Προχθές, περπατώντας στη γειτονιά, σταμάτησε ταξιτζής για να με ρωτήσει αν ήξερα την οδό του προορισμού του. Συμβαίνει συχνά το ίδιο, όχι με ταξιτζήδες αλλά με κοινούς εποχούμενους που αναζητούν αγωνιωδώς ένα στίγμα της πορείας τους, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες. Με εκπλήσσει πάντα ευχάριστα η επαναλαμβανόμενη ευχαρίστηση που νιώθω, με την προσφορά προς συνανθρώπους μου, αυτής της στοιχειώδους κοινωνικής αλληλεγγύης -ιδιαίτερα όταν τυχαίνει να είμαι και αποτελεσματικός. Ωστόσο, κατά την προχθεσινή επανάληψη της σκηνής με τον ταξιτζή σε θέση ανάγκης, τσάκωσα τον εαυτό μου, όχι μόνο να μην εισπράττει τίποτα από τα αντίδωρα της φιλαλληλίας των άλλων φορών, αλλά αντίθετα να νιώθει μια έως και έντονη απαρέσκεια.
Πρόκειται προφανώς για το αποτέλεσμα μιας αύξουσας κοινωνικής εχθρότητας προς μια επαγγελματική ομάδα, της οποίας οι συνδικαλιστικοί αγώνες προσβάλλουν βάναυσα τις περί δημοσίου συμφέροντος απόψεις μια ευνομούμενης πολιτείας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους εφοριακούς που κατεβάζουν τα μολύβια, αρνούμενοι να εισπράξουν τους φόρους του κράτους, με την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και το κατέβασμα των διακοπτών, με τους φαρμακοποιούς που θέλουν να δουλεύουν λιγότερο, απαιτώντας όμως άλλοι (νέοι συνάδελφοί τους) να είναι άνεργοι, με τους φύλακες που κλείνουν την Ακρόπολη ή τους λιμενεργάτες που εμποδίζουν την προσέγγιση των κρουαζιερόπλοιων, εν μέσω τουριστικής περιόδου.
Δυστυχώς, έχουμε να κάνουμε με κλασικές περιπτώσεις όπου καθόλα συμπαθείς τάξεις έπαψαν να εμπνέουν τον επαγγελματικό σεβασμό, ως αποτέλεσμα άστοχων ενεργειών, κυρίως των συνδικαλιστικών ηγεσιών τους.
Για την “αγωνιστική κουλτούρα” του συνδικαλισμού, ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών, βρήκα ενδιαφέρον το άρθρο του Ι. Ληξουριώτη, με τίτλο “Οι εποχές της μισθωτής εργασίας”, στο περιοδικό The Athens Review of books, Νοέμβριος ’10.
Στο τέλος του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στο πλαίσιο της αναγνώρισης της γενικότερης άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, νομιμοποιήθηκαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τοποθετήθηκαν με ίσους όρους με τους εργοδότες απέναντι στο κράτος, καθιστάμενες θεσμικοί κοινωνικοί συνομιλητές, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τη ρητή αναγνώριση του δικαιώματος της απεργίας.
Ωστόσο, στη συνεχεία, τα συνδικάτα εκμεταλλευόμενα στο έπακρο τις φιλελεύθερες αρχές και την ανοχή των δημοκρατικών πολιτειών, ανέπτυξαν πρακτικές που ελάχιστη πλέον σχέση έχουν με την άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Ιδίως μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, καλλιεργώντας τα συνδικάτα το μύθο ότι το επίπεδο της εργατικής τάξης βελτιώθηκε κυρίως λόγω της δράσης τους και των συλλογικών συμβάσεων, απέκτησαν προνόμια δυσαναλόγως σπουδαιότερα από την ουσιαστική αναγνώρισή τους από τους εργαζόμενους και αξίωσαν μια μονοπωλιακή θέση στην κοινωνία.
Έτσι ο “Υπαρκτός Συνδικαλισμός”, (συμπεριλαμβανομένου αυτού των Πανεπιστημίων μας) έφτασε να αποτελεί το φόβητρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μαχόμενος τα δικαιώματα της ελεύθερης διακίνησης, της ελεύθερης έκφρασης και ανάπτυξης της προσωπικότητας και όσο κι αν εκπλήσσει, τα δικαιώματα της ελευθερίας, της μόρφωσης, της εργασίας και του συνεταιρίζεσθαι.
Μολονότι λοιπόν ο βαθμός συνδικαλιστικοποίησης των εργαζομένων μειώνεται και η ουσιαστική επιρροή των συνδικάτων στους μισθωτούς ελαχιστοποιείται, ο “Υπαρκτός Συνδικαλισμός” συνεχίζει, με τη χρήση του εξαναγκασμού, να διεκδικεί τη διατήρηση των προνομίων του. Φαίνεται μάλιστα αδύνατον να αποδεχτεί ότι, όπως οποιαδήποτε άλλη ομάδα συμφερόντων, έχει και υποχρεώσεις, και, επειδή ταυτίζει τα ιδιοτελή συμφέροντά του με το “κοινό καλό”, δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την ιδέα του σεβασμού του κοινωνικού συνόλου.
Με λιγότερα λόγια: Δεν είναι κακό να υπερασπίζεσαι τα συμφέροντά σου. Κακό είναι να περιφρονείς τη συλλογικότητα, τους θεσμούς και τους κανόνες, που στο κάτω κάτω δίνουν υπόσταση και αναγνωσιμότητα στα αιτήματά σου.
Αυτό δείχνουν να το αγνοούν ή μάλλον να το περιφρονούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των τελευταίων, ιδιαίτερα, ετών. Προεξάρχοντα παραδείγματα, αυτά των ηγεσιών της ΓΕΝΟΠ- ΔΕΗ και των ιδιοκτητών ταξί, που με την άμετρη εγωκεντρική δράση, την άρνηση του λόγου, την αυθαιρεσία και την προσφυγή στη βιαιοπραγία, εκχυδαΐζουν τον αγώνα των τάξεών τους.
Λέγεται ότι τη χυδαιότητα πρώτα την προσλαμβάνεις κυρίως εμπειρικά, πρώτα την αισθάνεσαι και μετά τη σκέφτεσαι. Στην περίπτωσή μας, την προσλαμβάνεις, επί τη εμφανίσει, από το σκοτεινό βλέμμα, τις επιθετικές χειρονομίες, τον απροσχημάτιστο ετσιθελισμό των δύο παραπάνω συνδικαλιστών. Και είναι ακριβώς αυτός ο ετσιθελισμός που οδηγεί στη χυδαιότητα. Για να επαληθεύει ο καίριος φιλοσοφικός λόγος που μας λέει ότι: “Θέληση μείον Νόηση, ίσον Χυδαιότητα”.
Στην Ελλάδα εκτός από τον Υπαρκτό Σοσιαλισμό, ο οποίος εκπροσωπείται (ακόμα) αρκούντως στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, θριαμβεύει επίσης και ο “Υπαρκτός Συνδικαλισμός”.
* Ο κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Ένα νέο βιβλίο του, με τίτλο: «ΔΙΑΒΑ-ΖΩΝΤΑΣ με το μολύβι στο χέρι», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ.
Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011
Ο “Υπαρκτός Συνδικαλισμός”
Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου