Grecian sculptοrs, Greek Emperors, Greek sailors: Το τρίσημο πριν τον Κ. Παπαρρηγόπουλο
Χαράλαμπος Μηνάογλου
Ανάμεσα στους Ευρωπαίους περιηγητές που πέρασαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 18ο αιώνα, ξεχωριστή θέση κατέχει η λαίδη Craven. Πρώτα-πρώτα επειδή ήταν γυναίκα, και οι γυναίκες περιηγήτριες στην Ανατολή σπάνιζαν. Έπειτα, λόγω της ιδιαίτερης μόρφωσής της και του συγγραφικού - λογοτεχνικού ταλέντου της. Κατά την περιήγησή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνδέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέμεινε κατά κύριο λόγο, με τους ευρωπαίους διπλωμάτες και ιδιαίτερα με τον Gouffier, τον γνωστό για το αρχαιοδιφικό έργο του Γάλλου πρέσβη. Σε κάποιο μάλιστα ταξίδι που της οργάνωσε ο τελευταίος, η Βρετανίδα περιηγήτρια είχε την ευκαιρία να θαυμάσει ελληνικές αρχαιότητες και να λυπηθεί από την καταστροφή τους από τους Τούρκους που αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα αριστουργήματα των αρχαίων Ελλήνων γλυπτών (Grecian sculptοrs), όπως η ίδια σημειώνει1. Λίγο νωρίτερα, όταν είχε πρωτοφθάσει στην Πόλη έγραφε: «Constantinople is almost surrounded by a very high wall, turreted and flanked by large square towers, built by the Greek Emperors»2. Όταν αργότερα ετοιμαζόταν να φύγει και έγραφε στον τότε προστάτη και μετέπειτα σύζυγό της, τελευταίο μαρκήσιο του Anspach-Bayreuth για τις ετοιμασίες της σχετικά με την αναχώρησή της τόνιζε πως είχε προσλάβει «two Greek boats with Greek sailors»3.
Οι αναφορές της αυτές, που νομίζουμε πως δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την συνάφεια τουλάχιστον που θεωρούσε πως είχαν οι σύγχρονοί της Έλληνες με τους βυζαντινούς και τους αρχαίους, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς δεν προέρχονται από ένα ιστορικό κείμενο, ένα κείμενο δηλαδή που θα μπορούσε να έχει την προθετικότητα να υποστηρίξει αυτήν την σχέση. Οι αναφορές αυτές της Craven, διάσπαρτες μέσα στο περιηγητικό της κείμενο, αποδίδουν νομίζουμε την πραγματική της αντίληψη για το ζήτημα: θεωρούσε δηλαδή όπως η πλειοψηφία των περιηγητών αλλά και ευρύτερα των λογίων Ευρωπαίων των χρόνων της Τουρκοκρατίας, πως οι αρχαίοι Έλληνες, οι Βυζαντινοί και οι σύγχρονοι διαβιούντες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν κάποιας μορφής σχέση, τουλάχιστον πολιτισμική. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Ο Γάλλος γιατρός και βοτανολόγος του 16ου αιώνα Belon, ο οποίος μάλιστα δεν έχει καλή γνώμη για τους Έλληνες του καιρού του γράφει: «Όλοι οι Έλληνες, και αυτοί που ζουν υπό την τουρκική κυριαρχία και εκείνοι που ζουν υπό τους Βενετούς, είναι το ίδιο αμαθείς. Σε καμιά πολιτεία δεν υπάρχει πανεπιστήμιο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει τα παιδιά του γράμματα. Όλοι μιλούν παρεφθαρμένα αρχαία ελληνικά. Μ' όλα αυτά η γλώσσα τους μοιάζει περισσότερο με τα αρχαία ελληνικά παρ' όσο τα ιταλικά με τα λατινικά. Στις πολιτείες μιλάνε ελληνικά ή τουρκικά, στα χωριά όμως μόνο ελληνικά». […] «Οι ελληνικοί πληθυσμοί που ζουν υπό τους Τούρκους ακολουθούν τις τουρκικές συνήθειες (γιατί όντας υπόδουλοι συμπεριφέρονται με τα συνήθεια των αφεντάδων τους) και τις βενετικές συνήθειες, εκείνοι που ζουν υπό τους Βενετούς. Οι Έλληνες, όμως, των νησιών και των ορεινών περιοχών διατηρούν τα έθιμα των αρχαίων προγόνων τους»4.
Αλλά και ο Άγγλος Wlliam Lithgow στις αρχές του 17ου αιώνα σημειώνει: "Από όλη αυτή την χώρα, από το ένδοξο παρελθόν της έμεινε μονάχα το όνομα. Οι τουρκικές βαρβαρότητες και ο χρόνος εξαφάνισαν όλα τα αρχαία μνημεία. Απάνθρωπες οι συνθήκες της ζωής, ούτε ίχνος πνευματικών ενδιαφερόντων. Οι σημερινοί Έλληνες είναι σαν φυλακισμένοι σε κάτεργο, είναι σκλάβοι σκληρόψυχων τυράννων»5. Αλλού μάλιστα ο ίδιος εξηγεί και την σημασία του ονόματος Ρούμελη: «Greece now tearmed by the Turcs Rum-ili, the Romane Countrey, was first called Helles, next Graecia of Grecus, who was once King there of. The Greekes of all other Gentiles, were the first converted Christians»6. Λίγο πριν τα μέσα του αιώνα ο Γάλλος Sieur du Loir γράφει προσπαθώντας να πείσει τον βασιλιά του πως η ενασχόληση με την Ελλάδα είναι σημαντική: «Μ' όλο που η Ελλάδα βρίσκεται σε τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση που δύσκολα μπορεί κανείς να την αναγνωρίσει, τα ερείπιά της είναι αρκετά πολύτιμα για να προσελκύσουν την σοφή σας περιέργεια. Και η επαίσχυντη δουλεία των νομίμων τέκνων της που στενάζουν κάτω από την αλαζονική κυριαρχία των τυράννων θα αγγίξει χωρίς άλλο τον οίκτο της γενναιοφροσύνης σας. Πραγματικά, κύριέ μου, αν η Ελλάδα υπήρξε κάποτε αντικείμενο θαυμασμού της οικουμένης, μπορεί και σήμερα ακόμα, δίκαια να αξιώσει κάποιο αίσθημα τιμής και σεβασμού. Ο κόσμος της οφείλει πολλά. Η ανθρωπότητα πρέπει να της αναγνωρίσει πως είναι μητέρα των τεχνών, των επιστημών και κάθε αρετής»7.
Μέσα στον 17ο αιώνα κερδίζει βέβαια έδαφος και ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων της εποχής ως νεωτέρων, εφόσον οι πρόγονοί τους είναι οι αρχαίοι. Γράφει ο Sieur de la Croix, ο φίλος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: «Αυτή η μανία της πολυτέλειας και των επιδείξεων αποτελεί κατά μέγα μέρος την αιτία του αφανισμού των νεωτέρων Ελλήνων»8. Στις αρχές του 18ου αιώνα ο Cornelius Lebrun σχολιάζει: "Στους Έλληνες δεν βρίσκει πια κανείς ούτε ίχνος από την δύναμη του πνεύματος και τις ωραίες επιστήμες που τόσο τους δόξασαν άλλοτε. Απίστευτη αμάθεια κυριαρχεί εκεί που άλλοτε ανθούσε η σοφία. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι δικαιολογούνται. Η τυραννία που τους καταπιέζει έσβησε την φλόγα του πνεύματος. Αλλά και οποιοδήποτε άλλο έθνος αν βρισκόταν κάτω από την οθωμανική καταπίεση θα έχανε όλη την λάμψη του"9. Την ίδια εποχή ο Γάλλος Ιησουίτης Tarillon θεωρεί βασικό αίτιο της ανυποταξίας των Ελλήνων στον Πάπα, το ένδοξο αρχαίο παρελθόν τους: «Οι Έλληνες γονείς στέλνουν με ευχαρίστηση τα παιδιά τους στα σχολεία μας. Τελευταία είχαμε και τα παιδιά του μπέη της Βλαχίας. Γνωρίζω στην Κωνσταντινούπολη πολλούς Έλληνες που μας συμπαθούν. Γενικά όμως δεν πρέπει να περιμένουμε πολλούς προσηλυτισμούς ανάμεσα στους σχισματικούς αυτού του έθνους. Η θέα των λειψάνων του αρχαίου μεγαλείου, μ' όλο που είναι θλιβερή και ταπεινωτική, γεμίζει τα μυαλά τους με υπερφίαλες ιδέες, έτσι που γίνονται δύστροποι και κενόδοξοι»10. Λίγο αργότερα ο επίσης Γάλλος Charles de Saint Maure σημείωνε πως «δεν υπάρχει Έλληνας που να μην ισχυρίζεται πως η σκούφια του κρατάει από τον Πρίαμο, τον Θησέα ή κάποιον άλλον ήρωα»11.
Και κατά τον 18ο αιώνα διατρανωτές της σχέσης των αρχαίων με τους νεώτερους Έλληνες παραμένουν οι κακολογούντες και αντιπαθούντες τους συγχρόνους τους Έλληνες περιηγητές. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει στα 1730 ο Γάλλος ακαδημαϊκός Fourmont: «Βρίσκομαι σ' ένα φοβερό τόπο, στην περίφημη Μάνη. Κακός λαός, κι είμαι ευτυχής που γλύτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτα αξιόλογο, τίποτα για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω, για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, ρίχτηκα πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτα από την πόλη που έχτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την ανασκάλεψα, την ξεθεμέλιωσα, δεν έμεινε λίθος επί λίθου. Μα γιατί, θα ρωτήσει η Εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία πάνω σ' αυτή την πόλη, ώστε να γίνει αγνώριστη πληρώνοντας τις αμαρτίες των απογόνων της;»12
Αλλά και ο Άγγλος διπλωμάτης Porter συμπληρώνει: «Οι σύγχρονοι Έλληνες μοιάζουν πολύ με τους αρχαίους. Είναι πανούργοι, εύστροφοι, ιδιαίτερα ματαιόδοξοι και ραδιούργοι, πολύ εκδικητικοί για να υπερασπισθούν τα συμφέροντα, την φήμη και την δόξα μιας δημοκρατικής χώρας ή να υποταχθούν σ' ένα μονάρχη. Ο ταραχώδης χαρακτήρας τους είναι πάντοτε έτοιμος να ξεσπάσει κι έτσι είναι αδύνατο να κατευνασθεί το ανήσυχο πνεύμα τους χωρίς την κατασταλτική δύναμη της ξένης κυριαρχίας. Οι Τούρκοι επιτρέπουν στους Έλληνες να χαίρονται μερικές λάμψεις του αρχαίου μεγαλείου. Αλλά αυτά τα προνόμια περιορίζονται στα εκκλησιαστικά αξιώματα και σε τρεις σπουδαίες θέσεις στην διοίκηση»13. Και συνεχίζει: «If the modern Greeks are almost strangers to the virtues, or to all arts and learning of the ancients, they have surprisingly retained their levity. Without the least knowledge of Homer, Anacreon, or Theocritus, they abound in poetry, such as it is, love-songs, ballads, and pastorals; they are eternally singing or dancing. They have carefully preserved the Cretan Lyre, and Pan's pipe, the septem imparibus calami's, "seven unequal reeds," and also the pipe of the Arcadian Shepherds. They still use the ancient long dance led by one person, either with women alone, or intermixed with men and women, called by pre-eminence the Romeika, or Greek dance. They have also the manly martial Pyrrhic dance, and those most obscene infamous love-dances, accompanied with the loriici Moiui, offensive to all modesty and decency»14.
Περιττό είναι να αναφέρουμε οτιδήποτε από το έργο του μεγαλύτερου φιλέλληνα περιηγητή των μέσων του 18ου αιώνα, του Guys 15, καθώς σε ολόκληρο το έργο του καταδεικνύει την πολιτισμική συνέχεια ανάμεσα στους νέους και τους αρχαίους Έλληνες, με τόση μάλιστα ζέση όση κανείς από τους Έλληνες εθνικιστές ιστορικούς και λαογράφους του 19ου αιώνα.
Σε αυτό το σημείο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία μαρτυρία του Γάλλου Sieur de Poullet ο οποίος παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο τι σήμαινε για τους Ευρωπαίους ο σύγχρονός τους Έλληνας (Greek). Έχει υποστηριχθεί πως ο όρος, τουλάχιστον από τους καθολικούς, χρησιμοποιείτο μόνο με την θρησκευτική σημασία, του σχισματικού δηλαδή ορθοδόξου, χωρίς να φέρει καμία σημασία καταγωγής και εθνοτικής προέλευσης. Ο Poullet όμως είναι σαφής πως στα 1657 "Όλοι οι κάτοικοι της Ρωμυλίας είναι Έλληνες και στην καταγωγή και στο δόγμα "16.
Το γεγονός πως αρκετοί Ευρωπαίοι δεν αναφέρουν τους Βυζαντινούς, αλλά τονίζουν την σχέση των αρχαίων με τους συγχρόνους τους, δεν σημαίνει πως θεωρούσαν πως οι Βυζαντινοί ήταν οπωσδήποτε κάτι άλλο. Παρότι ορισμένοι κατά τον 18ο αιώνα επηρεασμένοι από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Γίββωνα δεν θέλουν να σχετίσουν με το αρχαίο παρελθόν το βυζαντινό, εντούτοις δεν προσγράφουν τους Βυζαντινούς κάπου αλλού, ούτε θεωρούν τους σύγχρονους Greeks ως μία αναβίωση από το πουθενά των αρχαίων. Σίγουρα βέβαια η Craven ανήκει στην ομάδα αυτών, καθόλου εύκολο και στέρεο να την χαρακτηρίσουμε κυρίαρχη ή περιθωριακή στην ευρωπαϊκή λογιοσύνη του 18ου αιώνα, που αναγνωρίζουν χωρίς ενδοιασμό την ένταξη των Βυζαντινών στην ελληνική διαχρονία ακολουθώντας σε αυτό το σύνολο της περιηγητικής παράδοσης των προηγουμένων αιώνων17.
Χαρακτηριστική είναι ως προς τούτο η μαρτυρία του Γερμανού περιηγητή του 16ου αιώνα Wratislaw von Mitrowitz: "Στην άθλια συνοικία του Φαναρίου, ανάμεσα σε πέτρινα σπίτια με τυφλές προσόψεις, καταστήματα από σανίδες και ξύλινες εκκλησίες συνεχιζόταν η ζωή του Βυζαντίου. Σ' εκείνο το μελαγχολικό προάστειο κατοικούσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης: σε μια ταπεινή εκκλησία με ξύλινους τοίχους και οροφή από γυμνούς δοκούς, που είχε ανεγερθεί στη θέση ενός παλιού μοναστηριού"18. Αλλά και από τον επόμενο αιώνα ένας ορκισμένος εχθρός του Βυζαντίου, ο Ιησουίτης François Richard, παρουσιάζει αυτήν την σχέση. Κατηγορώντας τον ορθόδοξο επίσκοπο Σαντορίνης του καιρού του, τον παρουσιάζει κυριολεκτικά ως κληρονόμο μιας βυζαντινής κληρονομιάς: Αναφερόμενος σε διεκδίκηση από ορθοδόξους επισκόπους ναού στην Σαντορίνη γράφει: "Μ' όλα αυτά, τον Αύγουστο του 1655 ο Έλληνας μητροπολίτης προσπάθησε να καταλάβει ολόκληρη την εκκλησία για να εξασφαλίσει το σύνολο των εισοδημάτων. Και το επιχείρημά του ήταν: αφού ο ναός χτίστηκε από Έλληνα αυτοκράτορα μας ανήκει"19.
Στα 1728 διαβάζουμε στις Εντολές που έλαβαν οι δύο Γάλλοι βασιλικοί απεσταλμένοι του Λουδοβίκου ΙΕ΄ που μετέβαιναν στην Πόλη να μελετήσουν την σουλτανική βιβλιοθήκη: "Σκοπός του ταξιδιού των Sevin και Fourmont, της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών είναι να εισχωρήσουν με κάθε τρόπο στη βιβλιοθήκη του σουλτάνου, όπου εικάζεται ότι βρίσκονται τα λείψανα της βιβλιοθήκης των Ελλήνων αυτοκρατόρων»20. Ακόμη όμως πιο ξεκάθαρος είναι ο Άγγλος πρέσβης στην Πόλη James Porter, ο οποίος αποδίδοντας στους Βυζαντινούς Aυτοκράτορες τουλάχιστον κατά ένα μέρος τις δυστροπίες των συγχρόνων του Ελλήνων σημειώνει: «όποιος μπορεί να ζει ανάμεσα στους Έλληνες και να παρατηρεί τις πολυσχιδείς ίντριγκες και τον μόνιμο μεταξύ τους ανταγωνισμό για τα εκκλησιαστικά και κρατικά αξιώματα, θα παρατηρήσει ένα πραγματικό αντικαθρέπτισμα των χειρότερων πελοποννησιακών ολιγαρχιών και μία καταπληκτική ομοιότητα με τις απαράδεκτες πρακτικές των αυτοκρατόρων τους από τον Κωνσταντίνο μέχρι τον τελευταίο Παλαιολόγο»21.
Βεβαίως, τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως οι Έλληνες πήραν το όνομά τους και την συνείδηση της όποιας ιστορικής συνέχειας τους από τους Ευρωπαίους. Είναι πολλές οι χρήσεις του όρου «Έλλην» στα κείμενα της Τουρκοκρατίας και ακόμη περισσότερες οι δηλώσεις ιστορικής συνέχειας και συνείδησης ως οικείου ιστορικού παρελθόντος τόσο του βυζαντινού, όσο και του αρχαιοελληνικού. Γράφει συγκεκριμένα ο Γιάννης Κόκκωνας: «Οι πρωτεργάτες του ελληνικού εθνικού κινήματος […] δεν χρειάσθηκε να «επινοήσουν» το ελληνικό έθνος, ούτε να κατασκευάσουν τις έννοιες και τα σχήματα που θα χρησίμευαν στην εθνική προπαγάνδα· διαχειρίσθηκαν με επιδεξιότητα και οξυδέρκεια, όπως τους επέβαλλαν ή τους επέτρεπαν ο καιρός και η οικονομικο-κοινωνική συγκυρία, μια παλαιά παρακαταθήκη επεξεργασμένων και σ’ ένα βαθμό οργανωμένων στοιχείων εθνικής ιδεολογίας, που ήσαν, στους εκάστοτε μικρούς κύκλους των Ελλήνων διανοουμένων, από αιώνες συνδεδεμένα με τον δυσεπίτευκτο και με ποικίλους τρόπους διατυπωμένο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης».
«Η αίσθηση του ανήκειν σε ένα αρχαίο και ένδοξο έθνος, που κάποτε μεγαλούργησε αναπτύσσοντας έναν κορυφαίο πολιτισμό και ευεργέτησε την ανθρωπότητα διαδίδοντάς τον, η οδύνη που αισθάνεται ο διανοούμενος όταν συλλογίζεται την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας και την υποταγή σε έναν δυνάστη τον οποίο θεωρεί πολιτισμικά κατώτερο, η εντονότατη επιθυμία πολιτικής αποκατάστασης του ενδόξου, πλην δυστυχούς, έθνους ή γένους, η ιδιόμορφη σύζευξη ενός συμπλέγματος ανωτερότητας, που γεννιόταν από την επίγνωση της παλαιάς δόξας και από την πίστη στα πολλά και σπουδαία φυσικά χαρίσματα που κληρονομήθηκαν από τους προγόνους, με ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, που επήγαζε από την συναίσθηση της θέσης του υπόδουλου και της οφειλόμενης στην δουλεία πολιτιστικής υστέρησης, η αναμονή βοήθειας και υποστήριξης από τα έθνη που όφειλαν μέρος της ευδαιμονίας τους στην ευεργεσία των σοφών προγόνων, η συνειδητή χρήση του ονόματος Έλληνες, ή του θεωρούμενου ως παλαιότερου και γνωστότερου στους Δυτικούς Γραικοί για τον προσδιορισμό όσων συγκροτούσαν το έθνος ή γένος, που πάντοτε ονομαζόταν ελληνικόν, η συνείδηση ότι τόσο η γραφόμενη όσο και η λαλούμενη από το έθνος γλώσσα αποτελούσαν φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, η αυτονόητη σύνδεση του έθνους με μία λίγο πολύ συγκεκριμένη περιοχή που ονομαζόταν Ελλάς, όλα αυτά είχαν ήδη σχηματισθεί από τα τέλη του 15ου αιώνα, και ως τα μέσα του 18ου διαδίδονταν στους κύκλους και μεταδίδονταν στις γενιές των εγγραμμάτων Ελλήνων»22.
Ας δούμε λοιπόν μερικές μαρτυρίες από την περίοδο της Τουρκοκρατίας που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Στις αρχές του 15ου αιώνα ο Μανουήλ Χρυσολωράς είχε ανοίξει την συζήτηση για το εθνικό όνομα γράφοντας:
«Μεμνώμεθα οἵων ἀνδρῶν ἔκγονοι γεγόναμεν, εἰ μὲν βούλοιτό τις λέγειν τῶν προτέρων καὶ ἀρχαιοτέρων, λέγω δὴ τῶν πρεσβυτάτων καὶ παλαιῶν Ἑλλήνων, ὧν τῆς δυνάμεως καὶ τῆς σοφίας οὐδεὶς ἀνήκοος μεμένηκεν· εἰ δὲ βούλει, τῶν μετ’ ἐκείνους γενομένων ἡμῖν προγόνων, τῶν παλαιῶν Ῥωμαίων, ἀφ’ ὧν νῦν ὀνομαζόμεθα καὶ οἳ δήπου ἀξιοῦμεν εἶναι, ὥς τε καὶ τὴν ἀρχαίαν ὀνομασίαν σχεδὸν ἀποβαλεῖν· μᾶλλον δὲ ἄμφω τούτω τὼ γένει ἐφ’ ἡμῖν δήπου συνελήλυθε καὶ εἴτε Ἕλληνας βούλοιτό τις λέγειν εἴτε Ῥωμαίους, ἡμεῖς ἐσμὲν ἐκεῖνοι καὶ τὴν Ἀλεξάνδρου δὲ καὶ τῶν μετ’ ἐκείνων ἡμεῖς σώζομεν διαδοχήν»23.
Παρόμοιες απόψεις σχετικά με την σχέση των συγχρόνων του με τους αρχαίους Έλληνες εξέφραζε στα χρόνια της Άλωσης ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο οποίος όμως λόγω της αρχαιοπληξίας του ήταν σαφώς εχθρικότερος προς τον όρο «Ρωμαίος»: «γλῶτταν μὲν καὶ ἤθη διὰ τὸ πολλῷ πλέονας Ῥωμαίων Ἕλληνας αὐτοῦ ἐπικρατεῖν διὰ τέλους φυλάξαι, τοὔνομα μέντοι μηκέτι κατὰ τὸ πάτριον καλουμένους ἀλλάξασθαι, καὶ τους γε βασιλεῖς Βυζαντίου ἐπὶ τὸ σφᾶς αὐτοὺς Ῥωμαίων βασιλεῖς τε καὶ αὐτοκράτορας σεμνύνεσθαι ἀποκαλεῖν, Ἑλλήνων δὲ βασιλεῖς οὐκέτι οὐδαμῇ ἀξιοῦν. […] Ταῦτα μὲν ἐς τοσοῦτόν μοι ἀποχρώντως ἔχοντα ἐπιδεδείχθω περί τε τῆς Ἑλλήνων βασιλείας καὶ τῆς ἐς Ῥωμαίους ἐχούσης διαφορᾶς, ὡς δὴ οὐκ ὀρθῶς τά γε ἐς βασιλείαν καὶ ἐς τοὔνομα αὐτὸ προσηγορεύετο τούτοις»24. Γύρω στα 1490 ο Ιανός Λάσκαρης μιλώντας για τους Έλληνες της εποχής του χρησιμοποίησε για πρώτη φορά από όσο γνωρίζουμε τον όρο «νεώτεροι Έλληνες»25. Στὰ 1527 ο Ιανός Λάσκαρης θρηνούσε για την «δουλεύουσαν κλεινὴν Ἑλλάδα»26. Στα 1548 ο Αντώνιος Έπαρχος εξέδωσε τον γνωστό του «Θρῆνον εἰς τὴν τῆς Ἑλλάδος καταστροφήν». Εκείνη περίπου την εποχή και ο Νικόλαος Σοφιανός (1540), τύπωσε τον χάρτη της Ελλάδος με τα αρχαία και τα νέα τοπωνύμια 27.
Στον επόμενο αιώνα, στα 1625 ο Νικόδημος Μεταξάς έγραφε στην έκδοσή του των έργων του Κορυδαλέα στην αφιερωματική επιστολή: «Λογοποιοῦσι τηνάλλως οἱ κακοήθεις καὶ ἀπαίδευτοι, ὅτι μηδὲν ἔχει σεμνὸν ἡ νῦν Ἑλλάς ἀλλ’ ἡ τὰ κλεινὰ τῶν χωρίων ὀνόματα καὶ τῆς μακαριστῶν ἀνδρῶν φορᾶς, ἥτις τὸ παλαιὸν ἐπεῖχεν, ὥσπερ χερσεύουσα διαπέπτωκεν»28. Λίγα χρόνια αργότερα (1631) ο Απόστολος Τζιγαράς στην πρώτη έκδοση της Χρονογραφίας του Ψευδο-Δωρόθεου αποδίδει ανάγλυφα την ταυτότητα των Ελλήνων της εποχής του: «Ἀλλὰ ἐπειδὴ αἱ ἱστορίαι ἐκεῖναι εὑρίσκονται γραμμέναι εἰς τὴν παλαιὰν τῶν Ἑλλήνων γλῶτταν, τὴν ὁποίαν δὲν καταλαμβάνουσιν ὅλοι οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες, ἠθέλησεν ὁ μακαρίτης […] νὰ τὰς βάλῃ εἰς τὴν ἁπλῆν γλῶσσαν, διὰ νὰ ὠφελοῦνται ὄχι μόνον οἱ σπουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀμαθεῖς […]. Συμβουλεύω λοιπὸν πάντας τοὺς Ἕλληνας καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς (Ἕλληνας ἀπὸ τὸ γένος καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν πίστιν) νὰ μὴν λυπηθοῦν ὀλίγην ἔξοδον νἀγοράσουν τοῦτο τὸ βιβλίον»29.
Στα 1675 ο ιερέας Γεώργιος Κονταρής από τα Σέρβια της Κοζάνης αρχίζει την αφιερωματική επιστολή του έργου του Ἱστορίαι παλαιαὶ τῆς ἐνδόξου πόλεως Ἀθήνης, το οποίο αποτελεί στο σύνολό του σαφή έκφραση του αισθήματος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, με τα εξής λόγια απευθυνόμενος στον χορηγό της έκδοσης: «Δὲν ἦσαν τόσον πρόθυμοι εἰς ἄλλον ἔργον οἱ παλαιοὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ ὑμέτεροι πρόγονοι, ὦ τιμιωτάτη ξυνωρίς, ὅσον ἦσαν εἰς τὸ νὰ ἀμοίβωνται πλουσιοπαρόχως μὲ μεγάλα χαρίσματα ἐκείνους ὁποῦ νὰ ἤθελαν ἀριστεύσῃ ὁπωσδήποτε διὰ τὴν Πατρίδα τους».
Στα 1710 στο Βασιλικόν Θέατρον του Αναστασίου Μιχαήλ σημειώνεται πως υπήρξαν στο παρελθόν δύο ελληνικές αυτοκρατορίες, η πρώτη από τον Αλέξανδρο ως τους Ρωμαίους και η δεύτερη από τον Μ. Κωνσταντίνο ως τον Κ. Παλαιολόγο30! Ο ίδιος σε άλλο έργο του, το Περιηγηματικόν Πυκτάτιον γράφει: «Ἔστω δὲ καὶ ταῦτα ἡμῖν εἴθ’ ὡς ἀμωσγέπως δηλωτικὰ τοῦ καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων καὶ φωνὴν καὶ φυλὴν ἀεὶ Ἑλλήνων εἶναι, ὥσπερ καὶ τὴν Ἰνδῶν, τῶν Ἰνδῶν, καὶ τῶν Κικόνων, Κικόνων, εἴτε γοῦν καὶ παρεκβατικώτερον εἰρημένα»31. Μερικές σελίδες μάλιστα παρακάτω εξηγεί και το γιατί οι σύγχρονοί του Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο Ρωμηοί για να αυτοπροσδιοριστούν: «Οὐ γάρ, φησί, σφᾶς αὐτοὺς Ἕλληνας, τοῦθ’ ὅπερ διαπεφωνήκασι, Ῥωμαίους δὲ μᾶλλον, καὶ (ὅπερ ψευδῶς ἐπιφέρεται) Ῥωμαϊκούς, εἰς ὅπερ μετέβαλλον, φιλοῦσιν ἀποκαλεῖν. [....] Οἵτινες φύσει Ἕλληνες ὄντες, παιδείᾳ Ἕλληνες ὄντες, εὐγενείᾳ Ἕλληνες ὄντες, ἅπαξ δὲ Χριστοῦ τῷ ὀνόματι γόνυ προθύμως κάμψαντες, μόνῃ τῇ τούτου, ὑπὲρ πᾶν οὔσῃ τε καὶ ἐσομένῃ ὄνομα, ἐπηγορίᾳ ἐφησυχάσατε»32.
Στις αρχές επίσης του 18ου αιώνα ένα κείμενο σημαντικό που προέρχεται από την γραφίδα των πλέον επίσημων εκφραστών της Ρωμηοσύνης, των πατριαρχών της Ανατολής, οι οποίοι αναφέροντας ποιούς εκπροσωπούν σε απάντησή τους στο πλαίσιο του θεολογικού διαλόγου με τους Αγγλικανούς Ανωμότους σημειώνουν ότι αποτελούν εκπροσώπους των «πάλαι μὲν Ἑλλήνων, νῦν δὲ Γραικῶν καὶ Νέων Ῥωμαίων διὰ τὴν Νέαν Ῥώμην καλουμένων»33.
Λίγο μετά τα μέσα του αιώνα, στα 1761, ο Μοισιόδακας έγραφε: «Ἡ Ἑλλὰς […] πρέπει νὰ παραστήσῃ εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἂν ὄχι ἄλλο, ἀλλὰ κᾂν πὼς ἀκόμη κατοικεῖται ἀπὸ Ἕλληνες»34. Στα τέλη του αιώνα, ο Κομνηνός-Υψηλάντης στα Μετὰ τὴν Ἅλωσιν αναφερόμενος στον Μαυρογένη σημειώνει πως «ἐζημίωσε καὶ ὅλα τὰ συστήματα τοῦ ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει ἑλληνικοῦ ῥωμαϊκοῦ ἀρχαιοτάτου γένους»35. Από την ίδια εποχή προέρχεται και ένα κείμενο του γνωστού έλληνα εμπόρου της διασποράς, του Ιωάννη Πρίγκου ο οποίος γράφει από την Ολλανδία:
«Καὶ ἀφοῦ εἶδε ἕνας ὀρθόδοξος αὐτὴν τὴν παράταξιν, ἀπερνῶντας ὁ πρίντζιπας χαιρετῶντας ὅλους τοὺς στεκάμενους δεξιὰ καὶ ἡ πριντζέσα τοὺς ἀριστερά, ἐπεριχύθη δάκρυα ὁ Ρωμαῖος ὁποὺ τοῦτα γράφει:
«Οἷς κρίμασι Κύριε, εἶπε, καὶ διατὶ ἐμεῖς νὰ εἴμεστε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, καὶ διατὶ ἐμεῖς νὰ εἴμεστε ὑπόδουλοι καὶ νὰ μὴ ἔχωμε καθὼς ἐτοῦτοι βασίλειο καὶ ἐλευθερία; ἔλεος σὺ κύριε, ὅπου ἐλευθέρωσες ταὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ Φαραώ, ἐλευθέρωσε καὶ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν Τοῦρκο… Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ καὶ εἰς ἐμᾶς ἔλεος νὰ ἐλευθερωθῇ τὸ γένος ἀπὸ τὸν Ἀγαρινόν, ὁ Θεὸς νὰ ἐννεύσῃ εἰς τὴν καρδίαν τῆς Βασιλείας Ρουσσίας, ὅπου εἶναι ὁμόπιστη, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν ζυγὸν τὸν βαρὺν καὶ τὸν ἀβάστακτον, τὸν ἄδικον, τὸν ἅρπαγον, τὸν ἄπιστον Τοῦρκο, διὰ αὔξησιν, στερέωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ναὶ κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν γίνου ἔλεος. Ἕως πότε βασιλεύει αὐτὸ τὸ ἥμισυ φεγγάρι ὅπου κυριεύει τὴν πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου; Ἀπὸ τὰ 1454(sic) ἕως τώρα 1768, χρόνοι 314. Φτάνει Θεέ μου ἡ ὀργή σου, μακροθύμησον, ἀκόμη δὲν σώθηκαν οἱ ἁμαρτίες νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃς, Θεέ μου; Ἐπαραοργίσαμε τὴν καλοκαγαθίαν σου καὶ διὰ τοῦτο μᾶς ἔβαλες σὲ ὑποταγὴ τοιούτου ἀγρίου θερίου τοῦ ἀσεβοῦς Ἀγαρηνοῦ. Θεέ μου, νεῦσον εἰς τὲς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν βασιλέων νὰ ὁμονοιάσουν νὰ ἐξαθρακίσουν αὐτὸν τὸν αἱμοβόρον λύκον, αὐτὸ τὸ ἀχόρταγο … ζῶο, ὁποὺ ἡ ζωή του εἶναι σὰν τοῦ χοίρου, εἰς τὴν τροφὴν καὶ τὴν τρυφήν, στὴν ἀδικία μὲ τὰ δοσίματά του, βάρη ἀπάνω εἰς βάρη, διὰ νὰ μᾶς λιγάνῃ, νὰ μᾶς ἀφανίσῃ. Θεέ μου ἀφάνισέ τον, ἂς πάγῃ αὐτὴ ἡ ὀργὴ ἐκεῖ, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦλθε. Ἀσήκωσε, Θεέ μου, ἕναν ἄλλον Ἀλέξανδρον, ὥς ποτε ἐκεῖνος τοὺς Πέρσας ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἔτζι καὶ αὐτὸν τὸν τύραννο νὰ τὸν διώξῃ, νὰ λάμψῃ πάλε(sic) ἡ χριστιανοσύνη στοὺς τόπους τῆς Ἑλλάδος καθὼς καὶ πρῶτα»36.
Αλλά ακόμη παραπέρα την ίδια αντίληψη για την σύνδεση των Ελλήνων της εποχής τους με τους αρχαίους Έλληνες φαίνεται πως είχαν και οι Τούρκοι 37. Σε έναν διάλογο, που εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των αντιμουσουλμανικών κειμένων της Τουρκοκρατίας, ανάμεσα στον Παναγιωτάκη Νικούσιο και τον τούρκο σοφό Βανή εφέντη σχετικά με την απόδειξη της αληθούς πίστης ανάμεσα στον Μωαμεθανισμό και τον Χριστιανισμό ανάμεσα στα επιχειρήματα που φέρνει ο Βανής προκειμένου να πείσει τον Νικούσιο να γίνει μουσουλμάνος είναι και το γεγονός πως οι πρόγονοι του έλληνα δραγομάνου δεν ήταν χριστιανοί.
«Λέγει ὁ Βανής. Πόθεν πιστεύετε ἐσεῖς πῶς ὁ Ἰησοῦς ἔκαμεν αὐτὰ ὁποῦ λέγεις; - Λέγει ὁ Παναγιώτης. Ἐκ τῆς κοινῆς καὶ πολυχρονίου παραδώσεως, ἡ ὁποῖα εἶναι τόσον ἀληθὴς καὶ ἰσχυρά, ὁποῦ ἔκαμε τὸν κόσμον ὅλον σχεδὸν καὶ ἐπίστευσεν, καὶ ἦλθον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. – Λέγει ὁ Βανής. Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ὁποῦ ἦλθον, ἢ εἶδον τὰ ὅσα λέγεις ἐσὺ διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἐὰν εἶναι ἀληθηνά, δίχως νὰ τὰ ἐπαράδωσαν ἕως ἐσένα; - Λέγει ὁ Παναγιώτης. Οἱ πρόγονοί μου. – Καὶ ὁ Βανὴς εἶπε. Καὶ ἦσαν οἱ πρόγονοί σου ἕως τὸν καιρὸν τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ἂν ἦσαν, τι θρησκείας ἦσαν; - Λέγει ὁ Παναγιώτης. Βέβαιον εἶναι, πὼς ἦσαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Χριστοῦ οἱ πρόγονοί μου, ἐπειδὴ εἶμαι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ· ἀμὴ εἰς ποίαν θρησκείαν ἦσαν τότε, δὲν ἰξεύρω, ὅμως ἐπειδὴ εἶμαι Ἕλλην ἐνδεχόμενον εἶναι, πὼς ἦτον εἰδωλολάτραι· καὶ βλέπωντας τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, τὸν ἐπίστευσαν διὰ Θεὸν ἀληθινόν, καὶ ἐδέχθηκαν τὸ εὐαγγέλιον. Καὶ αὕτη εἶναι ἡ παράδοσις ὁποῦ ἦλθεν εἰς ἐμένα καὶ εἶμαι χριστιανός»38.
Τα παραπάνω, παρότι αποτελούν μία πρώτη συναγωγή πηγών των χρόνων της Τουρκοκρατίας που αναφέρονται στο ζήτημα της σχέσης αρχαίων, βυζαντινών και νεωτέρων Ελλήνων, εντούτοις μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε πως πολύ πριν τον Κ. Παπαρρηγόπουλο η ελληνική λογιοσύνη θεωρούσε τόσο το βυζαντινό όσο και το αρχαιοελληνικό παρελθόν «δικό» της. Για να είμαστε ακριβέστεροι θα πρέπει να σημειώσουμε πως σε ολόκληρη την περίοδο της Τουρκοκρατίας αυτή η σχέση με τους προγόνους υπήρξε κοινός τόπος, τον οποίο βέβαια σε καμία περίπτωση δεν επινόησε ο Παπαρρηγόπουλος· απλώς ο τελευταίος τον επαναδιατύπωσε επιτυχώς μέσα στην καινή τότε πραγματικότητα του εθνικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου