Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας δεν έχει προηγούμενο σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης. Μία φράξια ατόμων, που ανήκουν σε διάφορους πολιτικούς «ιδεολογικούς» και «καλλιτεχνικούς» χώρους , πέτυχαν τα τελευταία είκοσι χρόνια να ενοχοποιήσουν και να δαιμονοποιήσουν μία ολόκληρη κοινωνία.
Πρόκειται για τους περίφημους «αντιρατσιστές» αν και ο ποιο εύστοχος χαρακτηρισμός που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι ο εξής : αντιρατσιστέμποροι. Πρόκειται για μία βιομηχανία πολλαπλάσια των «Ελλαδέμπορων» η οποία μάλιστα σχετίζεται με άφθονο δημόσιο χρήμα π.χ Μη κυβερνητικές οργανώσεις που λειτουργούν με πλεονάζον κυβερνητικό χρήμα.
Πρόκειται στην κυριολεξία για το πιο γραφικό τμήμα της Ελληνικής κοινωνίας. Το στοιχείο που τους διαφοροποιεί από άλλους γραφικούς είναι η έντεχνη και προσεκτικά κατασκευασμένη σοβαροφάνειά τους.
Ας ξεκινήσουμε από τη στάση τους στο θέμα των λαθρομεταναστών. Αναλώνονται σε άφθονα πραγματικά γελοία σεμινάρια φιλανθρωπίας και απλοϊκούς διαχωρισμούς του τύπου «εγώ είμαι ο φιλάνθρωπος και όλοι εσείς οι υπόλοιποι που διαφωνείτε είστε ρατσιστές!»
Η επιχειρηματολογία τους είναι στην κυριολεξία ανύπαρκτη. Ή θα επιχειρήσουν τις κλασικές αυτό-αγιοποιήσεις ή θα χρησιμοποιήσουν νηπιακού τύπου επιχειρήματα όπως «και εμείς κάποτε ήμασταν μετανάστες». Το πιο γραφικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στα βόρεια προάστια και διαβιούν στους δικούς τους κλειστούς γυάλινους πύργους και δεν έχουν καμία επαφή με την ισλαμοποίηση της χώρας .
Πολιτικοί που παίρνουν αποφάσεις εις βάρος του Ελληνικού λαού και συντρίβουν κεκτημένα δεκαετιών στην εργατική τάξη, πρωτοστατούν σε διαγγέλματα φιλανθρωπίας προσπαθώντας να μας πείσουν ότι αγαπούν όλους τους λαούς του πλανήτη!
Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την κατάσταση αυτή με πολλή χιούμορ λόγω της γραφικότητάς της αν δεν είχε ξεπεράσει κάθε όριο διάλυσης το Ελληνικό κράτος ή τουλάχιστον τα υπολείμματα του.
Θα τεθεί επομένως το ερώτημα, πως πέτυχαν ενώ είναι οι καραγκιόζηδες της φιλανθρωπίας να μας δαιμονοποιήσουν όλους? Θα απαριθμήσουμε μερικές από τις τακτικές τους.
Πρώτον. Η μαζικότητα του μηνύματος. Τα αντιρατσιστικά μηνύματα ήταν καταιγιστικά στη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ και ιδιαίτερα στα πανελλήνιας εμβέλειας ΜΜΕ το ποσοστό άγγιξε το 100%. Χρησιμοποίησαν τον κλασικό κανόνα της κοινωνικής ψυχολογίας που είναι ο εξής απλός : “για να το λένε τόσοι πολλοί πρέπει να είναι αλήθεια» . Οποιαδήποτε άλλη φωνή εξαφανίζονταν ή λοιδορούνταν.
Η μαζικότητα αυτής της ψυχολογικής βίας (γιατί περί αυτού πρόκειται) σε συνδυασμό με τη συνεχή επανάληψη του μηνύματος πέτυχαν σε δύο δεκαετίες να μας ενοχοποιήσουν και να φοβόμαστε να εκφράσουμε την πραγματική μας άποψη για αυτό το θέμα.
Δεύτερον. Το δημοσιογραφικό κατεστημένο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο διαδικασία του διαλόγου στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η τακτική που ακολούθησαν οι μεγαλοσχήμονες δημοσιογράφοι ήταν πολύ στοχευμένη. Εκ πρώτης όψεως ακολουθούσαν τη δημοσιογραφική δεοντολογία και ακούγονταν και οι δύο απόψεις.
Όμως το παιχνίδι καθορίζονταν στις επιλογές των προσώπων . Η άποψη η φιλική προς τους μετανάστες αντιπροσωπεύονταν από άτομα σοβαροφανή, μειλίχια που γνώριζαν από επικοινωνία . Στην αντίθετη περίπτωση της επιφυλακτικής θέσης προς τους μετανάστες η επιλογή των δημοσιογράφων ήταν κάποιος κραυγαλέος , γραφικός χωρίς επιχειρήματα αλλά μόνο με συνθηματολογία.
Στη συνέχεια η προβοκατόρικες ερωτήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με αποτέλεσμα ο προσκείμενος προς την επιφυλακτική θέση στο θέμα της μετανάστευσης να χάνει την ψυχραιμία του και η συζήτηση να καταλήγει προς το ευκταίο αποτέλεσμα για το δημοσιογράφο. Αν και υπάρχουν άτομα που έχουν διεξάγει αναλυτικές και τεκμηριωμένες έρευνες για το θέμα της μετανάστευσης αποφεύγονταν δια ροπάλου από τους δημοσιογράφους γιατί διαφορετικά θα έπαιρνε επικίνδυνη τροπή η συζήτηση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε ένας άλλος βασικός κανόνας της επικοινωνίας – προπαγάνδας αυτή τη φορά που είναι ο εξής : «Μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς θα πεις κάτι από το τι θα πεις»
Εδώ προκύπτει ένα άλλο ερωτηματικό . Αν οι αντιρατσιστέμποροι και οι πατρόνες τους αγνόησαν έναν βασικό κανόνα της προπαγάνδας. Η προπαγάνδα πρέπει να συνδυάζεται με την πραγματικότητα διαφορετικά αν η πραγματικότητα έρθει σε πλήρη αντίθεση με τη προπαγάνδα στο τέλος την συντρίβει.
Η πραγματικότητα είναι βίωμα. Βίωμα είναι αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας στη γειτονιά μας , βίωμα είναι τα νέα που μαθαίνουμε στην εργασία μας , βίωμα είναι οι προσωπικές ιστορίες που μαθαίνουμε από τους φίλους μας και τους συγγενείς μας.
Τα βίωμα είναι πανίσχυρο , αποτελεί τη προσωπική μας πραγματικότητα που δε μπορεί να την αγγίξει και η πιο προηγμένη επικοινωνία. Επομένως πως διέφυγε κάτι τέτοιο από τους αντιρατσιστέμπορους? Η μήπως το γνωρίζουν αλλά τους πιέζει ο χρόνος για να πετύχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα άμεσα και το παραβλέπουν? Άγνωστο.
Πως αντιμετωπίζονται οι αντιρατσιστέμποροι?
Πρώτον με το θάρρος της γνώμης μας. Όσο περισσότεροι θα εκφράζουμε την άποψή μας τεκμηριωμένα και δε θα ντρεπόμαστε τόσο περισσότερο θα μειώνεται η δύναμή τους. Ας μη μας διαφεύγει ότι είναι μία μικρή μειοψηφία σε όλη την επικράτεια.
Δεύτερον , δίνουμε τέλος στην αμυντική στάση « ξέρετε εγώ δεν είμαι ρατσιστής αλλά….» και περνάμε απευθείας στη επίθεση . Μπορείτε να ξεκινήσετε με ένα απλό ερώτημα :
Εσένα ποιος σε έχρισε φιλάνθρωπο? Ποιος σε εξουσιοδότησε να μας κάνεις γραφικού τύπου σεμινάρια φιλανθρωπίας?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου