρική γλώσσα. Ιδιαίτερα επεσήμανε ο Ποπτόμωφ τις διαφορετικές πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τρία τμήματα του ευρυτέρου μακεδονικού χώρου και τον συνεχή εκσερβισμό και εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να χειρίζονται άνετα στον γραπτό και προφορικό λόγο μόνον την ελληνική ή τη σερβική γλώσσα. Έτσι, κατά τον Ποπτόμωφ, η εφημερίδα Μακεδονική Υπόθεση μπορούσε να γίνει κατανοητή μονάχα από τους Βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες της Βουλγαρίας. Ολοκληρώνοντας, πρότεινε την αποκέντρωση της οργανώσεως, την ίδρυση δηλαδή σε κάθε τμήμα της Μακεδονίας μιας εθνικοεπαναστατικής οργανώσεως υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, με το σύνθημα «της αυτοδιαθέσεως του μακεδονικού λαού μέχρι τον αποχωρισμό σε κυρίαρχη και ενιαία Μακεδονία». Το βασικότερο, ίσως, σημείο της εκθέσεως του Ποπτόμωφ ήταν η επιβεβαίωση του κινδύνου της επιτυχίας του εκσερβισμού και του εξελληνισμού.
Στη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1933 του γραφείου της BLS (παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο Σμέραλ, μέλος του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επικεφαλής της Γραμματείας, ο Βαλέτσκυ, μέλος του Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γκέρμαν, ψευδώνυμο του Βούλγαρου Γκίτσεφ από τη Δοβρουτσά, ο Σπυριδώνωφ, ψευδώνυμο του Tράιτσο Κοστώφ, μέλους του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος) εξετάσθηκε η εισήγηση του Ρίλσκυ (ψευδώνυμο του Γκεόργκυ Καρατζώφ), μέλους της VMRO Ενωμένης στη Βουλγαρία, για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη) και εγκρίθηκαν οι θέσεις του αναφορικά με το δικαίωμα του «μακεδονικού λαού» για απόσχιση, για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και για Βαλκανική Ομοσπονδία των εργαζομένων. Τέθηκε και το ζήτημα της εθνικότητος των Μακεδόνων και «θεωρήθηκε αναγκαία η ειδική εξέταση του ζητήματος, αν είναι δυνατό με τη συμμετοχή των συντρόφων που έφθασαν από την Μακεδονία». Στη συνεδρίαση της 22ας Δεκεμβρίου του 1933 συμμετείχε και o Βλάχωφ. Τέθηκε το ζήτημα της συντάξεως ενός σχεδίου - αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Ενωμένη), με βασικό πυρήνα την εθνικότητα των Μακεδόνων και ανατέθηκε στους Βλάχωφ, Ρίλσκυ και Γκέρμαν σε τρεις ημέρες να παρουσιάσουν το σχέδιο - απόφαση. Τα βασικά σημεία του σχεδίου ήταν τα ακόλουθα:
«Το εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα στενά συνδεδεμένο με το ζήτημα του πολέμου και με το ζήτημα της διεθνούς κοινωνικής επανάστασης. Η σπάνια ιδιομορφία της ιστορικής εξέλιξης δημιούργησε εδώ από εθνική άποψη μια κατάσταση που δεν έχει ανάλογη πουθενά στην Ευρώπη… Μετά τον βαλκανικό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η Μακεδονία διαμελίστηκε σε τρία μέρη και διανεμήθηκε μεταξύ Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επήλθε τεχνητή μετακίνηση πληθυσμών ολόκληρων περιοχών, εποικισμός, βίαιη απεθνοποίηση και αφομοίωση… Ο μακεδονικός λαός βλέπει τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός, όσο τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα θα εκμεταλλεύονται τα μικρά βαλκανικά κράτη… Ο πληθυσμός της χώρας που έχει ήδη περάσει τόσους πολέμους, συνειδητοποίησε ότι ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη φυσική του εξόντωση, αν ο πόλεμος δεν αποτραπεί από προγενέστερη εξέγερση και τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης στην Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση συσπειρώνει σε ένα σύνολο όλο τον εργαζόμενο πληθυσμό αυτού του τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου και δημιουργεί εδώ το ιδιότυπο γεγονός, ότι και ο πληθυσμός που ομιλεί τη σλαβική γλώσσα και ο πληθυσμός που ομιλεί τις γλώσσες των μειονοτήτων αισθάνεται την ίδια εθνική καταπίεση, οικονομική εκμετάλλευση, λεηλασία, αισθάνονται συνδεδεμένοι ως ένα σύνολο με τα κοινά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας αναφορικά με τα επερχόμενα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος…
Οι εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας δεν αυτοχαρακτηρίζονται και δεν θέλουν να είναι ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι, θεωρούν και την κυβέρνηση των Ελλήνων και των Τούρκων ως ξένη εξουσία. Αυτοχαρακτηρίζονται ως κυρίαρχο μακεδονικό σύνολο… Εδώ ταυτίζεται η ιδέα της εθνικής μακεδονικής κυριαρχίας, το δικαίωμα της πλήρους εθνικής αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας, η ιδέα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονικής Δημοκρατίας των εργαζομένων, με τον κοινό αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και για την κοινωνική επανάσταση…» .
Το κύριο μέρος του προσχεδίου αναφερόταν στον επικείμενο πόλεμο και υπό τον όρο «μακεδονικός λαός» ή οι «εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας» υπονοούνταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας -Σλάβοι και μη Σλάβοι- ως ένα ενιαίο πολιτικό σύνολο, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός». Αυτή η ιδιαιτερότητα νομιμοποιούσε το δικαίωμα για ενιαίο και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος «των εργαζομένων μαζών». Ουσιαστικά, το προσχέδιο δεν διέφερε από τις προηγούμενες διακηρύξεις της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) με την απλή διαφορά ότι για λόγους τακτικής δε γινόταν πλέον αναφορά σε σοβιετική δημοκρατία ή βαλκανική ομοσπονδία. Το κείμενο του προσχεδίου δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και στη συνεδρίαση της BLS στις 28 Δεκεμβρίου του 1933, στην οποία δεν παρέστη ο Βλάχωφ, ανατέθηκε στον Γκέρμαν (ψευδώνυμο του Γκίτσεφ) να υποβάλλει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1933 στο γραφείο της BLS, το τελικό κείμενο του σχεδίου - αποφάσεως. Αλλά και το κείμενο που υποβλήθηκε στον Σμέραλ, στις 31 Δεκεμβρίου του 1933, ήταν παρόμοιο με το προσχέδιο:
«…Μετά τον βαλκανικό και ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ως αποτέλεσμα των οποίων ο ενιαίος από γεωγραφική και οικονομική άποψη χώρος της Μακεδονίας διανεμήθηκε σε τρία μέρη μεταξύ της Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οικονομική και πολιτική κατάσταση του μακεδονικού πληθυσμού χειροτέρεψε περισσότερο… Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η παλιά εθνογραφική φυσιογνωμία μερικών τμημάτων της Μακεδονίας σχεδόν άλλαξε ριζικά -στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας- και στο βαθμό που έμειναν εκεί ντόπιοι κάτοικοι, τους απαγορεύεται με την απειλή της θανατικής καταδίκης να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (στη Μακεδονία υπό τη σερβική και ελληνική εξουσία)… Η συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου μακεδονικού πληθυσμού -που ζει στη Μακεδονία ή στην προσφυγιά- παρά τις υπάρχουσες διαφορές στη θρησκεία και τη γλώσσα και τις τεχνητά δημιουργηθείσες στη διάρκεια των αιώνων διχόνοιες, αισθάνεται συνδεδεμένη σε ένα σύνολο με τα κοινά οικονομικά, πολιτικά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας, αναφορικά με τα επερχόμενα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος… Έχοντας ως βάση τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της διατήρησης της κοινής οικονομικής και πολιτικής ενότητας της Μακεδονίας προς το συμφέρον της φυσικής του ύπαρξης, (ο πληθυσμός) απαιτεί το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι την απόσχιση σε ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος. Οι μακεδονικές μάζες δε θέλουν πια να ανήκουν ούτε στη Βουλγαρία ούτε στη Σερβία ούτε στην Ελλάδα, παρόλο που από την άποψη της γλώσσας και της θρησκείας χωριστά τμήματα του μακεδονικού πληθυσμού είναι συγγενέστερα με τον πληθυσμό αυτού ή του άλλου βαλκανικού κράτους… Έχοντας όλα αυτά υπόψη το βαλκανικό προλεταριάτο πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηρίζει τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του μακεδονικού λαού για την εθνική απελευθέρωση και συνένωση, διδάσκοντάς τον πάντα με συνέπεια και σταθερότητα ότι μονάχα η πλήρης ήττα του ιμπεριαλισμού θα απελευθερώσει το μακεδονικό λαό από τον κίνδυνο της πλήρους φυσικής εξόντωσης, απειλή υπό την οποία βρίσκεται πάντα εν όψει της γεωγραφικής του θέσης».
Oι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές δεν συνέλαβαν τότε την ουσία του προβλήματος. Επρόκειτο, φυσικά, για το ζήτημα της ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, τους οποίους η αναθεωρητική Βουλγαρία χαρακτήριζε ως αλυτρώτους Βουλγάρους, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην προσχώρηση της Βουλγαρίας στο γερμανικό στρατόπεδο στον επικείμενο πόλεμο. Η αμφισβήτηση της βουλγαρικής ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας θα στερούσε την Βουλγαρία από το δικαίωμα διεκδικήσεων. Ήδη κατά τις Διαβαλκανικές Συνδιασκέψεις (1930 - 1933) ήταν χαρακτηριστική η εμμονή της Βουλγαρίας στην ανάγκη υπογραφής διμερών συμφωνιών για την προστασία των μειονοτήτων. Αυτό ήταν το πνεύμα που θα έπρεπε να διακατέχει την απόφαση. Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της BLS, στις 3 Ιανουαρίου του 1934, το κείμενο του Γκέρμαν δεν έγινε αποδεκτό και κατέστη αναγκαία η παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών της Κομιντέρν. Είναι αποδεδειγμένη η συμμετοχή του Κoλάρωφ στην τροποποίηση του σχεδίου - αποφάσεως. Το νέο κείμενο παρουσιάσθηκε στη συνεδρίαση της BLS, στις 7 Ιανουαρίου του 1934 και εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε κλειστή συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 1934. Σύμφωνα με το λιτό πρωτόκολλο της συνεδριάσεως, μετά την εισήγηση του Σμέραλ ακολούθησε συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων και οι Βλάχωφ, Κολάρωφ, Βαλέτσκυ και Γκέρμαν. Δυστυχώς, δεν κατεγράφησαν οι απόψεις που εκτέθηκαν. Το Πολιτικό Γραφείο δέχθηκε το κείμενο της εισηγήσεως ως βάση και ανέθεσε στη BLS «να συντάξει οριστικά το κείμενο, με βάση την ανταλλαγή απόψεων και σε συμφωνία με τον σύντροφο Koυουσίνεν. Το σύνθημα «Δημοκρατία των Εργαζομένων» οφείλει να μείνει στην απόφαση».Έτσι, στάθηκε καθοριστική η παρέμβαση ανωτάτων στελεχών της Κομιντέρν, όπως του Όττο Κουουσίνεν, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλους του Φιλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στην τελική διατύπωση της αποφάσεως για το Μακεδονικό Ζήτημα και την ΕΜΕΟ (Ενωμένη). Η απόφαση αυτή διέφερε σημαντικά από το σχέδιο - απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου του 1933:
«Στις συνθήκες της όξυνσης των διεθνών και ταξικών αντιφάσεων, του άμεσου κινδύνου νέων πολέμων και της ωρίμανσης της επαναστατικής κρίσης, το μακεδονικό εθνικό-επαναστατικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου είναι η VMRO(Εν.), παίζει το ρόλο ενός σημαντικού παράγοντα και συμμάχου της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλων των καταπιεσμένων εθνοτήτων στον αγώνα για ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων στα τρία κράτη που υποδούλωσαν την Μακεδονία.
Η διανομή της Μακεδονίας, που υπήρξε η βάση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας στον πόλεμό τους εναντίον της Τουρκίας και απέβη αμέσως ζήτημα, που οδήγησε σε νέο πόλεμο της Σερβίας και της Ελλάδας και άλλων εναντίον της Βουλγαρίας, αποτελεί στη μεταπολεμική περίοδο μόνιμη αιτία για την όξυνση των αντιφάσεων και του αγώνα μεταξύ των τριών κρατών για κυριαρχία σε ολόκληρη την Μακεδονία και για έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη μετέτρεψαν την Μακεδονία σε προγεφύρωμα για πολεμικές ενέργειες κατά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και εκμεταλλεύονται τώρα το Μακεδονικό Ζήτημα για την ενίσχυση των θέσεών τους στα Βαλκάνια. Έτσι, η Μακεδονία είναι μια από τις εστίες στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Τα κράτη που κυριαρχούν στη Μακεδονία εφαρμόζουν ληστρική οικονομική πολιτική που απομυζεί τους εργαζόμενους, λυσσώδη τρομοκρατία και εθνική καταπίεση… Τα κυρίαρχα έθνη των τριών ιμπεριαλιστικών κρατών που διαμέλισαν την Μακεδονία, αιτιολογούν την εθνική καταπίεση με την άρνηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του μακεδονικού λαού, με την άρνηση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους. Ο ελληνικός σωβινισμός δηλώνει ότι ο γηγενής σλαβικός πληθυσμός στο μέρος της Μακεδονίας που εξουσιάζει, αποτελείται από εκσλαβισμένους στους παρελθόντες αιώνες Έλληνες, οι οποίοι πρέπει με τη βία «να επιστρέψουν» στην ελληνική κουλτούρα, απαγορεύοντάς τους να μιλούν και να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Οι μεγαλοσέρβοι σωβινιστές, επικαλούμενοι την ύπαρξη σερβικών προσμείξεων στη γλώσσα του ντόπιου μακεδονικού πληθυσμού, δηλώνουν τον πληθυσμό αυτόν ως μία από τις «φυλές» του ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους και τον εκσερβίζουν με τη βία. Τέλος, ο βουλγαρικός σωβινισμός, εκμεταλλευόμενος τη συγγένεια της μακεδονικής γλώσσας με τη βουλγαρική, τους δηλώνει ως Βούλγαρους και μ' αυτό δικαιολογεί το κατοχικό καθεστώς στην περιφέρεια του Πετριτσίου και τη ληστρική του πολιτική σε σχέση με ολόκληρη την Μακεδονία. Διεξάγοντας αγώνα εναντίον του διαμελισμού και της υποδούλωσης του μακεδονικού λαού, εναντίον κάθε είδους εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης, η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να ξεσκεπάσει το αληθινό νόημα όλων των σοφισμάτων που αρνούνται στους Μακεδόνες τον χαρακτήρα του έθνους και να μην επιτρέπει τη διείσδυσή τους στο περιβάλλον της… Η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να οργανώνει και καθημερινά να διεξάγει αγώνα εναντίον όλων των ειδών της εθνικής καταπίεσης, εναντίον κάθε έκτακτων νόμων, για το δικαίωμα της μητρικής γλώσσας σε όλα τα κρατικά και δημόσια ιδρύματα, για την ελευθερία των σχολείων, εκδόσεων, κλπ. στη μητρική γλώσσα… Σ' αυτόν τον αγώνα κεντρικό σύνθημα της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) πρέπει να είναι το σύνθημα για το δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση, μέχρι την απόσχιση και την κατάκτηση της ανεξάρτητης, ενιαίας μακεδονικής δημοκρατίας των εργαζομένων…».
Είναι σαφής η διαφοροποίηση των εννοιών «μακεδονικός λαός» (όλες δηλαδή οι εθνότητες της Μακεδονίας, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός») και «μακεδονικό έθνος», ως εθνική κατηγορία με αποκλειστική αναφορά στους Σλάβους. Καθώς οι μέχρι τότε προσπάθειες της ΚΔ να εκμεταλλευθεί το Μακεδονικό Ζήτημα -κυρίως με την επαναστατική ιδέα- δεν έφεραν τα ποθητά αποτελέσματα, η προσφυγή στην εθνική ιδέα ήταν λυσιτελέστερη. Αποτελούσε, ωστόσο, η απόφαση αντανάκλαση των πραγματικών συνθηκών; Είχε δημιουργήσει η διανομή της Μακεδονίας μία αίσθηση ενότητος στους Σλάβους, την ανάγκη αποξενώσεως από την βουλγαρική, τη σερβική ή την ελληνική εθνική ιδέα; Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εξελίξεις στα τρία τμήματα της Μακεδονίας στάθηκαν διαφορετικές. Ο σλαβικός πληθυσμός χρησιμοποιούσε τον όρο (Σλαβο)Μακεδόνες ως γεωγραφικό όρο αλλά και ως ανώδυνο όρο, που μπορούσε να ουδετεροποιήσει τον ίσως επικίνδυνο δημόσιο αυτοχαρακτηρισμό «Βούλγαρος» στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα ή να εκφράσει έναν τοπικισμό, την έννοια του «αυτόχθονος» σε αντιδιαστολή με τους «επήλυδες», τους Σέρβους εποίκους ή τους Έλληνες πρόσφυγες. Συνειδησιακά, η αίσθηση της διαφορετικότητος από την ελληνική ή τη σερβική ιδέα εκφραζόταν περισσότερο με μία φιλοβουλγαρική στάση, στον βαθμό που δεν μπορούσε να γίνει λόγος για άτομα με ρευστή συνείδηση.
Στην ιστοριογραφία των Σκοπίων υποστηρίζεται η άποψη ότι η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπήρξε η πρώτη αναγνώριση του «μακεδονικού έθνους» ως αντικειμενικής πραγματικότητος από διεθνή φορέα, γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις. Όπως όμως προκύπτει από τα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων, το διαφορετικό περιεχόμενο των προσχεδίων της αποφάσεως και της τελικής αποφάσεως αποδεικνύει ότι το «μακεδονικό έθνος» δε θεωρούνταν από την αρχή μία δεδομένη πραγματικότητα. Η Κομμουνιστική Διεθνής ούτε αναφέρθηκε στους πρωτεργάτες του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, ούτε διευκρίνησε τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά των «Μακεδόνων», που τους διαφοροποιούσαν από τους Σέρβους, τους Έλληνες και τους Βουλγάρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ίδιοι οι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές, στο προσχέδιο και στο σχέδιο αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη), αδυνατούσαν να συλλάβουν την έννοια της «εθνικότητος των Μακεδόνων» ως ιδιαίτερο «σλαβομακεδονικό έθνος». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μία πολιτική απόφαση της ΚΔ, που επιβλήθηκε στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα.
Με την απόφαση αυτή, αμφισβητούνταν στη Βουλγαρία και στην ΕΜΕΟ του Μιχαήλωφ το δικαίωμα να διεκδικούν την απελευθέρωση των «Μακεδόνων» ως αλύτρωτων Βουλγάρων. Ταυτόχρονα, αίρονταν οι διαφωνίες μεταξύ των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών για την εθνική ταυτότητα των «Μακεδόνων». Τώρα τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα καλούνταν να μεταλλάξουν τον γεωγραφικό όρο «Μακεδόνες» σε εθνικό όρο, αναφερόμενο αποκλειστικά στους Σλάβους. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν μετά την άνοδο του Ναζισμού, μία ισχυρή Γιουγκοσλαβία θα έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα στην επέκταση του Χίτλερ στα Βαλκάνια. Με την αναγνώριση της εθνικής ιδιαιτερότητος των «Μακεδόνων» και την αμφισβήτηση των βουλγαρικών και των σερβικών διεκδικήσεων, το Μακεδονικό Ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί εντός μιας νέας Γιουγκοσλαβίας σε ομόσπονδη βάση. Δεν ήταν τυχαίο, επίσης, ότι στη συνεδρίαση της BLS, στις 5 Ιανουαρίου του 1934, ταυτόχρονα με την προετοιμασία της αποφάσεως για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» αποφασίσθηκε και η ίδρυση Κροατικού και Σλοβενικού Κομμουνιστικού Κόμματος εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου