Δεν αρκεί η διόρθωση ότι «η Τουρκία διεκδικούσε τα Ύμια», θα πρέπει ν' αλλάξει και η έκφραση ότι έγιναν «αμοιβαίες υποχωρήσεις».
Μόνο ΤΡΕΙΣ σελίδες αφιερώνουν οι συγγραφείς στην Επανάσταση του 1821!
Κύριε διευθυντά
Κανονικά, κάποιος που ενδιαφέρεται για την ποιότητα της παιδείας που παρέχεται στο ελληνικό σχολείο, θα 'πρεπε να είναι ευχαριστημένος με την απόφαση της κ. Διαμαντοπούλου να «διορθώσει» την αναφορά τη σχετική με την υπόθεση των Υμίων, διαμορφώνοντάς την σε: «με αφορμή τη διεκδίκηση από την Τουρκία της βραχονησίδας Ύμια...» (βλ. «ΠΑΡΟΝ», 25-7-2010, σ. 20). Βέβαια, ελπίζω ότι δεν σας διαφεύγει η κολοσσιαία αντίφαση, λίγο παρακάτω, με την έκφραση «αμοιβαίες υποχωρήσεις», να εμφανίζεται ο διεκδικών κάτι που δεν του ανήκει (η Τουρκία) ως υποχωρών, τη στιγμή μάλιστα που αυτός που πραγματικά υποχωρεί (η Ελλάδα) βλέπει τρία απ' τα καλύτερα παιδιά της να αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της τιμής.
Εγώ, κι ας μην είμαι ιστορικός, θα το 'βρισκα πιο σωστό και πιο τίμιο να δηλώνεται ότι «η Ελλάδα, κατόπιν και της παρεμβάσεως των Αμερικανών, εξαναγκάστηκε σε τακτική αναδίπλωση. Αυτό όμως, σε τίποτα δεν μειώνει τη σημασία της αυτοθυσίας τριών αξιωματικών του Πολεμικού μας Ναυτικού, του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού, που έδωσαν τη ζωή τους στον βωμό της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας.».
Τέτοιου είδους διατυπώσεις, όμως, προϋποθέτουν ιστορικούς που, εκτός από επιστημονική κατάρτιση, διαθέτουν και αγάπη για τον τόπο τους, όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη συγγραφή εθνικής ιστορίας, κι όχι δήθεν αντικειμενικούς παρατηρητές αγγλοσαξωνικής συνειδήσεως, που εν τέλει καλύπτουν την ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα των ισχυρών πίσω από μια επίφαση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας (ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο ρεπούσειος «συνωστισμός» στην παραλία της Σμύρνης κάνει την εμφάνισή του στο βιβλίο του Τζέφρυ Ευγενίδης Middle sex, εκδ. Libro, 2003, σ. 82: «... Στο μπράντι, ο πλωτάρχης Άρθουρ Μάξουελ του Ναυτικού της Αυτής Μεγαλειότητος και οι υποτελείς του έπαιρναν διαδοχικά τα κιάλια για να παρατηρήσουν την κατάσταση στην ακτή. «Τρομερός συνωστισμός ε;» [...] «...Όσο για τους Έλληνες, ε, κοίταξέ τους μόνο. Έκαψαν συθέμελα όλη τη χώρα και τώρα συνωστίζονται εδώ πέρα ζητώντας βοήθεια.
Ωραίο πούρο ε;»»).
Κι επειδή ωρισμένοι, επικαλούμενοι και την ορθότατη ρήση του Σολωμού περί ταύτισης εθνικού και αληθούς, θα ήθελαν να παρουσιάσουν τα λεγόμενα περί εθνικού προσανατολισμού ως προτροπή για εθνικιστικού χαρακτήρα ψευδολογία, σπεύδουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι εθνικός προσανατολισμός της ιστοριογραφίας σημαίνει προσπάθεια για διακρίβωση της ιστορικής αλήθειας που αφορά κατά κύριο λόγο ένα συγκεκριμένο έθνος (εν προκειμένω το ελληνικό) κι όχι εκτός τόπου και χρόνου ισομερώς κατανεμημένη μέριμνα για τις ιστορικές τύχες όλων ανεξαιρέτως των εθνών (πράγμα που και πρακτικά θα συνιστούσε ανεφάρμοστο εγχείρημα).
Οι συγγραφείς όμως του συγκεκριμένου βιβλίου δεν είναι οι πλέον κατάλληλοι για τη συγγραφή εγχειριδίου εθνικής ιστορίας, γιατί δεν τα πάνε και τόσο καλά με την έννοια της «εθνικής ταυτότητας»:
«Το στοιχείο που δέσποσε στην ελληνική πνευματική ζωή τον 19ο αιώνα ήταν η προσπάθεια οικοδόμησης μιας εθνικής ταυτότητας κοινής για ολόκληρο τον ελληνισμό», δηλώνουν στην αρχή της ενότητας 26, σ. 77.
Πρόκειται στην ουσία εδώ για κεκαλυμμένη έκθεση του μεταμοντέρνου ιδεολογήματος περί σχετικά πρόσφατης «κατασκευής» των εθνικών ταυτοτήτων (κατά συνέπειαν και της ελληνικής). Παραγνωρίζεται όμως το αντικειμενικό γεγονός ότι όταν π.χ. ο Ζαμπέλιος επεσήμαινε τη σχέση του κ.ν.ε. «τραγουδώ» με το α.ε. «τραγωδία» δεν κατασκεύαζε τίποτα, αλλά αποκάλυπτε απλώς τις υπαρκτές σχέσεις μεταξύ αρχαίου και νεώτερου ελληνισμού. Το ότι οι συγγραφείς σκοπίμως συγχέουν τις έννοιες «εθνική ταυτότητα» και «εθνική συνείδηση» φαίνεται και από την ακόλουθη διατύπωση: «Βεβαίως, η απόκτηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας κοινής για όλο τον ελληνισμό έπρεπε να βασίζεται σε μια ενιαία, καθομιλουμένη γλώσσα.». Προφανώς για να αποκτάται κάτι, σημαίνει ότι πριν δεν υπάρχει.
Όλα αυτά βεβαίως οι συγγραφείς φροντίζουν να τα εκθέτουν με μισόλογα, ανολοκλήρωτους συλλογισμούς, αποσιωπήσεις και σιβυλλικές διατυπώσεις του τύπου: «Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υποστήριξαν ότι η συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα υπήρξε αδιάκοπη και, για να ενισχύσουν αυτή τη θέση, στράφηκαν στη μελέτη του Βυζαντίου. Έτσι διαμορφώθηκε το τριμερές σχήμα της ελληνικής ιστορίας, αρχαία, βυζαντινή, νεότερη. Το σχήμα αυτό κυριαρχεί μέχρι σήμερα στην ελληνική ιστοριογραφία, ιδίως στη σχολική.».
Και μας μας έμεινε η απορία ποιο είναι το σχήμα που υιοθετείται από ένα μέρος της μη σχολικής ιστοριογραφίας, και προ παντός ποια θέση παίρνουν τελικώς οι συγγραφείς του βιβλίου που κατά τα φαινόμενα έχουν και δίνουν την εντύπωση ότι απευθύνονται σε μικρόνοες «ιθαγενείς».
Δέστε για παράδειγμα πώς τσουβαλιάζουν σε μία και μοναδική παράγραφο τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό, χωρίς να αισθάνωνται την ανάγκη να κάνουν τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ των δύο. Προκειμένου περί του εθνικισμού, ως παράγοντα που ωδήγησε στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφουν στη σελίδα 89: «Ο εθνικισμός έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην ωρίμανση των συνθηκών που οδήγησαν στον πόλεμο. Σε μια Ευρώπη όπου οι πολιτικές αποφάσεις είχαν πάψει πλέον να αφορούν μόνο τους ηγέτες, οι συμπεριφορές των λαών είχαν βαρύτητα. Βεβαίως εκτός από κάποιους φανατικούς, οι λαοί της Ευρώπης δεν επιθυμούσαν τον πόλεμο. Δεν ήταν, ωστόσο, και διατεθειμένοι να καταπνίξουν τα εθνικά τους αισθήματα για να διατηρηθεί η ειρήνη.».
Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε πώς είδαν οι συγγραφείς και τη στάση της Ελλάδας στην υπόθεση των Υμίων: ως κατάπνιξη των «εθνικών (διάβαζε: εθνικιστικών) μας αισθημάτων» «για να διατηρηθεί η ειρήνη», προς την οποία μονομερή «κατάπνιξη» προσπαθούν κι αυτοί να συμβάλουν με τη «χείρα βοηθείας» που τείνουν προς τους αμφισβητούντες την εθνική μας υπόσταση.
Το κάνουν άλλωστε και σε άλλες περιπτώσεις και με ποικίλους τρόπους. Το γεγονός και μόνο ότι για τα στρατιωτικά γεγονότα της ελληνικής επανάστασης αφιερώνονται τρεις σελίδες (σ. 30-32, με οχτώ μάλιστα εικόνες) είναι ενδεικτικό του πώς αντιμετωπίζεται το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεώτερου ελληνισμού που στοίχισε ποταμούς αιμάτων. Και μετά απορούμε που σε ερώτηση για το ποια γεγονότα αντιστοιχούν στις ημερομηνίες 25 Μαρτίου 1821 και 28 Οκτωβρίου 1940, επί 49 μαθητών της Γ΄ τάξεως ενός συνοικιακού γυμνασίου απάντησαν σωστά για μεν την πρώτη 30 μαθητές, για δε τη δεύτερη 24.
Σίγουρα, κάτι σάπιο υπάρχει στη «δημοκρατία» της Δανιμαρκίας, που δεν αντιμετωπίζεται με «διορθώσεις» επιδερμικού και ευκαιριακού χαρακτήρα αλλά χρήζει ριζικής και συνολικής αντιμετώπισης.
Χρίστος Δάλκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου