Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις

Του Άγη Βερούτη

Πολυεθνικοί όμιλοι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σχεδόν σε κάθε τομέα της οικονομίας είτε απευθείας μέσω θυγατρικών τους, είτε μέσω εμπορικών αντιπροσώπων. Η ελληνική αγορά είναι σε απόλυτο μέγεθος η 24η οικονομία στον κόσμο. Συνεισφέρει μεσοσταθμικά το διόλου ευκαταφρόνητο 1,5% - 3% του παγκόσμιου τζίρου των πολυεθνικών ομίλων, ενώ για λόγους που θα δούμε πιο κάτω, προσφέρει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του κέρδους τους.

Η αβεβαιότητα της δραχμής με την απρόβλεπτη διολίσθηση της ισοτιμίας της σε σχέση με τα «σκληρά» νομίσματα και οι περιορισμοί στην κινητικότητα των κεφαλαίων στο παρελθόν, παρότρυνε τους πολυεθνικούς ομίλους σε τιμολογιακή πολιτική όχι μακριά από αυτήν που ακολουθούν σε πολλές Αφρικανικές χώρες. Με τιμές που εμπεριέχουν κινδύνους υποτιμήσεων από τη στιγμή τιμολόγησης έως την είσπραξη, κινδύνους από ασταθή φορολογική νομοθεσία, καθώς και εξόδων «marketing» όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούν τις δωροδοκίες κρατικών αξιωματούχων.

Τα όποια κέρδη καταφέρνουν να βγάλουν οι πολυεθνικοί όμιλοι από επισφαλείς χώρες τα ενσωματώνουν στις τιμές μετάβασης των προϊόντων τους στις αγορές αυτές, τα γνωστά transfer prices. Αυτά εμπεριέχουν και ένα γενναίο ποσοστό κέρδους. Το κέρδος όμως δεν θα φορολογηθεί στη χώρα που καταναλώνονται τα προϊόντα, αλλά στη χώρα που παράγονται ή από την οποία διακινούνται (π.χ. Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία ή Ολλανδία).

Έτσι αφαιρούνται από τη χώρα εναντίον της οποίας εξασκείται η τιμολογιακή πολιτική μεταφοράς κερδών (transfer pricing) μεγάλα φορολογικά έσοδα. Χωρίς αυτά τα φορολογικά έσοδα στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά αυτήν, καθώς οι εντόπιοι ανταγωνιστές υπόκεινται συχνά σε εξοντωτική φορολόγηση για αντιστάθμιση των φοροαποφυγών από πολυεθνικούς ομίλους. Η αντισταθμιστική υπερφορολόγηση καθιστά τους εντόπιους παραγωγούς οικονομικά ευάλωτους και σε μειονεκτική θέση αναφορικά στην δυνατότητα επενδύσεων. Το transfer pricing είναι ισοδύναμο ενός αδήλωτου οικονομικού πολέμου ενάντια στις οικονομίες με σαθρούς ή ανέτοιμους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που τους κλέβει οξυγόνο και ρευστότητα.

Μετά τους τριγμούς που προκάλεσε στην Αμερικανική αγορά η απάτη της ENRON, ο νόμος των Sarbanes-Oxley σε συνδυασμό με το «Arm’s length principle» του USGAAP, από τις αρχές της δεκαετίας στόχευσε να αποτρέψει την αποστράγγιση ζωτικών πόρων των υπανάπτυκτων (σε ελεγκτικούς θεσμούς και μηχανισμούς) οικονομιών από ανήθικους πολυεθνικούς ομίλους κινούμενους μόνον από απληστία και με εργαλείο τους παράνομους χρηματισμούς τοπικών αξιωματούχων και τη μεταφορά κερδών.

Με όρους Αφρικανικών transfer prices συνέχισαν, όμως, να λειτουργούν στην Ελλάδα πλείστοι πολυεθνικοί όμιλοι και μετά την σταθεροποίηση της ισοτιμίας της δραχμής με το ECU και κατόπιν με την έλευση του κοινού νομίσματος. Η αλήθεια είναι ότι transfer pricing συνεχίζει να γίνεται και σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης όπως π.χ. πάνες μωρών και οδοντόπαστες, ενώ σε είδη υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης όπως ιατρικές και αμυντικές προμήθειες και λογισμικό, είναι σύνηθες στην Ελλάδα να πληρώνεται υπερδιπλάσια έως υπερδεκαπλάσια τιμή για αυτά τα προϊόντα. Γνωστά παραδείγματα αποτελούν οι τιμές αγοράς μεταλλικών ανθρώπινων κλειδώσεων (implants), εξειδικευμένων καθετήρων αγγειοπλαστικής και πολλών άλλων. Τελευταία παρατηρείται και το φαινόμενο οι πωλήσεις πολυεθνικών να τιμολογούνται από άλλη Ευρωπαϊκή χώρα κατευθείαν, ενώ η Ελληνική θυγατρική τιμολογεί την μητρική με ένα Management Fee που ίσα-ίσα καλύπτει τα λειτουργικά της έξοδα στην Ελλάδα και αποδίδει μηδενικό φόρο εισοδήματος.

Αποτέλεσμα του transfer pricing ήταν η συστηματική στέρηση της ελληνικής οικονομίας από τους φόρους που δικαιούται επί των κερδών δραστηριοτήτων των πολυεθνικών στην ελληνική αγορά, για προϊόντα κατανάλωσης από Έλληνες καταναλωτές. Ταυτόχρονα η εξαγωγή του συνόλου των κερδών συμμετέχει στην αύξηση του ελλείμματος ισοζυγίου πληρωμών, πλήττωντας την ελληνική οικονομία διπλά. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, ενώ πολυεθνικοί όμιλοι που έχουν κατά παραδοχή τους στρεβλώσει και διαβρώσει με χρηματισμούς αξιωματούχων την ελληνική αγορά συνεχίζουν ανενόχλητοι, ατιμώρητοι και αφορολόγητοι την λεηλασία της συλλογικής τσέπης του Έλληνα. Μεγάλο μέρος του κρατικού χρέους πιθανόν θα είχε αποφευχθεί αν γινόταν σωστή φορολόγηση και σωστός έλεγχος τιμών των πολυεθνικών εδώ και 12 χρόνια, καθώς κρατικές προμήθειες θα κόστιζαν ως και 1/3 από όσο τις πληρώσαμε, ενώ θα εισέπραττε το κράτος φόρους ίσως και στο ήμισυ του μέσου ετήσιου ελλείμματος της ιδίας περιόδου.

Καιρός είναι να δημιουργηθεί τμήμα φορολόγησης πολυεθνικών με εξειδίκευση στο transfer pricing στο ΥΠΟΙΚ και το ΥΠΑΝ, αντλώντας από τους άριστους και τους αδιάφθορους, με την συνδρομή στελεχών με γνώση του αντικειμένου, πληροφόρηση από το Αμερικανικό IRS αλλά και τις αντίστοιχες υπηρεσίες των εταίρων μας. Ειδάλλως, και μέχρι να ολοκληρωθεί η οργάνωση της σχετικής υπηρεσίας, θα μπορούσαμε να φορολογήσουμε τις δραστηριότητες των πολυεθνικών με βάση το τζίρο τους και το ποσοστό κέρδους που επιτυγχάνουν στα ενοποιημένα παγκόσμια αποτελέσματά τους, προσαρμοσμένα όμως με το κλάσμα μέσων παγκόσμιων τιμών σε σχέση με τις ελληνικές τιμές τους.

Είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι αισιόδοξοι στόχοι εσόδων του κράτους όταν οι μεγαλύτεροι παίκτες της αγοράς χαίρουν φορολογικής αμνηστίας. Αποτελεί κοινωνική αναλγησία το ότι για να αντισταθμιστούν οι διαφυγόντες φόροι, κόβονται συντάξεις και μισθοί δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, αποστραγγίζονται με περαιώσεις και έκτακτες εισφορές (δηλαδή αναδρομικούς φόρους) οι μικρομεσαίοι και κυνηγώνται κουρείς, περιπτεριούχοι, και ιδιοκτήτες καφενείων να καλύψουν εκείνα που φορο(απο)φεύγουν οι πολυεθνικοί κολοσσοί.

Αν δεν ενεργήσει το ΥΠΟΙΚ έστω και τώρα (που είναι κατά μια δωδεκαετία καθυστερημένα), στο προσεχές μέλλον η Ελληνική οικονομία θα αλλωθεί ολοκληρωτικά από πολυεθνικούς ομίλους που θα δραστηριοποιούνται αφορολόγητα στη χώρα μας, ενώ το σύνολο της Ελληνικής πολυπληθούς τάξης των μικρομεσαίων επιχειρηματιών θα υπαλληλοποιηθεί και θα πτωχοποιηθεί. Εάν αυτό επιθυμεί ο πολιτικός κόσμος τότε δεν έχει παρά να συνεχίσει να μένει άπραγος στην πληγή που ονομάζεται ανεξέλεγκτο transfer pricing.

* Ο κ. Άγης Βερούτης είναι επιχειρηματίας, Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στις ΗΠΑ όπου και εργάστηκε σχεδόν είκοσι χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: