Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΤΟ ΛΑΘΡΟΓΚΕΤΟ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΒΡΑΔΥ

Ρεπορτάζ-Φωτορεπορτάζ: Βαγγέλης Τριάντης, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Γιάννης Συμεωνίδης, Θέμης Μπάδας

Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές…
Κέντρο Αθήνας: Παρασκευή βράδυ

Στο έλεος περιθωριακών η πλατεία Ομονοίας

Ομόνοια, Παρασκευή βράδυ, γύρω στις 12:00. Η εικόνα στα στενά και τους γύρω δρόμους της πλατείας θυμίζει κάτι από τα προάστια του Παρισιού. Πόρνες, άστεγοι, έμποροι του λευκού θανάτου, πρεζάκια, αλλοδαποί. Το κεντρικότερο σημείο της πρωτεύουσας μοιάζει να είναι παραδομένο στις ορδές περιθωριακών στοιχείων. Σαν να πρόκειται για άτυπη συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και υπόκοσμου. «Μόλις πέσει το σκοτάδι, το κέντρο θα μας ανήκει μέχρι που να ξημερώσει και αλίμονο σε όποιον παραβεί τη συμφωνία».

Στο κέντρο της πλατείας τρεις αλλοδαποί έχουν ξαπλώσει καταγής, με κάποια κουρέλια που μόλις έχουν βγάλει από ένα διπλανό κάδο σκουπιδιών να τους σκεπάζουν. Το τσουχτερό κρύο και το ψιλόβροχο δεν φαίνεται να τους πτοούν, όπως άλλωστε και η παρουσία των «Επικαίρων».

«Από πού είσαι;» ρωτάμε τον έναν από τους τρεις. «Από το Πακιστάν», απαντά με σπαστά ελληνικά. «Kαι τι κάνεις εδώ;» «Δουλεύω», απαντά. «Πώς ήρθες;» Σε αυτή την ερώτηση δεν δόθηκε απάντηση και ο συνομιλητής μας, σαν να μην μας άκουσε, «τακτοποιούσε» τα… σεντόνια και τα σκεπάσματά του.

Τα «Επίκαιρα» προχωρούν. Στο σημείο της πλατείας που ξεκινά η οδός Σταδίου η εικόνα σοκάρει. Ένα συνονθύλευμα ναρκομανών, εμπόρων και έγχρωμων μεταναστών σουλατσάρει πάνω κάτω αδιαφορώντας για το τσουχτερό κρύο. Τα νταραβέρια πάνε κι έρχονται. Χρήματα και «λευκή σκόνη» ανταλλάσσουν χέρια μπροστά στα μάτια μας. Κανείς δεν φαίνεται να πτοείται. Λες και στο σημείο εκείνο τις βραδινές ώρες η διακίνηση της «λευκής σκόνης» είναι νόμιμη.

Η παρουσία των «Επικαίρων» αρχίζει να αναστατώνει. Κάποια δειλά βλέμματα παρατηρούν διερευνητικά. Στην Ομόνοια, τα βράδια κανείς δεν επιτρέπεται να διαταράξει τις δοσοληψίες τους.

Δυο τρεις από το μπουλούκι ξεχωρίζουν και πλησιάζουν. Με βραχνή και αργόσυρτη φωνή ζητούν να τους δώσουμε χρήματα. «Ρε μάγκες, μήπως έχετε κάνα ψιλό να πάρουμε τίποτα να φάμε;» Δίνουμε στον έναν δύο ευρώ. «Τι τα θες, ρε μεγάλε; Αν πεινάς, να σου πάρω κάτι να φας».

«Με δουλεύεις, ρε φιλαράκι; Ναρκομανής είμαι. τη δόση μου θέλω να πάρω. Τι να σου πω, ψέματα;» Η συζήτηση έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον κι άλλων από το μπουλούκι. Κάποιοι έχουν αρχίσει να ενοχλούνται. Οι «δικοί» μας μας συμβουλεύουν να απομακρυνθούμε. «Φύγετε, μάγκες, τα πράγματα αγριεύουν».

Προχωράμε στην Αθηνάς. Στο γνωστής επωνυμίας ταχυφαγείο, τέσσερις αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ αγοράζουν καφέδες και τυρόπιττες. Οι μηχανές αραγμένες ακριβώς απέξω. Το τι γίνεται στην πλατεία δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει και τόσο. Μοιάζουν σαν να έχουν συμβιβαστεί και οι ίδιοι.

Τρόμος γύρω από την πλατεία Κοτζιά

Λίγο πριν από την πλατεία Κοτζιά, δύο πρεζάκια στέκονται στα σκαλιά του κτιρίου που βρίσκεται εκεί ακουμπώντας στα τζάμια. Ο ένας είναι σχεδόν αναίσθητος. Ο δεύτερος σφίγγει γύρω από το χέρι του ένα λάστιχο. Μάλλον ήρθε η ώρα για τη δόση του. Η λευκή απόχρωση της σύριγγας αντανακλάται μέσα στη νύχτα, καθώς το φως από τα αυτοκίνητα πέφτει πάνω τους. Μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα άντεχε πάνω από πέντε λεπτά στο παγωμένο πλατύσκαλο και μάλιστα με τα χέρια γυμνά.

Ελάχιστα μέτρα πιο πέρα, τέσσερις πέντε αλλοδαποί έχουν στήσει το δικό τους κατάλυμα. Με αυτοσχέδια χαρτόνια και κουρέλια έχουν ξαπλώσει δίπλα στον άλλο για να ζεσταθούν. Κοιτώντας τα «Επίκαιρα» ένας από αυτούς ψελλίζει μερικές ακαταλαβίστικες λέξεις.

Ένα ζευγάρι περαστικών τρομάζει και έρχεται προς το μέρος μας. Αναζητά ασφάλεια. «Δεν είναι να πας πολύ κοντά», τονίζει η κοπέλα στα «Επίκαιρα». «Πριν από κάνα δυο μήνες μού άρπαξαν την τσάντα. Τους λυπήθηκα και πήγα να τους δώσω χρήματα κι ένας από αυτούς μου επιτέθηκε», σημειώνει.

Προχωρούμε προς την οδό Σωκράτους. Δεξιά και αριστερά του δρόμου η ίδια εικόνα. Αλλοδαποί και πρεζόνια περιφέρονται χέρι χέρι. Είναι η ώρα του νταραβεριού. Το ελληνικό στοιχείο μοιάζει σαν κάτι ξένο. Τα βλέμματα καρφώνονται πάνω μας και κάποιοι από αυτούς προσπαθούν να κινηθούν απειλητικά. Κάποιοι άλλοι τους σταματούν. Η παρουσία μας δεν εμπνέει καμία ανησυχία. Το νταραβέρι μπορεί να συνεχιστεί. Αλίμονο σε όποιον τολμήσει να το διακόψει! Στο κέντρο της πρωτεύουσας επικρατούν άλλοι νόμοι. Το να διαβεί από εκεί Έλληνας κρίνεται απαγορευτικό, πρώτα για τον ίδιο και μετά για τους αλλοδαπούς.

Σωκράτους και Ικτίνου, ένα «σμήνος» από μαύρες κοπέλες έρχεται τρέχοντας καταπάνω μας. Με σπαστά ελληνικά μάς αγκαλιάζουν και μας προτρέπουν να περάσουμε στα ενδότερα. Η παρουσία δύο αστυνομικών λίγα μέτρα πιο κει δεν φαίνεται να τις ενοχλεί. Την ύπαρξη πελατών αντιλαμβάνονται κι άλλες ομοεθνείς τους από το διπλανό στενό. Αμέσως καταφθάνουν φωνάζοντας δυνατά. Κάτω από την προστασία του σκοταδιού όλες φαίνονται το ίδιο. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καμία.

«Από πού είσαι;» ρωτάμε μία. «Από τη Νιγηρία», απαντά. «Έχεις οικογένεια;» «Έχω δώδεκα αδέρφια, όλα μικρότερα από μένα». «Τους βλέπεις ποτέ;» «Όχι, απλά μιλάμε στο τηλέφωνο πού και πού».

Ένα αυτοκίνητο περνά από δίπλα και σταματά. Δυο τρεις κοπέλες πλησιάζουν προς την πόρτα του αυτοκινήτου. Προσπαθούν να δελεάσουν τον οδηγό τάζοντας… Η πιο «τυχερή» μπαίνει στο αμάξι. Οι άλλες κοντοστέκονται. «Ε, εσύ δεν θέλεις;» ρωτούν με σπαστά ελληνικά. Φεύγουμε διακριτικά. Ένας ψηλός έγχρωμος αλλοδαπός, πιθανότατα Νιγηριανός, κοιτάζει διερευνητικά. Έχει καταλάβει ότι δεν πρόκειται για πελάτες και αναρωτιέται για το σκοπό της επίσκεψης.

Διακίνηση δίπλα στο Πολυτεχνείο

Μπαίνουμε ξανά κεντρικά. Προχωρούμε στην οδό Πανεπιστημίου και ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Στην οδό Μπενάκη στρίβουμε αριστερά. Στη συμβολή με την οδό Ακαδημίας ένας αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ στέκεται ακίνητος. Φοράει μάσκα «full face» και το μόνο που ξεχωρίζει είναι τα μάτια του. Εικόνα που παραπέμπει σε εμπόλεμη περιοχή και όχι στο κέντρο ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Κοιτάζει έντονα, ίσως η φωτογραφική μηχανή να του κινεί υποψίες. Λίγα μέτρα πιο κει βρίσκονται αραγμένες γύρω στις οχτώ μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ, με τους αναβάτες τους να κουβεντιάζουν δυνατά. Με το που θα πάρουν σήμα, είναι έτοιμοι να επέμβουν – λες και τίποτα έκνομο δεν συμβαίνει στην Ομόνοια και τους γύρω δρόμους.

Μπαίνουμε στη Σόλωνος και κατηφορίζουμε. Στο τέρμα της οδού συναντάμε την Καποδιστρίου. Το ψιλόβροχο έχει σταματήσει. Πατησίων και Καποδιστρίου, τρεις έγχρωμες αλλοδαπές στέκονται έτοιμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Μοιάζουν σαν να είναι οι ίδιες με αυτές στη Σωκράτους. Στο σκοτάδι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Η μία μιλά στο τηλέφωνο, μέχρι που αντιλαμβάνεται ότι περνά κόσμος. Παρακαλά να φύγουμε μαζί και δείχνει διάθεση για παζάρια. «Πόσα θέλεις;» «30, αλλά αν δεν έχεις δώσε λιγότερα, μωρό μου», απαντά. «Πού μένεις;» «Σε ξενοδοχείο» «Σε ποιο;» Δεν απαντά.

Μερικά μέτρα πιο κάτω φτάνουμε στο ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου. Ελάχιστοι περαστικοί προχωρούν με βήμα γοργό. Κανείς δεν κοντοστέκεται, λες και κάτι τον φοβίζει. Δίπλα από το Πολυτεχνείο, στην οδό Τοσίτσα, η εικόνα σοκάρει. Πρεζάκια, έμποροι και αλλοδαποί έχουν στήσει το δικό τους παζάρι. Για να ζεσταθούν έχουν ανάψει φωτιά σε έναν κάδο. Η σκέψη και μόνο να περάσει κανείς από κει προκαλεί τρόμο. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μπεις εκεί μέσα και να βγεις ζωντανός», τονίζει ένας ηλικιωμένος περαστικός στα «Επίκαιρα». Στα μάτια του διακρίνει κανείς τον τρόμο. «Κοίταξέ τους!» λέει χαμηλόφωνα. «Κάθε βράδυ το ίδιο. Μέχρι να σουρουπώσει σουλατσάρουν από δω κι από κει κλέβοντας κι αρπάζοντας και τα βράδια πάνε και ψωνίζουν», σημειώνει.

Τα «Επίκαιρα» πλησιάζουν προς το στενό. Ο χαμηλός φωτισμός είναι αρκετός για να δει κανείς τι επικρατεί. Μία νεαρή κοπέλα καρφώνει τη σύριγγα με το λευκό θάνατο στο χέρι της. Λίγο πιο πέρα ένας νεαρός περιμένει υπομονετικά, σε λίγο θα έρθει κι η δική του σειρά. Ένας 40άρης γεροδεμένος παίρνει κάποια χρήματα από μια ομάδα νεαρών. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για έμπορο. Φεύγουμε αργά –μια λάθος κίνηση ίσως να προκαλέσει υποψίες.

«Αποικία» μουσουλμάνων το κέντρο

Στρίβουμε αριστερά προς την Αχαρνών, η ώρα έχει πάει ήδη 2:00. Όσο κατηφορίζουμε, η εικόνα θυμίζει όλο και πιο πολύ ανατολίτικη χώρα. Το ελληνικό στοιχείο μοιάζει σαν κάτι ξένο όπως και η ελληνική παρουσία. Δεξιά κι αριστερά διακρίνει κανείς μαγαζιά με τις ταμπέλες να είναι γραμμένες στα αραβικά. Μίνι μάρκετ, ρούχα, τρόφιμα. Τα πάντα στην κατοχή αλλοδαπών. Έξω από ένα μίνι μάρκετ τρεις αλλοδαποί κοιτάζουν με απορία. Φορούν σανδάλια παρά το τσουχτερό κρύο. Προσποιούμαστε τους πελάτες κι αγοράζουμε μία τηλεκάρτα.

«Αστυνομία είστε;» ρωτά ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. «Όχι, γιατί;» «Τέτοιες ώρες μόνο αστυνομικοί είναι οι Έλληνες που περνάνε από δω».

«Το χεις καιρό το μαγαζί;» «Πέντε χρόνια». «Πώς και εδώ;», «Με δουλεύεις; Εδώ η περιοχή είναι δικιά μας, δύσκολα θα βρεις κάποιον δικό σας, όλοι είμαστε γνωστοί και φίλοι».

Λες και πρόκειται για αποικία. Το ιστορικό κέντρο των Αθηνών έχει καταντήσει αποικία αλλοδαπών. Δική τους πολιτεία, που σε λίγο θα ξεφύγει από τα στενά όρια της Αχαρνών και των γύρω στενών.

Μερικά μέτρα πιο κάτω ένα ελληνικό μαγαζί με κοστούμια έχει βάλει ταμπέλα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ». Είναι ίσως το μόνο ελληνικό στοιχείο στην περιοχή. Ανάμεσα στα μαγαζιά διακρίνει κανείς ένα σωρό καταστήματα με ταμπέλες «TRANSFER MONEY». Μέσω αυτών στέλνουν χρήματα στους δικούς τους. Εκροή κεφαλαίων, πληγή μόνιμη για την Ελλάδα, χρήματα χαμένα.

Συνεχίζοντας στην Αχαρνών προς την πλατεία Βάθη, η εικόνα είναι η ίδια. Ανατολίτικες ταμπέλες, αλλοδαποί και έντονη οσμή ξένου στοιχείου να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Πάνω στην Αχαρνών, μία ξανθιά κοπέλα έχει παρκάρει και συνομιλεί με τις άλλες δύο συνεπιβάτιδες στο πίσω κάθισμα. Η παρουσία της τραβά έντονα τα βλέμματα τριών περαστικών, πιθανότατα αφγανικής καταγωγής. Σαν να βλέπουν κάτι το εξωπραγματικό, κάποιον επισκέπτη.

Στην πλατεία Βάθη, η εικόνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά. Τέσσερις μηχανές της ΔΙΑΣ αραγμένες στη σειρά μαρτυρούν την αστυνομική παρουσία. Δύο από αυτούς μόλις έχουν συλλάβει έναν Αφγανό. Ο τελευταίος δεν φαίνεται να πτοείται. Μάλλον δεν θα είναι και η πρώτη φορά. Λίγο πιο πέρα, μία ξανθιά «πεταλούδα» της νύχτας στέκεται όρθια κρατώντας μια τσάντα στο χέρι. Ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει μία εμάς και μία τους αστυνομικούς.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια άλλη μελαχρινή γυναικεία φιγούρα περπατά πάνω κάτω με βήμα αργό. Προσπαθεί να ισορροπήσει στα ψηλά τακούνια που φορά και κοιτά με βλέμμα απλανές. Ένας 50άρης με αυτοκίνητο πλησιάζει και κατεβάζει το τζάμι. Συνομιλούν για λίγο και επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο – άλλος ένας πελάτης αυτή την κρύα νύχτα.

Προχωρούμε στα στενά για να βγούμε στην Ομόνοια. Η ώρα έχει πάει 4:00. Κάποιες φιγούρες αστέγων καλά τυλιγμένων με χαρτόνια και κουρέλια κοσμούν τους δρόμους λίγο πριν την πλατεία. Το οδοιπορικό έχει φτάσει στο τέλος του, αλλά όχι και η ανησυχία. Κανείς δεν μπορεί να κυκλοφορεί το βράδυ στην Ομόνοια δίχως να νιώθει φόβο. Στο κέντρο, τη νύχτα τα πάντα μπορεί να συμβούν… 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 03/02/2011

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καημένη Αθήνα, Καημένη Ελλάδα, πως σε καταντήσαμε!

Καιρός να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Να διορθώσουμε τα πράγματα όσο είναι καιρός, όσο είναι δυνατόν...

Πολύ καλό το οδοιπορικό. Συγχαρητήρια.