Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ, ΕΝΩ Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΝΑ «ΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ» ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ!
Του Γρηγόρη Τζανέτου*
Την ίδια περίοδο που στο Αιγαίο, για άλλη μία φορά, εκδηλώνεται η τουρκική προκλητικότητα με χαμηλές υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά πολεμικά πλοία,(1) η Άγκυρα προωθεί στη Μέση Ανατολή, μαζί με τη Συρία, την Ιορδανία και το Λίβανο, τη «Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου»! Ένα σχήμα συνεργασίας, που μπορεί να το δούμε να εξελίσσεται και στο Ανατολικό Αιγαίο, ανάμεσα στα ελληνικά νησιά και την απέναντι τουρκική ακτή της Μικράς Ασίας. Οι δύο αυτές εκφάνσεις της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της «στρατηγικής των 2 ταχυτήτων» που η Άγκυρα αναπτύσσει στην ευρύτερη περιοχή.
Πρώτον, στο γεωστρατηγικό πεδίο, με το «σκληρό πρόσωπο» των αεροπορικών παραβιάσεων στο Αιγαίο και με τη στρατιωτική κατοχή στη βόρεια Κύπρο, διεκδικώντας τη «ζώνη ασφάλειας» γύρω από την τουρκική επικράτεια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, στο γεωπολιτικό πεδίο, με το «ειρηνικό πρόσωπο» των πολύπλευρων συνεργασιών και των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, που προωθεί η Άγκυρα με την Αθήνα και τα καθεστώτα των αραβικών χωρών της Μέσης Ανατολής.
Και τα δύο αυτά «πρόσωπα» ανήκουν στην ίδια κεφαλή που ενορχηστρώνει τη «Στρατηγική Βάθους» της Τουρκίας, με τη νέα γεωπολιτική της ταυτότητα της ευρασιατικής δύναμης. Στη υλοποίηση της Στρατηγικής αυτής συνεργάζονται πλήρως στο ανώτατο επίπεδο της πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας, ο στρατιωτικός με τον πολιτικό παράγοντα και ο σχεδιασμός αυτός εξελίσσεται υπό την υψηλή ευθύνη και την πλήρη εποπτεία του νεο-Ισλαμιστή Πρωθυπουργού Τ. Ερντογάν.
Όσοι στην Αθήνα συνεχίζουν και ερμηνεύουν τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο ως μεμονωμένες εκδηλώσεις του στρατιωτικού κεμαλικού κατεστημένου, που είναι αποκομμένες από την ευρύτερη στρατηγική που ξεδιπλώνει η Άγκυρα σήμερα στην ανατολική Μεσόγειο, απλώς εθελοτυφλούν ή δεν μπορούν να δουν καθαρά τη στρατηγική εικόνα. Βεβαίως, δημιουργείται μία σοβαρότατη αντίφαση μεταξύ των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας στο «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας» και μέσα στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο συνύπαρξης στην περιοχή, που εξυφαίνεται με το διακυβερνητικό αυτό σχήμα. Την αντίφαση όμως αυτή, καλείται η Αθήνα να διαχειριστεί στο πραγματικό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Στο Γεωστρατηγικό πεδίο, η Στρατηγική της Άγκυρας περιλαμβάνει κυρίως επιχειρήσεις ασφάλειας, στο Αιγαίο και στην ανατολική Τουρκία στα σύνορα με το Ιράκ, με συμβατικές και ειδικές αποστολές συνδυασμένης χρήσης πολιτικο-στρατιωτικών μέσων. Τώρα, με τη Γάζα, αυτές οι επιχειρήσεις φαίνεται να επεκτείνονται σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Αν, βεβαίως, δεχθούμε τον ισχυρισμό του Τελ Αβίβ, ότι στο τουρκικών συμφερόντων πλοίο των ακτιβιστών, που κατευθυνόταν μαζί με άλλα πλοία προς την αποκλεισμένη από τις ισραηλινές δυνάμεις περιοχή της Γάζας, επέβαιναν οπλισμένοι και άρτια εκπαιδευμένοι Τούρκοι μυστικοί πράκτορες, υπό την κάλυψη μίας διεθνούς αποστολής «ειρήνης».
Σύμφωνα με αυτό που άφησε να εννοηθεί σε δήλωσή του ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, εξαιτίας του επεισοδίου αυτού, διακόπηκε η κοινή αεροπορική άσκηση στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ (με τη συμμετοχή και των ΗΠΑ). (2) Στο ίδιο αυτό γεωστρατηγικό «πασλ» εντάσσονται από την Άγκυρα και οι τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, με χρήση συμβατικών δυνάμεων, κυρίως, της τουρκικής αεροπορίας.
Με όλες αυτές τις επιχειρήσεις η Άγκυρα διεκδικεί να καθιερώσει:
Στην περιοχή άμεσης πρόσβασης των δυνάμεών της που εκτείνεται πέριξ της Μικράς Ασίας, μία ευρεία «ζώνη ασφάλειας» γύρω από την τουρκική επικράτεια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ζώνη αυτή σχηματίζει ένα «θαλάσσιο πέταλο»: ξεκινάει από βόρεια από το Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, διατρέχει νότια ολόκληρο το μήκος της Μικρασιατικής ακτής, μέχρι τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο, όπου παρεμβάλλονται τα «ενοχλητικά» για την Άγκυρα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, για να συνεχίσει ανατολικότερα ώστε να καλύψει την Κύπρο και να φτάσει στις ακτές της Μέσης Ανατολής, στο ύψος των συνόρων με τη Συρία. Απελευθερώνοντας την έξοδο από τα τουρκικά παράλια προς την ανοικτή θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου.
Βαθύτερα, σε ολόκληρο το θαλάσσιο τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου που περικλείεται ανάμεσα στην Κρήτη, την Κύπρο και το Σουέζ , η Άγκυρα ξεδιπλώνει τις βλέψεις της για τον έλεγχο της ναυσιπλοϊας που κατευθύνεται από τον Ινδικό Ωκεανό προς τη Δυτική Μεσόγειο, μέσω του Σουέζ, ελέγχοντας τις θαλάσσιες γραμμές εμπορίου και μεταφοράς πετρελαίου προς τη Δύση.
Ειδικότερα στην περιοχή του Αιγαίου, η Άγκυρα επιχειρεί να εντάξει μέσα στη δική της «ζώνη ασφάλειας» ολόκληρη η θαλάσσια και εναέρια περιοχή ανοικτά των ακτών της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό εντάσσοντας σε αυτήν τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Επιδιώκει, έτσι, εμφανώς:
Την ίδια περίοδο που στο Αιγαίο, για άλλη μία φορά, εκδηλώνεται η τουρκική προκλητικότητα με χαμηλές υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά πολεμικά πλοία,(1) η Άγκυρα προωθεί στη Μέση Ανατολή, μαζί με τη Συρία, την Ιορδανία και το Λίβανο, τη «Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου»! Ένα σχήμα συνεργασίας, που μπορεί να το δούμε να εξελίσσεται και στο Ανατολικό Αιγαίο, ανάμεσα στα ελληνικά νησιά και την απέναντι τουρκική ακτή της Μικράς Ασίας. Οι δύο αυτές εκφάνσεις της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της «στρατηγικής των 2 ταχυτήτων» που η Άγκυρα αναπτύσσει στην ευρύτερη περιοχή.
Πρώτον, στο γεωστρατηγικό πεδίο, με το «σκληρό πρόσωπο» των αεροπορικών παραβιάσεων στο Αιγαίο και με τη στρατιωτική κατοχή στη βόρεια Κύπρο, διεκδικώντας τη «ζώνη ασφάλειας» γύρω από την τουρκική επικράτεια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, στο γεωπολιτικό πεδίο, με το «ειρηνικό πρόσωπο» των πολύπλευρων συνεργασιών και των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, που προωθεί η Άγκυρα με την Αθήνα και τα καθεστώτα των αραβικών χωρών της Μέσης Ανατολής.
Και τα δύο αυτά «πρόσωπα» ανήκουν στην ίδια κεφαλή που ενορχηστρώνει τη «Στρατηγική Βάθους» της Τουρκίας, με τη νέα γεωπολιτική της ταυτότητα της ευρασιατικής δύναμης. Στη υλοποίηση της Στρατηγικής αυτής συνεργάζονται πλήρως στο ανώτατο επίπεδο της πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας, ο στρατιωτικός με τον πολιτικό παράγοντα και ο σχεδιασμός αυτός εξελίσσεται υπό την υψηλή ευθύνη και την πλήρη εποπτεία του νεο-Ισλαμιστή Πρωθυπουργού Τ. Ερντογάν.
Όσοι στην Αθήνα συνεχίζουν και ερμηνεύουν τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο ως μεμονωμένες εκδηλώσεις του στρατιωτικού κεμαλικού κατεστημένου, που είναι αποκομμένες από την ευρύτερη στρατηγική που ξεδιπλώνει η Άγκυρα σήμερα στην ανατολική Μεσόγειο, απλώς εθελοτυφλούν ή δεν μπορούν να δουν καθαρά τη στρατηγική εικόνα. Βεβαίως, δημιουργείται μία σοβαρότατη αντίφαση μεταξύ των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας στο «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας» και μέσα στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο συνύπαρξης στην περιοχή, που εξυφαίνεται με το διακυβερνητικό αυτό σχήμα. Την αντίφαση όμως αυτή, καλείται η Αθήνα να διαχειριστεί στο πραγματικό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Στο Γεωστρατηγικό πεδίο, η Στρατηγική της Άγκυρας περιλαμβάνει κυρίως επιχειρήσεις ασφάλειας, στο Αιγαίο και στην ανατολική Τουρκία στα σύνορα με το Ιράκ, με συμβατικές και ειδικές αποστολές συνδυασμένης χρήσης πολιτικο-στρατιωτικών μέσων. Τώρα, με τη Γάζα, αυτές οι επιχειρήσεις φαίνεται να επεκτείνονται σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Αν, βεβαίως, δεχθούμε τον ισχυρισμό του Τελ Αβίβ, ότι στο τουρκικών συμφερόντων πλοίο των ακτιβιστών, που κατευθυνόταν μαζί με άλλα πλοία προς την αποκλεισμένη από τις ισραηλινές δυνάμεις περιοχή της Γάζας, επέβαιναν οπλισμένοι και άρτια εκπαιδευμένοι Τούρκοι μυστικοί πράκτορες, υπό την κάλυψη μίας διεθνούς αποστολής «ειρήνης».
Σύμφωνα με αυτό που άφησε να εννοηθεί σε δήλωσή του ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, εξαιτίας του επεισοδίου αυτού, διακόπηκε η κοινή αεροπορική άσκηση στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ (με τη συμμετοχή και των ΗΠΑ). (2) Στο ίδιο αυτό γεωστρατηγικό «πασλ» εντάσσονται από την Άγκυρα και οι τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, με χρήση συμβατικών δυνάμεων, κυρίως, της τουρκικής αεροπορίας.
Με όλες αυτές τις επιχειρήσεις η Άγκυρα διεκδικεί να καθιερώσει:
Στην περιοχή άμεσης πρόσβασης των δυνάμεών της που εκτείνεται πέριξ της Μικράς Ασίας, μία ευρεία «ζώνη ασφάλειας» γύρω από την τουρκική επικράτεια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ζώνη αυτή σχηματίζει ένα «θαλάσσιο πέταλο»: ξεκινάει από βόρεια από το Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, διατρέχει νότια ολόκληρο το μήκος της Μικρασιατικής ακτής, μέχρι τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο, όπου παρεμβάλλονται τα «ενοχλητικά» για την Άγκυρα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, για να συνεχίσει ανατολικότερα ώστε να καλύψει την Κύπρο και να φτάσει στις ακτές της Μέσης Ανατολής, στο ύψος των συνόρων με τη Συρία. Απελευθερώνοντας την έξοδο από τα τουρκικά παράλια προς την ανοικτή θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου.
Βαθύτερα, σε ολόκληρο το θαλάσσιο τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου που περικλείεται ανάμεσα στην Κρήτη, την Κύπρο και το Σουέζ , η Άγκυρα ξεδιπλώνει τις βλέψεις της για τον έλεγχο της ναυσιπλοϊας που κατευθύνεται από τον Ινδικό Ωκεανό προς τη Δυτική Μεσόγειο, μέσω του Σουέζ, ελέγχοντας τις θαλάσσιες γραμμές εμπορίου και μεταφοράς πετρελαίου προς τη Δύση.
Ειδικότερα στην περιοχή του Αιγαίου, η Άγκυρα επιχειρεί να εντάξει μέσα στη δική της «ζώνη ασφάλειας» ολόκληρη η θαλάσσια και εναέρια περιοχή ανοικτά των ακτών της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό εντάσσοντας σε αυτήν τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Επιδιώκει, έτσι, εμφανώς:
-Να ελέγχει άμεσα μέσα στη σφαίρα των ζωτικών συμφερόντων της όλους τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής
-Να ελέγχει όλες τις θαλάσσιες διόδους από τα Δαρδανέλια, μέσω του Ανατολικού Αιγαίου, προς την Ανατολική Μεσόγειο και να απελευθερώσει την έξοδό της προς την ανοικτή θάλασσα της Μεσογείου, όπου εμφανίζεται να διεκδικεί ζώνες ασφάλειας των συμφερόντων της.
-Να καταστεί επιχειρησιακά δυνατός ο έλεγχός που επιθυμεί να ασκεί στις θαλάσσιες οδούς μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Μεσογείου, μέχρι της εισόδου - εξόδου στη Μεσόγειο, στην περιοχή του Σουέζ.
-Να επιβεβαιώσει έτσι στο στρατηγικό πεδίο το ρόλο της ως ισχυρού πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού παίκτη στη Μεσόγειο και παράλληλα ως ρυθμιστικού πόλου των διεθνών εξελίξεων σε ολόκληρη αυτήν την περιοχή.
Στο Γεωπολιτικό πεδίο της ίδιας αυτής περιοχής, η Άγκυρα επιχειρεί να επεκτείνει τη σφαίρα πολιτικής επιρροής της σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, όπου έρχεται σε αντίθεση με τα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Με την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, η Άγκυρα ξεδιπλώνεται τη «Στρατηγική Βάθους» με τη γεωπολιτική της διάσταση σε ολόκληρη αυτήν την περιοχή, που περιβάλλει την Ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα εξακολουθεί να αρέσκεται να χρησιμοποιεί στην εξωτερική της πολιτική προσεκτικά υπολογισμένες δόσεις μεταξύ «μαστιγίου και καρότου» για να κάμψει την πολιτική βούληση των λιγότερο ισχυρών αντιπάλων της, με νομιμοποίηση της επιβολής «εν τοις πράγμασι» τετελεσμένων.
Ειδικότερα, στη σχέση της με την Ελλάδα, στο Αιγαίο, η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» αποβλέπει στην «απορρόφηση» της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας μέσα στους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της Άγκυρας, κατ’ αρχήν, με το μοντέλο της «συγκυριαρχίας» στο Αιγαίο και στην Κύπρο και ενδεχομένως, με μία μορφή ιδιότυπης συγκυριαρχίας στη Δυτική Θράκη.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τη στρατηγική εκδοχή του δόγματος της «συγκυριαρχίας», την περιέγραψε, για πρώτη φορά, ο Τούρκος σοσιαλιστής πρωθυπουργός Ετσεβίτ, αναφερόμενος στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από την εφαρμογή της στην Κύπρο. Την υπαγόρευσε με περίσσεια ευθύτητα στον Σίσκο, ειδικό απεσταλμένο του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσσινγκερ, σε συνάντησή τους στην τουρκική πρεσβεία του Λονδίνου, την παραμονή της τουρκικής εισβολής.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν δίσταζε:
« Οι όροι μας είναι απόλυτα σαφείς» είπε: «Πρέπει να γίνει αποδεκτή η παρουσία τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο για τη δημιουργία ισορροπίας και την εξασφάλιση της Τουρκικής Κοινότητας...Πρέπει να αναγνωριστεί μία περιοχή με έξοδο προς τη θάλασσα για τους Τουρκο-Κυπρίους και να δημιουργηθεί κάποιος μηχανισμός που θα ελέγχει την είσοδο-έξοδο στο νησί. Δηλαδή, όλα τα πλεονεκτήματα που έχουν σήμερα οι Έλληνες να αναγνωριστούν και στην Τουρκία»! (3)
Είναι απορίας άξιον, πώς η Αθήνα εμφανίζεται να «διερωτάται» για τις προθέσεις της Άγκυρας σε κάθε τουρκική πρόκληση στο Αιγαίο, ενώ εξακολουθούν οι συνέπειες από την εφαρμογή του δόγματος «Ετσεβίτ» στην Κύπρο. Όταν μάλιστα διαφαίνεται ξεκάθαρα η συνέχεια της τουρκικής στρατηγικής, με την οποία η Άγκυρα συνδέει διαχρονικά τις επιδιώξεις της στο Αιγαίο, με αυτές στην Κύπρο.(4)
Διαχρονικά, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μοιάζει πολύ με τις «Μπαμπούσκα», εκείνες τις ρώσικες ξύλινες κούκλες που κάθε μία ορθώνεται πάνω από μία άλλη μικρότερη: Πάνω από τη μικρότερη πολιτική επιδίωξη της Άγκυρας ορθώνεται μία μεγαλύτερη στρατηγική βλέψη και πάνω από αυτή μία άλλη, ακόμα μεγαλύτερη και ούτω καθεξής.. Και βαθειά μέσα τους βρίσκεται χωμένη η ίδια πάντοτε άγρια ψυχή του νομάδα της στέπας, που ζητάει έξοδο προς τη θάλασσα.
Οι Τούρκοι έχουν το ισχυρό συναίσθημα ότι η Λωζάννη τους «φυλάκισε» μέσα στην ηπειρωτική γη της Μικράς Ασίας, εξαιτίας της Ελλάδας, και τους αποστέρησε αυτό για το οποίο οι πρόγονοί τους διέσχισαν χιλιάδες χιλιόμετρα χερσαίας έκτασης για να συναντήσουν: Τη θάλασσα. Οι Συνθήκες Ειρήνευσης της Λωζάννης είναι το βαθειά μπηγμένο στη γη «σύνορο», που η Τουρκία θέλει πάση θυσία να ξεριζώσει. Το πρώτο ξήλωμα έγινε στην Κύπρο με την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος.
Η ποιοτική διαφορά στην πολιτική αυτή είναι ότι, τώρα, εντάσσεται σε έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό της Άγκυρας για ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η τουρκική στρατηγική δίνει προτεραιότητα στη χρήση πολιτικών, οικονομικών, διπλωματικών και πολιτισμικών μέσων, για προσέγγιση των χωρών της περιοχής, με γνώμονα το κοινό οθωμανικό τους παρελθόν, για να εμβαθύνει την πολιτική, οικονομική και πολιτισμική επιρροή της Άγκυρας στο χώρο. Η υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων είναι απόλυτα συντονισμένη από το Ανώτατο Πολιτικο-Στρατιωτικό Κέντρο, για την προώθηση και μόνο των στόχων της πολιτικής στο πεδίο.
Για την προώθηση αυτών των στόχων, η νέα Στρατηγική της Άγκυρας συνδυάζει τους αποτελεσματικούς μηχανισμούς του κοσμικού κράτους με την κοινωνική δύναμη του κοσμοπολίτικου (οικουμενικού) Ισλάμ, που είναι ανοικτό προς τον υπόλοιπο κόσμο, ανεκτικό και «προσαρμόσιμο» στις κοσμικές δημοκρατικές διαδικασίες στη σχέση των μαζών με την εξουσία. Στοιχείο που ευνοεί τη σχέση του με τη Δύση. Αυτό το κοινωνικό-ισλαμικό στοιχείο είναι το υπόβαθρο της Στρατηγικής της Άγκυρας και το γεω-πολιτισμικό της όραμα για την Ανατολική Μεσόγειο, πάνω στον οποίο εξελίσσεται η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων».
Αν οι επιδιώξεις της Άγκυρας περιορίζονταν στο οικουμενικό όραμα για ειρηνική συνύπαρξη του Ισλάμ με τον υπόλοιπο κόσμο, δημιουργώντας μία ανοικτή κοινωνία διαπολιτισμικής ανοχής και ειρηνικής συνύπαρξης γύρω από τη Μεσόγειο, δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε σοβαρή αντίρρηση! Όμως, πάνω στη γιγαντιαία γεω-πολιτισμική πλατφόρμα του Μουσουλμανικού κόσμου, η Άγκυρα εγείρει το δικό της ιδιαίτερο πολιτικό όραμα, το οποίο σχηματοποιεί μέσα στον ορίζοντα ενός νεο-οθωμανικού κέντρου εξουσίας, που θα απορροφήσει τον αραβικό και τον ελληνικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο κυριότερός της αντίπαλος, παραδόξως, προβάλλει το ισχυρό πολιτικά και πολιτισμικά Ισραήλ. Είναι πολύ «σκληροτράχηλο» εθνικά, ανόθευτο από οθωμανικές επιρροές και «μονολιθικό» στις πολιτισμικές του πεποιθήσεις και ταυτόχρονα, πολύ «δυτικό», ώστε να χωρέσει στον νεο-οθωμανικό «ντορβά». Άλλωστε, είναι πρόσφατη η αποτυχία του Βαλκανικού πειράματος της «Κροατο-Μουσουλμανικής Ομοσπονδίας», τη δεκαετία του 1990, με πολιτικό κορμό τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, λόγω ακριβώς της κοινωνικής αντίθεσης μεταξύ της δυτικόστροφης και βαθειά Καθολικής Κροατίας και της Μουσουλμανικής Βοσνίας. Η αποτυχία αυτή, δεν μπορεί να έχει περάσει απαρατήρητη από την Άγκυρα, κατά την οριοθέτηση των γεωπολιτικών της βλέψεων.
Το ερώτημα όμως είναι τι απαντάει η Αθήνα, για το στρατηγικό αυτό πλαίσιο της «ειρήνης» που προωθείται στην περιοχή και που τείνει να προσλάβει ένα τόσο σαφές γεωπολιτικό περιεχόμενο «made in Ankara»! Και όχι μόνο. Το πρόβλημα κατανόησης των προβλημάτων στην περιοχή και των ιστορικών αιτιών τους από ελληνικής πλευράς, έγκειται στο ότι μία πλευρά τουλάχιστον της πολιτικής της ελίτ θεωρεί ότι η ιστορία μπορεί «να ξαναφτιαχτεί από την αρχή», με κάποια καινούργια υλικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1)Βλ. σχετ. εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 1/6/2010. Ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών διερωτάται «τί ακριβώς θέλει η Τουρκία από τις σχέσεις της με την Ελλάδα, γιατί τέτοιες ενέργειες σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με τις διακηρυγμένες θέσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για βελτίωση των σχέσεων».
(2)Βλ. σχετ. εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 1/6/2010. Ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών διευκρίνισε ότι με το Ισραήλ «έχουμε μία ειλικρινή σχέση συνεργασίας, η οποία είναι προς όφελος της χώρας μας», μην παραλείποντας όμως να καταδικάσει την ισραηλινή άσκηση βίας σε διεθνή ύδατα.
(3)Βλ. σχετ. Μεχμέτ Αλή Μπιράντ, « ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟΒΑΣΗ», Εκδόσεις Ιωάννη Φλώρου, Αθήνα 1984.
(4)Βλέπε σχετικά με τη στρατηγική της Άγκυρας στο Αιγαίο, Νίκου Κουρή, «Ελλάδα-Τουρκία ο “Πεντηκονταετής” Πόλεμος», Εκδόσεις «Νέα Σύνορα»- Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997.
Βλ. του ιδίου, « Αιγαίο, η Μακροχρόνια Διαμάχη και ο ρόλος των Αμερικανών», Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2009.
Γενικότερα για τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, βλ. Thanos M. Veremis, “Greeks and Turks in War and Peace”, ATHENS NEWS, 2007.
*Ο Γρηγόρης Τζανέτος είναι διεθνολόγος και πολιτικός επιστήμων
elkeda
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου