Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό άνδρες που μας δείχνουν μέχρι σήμερα την διαχρονική πολιτιστική διαφορά Ελλήνων και Τούρκων.
Αντί λοιπόν ένος αφιερώματος όπως τα υπόλοιπα, αποφάσισα να σας παραθέσω αποσπάσματα από τους δύο τελευταίους λόγους που εκφώνησαν πριν την τελική μάχη ο αυτοκράτοράς μας Κωνσταντίνος και ο Τούρκος Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό λόγοι που δείχνουν την ψυχική, πολιτιστική και εθνολογική διαφορά των δύο ανδρών που υπάρχει μέχρι σήμερα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Δείτε τα ηρωικά και εμψυχωτικά λόγια του Ελληνα αυτοκράτορα προς τους συμπολεμιστές του, ενός αυτοκράτορα που ετοιμάζεται σαν απλός στρατιώτης να μπεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα και να δώσει την ζωή του για την Πόλη του, κι ενός Τούρκου Σουλτάνου που καθισμένος αναπαυτικά στην σκηνή του θα παρακολουθήσει τα βαρβαρικά στίφη του να προσπαθούν να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Βασιλεύουσα των Ελλήνων. Ενας Σουλτάνος που σαν γνήσιος ισλαμιστής βλέπει μόνο το αίμα των εχθρών του και τα κάλλη της Πόλης που θέλει να καταστρέψει. Τα αποσπάσματα είναι από το Χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Αλωσης. Ο τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (απόσπασμα)
Για να θυμηθούμε, για να μάθουμε και για να μην τρώμε αμάσητα ό,τι μας σερβίρουν οι Βερέμηδες κι οι συν αυτώ!
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό άνδρες που μας δείχνουν μέχρι σήμερα την διαχρονική πολιτιστική διαφορά Ελλήνων και.....
Τούρκων.
Αντί λοιπόν ένος αφιερώματος όπως τα υπόλοιπα, αποφάσισα να σας παραθέσω αποσπάσματα από τους δύο τελευταίους λόγους που εκφώνησαν πριν την τελική μάχη ο αυτοκράτοράς μας Κωνσταντίνος και ο Τούρκος Μωάμεθ ο Πορθητής. Δυό λόγοι που δείχνουν την ψυχική, πολιτιστική και εθνολογική διαφορά των δύο ανδρών που υπάρχει μέχρι σήμερα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Δείτε τα ηρωικά και εμψυχωτικά λόγια του Ελληνα αυτοκράτορα προς τους συμπολεμιστές του, ενός αυτοκράτορα που ετοιμάζεται σαν απλός στρατιώτης να μπεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα και να δώσει την ζωή του για την Πόλη του, κι ενός Τούρκου Σουλτάνου που καθισμένος αναπαυτικά στην σκηνή του θα παρακολουθήσει τα βαρβαρικά στίφη του να προσπαθούν να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Βασιλεύουσα των Ελλήνων. Ενας Σουλτάνος που σαν γνήσιος ισλαμιστής βλέπει μόνο το αίμα των εχθρών του και τα κάλλη της Πόλης που θέλει να καταστρέψει.
Τα αποσπάσματα είναι από το Χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Αλωσης.
Ο τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (απόσπασμα)
«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους.
Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.
Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη. Μη δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια.
Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν.
Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα. Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν. Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού.
.....................................
Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο. Και αυτός ο ασεβέστατος την άλλοτε περιφανή και ζωηρή σαν ρόδο του αγρού Πόλη θέλει να την υπαγάγει υπό την εξουσία του.
............................
Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο». Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Ακολουθεί απόσπασμα του τελευταίου λόγου του Μωάμεθ του Πορθητή.
«Ω αγαπητά μου παιδιά, από το Θεό, τον προφήτη του Μωάμεθ και εμένα τον ίδιο το δούλο του, σας παρακαλώ και σας ικετεύω να κάνετε αύριο έργο αξιομνημόνευτο, όπως και οι πριν από μας παντού ως τα τώρα έκαναν, όπως είναι φανερό, και με προθυμία, γενναιότητα και μεγαλοψυχία να περάσετε σαν φτερωτοί με τις σκάλες πάνω από το τείχος. Και τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας και τους χάρισε ο Θεός μη γίνετε αφορμή εσείς να τη χάσουμε· αντίθετα, πλησίασε η ώρα να την αυξήσουμε κατά πολύ». Τους είπε και πολλά άλλα λόγια στρατιωτικού περιεχομένου, και τους φούντωσε το φρόνημα για να δράσουν γενναία.
Και κατέληξε: «Αν μερικοί από σας σκοτωθούν, όπως είναι φυσικό στους πολέμους, και γραφτό της μοίρας του καθενός, ξέρετε πολύ καλά τι λέει ο προφήτης μας στο Κοράνι: εκείνος που θα πεθάνει υπό τέτοιες συνθήκες θα δειπνήσει και θα πιει στον παράδεισο, ολόσωμος μαζί με το Μωάμεθ· και με παιδιά και με ωραίες γυναίκες και παρθένες θα αναπαυτεί σε τόπο χλοερό και αρωματισμένο από λουλούδια, θα λουστεί σε ωραιότατο λουτρό και θα έχει τα πάντα από το Θεό σε εκείνο τον τόπο.
Και πάλι, σ’ αυτή τη ζωή, όλος ο στρατός και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα έχουν από μένα κατ’ αναλογία θα είναι διπλάσιος για τον καθέναν απ’ όσα έχουν τώρα· αυτός θ’ αρχίζει από σήμερα και θα καταβάλλεται ως το τέλος της ζωής τους. Για τρεις ημέρες η Πόλη θα είναι δική σας. Ό,τι κι αν αρπάξετε ή βρείτε, χρυσό ή ασημένιο σκεύος και ρούχα, αιχμαλώτους —άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους— κανείς δε θα μπορεί να σας τα ζητήσει ή να σας ενοχλήσει στο ελάχιστο». Αφού τελείωσε το λόγο του, τους όρκισε να διαφυλάξουν όσα τους διέταξε. Αυτοί χάρηκαν πολύ ακούγοντάς τα, και με μια φωνή αλάλαξαν όλοι στη γλώσσα τους: «Αλλάχ, Αλλάχ Μεεμέτ ρεσούλ Αλλάχ!» που σημαίνει «ο Θεός των Θεών, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του».
http://koukfamily.blogspot.com/
4 σχόλια:
Προς Γενική διεύθυνση ΣΚΑΙ
κοινοποιηση 1/(διαγράφω την λέξη Κύριος) ΒΕΡΕΜΗΣ (γνωστός για τις ΣΟΡΟπιαστες μπουρδολογιες του στο πανελλήνιο)
2/ (διαγράφω την λέξη Κύριος) ΤΣΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ , ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ,ΣΤΑΤΟΠΟΥΛΟΣ η κάπως έτσι δήθεν ιστορικός –της πορδης και αυτός υποθέτω- ένιοτε γλαστρα σε διαφορα πανελ που - αναθεμα αν καταλαβαινει τι του λενε και τι του γινεται..)
3/ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΚΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΙΟ που βοηθησε ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΣΙ βεβαιως-βεβαιως να φτειαχτει αυτό το βλαχομπαροκ απαυγασμα κρεττινισμου , και που βαλθηκε να μας πεισει ότι ειμαστε τουρκοι και δεν το καταλαβαμε μωρε…
ΘΕΜΑ Η ιστορια του 1821 μεσα από τα τρικυμισμένα μυαλά αθλίων τουρκολαγνων (η τουρκων την καταγωγη ?) κατοικων Αθηνων.
-------------------------------
Γιατι ωρε παιδευεστε να μας πειτε ότι σας αρεσει το οθωμανικο και ότι οι ριζες σας είναι τουρκικες ?
Αραγε γιατι ιδροκοπατε να φτειαχνετε εκπομπες γελοιες , ανιστορητες και να εκτιθεσθε σε δυσκολους καιρους που ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ ?
Πεστε μωρε ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ και αλλαξοπιστησατε , πεστε ότι το γενος ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ δεν εχει ελληνικο αιμα , να σας καταλαβουμε… να σας οικτιρουμε εστω , να βρειτε μια προθυμη τουρκικη αγκαλια στο τελος – τελος, αλλα ρε ΣΟΥΡΓΕΛΑ (αυτή είναι η ηπιοτερη λεξη που μπορεσα να βρω για σας) μην αναλωνεστε να πεισετε εμας ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΕ ΣΑΣ…. γιατι εισθε ατυχοι, πολύ ατυχοι ρε τουρκολαγνοι, εμεις εχουμε ΣΟΙ που αγωνιστηκε (όχι σαν το δικο σας..) και ξερουμε από πού κραταει η σκουφια μας (όχι όπως εσεις) σκιρταει η καρδια μας (όχι όπως εσας) όταν βλεπουμε την γαλανολευκη και βαθυ σεβας μας καταλαμβανει όταν μιλαμε για τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΜΑΣ
ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ και ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΜΑΣ… ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΕΙ ΧΑΡΑΜΙ ΡΕ ΚΙΟΤΗΔΕΣ ΣΑΣ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ (που να σας βγει το ματι) από τον ΑΕΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ ΜΑΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ για να δειτε με ποιους ρε τουρκολαγνοι πατε να τα βαλετε…
ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΑ BARBARA ΑΓΕΛΑΔΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΩΡΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ :
O Γιώργος Σεφέρης
(Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης - Πηγή: Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4). ) αναφερει :
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΙΟ ΚΑΤΩ)
Λεει ο Μακρυγιαννης :
«Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων• κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς• κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά• κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ’αυτές τις δυο θέσες πού’ναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ’άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν’ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ’άλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές• και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;» (Β΄ 67-68).
/////////////////// Και συνεχιζει να διηγειται ο Στρατηγος :
«Εκεί πού 'φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί: Μου λέγει:
»- Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες• τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;
»Του λέγω:
»- Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ’αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’έναν τρόπο• ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
»- Τρε μπιεν, λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος» (Β' 169).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΙΟ ΚΑΤΩ
//////////////////Και συνεχιζει να διηγειται ο Στρατηγος :
«Η Πατρίδα κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι΄ αυτός τα συμφέροντά του εις αυτήνη την πατρίδα, εις αυτήνη την θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελή αυτά και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζη ως προκομμένος την αλήθεια, το ίδιον και ο απλός. Ότι κρικέλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος ε γ ώ, να λέγη ε μ ε ί ς. Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας.
Πήγα εγώ εις την Αγία Ειρήνη, ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια. Τους λέγω, «Τι με θέλετε, αδελφοί;» - Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από μας και να σταθείς εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κι΄ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι. «Η αρετή κι΄ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ΄διοτέλεια χάνουν την πατρίδα, και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την τρίτη Σεπτεμβρίου, κι επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του σ΄εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρει και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου - αν η αφεντιά σας δεν έχετε αρετή κι΄ομόνοιαν, τι να σας κάμω εγώ;». Μου λένε γενικώς με μίαν φωνή. «Ότι μας ειπής εσύ θ΄ακολουθήσωμεν - Κι εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήσει) μη μου δίνετε».
Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια ΄κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω. Ήμουν φτωχός κ΄ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ΄ εγώ σε τούτην την κοινωνία όσο έχω τ΄ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κ΄ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα.
Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα - ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ΄ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΙΟ ΚΑΤΩ)
Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Οταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ. ΄Οταν όμως αγωνίζονται πολλοί φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν΄αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε. «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους , της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και νάχουν την επιρροή για ικανότη.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΣΕΦΕΡΗ :
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού, δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης.
Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία -εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία -εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτο-μορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχονν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος. Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς• θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του• είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία• κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα '21.
Γιώργος Σεφέρης (Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης - Πηγή: Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4). )
//////////////////////////τελος
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μαθετε ρε τουρκοπροσκυνηταδες ότι το βδελυρο καναλι σας το βγαλαμε ( ΝΑ ΜΗΝ ΜΑΣ ΒΡΩΜΙΖΕΙ ) από την τηλεοραση μας ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΩΝΑ ΝΑ ΣΑΣ ΞΕΜΠΡΟΣΤΙΑΣΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΥ – ΝΑ ΣΑΣ ΒΓΑΛΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ , ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ , ΚΑΙ ΟΛΟΙ αν μπορεσουμε, γιατι ΤΟ ΦΤΥΣΙΜΟ ΜΑΣ ΔΕΝ ΣΑΣ ΦΤΑΝΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΤΕ !
ΜΕ ΚΑΜΜΙΑ ΥΠΟΛΗΨΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ.
ΦΤΟΥ ΣΑΣ !
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ
Δημοσίευση σχολίου