Μπορούμε να καταλάβουμε και εμείς τι ακριβώς συνέβη με την υπόθεση των ομολόγων; Διότι το μόνο που αντελήφθημεν (άτιμη απεργία) είναι ότι έγινε η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής και εκεί κατέληξαν στην παραδοχή ότι η υπόθεση έχει παραγραφεί.
Συγγνώμη, αλλά τότε για ποιο λόγο στήθηκε ολόκληρη εξεταστική επιτροπή; Για να καταλήξουμε σε κάτι που γνωρίζαμε πριν αυτή συσταθεί; Για να μείνουμε με την πικρή γεύση ότι «αν και υπάρχουν ενδείξεις για ποινικές ευθύνες πρώην υπουργών» δεν μπορεί να γίνει τίποτε;
Για να μας πουν ότι υπάρχουν «πασίδηλες πολιτικές ευθύνες», αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα; Και γιατί δεν έκαναν οι ίδιοι την «περαιτέρω έρευνα», ώστε να τεκμηριώσουν τις «πασίδηλες ευθύνες»;
Πρόκειται περί της απόλυτης αυτοακύρωσης του πολιτικού συστήματος, ενώ συγχρόνως, είτε με τις «ενδείξεις», είτε με τις «πασίδηλες ευθύνες» δεν δίνεται η ευκαιρία σε όσους θέλουν να καθαρίσουν το όνομά τους, να το πράξουν. Μένουν με την κηλίδα.
Προφανώς αυτός ήταν ο πολιτικός σκοπός. Διότι, απ’ όσο γνωρίζουμε, η μέχρι στιγμής έρευνα της Δικαιοσύνης δεν βρίσκει πολιτικές ευθύνες. Αλλά δεν τις βρήκε και η εξεταστική.
Και αυτό είναι το λιγότερο. Είναι πρόβλημα αυτών που έχουν εμπλακεί. Το χειρότερο είναι ότι, στην πράξη, βρεθήκαμε μπροστά σε άλλο ένα κοινοβουλευτικό φιάσκο. Διότι δεν είναι δυνατόν να συνεδριάζουν τόσους μήνες και να μην μας παρουσιάζουν τις αποδείξεις, έστω και αν τα αδικήματα έχουν παραγραφεί.
Δεν είναι δυνατόν, μετά από τόσους μήνες, απλώς να περιγράφουν όλοι μαζί την κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν και μετά από το πόρισμα της Επιτροπής, που υποτίθεται ότι συστάθηκε για να λάμψει η αλήθεια, να ακούμε παραινέσεις περί ανάγκης για περαιτέρω έρευνα.
Χωρίς αμφιβολία ευθύνες για την υπόθεση των ομολόγων υπήρξαν. Και αυτές σχετίζονται κατ’ αρχήν με τους ίδιους τους νομοθέτες, που από την μια ψηφίζουν τους νόμους που θεσμοθετούν την διαπλοκή και από την άλλη καλούνται να υποδυθούν τους δικαστές, εκδίδοντας τελικά διάφορες ήξεις αφήξεις αποφάσεις.
Η υπόθεση σοβεί από τις αρχές του 2007. Βρισκόμαστε στο 2011 και ακόμη δεν έχουν αποδοθεί ευθύνες.
Η περίφημη «Ακρόπολις Χρηματιστηριακή» είχε συναλλαγές με τα Ταμεία από το 1998, έναν χρόνο μετά την ίδρυσή της. Ως γνωστόν, η εταιρία ερχόταν σε επαφή με τις διοικήσεις των Ταμείων, τις οποίες διόριζαν (και εξακολουθούν να διορίζουν) τα κόμματα που βρίσκονταν στην εξουσία.
Μα ακόμη και υπουργός μέσα στην ίδια κυβέρνηση να άλλαζε, άλλαζαν και οι διοικητές. Πρόκειται περί μπανανίας. Και βέβαια υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Αλλά σχετίζονται ακριβώς με τον τρόπο διορισμού των διοικήσεων των Ταμείων και το νομοθετικό πλαίσιο, που λες και ήταν καμωμένο για να επιτρέπει τα παρατράγουδα.
Το νομοθετικό πλαίσιο υπήρξε πάντα σκόπιμα άθλιο. Ο νόμος 2676 του 1999, που τροποποιήθηκε με τον νόμο 2992 του 2002 και τον νόμο 3232 του Φεβρουαρίου του 2004, ουδέποτε υπήγαγε σε έλεγχο τα ομόλογα. Τα εξαιρούσε μάλιστα από τον έλεγχο της Επιτροπής Ελέγχου και Εποπτείας της Διαχείρισης της Περιουσίας των Ασφαλιστικών Φορέων που εδρεύει στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον νόμο 2676/99, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί μπορούσαν να επενδύουν με αποφάσεις των Διοικητικών τους Συμβουλίων σε ακίνητα και κινητές αξίες σε ποσοστό 23%. Πέραν αυτού του ποσοστού, οι επενδύσεις μπορούσαν να γίνουν με απόφαση του υπουργού Εργασίας και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (Ν2992/02). Ναι, αλλά ο νόμος έλεγε πως ο περιορισμός του 23% ΔΕΝ ίσχυε για επενδύσεις σε ομόλογα, για τις οποίες απαιτείτο μόνο απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. Υπάρχει μάλιστα και απάντηση του τότε αρμόδιου υπουργού Δ. Ρέππα προς το Ταμείο Συντάξεων Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείου Τύπου: «Οι επενδύσεις στους εν λόγω τίτλους ενεργούνται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς και χωρίς προηγούμενη έγκρισή μας».
Οπότε; Οπότε, αν η Επιτροπή ήθελε να παρουσιάσει πραγματικό έργο, να συμβάλει δηλαδή στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής και να δείξει με το δάχτυλο τους πολιτικά υπευθύνους όφειλε να μας δώσει κατάλογο ονομάτων:
Των υπουργών που έφεραν προς ψήφιση τα συγκεκριμένα νομοσχέδια και των βουλευτών που τα ψήφισαν χωρίς να αντιδράσουν σ’ αυτήν την περίεργη εξαίρεση από τον έλεγχο.
Των υπουργών που δεν τροποποίησαν τους παραπάνω νόμους, αλλά συνέχισαν να πορεύονται με αυτούς.
Των υπουργών που διόρισαν τις διάφορες διοικήσεις, που αυτή τη στιγμή ελέγχονται από την Δικαιοσύνη.
Των συνδικαλιστών που μετείχαν στις διοικήσεις των Ταμείων και ψήφισαν υπέρ της αγοράς των περίφημων δομημένων ομολόγων – ως γνωστόν οι συγκεκριμένες αποφάσεις είχαν ληφθεί ομόφωνα.
Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αποδεκτή η προσπάθεια αθώωσής τους (και από τον σημερινό υπουργό Γ. Κουτρουμάνη, που στις 28 Μαρτίου 2007, ως συνδικαλιστής και ο ίδιος, είχε δώσει άφεση αμαρτιών στους συναδέλφους του, λέγοντας πως «δεν ήξεραν από ομόλογα»). Αν δεν ήξεραν, ας πήγαιναν να μάθουν. Κι’ αν ήσαν ανεπίδεκτοι μαθήσεως, ας πήγαιναν σπίτι τους. Στα Ταμεία βρίσκονται για να τα προφυλάσσουν.
Τα 24 ταμεία προέβησαν από τις αρχές του 2006 και μετά σε επενδύσεις αξίας 1,26 δις ευρώ, με την σύμφωνη γνώμη των συνδικαλιστών που μετείχαν στα Διοικητικά τους Συμβούλια. Και δεν μιλάμε για οποιουσδήποτε συνδικαλιστές. Μιλάμε για μεγαλοσυνδικαλιστές, για πρόσωπα της πρώτης γραμμής, για κομματικά στελέχη ολκής.
Επ’ αυτού δεν λέει κανείς κουβέντα. Καλύπτονται και αυτοί (κάποιοι ναι) από την παραγραφή και την βουλευτική ασυλία;
Και μιλάμε για τρομερό συγχρονισμό. Στην αγορά των δομημένων ομολόγων συμφώνησαν 199 μέλη διοικήσεων (σε δύο μόνο περιπτώσεις διαφώνησαν δύο εκπρόσωποι των εργαζομένων).
Όσο για την σύνθεση αυτών των 199, έχει ως εξής: Οι 77 διορίζονται από τον υπουργό. Οι 68 είναι εκπρόσωποι των ασφαλισμένων από όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις. Οι 33 είναι εκπρόσωποι των εργοδοτών. Και οι 21 εκπρόσωποι των συνταξιούχων.
Μιλάμε δηλαδή για διακομματική «ομερτά». Που δεν έχει περιοριστεί στην υπόθεση των ομολόγων, αλλά και σ’ εκείνη του Χρηματιστηρίου, όπου επίσης τα Ταμεία έχασαν ζεστό χρήμα, χωρίς βέβαια να τιμωρηθεί κανείς.
Επίσης, δεν μάθαμε μέχρι πού πήγε η έρευνα της εξεταστικής. Έφθασε και ως το 2002-2003 που η «Ακρόπολις» αγόραζε και πουλούσε τα ίδια ομόλογα στα ίδια ταμεία; – τα ταμεία πουλούσαν στην «Ακρόπολις» τα ομόλογά τους σε χαμηλές τιμές και τα αγόραζαν ξανά με καπέλο.
Συγγνώμη, αλλά απ’ ότι είχαμε ακούσει, οι διώξεις για τα ομόλογα θα αφορούσαν την περίοδο 1999-2006. Και τώρα διαπιστώνουμε ότι τελικά ΔΕΝ αφορούσαν καμία περίοδο.
Συγγνώμη, αλλά τα τελευταία χρόνια ακούμε για πορίσματα (Ζορμπά), για περίπλοκες διαδρομές ως τις Παρθένες Νήσους, για διαφόρους εγκεφάλους, για απολογίες υπόπτων, για αμαρτωλές εταιρίες, για πρώην συνεταίρους που τώρα καρφώνουν ο ένας τον άλλο. Πού πήγαν όλα αυτά;
Σήμερα, τα Ταμεία βρίσκονται στο κόκκινο. Και, βεβαιωμένα, έχουν χάσει 6 δις ευρώ από τις κατά καιρούς επενδύσεις τους στο Χρηματιστήριο, στα ομόλογα και στα αμοιβαία.
Τον Ιούνιο του 2010 όλα τα κόμματα συμφώνησαν στη σύσταση Εξεταστικής για τα Ομόλογα. Και άρχισε το σήριαλ των καταθέσεων. Ο ένας έμπαινε, ο άλλος έβγαινε. Ο ένας έδειχνε τον άλλο. Ο ένας διέψευδε τον άλλο – μου είπε ότι σε κάποιον «θα τα έδινε», «όχι δεν του είπα αυτό, εκείνος μου είπε ότι έπρεπε να δώσει μίζα»! Είχαμε και δημόσια σύγκρουση μεταξύ Σανιδά και Ζορμπά.
Την ίδια ώρα, οι βουλευτές ομολογούσαν ότι έπρεπε να περάσουν από σεμινάρια για να ενημερωθούν για τόσο σύνθετα προϊόντα. Όχι τυχαία. Εννέα από τα δέκα μέλη της Επιτροπής δεν είχαν καμιά σχέση με διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές και ομόλογα.
Για να περάσουν την ώρα τους, έστελναν δια του Προέδρου της Επιτροπής Χρ. Πρωτόπαπα επιστολές με ερωτήματα προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Στο μεταξύ, οι πρώην διοικητές δεν προσέρχονταν στην Επιτροπή, επικαλούμενοι – και σωστά – την ιδιότητα του κατηγορουμένου ενώπιον της Δικαιοσύνης, η οποία ερευνούσε ήδη την υπόθεση επί 3,5 χρόνια.
Κατά την συζήτηση επί του πορίσματος η υπουργός Εργασίας διαπίστωσε αυτά που ξέρουμε όλοι: Πως τα ταμεία δεν έπρεπε να κάνουν αυτές τις επενδύσεις και πως στο μέλλον πρέπει να γίνεται χρηστή διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων, δίνοντας παράλληλα και μια διάλεξη σχετικά με το τι είναι τα δομημένα ομόλογα.
Σωστά, διότι αυτοί που συνέταξαν το πόρισμα το χρειάζονταν το σεμινάριο (αλλά προφανώς πριν καταλήξουν σε πόρισμα και το καταθέσουν στη Βουλή). Όπως είπαμε, εννέα στα δέκα μέλη της Επιτροπής δεν είχαν καμιά σχέση με το θέμα.
Είχαμε δύο γιατρούς, μια κοινωνική λειτουργό, έναν μικροεπαγγελματία, δύο δημοσιογράφους (και του αθλητικού ρεπορτάζ), έναν δικηγόρο, έναν παλαιό συνδικαλιστή και έναν αγρότη!
Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο για να καταλάβουμε ότι πρόκειται περί του απολύτου εμπαιγμού της κοινής γνώμης.
Σοφία Βούλτεψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου