Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

«Βασανίζει» τον Ομπάμα το συγχωροχάρτι στη CΙΑ


Οταν την περασμένη Δευτέρα ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επισκέφτηκε τα αρχηγεία της CIA, κανείς δεν σκέφτηκε να τον... κλείσει σε ένα μικρό κουτί γεμάτο με έντομα ή να τον χαστουκίσει στο πρόσωπο ή να δοκιμάσει τον εικονικό πνιγμό του.

Αν, βέβαια, κάποιος το επιχειρούσε, προφανώς και δεν πάθαινε τίποτα, όπως τίποτα δεν θα πάθουν και όσοι βασάνιζαν κρατουμένους στα «κολαστήρια» που είχαν στήσει οι αμερικανικές υπηρεσίες ανά τον κόσμο, αφού το έκαναν «καλή τη πίστει».

Η επίσκεψη Ομπάμα στη CIA αυτό ακριβώς τον σκοπό είχε, να αποτελέσει την κορύφωση μιας εκστρατείας «συγχώρεσης» των συστηματικών βασανιστηρίων στα οποία η κυβέρνηση Μπους υπέβαλε όσους συνελάμβανε ως υπόπτους για τρομοκρατικές πράξεις.


Απάνθρωπες πρακτικές

Οι εικονικοί πνιγμοί ήταν η δημοφιλέστερη «τακτική» των ανακριτών, στις προτιμήσεις των οποίων συγκαταλέγονταν και η εβδομαδιαία στέρηση ύπνου, το ράπισμα πρόσωπου, η απογύμνωση, ο εγκλεισμός σε κουτί με έντομα, αλλά και η καθήλωση σε στάσεις που προκαλούν πόνο και ψυχολογικά προβλήματα.

Οι απάνθρωπες αυτές πρακτικές αποκαλύφθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά τη δημοσιοποίηση των μέχρι πρόσφατα απόρρητων εκθέσεων της CIA και, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασε μέγας σάλος, ο οποίος έγινε μεγαλύτερος μετά την προσπάθεια της κυβέρνησης Ομπάμα να αμνηστεύσει τους βασανιστές αλλά και τους εμπνευστές των απάνθρωπων πρακτικών.

Στελέχη των Δημοκρατικών και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που ήδη έχουν απογοητευτεί από την πρόθεση της κυβέρνησης Ομπάμα να αναβάλει προς το παρόν την αναστολή του μυστικού προγράμματος παρακολούθησης χωρίς δικαστική εντολή, ξεσηκώθηκαν ζητώντας να μην κλείσει το θέμα των ενδεχόμενων διώξεων, μέχρις ότου η αρμόδια εξεταστική επιτροπή του Κογκρέσου ολοκληρώσει τη διερεύνηση των καταγγελιών για βασανιστήρια.

«Βασανίστρια» η Κοντολίζα Ράις

Οι πιέσεις για διώξεις εντείνονται μετά τις νέες αποκαλύψεις ότι τα βασανιστήρια στο Αμπού Γκράιμπ και αλλού δεν ήταν η δουλειά ορισμένων «σάπιων μήλων», όπως είχε δηλώσει ο τότε υφυπουργός Αμυνας, Πολ Γούλφοβιτς, αλλά αντιθέτως ήταν ενορχηστρωμένα από υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Μπους.

Οπως αποκαλύπτει η έκθεση των 232 σελίδων της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, κύρια υπεύθυνη για τη χρήση βασανιστηρίων ήταν η Κοντολίζα Ράις, ενώ έπεται ο πρώην αντιπρόεδρος, Ντικ Τσένι.

Συγκεκριμένα, η τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας είχε αποφανθεί εγγράφως το 2002 ότι οι εναλλακτικές μέθοδοι ανάκρισης, όπως ο εικονικός πνιγμός, δύνανται να εφαρμοστούν στην περίπτωση του ύποπτου ως μέλους της Αλ Κάιντα, Αμπού Ζουμπάιντα, ενώ η εισήγησή της πήρε και την έγκριση του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Αμετανόητος, ο Ντικ Τσένι τόνιζε σε συνέντευξή του 5 χρόνια μετά, σε ερώτηση για τον εικονικό πνιγμό: «Αμφισβητείτε ότι παρήγαγε τα επιθυμητά αποτελέσματα στην περίπτωση Σεϊχ Μοχάμεντ;». Ούτε ο τότε υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ήταν άμοιρος ευθυνών.

Σε ένα χειρόγραφο υπόμνημα του Δεκεμβρίου του 2002, «εξυμνούσε» την καθήλωση σε στάσεις που προκαλούν πόνο: «προτείνω 8-10 ώρες καθήλωσης την ημέρα». Επιπλέον, καταρρέει ένα ακόμα επιχείρημα της προηγούμενης κυβέρνησης ότι τα βασανιστήρια επιλέχθηκαν ως ύστατη λύση μετά το 2002 και όταν οι κρατούμενοι αποδεικνύονταν πολύ... σκληροί για να μιλήσουν.

Σύμφωνα, όμως, με την έκθεση ο Λευκός Οίκος είχε ξεκινήσει τον σχεδιασμό σχετικά με τα βασανιστήρια ήδη από τον Δεκέμβριο του 2001, δηλαδή πολύ πριν η CIA συλλάβει στελέχη της Αλ Κάιντα.

Η ΕΚΘΕΣΗ

Είχαν αρχίσει τα βασανιστήρια πολύ πριν από τη σύλληψη μελών της Αλ Κάιντα

Από την έκθεση της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, που συντάχθηκε ύστερα από ενδελεχείς έρευνες και συνεντεύξεις με 70 και πλέον ανθρώπους, προκύπτει μία άλλη εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που παρουσίασε ο Μπους στον αμερικανικό λαό.

Τον Δεκέμβριο του 2001, το υπουργείο Αμυνας, σε συνεργασία με τη CIA, αντέστρεψε το πρόγραμμα με το οποίο οι πράκτορες της υπηρεσίας εκπαιδεύονται να μη «σπάνε» με τα βασανιστήρια, αν τυχόν συλληφθούν από τον εχθρό, έτσι ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν οι ίδιοι τα βασανιστήρια.

Στις αρχές Μαρτίου του 2002, ξεκίνησαν τα προγράμματα «εκπαίδευσης» δύο εβδομάδων ειδικά για τους ανακριτές του Γκουαντάναμο, πριν δηλαδή τη σύλληψη του Ζουμπάιντα, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που παρουσιάστηκε ως μέλος της Αλ Κάιντα.

Η δικαιολογία

Στην πραγματικότητα, αυτό που ενδιέφερε διακαώς τους εμπνευστές των βασανιστηρίων ήταν το Ιράκ, να αποδειχθεί δηλαδή διασύνδεση της Αλ Κάιντα με την πολύπαθη χώρα, ώστε να δικαιολογηθεί και η εισβολή.

«Αυτό που ζητούσαν από τις ανακρίσεις στο Γκουαντάναμο», δήλωσε στην επιτροπή ο στρατιωτικός ψυχίατρος, ταγματάρχης Πολ Μπέρνεϊ, «ήταν να αποδειχθεί η σχέση Αλ Κάιντα με το καθεστώς Σαντάμ. Οσο δεν γινόταν αυτό, τόσο η πίεση μεγάλωνε να λάβουμε μέτρα ώστε να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα».

Ενας από τους αξιωματούχους που ασκούσαν αυτές τις πιέσεις ήταν και ο Γούλφοβιτς, εκ των αρχιτεκτόνων της εισβολής στο Ιράκ. Εκείνος τηλεφώνησε στον τότε επικεφαλής του Γκουαντάναμο, ταγματάρχη Μάικλ Ντανλάβεϊ για να εκφράσει τις «ανησυχίες του για τα ανεπαρκή αποτελέσματα των ανακρίσεων» και πρότεινε τη χρήση πιο επιθετικών τεχνικών ανάκρισης.

Υπό το βάρος αυτών των νέων αποκαλύψεων, ο Λευκός Οίκος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο άσκησης διώξεων κατά των νομικών συμβούλων της κυβέρνησης Μπους, που επινόησαν τα νομικά τεχνάσματα τα οποία καταστρατήγησαν ουσιαστικά τη Συνθήκη της Γενεύης για τους αιχμαλώτους.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: