Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Τουρκικό γιαταγάνι στο Αιγαίο - ΝΕΑ ΟΠΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΜΥΝΑΣ

του Κωνσταντίνου Γρίβα

Οι εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία και τη μεθοδολογία του πολέμου, που συντελούνται τα τελευταία χρόνια, θέτουν μία σειρά από νέες παραμέτρους στην άμυνα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, οι οποίες δεν ίσχυαν πριν μερικά χρόνια.

Μία σειρά από νέα δεδομένα έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, τόσο στην πολεμική τεχνολογία γενικώς, όσο και στις ιδιαίτερες ελληνοτουρκικές συνθήκες, ο συνδυασμός των οποίων ενδέχεται να κυοφορήσει επικίνδυνες καταστάσεις όσον αφορά στις δυνατότητες υπεράσπισης των νήσων από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Αναλυτικότερα, τα δεδομένα αυτά είναι τα εξής:

Ανάπτυξη συστημάτων πυροβολικού, πολύ μεγάλης εμβέλειας και αυξημένης ακρίβειας πλήγματος. Τα συστήματα αυτά, σε περίπτωση ένταξής τους στο τουρκικό οπλοστάσιο, δεδομένης της εγγύτητας των ελληνικών νησιών στα μικρασιατικά παράλια, μπορούν να επιτρέψουν στις τουρκικές δυνάμεις να προσβάλουν με μεγάλη ακρίβεια και με μεγάλο όγκο πυρός στόχους στα ελληνικά νησιά. Ιδιαίτερα επικίνδυνα θεωρούνται τα νέα βελτιωμένα κινεζικά ρουκετοβόλα, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει ήδη προμηθευτεί παρόμοια συστήματα από την Κίνα, ενώ συζητά και την απόκτηση υπερεξελιγμένων αντίστοιχων ισραηλινών όπλων, όπως είναι το πυραυλικό σύστημα LORA.

Ανάπτυξη ναυτικών πυροβόλων και βλημάτων με μεγάλες ικανότητες προσβολής χερσαίων στόχων σε μεγάλο βάθος στην ενδοχώρα.

Διαφαινόμενη ενίσχυση του τουρκικού στόλου μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV). Τα αεροσκάφη αυτά διαθέτουν πολύ μεγάλη αυτονομία και μπορούν να παραμείνουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω από τα ελληνικά νησιά. Εφοδιασμένα με προηγμένους αισθητήρες, ικανούς να εντοπίζουν κινούμενους επίγειους στόχους (GMTI) και στόχους υπό κάλυψη, όπως ραντάρ ικανά να βλέπουν κάτω από φύλλωμα (FOPEN), θα είναι σε θέση να εντοπίζουν ακόμη και ελληνικά συστήματα που βρίσκονται υπό κάλυψη. Τα αεροσκάφη αυτά, πιθανώς σε συνδυασμό με έναν τουρκικό δορυφόρο τηλεπισκόπισης, ο οποίος βρίσκεται υπό μελέτη, μπορούν να δημιουργήσουν ένα διαρκές «μάτι στον ουρανό», που θα εντοπίζει στόχους στο έδαφος των νησιών και θα μεταδίδει μέσω δικτύου τα δεδομένα στοχοποίησης σε χερσαία ή ναυτικά συστήματα πυροβολικού, τα οποία θα μπορούν να αξιοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Σοβαρή ενίσχυση των τουρκικών ικανοτήτων αεροκίνησης των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και κατά συνέπεια αυξημένη δυνατότητα δημιουργίας αεροπρογεφυρωμάτων στα ελληνικά νησιά.

Με άλλα λόγια, η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα μικρασιατικά παράλια, η πιθανή απόκτηση από την Τουρκία ναυτικών ή χερσαίων συστημάτων πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας, υψηλής ακρίβειας πλήγματος και αυξημένης φονικής ικανότητας και η πληροφορική διασύνδεση των συστημάτων αυτών με συστήματα συνεχούς παροχής δεδομένων στοχοποίησης, που θα είναι τοποθετημένα σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη ή / και δορυφόρους τηλεπισκόπισης, επιτρέπουν τη δημιουργία ενός τουρκικού δικτυοκεντρικού «συστήματος συστημάτων» (network centric system -of - systems).

Το σύστημα αυτό θα επιτυγχάνει πολύ μικρό χρονικό κύκλο από τη στιγμή εντοπισμού του στόχου μέχρι τη στιγμή που τα τα δεδομένα στοχοποίησης θα αξιοποιηθούν από τα συστήματα προσβολής (sensor -to- shooter loop). Η (πιθανή) αυτή εξέλιξη ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην άμυνα των ελληνικών νησιών και καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνη εξαιτίας του ενδεχόμενου συνδυασμού του δικτύου αυτού, συνεχούς παροχής πυρών υποστήριξης μεγάλου όγκου και υψηλής ακρίβειας, με αεροπρογεφυρώματα στο έδαφος των ελληνικών νησιών.

Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ, τον Μάρτιο του 2003, οι αμερικανικές δυνάμεις λειτούργησαν «ανορθόδοξα», κινούμενες με πολύ μεγάλη ταχύτητα προς τη Βαγδάτη, έχοντας αφήσει «ακάλυπτα» τα πλευρά τους και τις γραμμές ανεφοδιασμού, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονταν κάτω από μια προστατευτική ασπίδα συνεχών πυρών υποστήριξης. Μία παρόμοια ασπίδα ενδέχεται στο κοντινό μέλλον να μπορούν να δημιουργήσουν και οι τουρκικές δυνάμεις στο Αιγαίο, συνδυάζοντας μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV) και συστήματα πυροβολικού.

Η Τουρκία έχει ενισχύσει το οπλοστάσιό της με προηγμένα ρουκετοβόλα κινεζικής προέλευσης, τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν σημαντική απειλή για την άμυνα των ελληνικών νησιών.

Σε αυτήν την περίπτωση τα τουρκικά στρατεύματα που θα βρίσκονται στα αεροπρογεφυρώματα θα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου δικτυοκεντρικού συστήματος, θα διαθέτουν αυξημένο βαθμό προστασίας και δύσκολα θα μπορούν να εξαλειφθούν με τις «παραδοσιακές» μεθόδους, οι οποίες προβλέπουν τη χρήση τεθωρακισμένων δυνάμεων που θα επιτεθούν εναντίον των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών των αεροπρογεφυρωμάτων.

Σε περίπτωση δε που τα αεροπρογεφυρώματα σταθεροποιηθούν, θα μπορεί να φθάσει με μεγαλύτερη ευκολία και το δεύτερο κύμα απόβασης μέσω θαλάσσης.

Η εξάλειψη της παραδοσιακής «τρωτότητας» των αεροπρογεφυρωμάτων και η αδυναμία των «κλασικών» μεθόδων αδρανοποίησής τους αποτελεί ένα μόνο αποτέλεσμα των προαναφερομένων εξελίξεων στην πολεμική τεχνολογία.

Γενικότερα, η πιθανή ενίσχυση της ικανότητας των τουρκικών δυνάμεων να προσβάλουν με ακρίβεια μεγάλο αριθμό στόχων στα ελληνικά νησιά, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή του εντοπισμού τους και η αύξηση των δυνατοτήτων τους να δημιουργούν διασπαρμένα, φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους αεροπρογεφυρώματα, τα οποία θα «ενοποιούνται» διαμέσου ενός ισχυρού δικτύου πυρών υποστήριξης, καθιστούν προβληματικές τις μέχρι σήμερα μεθόδους άμυνας των ελληνικών νήσων.

Ιδιαίτερα δε η στατική άμυνα σε ακτές, όπου οι αμυνόμενοι θα περιμένουν παθητικά τα τουρκικά αποβατικά σκάφη, καθίσταται πλήρως αναχρονιστική και επικίνδυνη. Στατικές θέσεις άμυνας θα πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο ότι θα πληγούν με πληθώρα οπλικών συστημάτων.

Ακόμη όμως και τα ελληνικά άρματα μάχης δύσκολα θα μπορούν να μείνουν κρυμμένα και θα αποτελούν εύκολους στόχους, σε περίπτωση που δημιουργηθεί ένα τουρκικό δίκτυο μη επανδρωμένων αεροσκαφών και συστημάτων πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας και υψηλής ακρίβειας πλήγματος, εξοπλισμένων με «έξυπνα» αντιαρματικά βλήματα.

Η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο προβληματική εξαιτίας της συνεχούς μείωσης του δυναμικού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων τόσο σε αριθμό στρατιωτών, όσο και οπλικών συστημάτων. Πολύ απλά, λιγότεροι στρατιώτες και οπλικά συστήματα από ό,τι σήμερα θα καλούνται στο μέλλον να φέρουν εις πέρας το καθήκον της φύλαξης των ελληνικών νησιών, λειτουργώντας σε πολύ χειρότερες επιχειρησιακές συνθήκες.

Κατά συνέπεια, απαιτείται η δημιουργία μίας ευέλικτης και πολυδιάστατης ελληνικής δύναμης άμυνας νήσων, η οποία θα μπορεί να λειτουργεί επιχειρησιακά με έναν, κατά κάποιο τρόπο, «χαοτικό» τρόπο, χωρίς να περιορίζεται από στατικές γραμμές ανάπτυξης. Η δύναμη αυτή θα πρέπει να διαθέτει συστήματα, τα οποία θα μπορούν να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, ώστε να αποφεύγουν τον εγκλωβισμό τους από το τουρκικό δίκτυο πυρών υποστήριξης, να μπορούν να υπερασπίζονται εκτεταμένες εκτάσεις, να προσβάλουν μεγάλη ποικιλία στόχων (χερσαίων, ναυτικών και εναέριων) και να μπορούν, ει δυνατόν, να είναι εύκολα στο χειρισμό τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιοποιούνται και από τους εφέδρους υψηλής ετοιμότητας (ΕΦΥΕΣ), πάνω στους οποίους αναμένεται να οικοδομηθεί μεγάλο μέρος της αμυντικής ικανότητας των νήσων. Επίσης, τα συστήματα αυτά θα πρέπει να έχουν χαμηλό βαθμό τεχνολογικού κινδύνου και μικρό κόστος απόκτησης και συντήρησης (δεδομένης της δημοσιονομικής ανάγκης για μείωση των εξοπλισμών).

Σε περίπτωση δημιουργίας ενός δικτυοκεντρικού-βληματοκεντρικού συστήματος από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, το οποίο θα διεξάγει επιχειρήσεις εναντίον ελληνικών νησιών, η σπουδαιότητα των αρμάτων μάχης στην άμυνα των νήσων μειώνεται σημαντικά, δεδομένου ότι αυτά θα μπορούν να στοχοποιούνται και να εξοντώνονται μαζικά από πυρά ακριβείας προερχόμενα από μεγάλες αποστάσεις.

Ένα οπλικό σύστημα που διαθέτει το ελληνικό οπλοστάσιο, επιτυγχάνει πολύ καλή σχέση κόστους προς απόδοση και μπορεί να αποτελέσει ένα «πυρηνικό» σύστημα γύρω από το οποίο μπορεί να οικοδομηθεί μεγάλο μέρος της άμυνας των νήσων είναι το πυραυλικό σύστημα Kornet-E.

Η υπόθεση αυτή βασίζεται στις εξής παραδοχές:

Το Kornet υπηρετεί ήδη στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και κατά συνέπεια δεν απαιτείται η προμήθεια ενός νέου συστήματος, με ό,τι οικονομικά πλεονεκτήματα έχει κάτι τέτοιο, ενώ έχει ήδη δημιουργηθεί μία «δεξαμενή» στρατιωτών, επαγγελματιών και εφέδρων, που έχουν εκπαιδευτεί στη χρήση του.

Είναι ένα πολυδιάστατο όπλο, δεδομένου ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον χερσαίων στόχων, πλοίων επιφανείας, αλλά και εναέριων στόχων, όπως είναι μεταφορικά και μαχητικά ελικόπτερα. Αξίζει δε να επισημανθεί ότι τα βλήματα Kornet μπορούν να αποτελέσουν σοβαρή «ασύμμετρη» απειλή ακόμη και εναντίον μη επανδρωμένων αεροσκαφών, τα οποία θα πετούν σε σχετικά χαμηλό ύψος.


Επισημαίνεται ότι το πυκνό και πολυστρωματικό δίκτυο της ελληνικής αντιαεροπορικής άμυνας ενδέχεται να εξαναγκάσει τα τουρκικά UAV να επιχειρούν σε χαμηλό ύψος, με αποτέλεσμα να μπορούν να τεθούν στο στόχαστρο των Kornet. Αν και το βλήμα έχει πρωτίστως κατασκευαστεί για την προσβολή αρμάτων μάχης, το γεγονός ότι τα UAV δε διεξάγουν βίαιους ελιγμούς, ούτε μπορούν να αντιληφθούν ότι δέχονται επίθεση από ένα βλήμα με καθοδήγηση επιβατικής δέσμης λέιζερ, τα καθιστά «προσβάσιμους» στόχους για το Kornet. Επισημαίνεται ότι το βρετανικό αντιαεροπορικό βλήμα Starstreak λειτουργεί με επιβατική δέσμη λέιζερ, όπως και το Kornet.

Υπό μία έννοια λοιπόν, τα βλήματα Kornet θα πρέπει ίσως να θεωρηθούν και ως το τερματικό αντιαεροπορικό σύστημα της πολυστρωματικής ελληνικής αεράμυνας, η οποία ξεκινά από τα πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς S-300 και Patriot, περνά στα μέσου βεληνεκούς Hawk, συνεχίζει στα μικρού βεληνεκούς (SHORAD) TOR M1, OSA / GECKO και Crotale NG, περνάει στα πολύ μικρού βεληνεκούς (VSHORAD) ASRAD και τα φορητά Stinger και καταλήγει στα Kornet.

Θα πρέπει ακόμη να εξεταστεί και η πιθανή δυνατότητα του συστήματος να προσβάλει ακόμη και τα τουρκικά UAV, άμεσης προσβολής ραντάρ Harpy και Harop, λειτουργώντας ως συμπληρωματικό σύστημα άμυνας των ελληνικών ραντάρ.

Το μικρό μέγεθος και βάρος του Kornet του επιτρέπει να μετακινείται από ελαφρά οχήματα, όπως τζιπ Hummer του στρατού, ακόμη και από μικρά αγροτικά φορτηγάκια προσφέροντάς του έτσι μεγάλες ικανότητες ταχείας κίνησης, αλλά και καθιστώντας το δύσκολα στοχοποιήσιμο. Το σύστημα μπορεί να μεταφερθεί ακόμη και από μικρές ομάδες πεζών στρατιωτών σε δύσβατες περιοχές.

Εκτός από την άμυνα νήσων, στο «μικτό» περιβάλλον του αρχιπελάγους του Αιγαίου, όπου υπάρχει «σύνθεση» της θάλασσας με τη στεριά, ομάδες ειδικών δυνάμεων εφοδιασμένες με Kornet, μπορούν ακόμη και να στήσουν ενέδρες σε μονάδες επιφανείας του τουρκικού στόλου. Ομάδες πεζών στρατιωτών εξοπλισμένων με πυραυλικά συστήματα για άμυνα ακτών εναντίον εχθρικών πλοίων έχει δημιουργήσει και η Σουηδία, η οποία χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό το βλήμα RBS-17, μία παραλλαγή του Hellfire.

Το Kornet είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο ακόμη και για μεγάλα πλοία επιφανείας, εφοδιασμένο καθώς είναι με την υψηλής καταστρεπτικότητας θερμοβαρική κεφαλή (thermobaric warhead), η οποία ήδη διατίθεται στο ελληνικό οπλοστάσιο. Ένα θερμοβαρικό βλήμα έχει πολλαπλάσια καταστροφική ικανότητα σε σχέση με ένα συμβατικό, δεδομένου ότι δε βασίζεται στη δική του εκρηκτική ύλη, αλλά ουσιαστικά μετατρέπει τον αέρα που περικλείεται σε έναν κλειστό χώρο σε μία πολύ ισχυρότερη βόμβα. Χαρακτηριστικά, το πλήγμα ενός Kornet-E με θερμοβαρική κεφαλή σε ένα κτήριο εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο πλήγμα μίας μικρής αεροπορικής βόμβας.

- Ωστόσο, το σημαντικότερο ίσως δυνητικό στοιχείο του Kornet είναι ότι μπορεί να αποτελέσει γέφυρα με ένα άλλο ρωσικό πυραυλικό (πολυ)σύστημα, το οποίο μπορεί να επιφέρει επανάσταση στις επιχειρήσεις αρχιπελάγους (και όχι μόνο) και κατά συνέπεια και στην άμυνα νησιών. Το όπλο αυτό είναι το δίκτυο πυραύλων Germes (Ερμής) της ρωσικής εταιρείας KBP, η οποία κατασκευάζει και τον Kornet. Το σύστημα αυτό θα αναλυθεί διεξοδικότερα στη συνέχεια.

Πυροβόλα για άμυνα νήσων

Ένα δυνητικό οπλικό σύστημα, μικρού κόστους και μεγάλης επιχειρησιακής ευελιξίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μία ευέλικτη δύναμη άμυνας νήσων, είναι το αυτοκινούμενο πυροβόλο χαμηλού κόστους Caesar της γαλλικής Giat. Αντίστοιχο του Caesar σύστημα είναι το ισραηλινό ATMOS και το νοτιοαφρικανικό Condor της εταιρείας Denel με πυροβόλο των 155 χιλιοστών και μήκος κάννης 52 διαμετρημάτων.

Το Condor ενσωματώνει το πυροβόλο G5 της Denel πάνω σε όχημα Tatra 8 X 8. Το Condor αποτελεί ουσιαστικά το τρίτο αντίγραφο του γαλλικού συστήματος Caesar, μετά το ισραηλινό ATMOS, και επιβεβαιώνει ότι η γαλλική ιδέα για ένα χαμηλού κόστους τροχοφόρο αυτοκινούμενο πυροβόλο, μεγάλης τακτικής και στρατηγικής ευελιξίας, ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Το πυροβόλο μπορεί να συνδυαστεί άριστα με τα προηγμένα νοτιοαφρικανικά βλήματα πυροβολικού υπεραυξημένου βεληνεκούς, όπως το VLAP και το PRO RAM, που αναπτύσσει η Denel, και να επιτύχει μεγάλη ακρίβεια πλήγματος και πολύ μεγάλο βεληνεκές

Επίσης, ενδιαφέρον είναι και το σύστημα MOBAT της ολλανδικής RDM, το οποίο περιλαμβάνει την τοποθέτηση ενός πυροβόλου των 105 χιλιοστών πάνω σε ένα φορτηγό όχημα. Το σύστημα είναι χαμηλού κόστους, μεγάλης επιχειρησιακής ευελιξίας και εύκολο στον χειρισμό του. Έχει αποκτηθεί ήδη από την Ιορδανία.

Ακόμη, οι όλμοι των 81 και των 120 χιλιοστών μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμοι στην άμυνα νήσων, ιδιαίτερα σε περίπτωση που συνδυαστούν με «έξυπνα» βλήματα, όπως είναι ο κατευθυνόμενος με κατάδειξη λέιζερ ρωσικός όλμος Gran, ο οποίος είναι μοναδικός στο είδος του στον κόσμο. Βλήματα αυτής της κατηγορίας μπορούν να βελτιστοποιήσουν τις δυνατότητές τους σε συνδυασμό με ομάδες ειδικών δυνάμεων ή ακόμη και ντόπιων εφέδρων, οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα της άριστης γνώσης του χώρου, που θα στοχοποιούν για λογαριασμό τους χερσαίους και ναυτικούς στόχους.

Μικρά οχήματα εφοδιασμένα με όλμους είναι δύσκολο να στοχοποιηθούν, χάρη στο μικρό τους μέγεθος και της υψηλής τους ταχύτητας. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει ίσως να γίνει σε συστήματα αυτομάτων όλμων, τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν σε μικρά ταχυκίνητα οχήματα. Παρόμοια όπλα, σε συνδυασμό με κατευθυνόμενα βλήματα όπως είναι το Gran, μπορούν να προκαλέσουν όλεθρο σε αποβατικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο μιας δικτυοκεντρικής δύναμης, καταδρομείς ή ΕΦΥΕΣ μπορούν να στοχοποιούν χερσαίες δυνάμεις ή πλοία επιφανείας για λογαριασμό των όλμων.

Χαρακτηριστικό σύστημα αυτής της κατηγορίας είναι το Scorpion, το οποίο δημιούργησαν μηχανικοί του αμερικανικού στρατού στο Picatinny Arsenal στο New Jersey, τοποθετώντας έναν αυτόματο όλμο Vasilek 2B9 των 82 χιλιοστών, πάνω σε ένα όχημα Hummer. Το σύστημα δημιουργήθηκε με βάση τα διδάγματα στο Αφγανιστάν. Θα μπορεί να επιχειρεί σε ορεινά εδάφη και να προσφέρει προστασία σε φάλαγγες οχημάτων. Σύμφωνα με τους σχεδιαστές του, δεν έχει μεν την εμβέλεια ενός όλμου των 120 χιλιοστών, αλλά μπορεί να αντιδράσει πολύ γρήγορα και να πετύχει πολύ υψηλή ταχυβολία. Συγκεκριμένα, μπορεί να βάλει μέχρι τέσσερα βλήματα το δευτερόλεπτο και να διατηρήσει ρυθμό βολής μέχρι 120 βλημάτων το λεπτό. Το Vasilek 2Β9 είναι ρωσικής σχεδίασης όπλo, το οποίο δεν κατασκευάζεται πλέον σήμερα. Οι Αμερικανοί προμηθεύτηκαν ένα μοντέλο του όλμου που κατασκευάζεται στην Ουγγαρία. Ο όλμος Vasilek κατασκευάζεται και στην Κίνα.

Ρουκέτες μεγάλου βεληνεκούς

Ο κινεζικός οργανισμός CPMIEC (China National Precision Machinery Import and Export Corporation) ανέπτυξε ένα ρουκετοβόλο εξαιρετικά μεγάλου βεληνεκούς. Οι ρουκέτες του συστήματος κατασκευάζονται από το εργοστάσιο Sichuan Aerospace Industry Corporation. Το νέο ρουκετοβόλο καλείται WS-2 (Wei Shi 2) και θα επιτυγχάνει βεληνεκές 350 χιλιομέτρων, κατά πολύ αυξημένο σε σχέση με τα 180 χιλιόμετρα του WS-1Β.

Οι ρουκέτες του WS-2 επιτυγχάνουν ακρίβεια πλήγματος 500 μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές, χάρη σε μία νέα συσκευή τερματικής καθοδήγησης που ενσωματώνουν. Αντίθετα, η ακρίβεια πλήγματος του WS-1 είναι μόλις 1-1,25% του βεληνεκούς, δηλαδή περίπου 1.500 με 2.000 μέτρα (!), επίδοση που μειώνει δραστικά την επιχειρησιακή του αξία. Το WS-2 μεταφέρει τρεις ρουκέτες σε ένα φορτηγό 6Χ6 ή 8Χ8 και χρειάζεται 20 λεπτά για να ετοιμαστεί για βολή.

Οι ρουκέτες του WS-1 έχουν διαμέτρημα 302 χιλιοστών και μεταφέρουν πολεμική κεφαλή βάρους 150 κιλών. Δεν έχουν γίνει γνωστά τα αντίστοιχα μεγέθη του WS-2.

Οι ρουκέτες μπορούν να εξοπλιστούν με υποπυρομαχικά διαφόρων διαμορφώσεων, όπως βομβίδια κατά προσωπικού και αντιαρματικά, ενιαία (unitary) εκρηκτική κεφαλή και «κάτι» άλλο που στο σχετικό άρθρο της επιθεώρησης Jane’s Defence Weekly, το οποίο έχει τη σχετική είδηση, αναφέρεται ως «εκρηγνυόμενο νέφος» (cloud blasting), όρος που παραπέμπει άμεσα σε θερμοβαρικά όπλα.

Το εξαιρετικά μεγάλο αυτό βεληνεκές, η ποικιλία των πυρομαχικών, η πιθανή χρήση θερμοβαρικών κεφαλών και η σχετικά καλή ακρίβεια πλήγματος, καθιστούν το WS-2 ένα όπλο υποστρατηγικών εφαρμογών.

Κινεζικά ρουκετοβόλα της σειράς WS-1 έχει προμηθευτεί η Τουρκία...

Πολυπύραυλος KORNET

Το Kornet-E της ρωσικής εταιρείας ΚΒΡ είναι ένα ισχυρό κατευθυνόμενο αντιαρματικό βλήμα διαμετρήματος 152 χιλιοστών, που μπορεί να διατρήσει τη θωράκιση οποιουδήποτε σημερινού ή μελλοντικού άρματος μάχης. Η πολύ ισχυρή κύρια αντιαρματική του κεφαλή (HEAT) δεν αφήνει περιθώρια επιβίωσης, ακόμη και στα πιο προηγμένα άρματα μάχης του πλανήτη που διαθέτουν εξεζητημένες θωρακίσεις, όπως είναι η θωράκιση ουρανίου του αμερικανικού Μ1Α2 Abrams.

Επίσης, ο Kornet-E, διαθέτει και δεύτερη εκρηκτική κεφαλή σε διάταξη tandem, η οποία αναλαμβάνει να αδρανοποιήσει τυχόν πλακίδια ενεργού εκρηκτικής θωράκισης (reactive armour), που προστατεύουν το άρμα, επιτρέποντας έτσι στην κύρια κεφαλή να διατρήσει ανεμπόδιστη το θώρακα.

Το Kornet καθοδηγείται προς το στόχο του με μία τεχνική, η οποία αποτελεί βελτιωμένη έκδοση της καθοδήγησης μέσω επιβατικής δέσμης λέιζερ (laser beam rider): Συγκεκριμένα, το βλήμα τίθεται άνωθεν μίας δέσμης λέιζερ, η οποία το καθοδηγεί με πολύ μεγάλη ακρίβεια και ταχύτητα πάνω στο στόχο του.

Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου έναντι του συμβατικού τρόπου ελέγχου του βλήματος με καλώδιο, όπως συμβαίνει με τον TOW και τον MILAN, που επίσης υπηρετούν στο ελληνικό οπλοστάσιο, είναι πολύ μεγάλα. Κατ’ αρχάς, το βλήμα μπορεί να αναπτύξει πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα αφήνοντας μικρά περιθώρια αντίδρασης στο στόχο. Επίσης, έχει μεγαλύτερες ικανότητες ελεγξιμότητας, ώστε να αντεπεξέλθει σε γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης του στόχου, ενώ έχει πολύ λιγότερους περιορισμούς βολής σε σχέση με τα βλήματα που καθοδηγούνται με καλώδιο.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το Kornet μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον θαλάσσιων στόχων χωρίς περιορισμούς, σε αντίθεση με τα βλήματα με καλώδιο. Επισημαίνεται ότι η μέθοδος καθοδήγησης του Kornet-E δεν είναι μόνο ανώτερη των βλημάτων που χρησιμοποιούν καλώδιο, αλλά και αυτών που κατευθύνονται στο στόχο με φωτισμό λέιζερ, όπως είναι ο αμερικανικός πύραυλος AGM-114 Hellfire, τον οποίον διαθέτουν τα ελληνικά μαχητικά ελικόπτερα Apache. Συγκεκριμένα, οι πύραυλοι Hellfire καθοδηγούνται προς το στόχο τους ως εξής: Ένας καταδείκτης λέιζερ «φωτίζει» ένα σημείο πάνω στο στόχο και ο πύραυλος κατευθύνεται προς αυτό το «φωτισμένο» σημείο. Στην πράξη όμως, η μέθοδος αυτή έχει παρουσιάσει κάποια προβλήματα, δεδομένου ότι σε περίπτωση προσβολής θαλάσσιων στόχων μπορεί να υπάρχουν δευτερεύουσες αντανακλάσεις πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα το σύστημα κατεύθυνσης του πυραύλου να μην μπορεί να αναγνωρίσει το στόχο. Αντίθετα, το σύστημα κατεύθυνσης του Kornet-E δεν αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα.

Η μεγάλη ταχύτητα του Kornet-E του προσφέρει την ικανότητα προσβολής ακόμη και ελικοπτέρων. Σε συνδυασμό με το μεγάλο του βεληνεκές ο Kornet-E αποτελεί ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο αυτοάμυνας χερσαίων δυνάμεων εναντίον μαχητικών ελικοπτέρων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι πλέον σύγχρονοι αντιαρματικοί πύραυλοι του δυτικού οπλοστασίου, όπως είναι ο αμερικανικός Javelin, ο οποίος μόλις τέθηκε σε παραγωγή, έχει την ικανότητα προσβολής μόνο αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων και όχι κτηρίων, δεδομένου ότι προσβάλλει το στόχο του όχι με απευθείας πλήγμα, αλλά «εκ των άνω» (top attack). Δηλαδή εκρήγνυται πάνω από το άρμα-στόχο και κατευθύνει τα αποτελέσματα της έκρηξης προς το ευπαθές άνω μέρος του πυργίσκου. Αυτή η μέθοδος όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προσβολή κτηρίων ή άλλων στόχων.

GERMES

Χρησιμοποιώντας ως βάση τον επιτυχημένο πύραυλο Vikhr, η ρωσική εταιρεία KBP ανέπτυξε το πολυχρηστικό πυραυλικό σύστημα Germes, το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί σε μεγάλη ποικιλία φορέων, από μικρά πλοία και ελικόπτερα, μέχρι ...αγροτικά αυτοκίνητα και να εντοπίσει αυτόνομα, να εγκλωβίσει και να προσβάλει πολυποίκιλους στόχους, από τεθωρακισμένα οχήματα μέχρι πολεμικά πλοία, σε αποστάσεις μέχρι 100 χλμ! Το Germes είναι μοναδικό στην κατηγορία του στον κόσμο και θεωρείται ιδανικό για επιχειρησιακά περιβάλλοντα, όπως αυτό του Αιγαίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στα σκαριά συγγενή συστήματα, όπως είναι το πυραυλικό δίκτυο NetFires ("Missile-in-a-box"), το οποίο όμως βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης και, όταν αναπτυχθεί, θα είναι σημαντικά ακριβότερο από το Germes.

Ισραηλινός πύραυλος

Η ισραηλινή εταιρεία IAI έχει αναπτύξει ένα νέο πύραυλο εδάφους-εδάφους μεγάλου βεληνεκούς, τον LORA, τον οποίο επιδιώκει να προωθήσει στην τουρκική αγορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη επίσημη παρουσίαση του συγκεκριμένου όπλου έγινε κατά τη διάρκεια επίδειξής του στον Τούρκο υπουργό Αμύνη.ς. Ο πύραυλος αυτός χρησιμοποιεί πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων, έχει αναφερόμενο μέγιστο βεληνεκές 200 χλμ, αν και στην πραγματικότητα ενδέχεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερο, μεταφέρει πολεμική κεφαλή βάρους 440-600 κιλών και επιτυγχάνει ακρίβεια πλήγματος μικρότερη των δέκα μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές.

Τέσσερεις πύραυλοι τοποθετούνται σε έναν κινητό εκτοξευτή και μπορούν να βληθούν μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Το LORA μπορεί να εκτοξευτεί και από πλοία επιφανείας και να λειτουργήσει και ως πύραυλος επιφανείας-επιφανείας (!). Το Μάρτιο του 2004, το βλήμα δοκιμάστηκε με επιτυχία στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η Ινδία έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πύραυλο και θέλει να συμμετάσχει και να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή του.

Ναυτικό Ρουκετοβόλο

Η τουρκική εταιρεία Roketsan διεξάγει μία αρχική μελέτη βιωσιμότητας πάνω σε μία ναυτική έκδοση ενός ρουκετοβόλου, η οποία θα τοποθετείται σε αποβατικά πλοία, ώστε να «καθαρίζει» την περιοχή απόβασης. Η προσπάθεια αυτή γίνεται για λογαριασμό μίας μη προσδιοριζόμενης χώρας-πελάτη της Μέσης Ανατολής. Το νέο αυτό σύστημα αποτελείται από δύο σταθεροποιούμενες πλατφόρμες εκτόξευσης ελεγχόμενες από ένα υπολογιστικό σύστημα. Η κάθε πλατφόρμα διαθέτει ένα ρουκετοβόλο των δέκα ρουκετών των 122 χιλιοστών. Το μέγιστο βεληνεκές του συστήματος θα φθάνει τα 40 χλμ.

Επίσης, η Roketsan ανέπτυξε ένα μικρό-ελαφρύ ρουκετοβόλο των 107 χιλιοστών, τοποθετημένο σε όχημα HMMWV. Το σύστημα διαθέτει δύο μικρά ρουκετοβόλα των 107 χιλιοστών, κάθε ένα εκ των οποίων είναι εφοδιασμένο με 12 ρουκέτες, σταθεροποιούμενες δια της περιστροφής τους (spin stabilised) TR-107, υψηλής εκρηκτικότητας, ή TRB-107 προθραυσματοποιημένες υψηλής εκρηκτικότητας. Με τη χρήση βελτιωμένων προωθητικών, η εμβέλεια αυξάνει από τα οκτώ στα ένδεκα χλμ. Το όχημα επαναγέμισης, με τη χρήση ενός γερανού, αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα τα χρησιμοποιημένα κοντέινερ εκτόξευσης, τοποθετώντας καινούργια.

Το σύστημα ελέγχου πυρός θα είναι το νοτιοαφρικανικό Arachnica της Denel. Και τα δύο αυτά όπλα μπορούν να βρουν σημαντικές εφαρμογές στο περιβάλλον του αρχιπελάγους του Αιγαίου.

diplomatia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: