Μάτια γεμάτα αγωνία
Για άλλη μία φορά πήρα τον δρόμο τον ορεινό, αυτόν που οδηγεί στα Πομακοχώρια… Έχω καιρό να δω τον φίλο μου τον Αλή, έναν περήφανο, ψηλό με καταγάλανα μάτια Πομάκο, που μένει στη Σμίνθη…
Αφού ανηφόρισα σε έναν δρόμο όλο στροφές, με τη φύση γύρω μου να έχει ένα μελαγχολικό χρώμα, έφτασα στο χωριό, έξω από το όμορφο και περιποιημένο σπιτικό του φίλου μου.
Προχώρησα και χτύπησα την πόρτα του σπιτιού. Μετά από λίγο η πόρτα άνοιξε και είδα τον Αλή. Ούτε αυτός ήταν ίδιος, έδειχνε πολύ αλλαγμένος, σαν να γέρασε, αλλά περισσότερο έδειχνε φοβισμένος…
Χαιρετηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε και με κάλεσε να μπω μέσα… Καθήσαμε στο γιατάκι του, δίπλα στο παράθυρο και πιάσαμε κουβέντα…
Η αγωνία που είχε στο πρόσωπό του, στα μάτια του, στις κινήσεις του, άρχισε να βγαίνει πια και στις λέξεις…
Η γυναίκα του, η Αλιέ, μας έφερε τους καφέδες και έφυγε από το δωμάτιο.
- Πώς είσαι δάσκαλε; Καιρό είχες να φανείς, μου είπε σφίγγοντας τα χείλη του ο Αλή.
- Ναι, αλλά σε σκεφτόμουν. Βλέπεις, υπάρχουν δυσκολίες και έπρεπε να τρέχω για να τα βγάλω πέρα…
- Δυσκολίες ε; Μη νομίζεις, κι εμείς εδώ τα ίδια έχουμε, μου απάντησε.
- Δύσκολοι οι καιροί φίλε μου, πολύ δύσκολοι. Μεγάλη ακρίβεια. Να δούμε πως θα βγει και αυτός ο χειμώνας.
- Δεν βαριέσαι βρε δάσκαλε, να ήταν μόνο τα λεφτά… τότε θα ήταν εύκολα…
- Τι έγινε; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Μπορώ να βοηθήσω; Τι συμβαίνει;
- Τι να συμβαίνει δάσκαλε. Τα γνωστά… τα ξέρεις… αλλά τελευταία πολλά ακούγονται… ο κόσμος φοβάται, δεν ξέρει τι να κάνει… έχουμε κλείσει τις πόρτες των σπιτιών μας… δεν ξέρουμε πότε θα γίνει κάτι και αν θα γίνει…
- Τι να γίνει ρε Αλή; Παράξενα μου τα λες…
Σήκωσε το φλυτζάνι του καφέ, κούνησε το κεφάλι του και ήπιε μια γουλιά…
- Άκου δάσκαλε, πολλά δεν μπορώ να πω, έχω και οικογένεια, αλλά τα πράγματα έχουνε σφίξει. Όταν τριγύριζαν (οι γνωστοί εγκάθετοι του Τουρκικού Προξενείου) στα χωριά το καλοκαίρι, όλο έλεγαν να προσέχουμε τον Οκτώβρη… να είμαστε έτοιμοι… οι καιρός πλησιάζει… Τον τελευταίο μήνα, το ξαναέριξαν στα καφενεία σαν κουβέντα και ο κόσμος ενώ στην αρχή παραξενεύτηκε, μετά άρχισε να μαζεύεται, να φοβάται… Ποτέ δεν ξέρεις τι θα κάνουν αυτοί οι διάολοι… Όλο τα ανακατεύουν… Πάλι ήρθαν και έταζαν λεφτά σε όσους έχουν προβλήματα… σου τα έχω πει, τα ξέρεις… Γίνονται και αυτά στην Αμερική… άνθρωποι είμαστε, φοβόμαστε…
Μιλούσε και το κεφάλι του ήταν σκυφτό, δεν ήταν ο ίδιος… Ο φόβος έτρεχε στο μυαλό και στο κορμί του… Ποτέ άλλοτε δεν τον είχα δει έτσι…
- Άκου Αλή, αν και τα ξέρεις καλύτερα από εμένα, δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτε. Δεν γίνεται να φοβάσαι όταν είσαι στον τόπο σου, στο σπίτι του, στην πατρίδα σου, επειδή δεν είσαι μόνος. Νομίζεις εγώ δεν τα σκέφτομαι όλα αυτά; Όταν μαλώνουν τα βουβάλια Αλή δεν ανοίγουμε την πόρτα της αυλής μας για να μπούνε μέσα, επειδή θα μας καταστρέψουν το σπίτι μας. Έτσι κάνω κι εγώ… Εξάλλου, δεν είσαι μόνος. Ότι και αν χρειαστείς, οτιδήποτε, πάρε την οικογένεια και κατέβα στην πόλη, έλα στο σπίτι μου… Εντάξει; Αλλά δεν χρειάζεται ούτε να τα σκέφτεσαι αυτά… Αυτοί (τα τσιράκια του Προξενείου) αυτό θέλουν, να σας κάνουν να φοβηθείτε… Ρε, εσείς είστε ατρόμητοι… ο Μέγας Αλέξανδρος από εδώ πήρε τους καλύτερους στρατιώτες του, τους πιο δυνατούς, τους πιο θαρραλέους… σας φοβίζουν τώρα μερικά τσογλάνια;
- Όχι δάσκαλε, αν ήμουν μόνος μου, αν δεν είχα οικογένεια, υποχρεώσεις, θα ήταν αλλιώς…
- Έχεις δίκιο φίλε μου… αλλά κοίτα γύρω σου… σε έχουνε κλείσει μέσα στο σπίτι του, επειδή διαδίδουν φήμες. Κατάφεραν να σε φυλακίσουν!!!
- Ναι… το κατάφεραν…
Το είπε με σκυμμένο κεφάλι… Σήκωσε το χέρι του και με το εξωτερικό της παλάμης του καθάρισε τα μάτια του… Σηκώθηκα κι εγώ όρθιος... Τον αγκάλιασα και του ψιθύρισα: «Δεν είσαι μόνος, δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτε. Εγώ δεν φοβάμαι κανέναν επειδή είσαι φίλος μου και ξέρω πως είσαι το καλύτερό μου στήριγμα. Μόνο τον Θεό φοβάμαι… Κανέναν άλλον…».
Με χτύπησε στην πλάτη και με κοίταξε.
- Σε ευχαριστώ Κώστα. Σε ευχαριστώ…
- Θα με ευχαριστήσεις πολύ αν πάρεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά, τον αδερφό σου και την οικογένειά του και κατεβείτε κάτω, στην πόλη, να πάμε να φάμε όλοι μαζί. Εντάξει;
Τα μάτια του άνοιξαν, μεγάλωσαν ξαφνικά…
- Να είσαι καλά φίλε μου… σε ευχαριστώ πολύ. Θα έρθουμε. Θα σου τηλεφωνήσω για να τα κανονίσουμε…
- Εμείς τα έχουμε κανονισμένα Αλή. Πες τη γυναίκα σου να πάρει τηλέφωνο στη δικιά μου, να συνεννοηθούν για τις λεπτομέρειες…
Η πόρτα άνοιξε, μπήκε η Αλιέ, τώρα χαμογελούσε… Σίγουρα μας άκουγε…
Προχώρησα προς την πόρτα και βγήκα έξω. Γύρισα προς τον Αλή, του έπιασα τον ώμο και του είπα: «Όλα θα πάνε καλά. Άσε τα μαύρα τα σκυλιά να λένε τις βλακείες τους».
- Καλό χειμώνα να έχουμε δάσκαλε.
- Ις Αλάχ (να δώσει ο Θεός) του απάντησα… Και κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσεις να μου μαθαίνεις τα Πομάκικα. Εντάξει;
Ο Αλή χαμογέλασε. "Θα γίνει κι αυτό, γεροί να είμαστε" μου απάντησε.
Η Αλιέ έτρεξε κοντά μας. Μου έδωσε ένα κουτί.
- Είναι γλυκά, είχαμε γιορτή (Ραμαζάνι και Σεκέρ Μπαϊράμ), να τα πάτε στη γυναίκα σας… και να της δώσετε χαιρετίσματα από όλους μας… Την άλλη φορά πείτε της να έρθει, θα την περιμένουμε με μεγάλη χαρά…
Ευχαρίστησα την Αλιέ και τον Αλή… Γύρισα στο αυτοκίνητο και άρχισα να απομακρύνομαι. Κοιτώντας στον καθρέφτη τους είδα να κουνούν τα χέρια τους αποχαιρετώντας με και χαμογελώντας…
Οδηγούσα στον δρόμο της επιστροφής… Και σκεφτόμουν πόσο ζημιά, πόσο κακό επιτρέπουμε να κάνουν κάποια σκουπίδια σε αυτούς τους αγνούς ανθρώπους…
Κωνσταντίνος
Πηγή:kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου