ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ`
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
54124 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Τήλ. Γράφ. 2310-996957 Οἴκ. 2310-342938
Θεσσαλονίκη 19-8-2010
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
54124 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Τήλ. Γράφ. 2310-996957 Οἴκ. 2310-342938
Θεσσαλονίκη 19-8-2010
Πρὸς
τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο Μητροπολίτου Μελετίου 13 24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασμιώτατε,
Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸ Διαδίκτυο τὸ περιεχόμενο τῆς νέας ἐπιστολῆς Σᾶς (15-7-2010) πρὸς ἐμέ, ἡ ὁποία ἕως καὶ τὴν 19-8-2010 δὲν ἔφτασε στὴν γραμματοθυρίδα τοῦ Πανεπιστημίου μας. Στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς αὐτή μου γνωστοποιεῖτε τὴν πρόθεσή Σας, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «ὁ μεταξὺ μας διάλογος σταματᾶ ἐδῶ».
Καταρχήν, σέβομαι τὴν πρόθεσή Σας νὰ σταματήσετε τὸ διάλογο μὲ τὸν ὁμόδοξό Σας -μέσω τοῦ ὁποίου (καὶ κάποιων ἄλλων) ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξή Σας- καὶ νὰ τὸν συνεχίσετε ἀσμένως μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε, ἐμφανίζεσθε νὰ ἐμμένετε στὴν ἀρχικὴ θέση Σας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὸ 1054 εἶναι πλέον... διηρημένη.
Παρότι σέβομαι τὴν ἐπιθυμία Σας νὰ σταματήσει ἐδῶ ὁ διάλογός μας, δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἀναφερθῶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς προβληματικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἑρμηνεῖες Σας, οὔτε μπορῶ νὰ ἀφήσω νὰ αἰωροῦνται κάποια ἀπὸ τὰ ἄλλα θέματα ποὺ θίγετε.
Ὅσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, γιὰ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ βρίσκουν γενικότερα σύμφωνο, ἀλλὰ ἀφοροῦν ἄλλη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ θέμα μᾶς αὐτό. Διευκρινιστικὰ νὰ σημειώσω ὅτι πουθενὰ στὰ κείμενά μου δὲν διαφοροποιῶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ὡς πρὸς τὴν ὀντολογία της οὔτε ἀμφισβητῶ τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν κανονικὸ ἐπίσκοπό της. Σαφῶς καὶ θεωρῶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία
ὡς τὴν ὅλη Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἀλήθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὴν πληρότητά της, ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπό της, μὲ τὴ θεμελιώδη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός της θεσμικῆς κανονικότητάς του θὰ πρέπει νὰ φρονεῖ ὀρθοδόξως καὶ νὰ βρίσκεται σὲ ἐνεργὸ κοινωνία μετὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μυστηριακῶς σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Ἀλλὰ καὶ ποτὲ καὶ πουθενὰ δὲν θεώρησα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὡς μία γενικὴ καὶ ἀόριστη Ἐκκλησία» ἢ «ὡς ὑπερκείμενη τῶν ἄλλων ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν» ἢ ὡς «ἄθροισμα ἐπιμέρους ἀριθμητικῶν ἐκκλησιαστικῶν μονάδων», ὅπως ἐσφαλμένως ἑρμηνεύσατε. Ἀντίθετα, πάντοτε θεωροῦσα καὶ θεωρῶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐκείνην ἀκριβῶς ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς τὴ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», τὴ συγκεκριμένη ἐν τόπω καὶ χρόνω Ἐκκλησία.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία ἐκπίπτουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ καταδικάζονται ἀπὸ τὶς ἐν τόπω καὶ χρόνω Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτὰ εἶναι ἀπολύτως σαφῆ καὶ κατανοητὰ εὐρύτερα ἀπ’ ὅλους τους πιστούς. Τὰ περὶ «ἑνός» του Πλωτίνου καὶ τὰ περὶ «νεοπλατωνικῶν ἀπορροῶν» εἶναι τελείως ἄσχετα ἀπ’ ὅσα φρονῶ καὶ γράφω περὶ Ἐκκλησίας. Μὴν ἐμπλέκετε ἄλλα θέματα, ὅπως π.χ. καὶ τὰ περὶ Δυτικῆς Ἐκκλησιολογίας, ποὺ δὲν ἀφοροῦν τὸ καίριο σημεῖο τῆς διαφωνίας μας, τὸ ὁποῖο εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Μὴ προσπαθεῖτε μὲ τὴν ἀναφορά Σας στὴ μεθοδολογία —γιὰ τὴν ὁποία δὲν εἶναι τώρα ἡ ὥρα νὰ διαλεχθοῦμε- νὰ θολώσετε τὰ «νερὰ» στὸ διάλογό μας. Θὰ ἐπαναλάβω, ὅτι ἡ παρέμβαση τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς μου (7-7-10) ἀφοροῦσε μόνο τὴν προβληματικὴ ἐκκλησιολογικῶς διατύπωσή Σας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ «Μία» καὶ «διηρημένη».
Σεβασμιώτατε, ἂν «οἱ σχισματικοὶ δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά τους δὲν ἔχουν καμία ἰσχύ», ὅπως ὀρθὰ γράφετε, τότε πῶς ὑποστηρίζετε τὰ ἑξῆς; «Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σήμαινει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται, πολλῶ μᾶλλον ὅταν ὁλόκληρη ἡ πατερικὴ γραμματεία τοῦ ΙΕ' αἰῶνος ἀποδέχεται ὅτι ἔχουμε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐρισκομένην ὑπὸ τὴν Μίαν Κεφαλὴν τοῦ Σώματος, τὸν Χριστὸ (βλ. Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός)».
Καὶ συνεχίζετε: «Ἦταν δυνατὸν νὰ εἴχαμε σχίσμα, διαίρεση, διάκριση ἢ διαφοροποίηση χωρὶς διαίρεση; Νομίζω ὄχι. Ἡ διαίρεση αὐτὴ διετάραξε ἢ ἀλλοίωσε τὴν Ἑνότητα καὶ Καθολικότητα τῆς Μίας, Ἅγιας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται καὶ σημαίνεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ Σύμβολο τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ὄχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ἢ διάσπαση δὲν σημαίνει ἀλλοίωση τῆς Ἑνότητας... γιατί οἱ ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες ὁποιασδήποτε διαφοροποίησης δὲν ἀποδίδονται πρὸς τὸ Καθολικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλα πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἀποσχίζεται ἢ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸ Καθολικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Τὰ γραφόμενά Σας ἐδῶ εἶναι, κατὰ μία ἐπιεικῆ ἀποτίμησή μου, ἀσαφῆ καὶ συγκεχυμένα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐμφανίζονται ἀντιφατικὰ μεταξύ τους. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀκριβολογεῖτε. Δὲν ὁριοθετεῖτε τὴν ἔννοια τῶν ὅρων ποὺ χρησιμοποιεῖτε ἢ μᾶλλον χρησιμοποιεῖτε τοὺς γνωστοὺς θεολογικοὺς ὅρους προσδίδοντας τοὺς ἄλλη σημασία ἀπὸ τὴν καθιερωμένη, χωρὶς προηγουμένως νὰ τὴ γνωστοποιεῖτε. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται σύγχυση στὴν κατανόηση τῶν γραφομένων Σας.
Καὶ γιὰ νὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος καὶ σαφής. Ὅσα γράφετε περὶ σχίσματος, αἱρέσεως, ἑνότητας καὶ καθολικότητας εἶναι ὀρθὰ στὸ μέτρο ποὺ ἀφοροῦν τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικοὺς καθεαυτούς. Πράγματι, τὸ σχίσμα ἢ ἡ αἵρεσή τους δὲν θίγουν τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἁπλῶς ἐκπίπτουν καὶ ἀποκόπτονται οὐσιαστικὰ καὶ θεσμικὰ ἀπὸ τὴ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη εἴτε ὡς ὁλόκληρες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τὰ πράγματα ὅμως ἐμφανίζονται συγκεχυμένα ἢ ἀντιφατικά, ὅταν στὴ συνάφεια αὐτὴ κάνετε λόγο γιὰ «Μία» καὶ σαφῶς διηρημένη ἀπὸ τὸ 1054 Ἐκκλησία καί, ἐνῶ θεωρεῖτε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία, ὑποστηρίζετε ἀπεριφράστως ὅτι δὲν θίγεται ἡ ἐ¬νότητά της. Ἔτσι ἐμφανίζεσθε νὰ ἀγνοεῖτε τὴν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ σχίσμα, Σεβασμιώτατε, ὅπως καὶ ἡ αἵρεση δὲ θίγουν ὀντολογικῶς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει «Μία» καὶ ἀδιαίρετη ἕως τῆς συντέλειας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιώντας τὸ ρῆμα «Πιστεύω» σὲ χρόνο ἐνεστώτα. Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ αὐτοῦ του ἀκεραίου σώματος, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀκέραιο εἴτε ἐμπλουτίζεται ἱστορικῶς μὲ ἀναρίθμητα μέλη εἴτε περιορίζεται ἱστορικῶς σὲ ἐλάχιστα. Ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ὅπως ὑποστηρίζετε, κεφαλὴ ἑνὸς διηρημένου ἢ πολυδιηρημένου σώματος. Τέτοιου εἴδους Ἐκκλησιολογία, ποὺ εἰσηγεῖσθε μὲ τὸ κείμενό Σας, δὲ νομιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικῶς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ «Μία» καὶ διηρημένη. Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, δὲν εἶναι «Μία», ὅπως τὸ Ἕνα Κυριακὸ Σῶμα. Ἀλλά, ἐπιπροσθέτως, ἂν εἶναι διηρημένη, δὲν εἶναι οὔτε «Ἁγία» οὔτε «Καθολικὴ» οὔτε «Ἀποστολική». Μὴ μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ γιὰ ἐνίσχυση δῆθεν τῶν θέσεών Σας. Δὲν Σᾶς εὐνοεῖ σὲ καμία περίπτωση. Ἀπεναντίας, γίνεται καὶ κατήγορος τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν τοποθετήσεών Σας.
Σεβασμιώτατε, ὁμολογεῖτε δύο ἀντιφατικὰ ἐν τοῖς ὄροις πράγματα. Ἔτσι ὅμως δὲν ὑφίσταται δογματικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μᾶλλον διολίσθηση σὲ μία εὐρύτερα γνωστὴ θεολογικὴ «διγλωσσία» τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ ἔχει φανερὴ τὴ σκοποθεσία της.
Μὲ τὴν παραπάνω τοποθέτησή Σας, Σεβασμιώτατε, δὲν ἔχουμε ἁπλῶς εἰσήγηση μίας «νέας» Ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ καὶ διακήρυξη μία «νέας» ὀντολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἕνα σῶμα μπορεῖ νὰ εἶναι διηρημένο χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἑνότητά του. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐδῶ οἱ λέξεις «διαίρεση» καὶ «ἑνότητα» παίρνουν ἕνα ἄγνωστο μέχρι σήμερα νοηματικὸ περιεχόμενο, ποὺ σαφῶς δὲν ὑπηρετεῖ τὴ δογματικὴ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ὁριοθέτηση τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι πρωτάκουστο, Σεβασμιώτατε, αὐτὸ ποὺ γράφετε ὡς πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς καὶ κυρίως ὡς ἐπίσκοπος: «Ἐσεῖς, βέβαια, καὶ οἱ ὁμόφρονές Σας ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ διαφοροποιηθεῖτε aπὸ τὴν παροῦσα Συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ ἐπίσης νὰ τὴν ἀμφισβητεῖτε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ διαφοροποίησή Σας, νὰ συνεχίζετε νὰ ἀνήκετε στὴν Ἐκκλησία!!!». Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἕνα τέτοιο κείμενο θὰ εἶχε θέση μόνο στὸ χῶρο τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μόνον ὅταν ἡ ἀμφισβήτηση θὰ εἶχε ἀποδέκτη ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸν ἴδιο τὸν Πάπα.
Συγκεκριμένα, ἐγὼ οὔτε διαφοροποιοῦμαι ἀπὸ τὴν παροῦσα Συνοδικὴ ἀπόφαση οὔτε τὴν ἀμφισβητῶ, ὅπως ἐσφαλμένα νομίζετε. Εἶμαι σύμφωνος μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ σημεῖο ποὺ ἐπικαλεῖσθε στὴν πρὸς ἐμὲ ἐπιστολή Σας: «Οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν συγκεκριμένο διάλογο ἔχουν σαφῆ γνώση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καὶ προσφέρουν τὶς γνώσεις καὶ τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸν σκοπὸ «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» «ἐν ἀληθεία» καὶ μέσα στὰ ἀπαραίτητα θεολογικὰ πλαίσια καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων». Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι ὡς πρὸς «τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων» ἐπιφυλάσσομαι νὰ ἐπανέλθω ἐνώπιόν της Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὅπως εἶναι φανερὸ ὅμως ἀπὸ τὸ κείμενο, ἡ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἑστιάζει στὶς «γνώσεις» καὶ τὶς «δυνάμεις» τῶν Ἐκπροσώπων Της, καὶ ὄχι στὴν ἁγιοπνευματικὴ θεογνωσία καὶ στὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης τους, σύμφωνα μὲ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατὰ συνέπεια, θεωρῶ ὅτι Ἐσεῖς μὲ ὅσα ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένα γράφετε στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς ἔχετε ἐκθέσει τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, ποὺ Σᾶς ἐτίμησε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη Του.
Γιὰ νὰ παραμείνετε, Σεβασμιώτατε, καὶ οὐσιαστικὰ Ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας καὶ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μία μόνο λύση φαίνεται νὰ ὑπάρχει: νὰ ἀνακαλέσετε τὴν ἐσφαλμένη θεολογικῶς (δογματικῶς) θέση Σας: «Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας ... Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται ... ὅτι ἔχουμε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐρισκομένην ὑπὸ τὴν Μίαν Κεφαλὴν τοῦ Σώματος, τὸν Χριστὸν» (Ἐπιστολὴ 15-7-2010). Θὰ ἐπαναλάβω ἐκεῖνο ποὺ Σᾶς ἔγραψα στὴν προηγούμενη ἐπιστολή μου (7-7-2010): «Ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται, κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή». Αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀλλὰ καὶ θεσμικὰ τὸ ἐπιτίμιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιὰ ὅσους παραβιάζουν τὸν Ὄρο τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἐπιπροσθέτως, θέλω νὰ σημειώσω ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας οὐδέποτε ὑποστήριξε ὅτι εἶναι ἀλάθητη. Μήπως ὅμως Ἐσεῖς γνωρίζετε κάποια τοπικὴ Σύνοδο ποῦ νὰ φρονεῖ ὅτι εἶναι ἀλάθητη; Θὰ θυμάσθε, ἀσφαλῶς, ὅτι ὁ συνώνυμός Σας ἐπίσκοπος καὶ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξορίσθηκε ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους μὲ ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν κανονικὴ χειροτονία, ἐνῶ ἄλλες τοπικὲς Σύνοδοι τὸν δικαίωσαν πανηγυρικῶς καὶ διόρθωσαν τὰ κακῶς ἀποφασισθέντα. Διορθωτικὲς Συνοδικὲς ἀποφάσεις εἴχαμε πολλὲς κατὰ τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καλῶς γνωρίζετε. Ἀλλὰ νὰ Σᾶς ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο: Ὅταν κάποιοι ἐπίσκοποι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο ἢ στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μᾶς διαφωνοῦν καὶ μειοψηφοῦν ὡς πρὸς τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση, τίθενται -μὲ βάση τὸ σκεπτικό Σας- ἕκτος Ἐκκλησίας;
Στὸ χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Σεβασμιώτατε, οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις εἶναι δεσμευτικὲς γιὰ ὅλους, μόνον ὅταν ἔχουν τὸν ἀδιαμφισβήτητο χαρακτήρα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶναι λ.χ. ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἑπομένως, κάθε Συνοδικὴ ἀπόφαση δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ἁγιοπνευματική. Αὐτὸ πιστοποιεῖται ἀδιάψευστα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (βλ. π.χ. τὴν Ληστρικὴ Σύνοδο τοῦ 449).
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ διευκρινίσω, ὅτι μὲ ὅσα γράφω παραπάνω σχολιάζω θεωρητικῶς καὶ θεολογικῶς μόνον τὸ ἂν μπορεῖ ἢ ὄχι νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὅποιος συμβαίνει νὰ διαφωνεῖ μὲ μία Συνοδικὴ ἀπόφαση, ποὺ δὲν ἔχει τὸ χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τίποτε περισσότερο. Ο,τιδήποτε ἄλλο εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
Σεβασμιώτατε, στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς (15-7-2010) πολὺ συχνά, μὴ ἔχοντας θεολογικὰ - ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα, καταφεύγετε σὲ εὐτελεῖς εἰρωνεῖες καὶ σὲ ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμούς. Αὐτὰ ὅμως δὲν Σᾶς τιμοῦν οὔτε ὡς πανεπιστημιακὸ δάσκαλο οὔτε ὡς ἐπίσκοπο. Ἐμένα ὡς ἀποδέκτη τους, πάντως, οὔτε μὲ μειώνουν οὔτε καθόλου μὲ βλάπτουν. Ἀπεναντίας μάλιστα. Γι' αὐτὸ καὶ Σᾶς εἶμαι, εἰλικρινῶς, εὐγνώμων, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι λυποῦμαι πολὺ γιὰ τὴν προσωπικὴ ζημία Σας, προκειμένου ἀκουσίως νὰ μὲ ὠφελήσετε πνευματικά.
Γράφετε στὴν ἐπιστολή Σας ὅτι τόσο καιρὸ σιωπούσατε, «ἕνεκα σεβασμοῦ σὲ ἕνα πρόσωπο (δήλ. ἔμενα) τὸ ὁποῖο στὸν πανεπιστημιακὸ χῶρο τρεῖς φορὲς μὲ ἐψήφισε στὴν ἐξελικτική μου διαδικασία καὶ μάλιστα στὶς δύο πρῶτες ὡς μέλος τῆς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ἀνεπιφυλάκτως ὑπέγραψε καὶ ἐψήφισε γιὰ τὴν ἐξέλιξή μου».
Ἀπ' ὅσο ἐνθυμοῦμαι, μόνο μία φορὰ - στὴν τελευταία ἐξέλιξή Σας — ὑπῆρξα μέλος τῆς Τριμελοῦς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ Σᾶς ἐψήφισα πράγματι ἀνεπιφύλακτα. Ποτὲ ὅμως δὲν ὑποστήριξα ὅτι εἶμαι «ἀλάθητος». Τοῦτο τὸ προνόμιο τὸ σφετερίζεται μόνον ὁ Πάπας, μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ὁποίου προτιμᾶτε νὰ διαλέγεσθε. Ἐγὼ ἁπλῶς φροντίζω νὰ περνῶ τὸ χρόνο μου ἐν μετάνοια.
Ἐπιπροσθέτως, θὰ ἤθελα νὰ Σᾶς διευκρινίσω ὅτι, ὅταν Σᾶς ἐψήφισα, Σᾶς ἐψήφισα μὲ βάση συγκεκριμένες μελέτες ποὺ καταθέσατε γιὰ τὴν ἐξέλιξή Σας, στὶς ὁποῖες ὅμως δὲν περιέχονταν τὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα γιὰ τὰ ὁποία τώρα διαφωνοῦμε. Ἂν περιέχονταν, νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι δὲν θὰ Σᾶς ἐψήφιζα.
Ἡ ἐκλογὴ κάποιου προσώπου σὲ ὁποιοδήποτε ἀξίωμα στὴν Ἐκκλησία, εἴτε τοῦ διδασκά¬λου εἴτε τοῦ ἐπισκόπου, δὲν προδικάζει νομοτελειακὰ τὴν παραπέρα πορεία του, ἀκόμη καὶ ὄ¬ταν ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ γίνεται ἀδιαμφισβητήτως διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἐμποδίζεται δη¬λαδὴ καθόλου τὸ αὐτεξούσιό του ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐκλογή. Γι' αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ ὑποπέσει σὲ βαρύτατα θεολογικὰ καὶ δογματικὰ σφάλματα. Αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Α¬γία Γραφὴ (βλ. τὴν περίπτωση ἐκλογῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ τόσο τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη ὅσο καὶ τοῦ Πέτρου). Μαρτυρεῖται ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκ¬κλησίας (βλ. τὴν πληθώρα τῶν καταδικασθέντων Πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν καὶ μο¬ναχῶν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους). Μάλιστα, ἡ περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου εἶναι ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἰδιαίτερα χαρακτηριστική. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολόγησε ὀρθὰ τὸ Χριστό, ὁ Κύριος του εἶπε: «μακάριος εἰ, Σίμων Βαριωνά...» (Μθ 16,17-19). Ὅταν ὅμως ἀμέσως μετὰ φρονοῦσε ἐσφαλμένα, τὸν ἀποδοκίμασε αὐστηρὰ καὶ ἐξομοιώνοντας τὸν, ὡς πρὸς τὸ φρόνημά του, μὲ τὸν σατανᾶ τοῦ εἶπε: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλον εἰ ἐμοῦ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Μθ. 16, 23).
Μὲ ἄλλα λόγια, φρονῶ ὅτι ἡ ὅποια θετικὴ ψῆφος μου τότε δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐξέλιξή Σας σήμερα.
Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς Σᾶς γράφετε: «Εἶμαι σίγουρος, ὅτι καὶ τοῦ χρόνου καὶ κάθε χρόνο, λίγο πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς θὰ σᾶς ὑπομιμνήσκουν οἱ ὁμόφρονές Σας τὴ θεολογική Σας ἀγωνία καὶ τὴν τρωθεῖσα ἐκκλησιολογικὴ Σᾶς αὐτοσυνειδησία, πρὸς ἀφύπνιση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός Σας (!!!)».
Σεβασμιώτατε,
Προβληματίζομαι σοβαρὰ γιὰ τὴν προέλευση τῶν παραπάνω λογισμῶν Σας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐκφρασθεῖσα γι' αὐτοὺς «σιγουριά» σας. Δὲν θὰ προβῶ σὲ ψυχολογικὴ ἑρμηνεία τῶν λογισμῶν Σας. Ἕνα μόνο θὰ πῶ: Ἡ ἀπὸ 7-7-10 ἐπιστολή μου πρὸς Σᾶς δὲν γράφηκε οὔτε μὲ ὑπόδειξη κάποιου, οὔτε λόγω τῆς προσεχοῦς συγκλήσεως τῆς Μ.Δ.Ε., οὔτε λόγω κάποιας ἄλλης σκοπιμότητας. Αὐτὸ τὸ γνωρίζετε Ἐσεῖς καλύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε ἐπειδὴ Ἐσεῖς, ἔχοντας ἀνοίξει μία διαμάχη μὲ τὸν συνεπίσκοπό Σας, ὡς ἄλλοθί Σας, ἐπικαλεσθήκατε διερωτώμενος τὴ δική μου σιγῆ. Κι ἔτσι μὲ ἀναγκάσατε νὰ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά Σας: «Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὸν καταξι¬ωμένο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας καὶ ἀσχολίαστο;». Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ὁ συγκεκριμένος ὑπαινιγμός Σας στὸ πρόσωπό μου καὶ τὸ ἐρώτημά Σας, δὲν θὰ ἀπαντοῦσα.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι δὲν εἶναι τίμιο αὐτὸ ποὺ Ἐσεῖς προκαλέσατε τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμή, νὰ τὸ παρουσιάζετε ἐνώπιον τρίτων καὶ νὰ προσπαθεῖτε νὰ τὸ ἀποδώσετε στὴ δική μου δῆθεν σκοπιμότητα. Προφανῶς, αὐτὸ θὰ μπορούσατε νὰ τὸ ἰσχυρισθεῖτε, μόνον ἐὰν Ἐσεῖς στὴν ἐπιστολή Σας δὲν ἀναφερόσασταν στὸ πρόσωπό μου καὶ δὲν εἴχατε διερωτηθεῖ ἀπεριφράστως γιὰ τὴ σιωπή μου στὸ συγκεκριμένο θέμα καὶ δὲν εἴχατε προκαλέσει τὴν ἀπάντησή μου. Μὴ διαστρέφετε λοιπὸν τὴν Ἀλήθεια, λόγω δικῆς Σας σκοπιμότητας, λίγο πρὶν τὴ σύγκληση τῆς Μ.Δ.Ε. στὴ Βιέννη (Σεπτέμβριος 2010). Δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν Σᾶς τιμᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ἔχετε ἐπωμισθεῖ τὸ ἔργο τῆς ὑπερασπίσεως τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων, Ἐσεῖς ὁ ἴδιος τώρα, νὰ τὴ διαστρέφετε.
Τέλος, ἀπὸ τὴν ἔκβαση τοῦ ἕως ἐδῶ διαλόγου μᾶς διαπιστώνει ὁ καθένας, ποὺ μᾶς διαβάζει, ὅτι δικαιώνομαι γιὰ τὴν ἐπὶ ἕνα περίπου ἔτος σιωπή μου. Ὁ διάλογος μεταξὺ μας ὄντως «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν».
Μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμὸ ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰ Σᾶς Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Κοινοποίηση: 1. Στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
2. Σὲ ὅλους τους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀναδημοσίευση: http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/08/blog-post_30.html
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
orthodoxia-ellhnismosτὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο Μητροπολίτου Μελετίου 13 24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασμιώτατε,
Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸ Διαδίκτυο τὸ περιεχόμενο τῆς νέας ἐπιστολῆς Σᾶς (15-7-2010) πρὸς ἐμέ, ἡ ὁποία ἕως καὶ τὴν 19-8-2010 δὲν ἔφτασε στὴν γραμματοθυρίδα τοῦ Πανεπιστημίου μας. Στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς αὐτή μου γνωστοποιεῖτε τὴν πρόθεσή Σας, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «ὁ μεταξὺ μας διάλογος σταματᾶ ἐδῶ».
Καταρχήν, σέβομαι τὴν πρόθεσή Σας νὰ σταματήσετε τὸ διάλογο μὲ τὸν ὁμόδοξό Σας -μέσω τοῦ ὁποίου (καὶ κάποιων ἄλλων) ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξή Σας- καὶ νὰ τὸν συνεχίσετε ἀσμένως μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε, ἐμφανίζεσθε νὰ ἐμμένετε στὴν ἀρχικὴ θέση Σας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὸ 1054 εἶναι πλέον... διηρημένη.
Παρότι σέβομαι τὴν ἐπιθυμία Σας νὰ σταματήσει ἐδῶ ὁ διάλογός μας, δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἀναφερθῶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς προβληματικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἑρμηνεῖες Σας, οὔτε μπορῶ νὰ ἀφήσω νὰ αἰωροῦνται κάποια ἀπὸ τὰ ἄλλα θέματα ποὺ θίγετε.
Ὅσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, γιὰ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ βρίσκουν γενικότερα σύμφωνο, ἀλλὰ ἀφοροῦν ἄλλη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ θέμα μᾶς αὐτό. Διευκρινιστικὰ νὰ σημειώσω ὅτι πουθενὰ στὰ κείμενά μου δὲν διαφοροποιῶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ὡς πρὸς τὴν ὀντολογία της οὔτε ἀμφισβητῶ τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν κανονικὸ ἐπίσκοπό της. Σαφῶς καὶ θεωρῶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία
ὡς τὴν ὅλη Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἀλήθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὴν πληρότητά της, ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπό της, μὲ τὴ θεμελιώδη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός της θεσμικῆς κανονικότητάς του θὰ πρέπει νὰ φρονεῖ ὀρθοδόξως καὶ νὰ βρίσκεται σὲ ἐνεργὸ κοινωνία μετὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μυστηριακῶς σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Ἀλλὰ καὶ ποτὲ καὶ πουθενὰ δὲν θεώρησα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὡς μία γενικὴ καὶ ἀόριστη Ἐκκλησία» ἢ «ὡς ὑπερκείμενη τῶν ἄλλων ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν» ἢ ὡς «ἄθροισμα ἐπιμέρους ἀριθμητικῶν ἐκκλησιαστικῶν μονάδων», ὅπως ἐσφαλμένως ἑρμηνεύσατε. Ἀντίθετα, πάντοτε θεωροῦσα καὶ θεωρῶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐκείνην ἀκριβῶς ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς τὴ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», τὴ συγκεκριμένη ἐν τόπω καὶ χρόνω Ἐκκλησία.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία ἐκπίπτουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ καταδικάζονται ἀπὸ τὶς ἐν τόπω καὶ χρόνω Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτὰ εἶναι ἀπολύτως σαφῆ καὶ κατανοητὰ εὐρύτερα ἀπ’ ὅλους τους πιστούς. Τὰ περὶ «ἑνός» του Πλωτίνου καὶ τὰ περὶ «νεοπλατωνικῶν ἀπορροῶν» εἶναι τελείως ἄσχετα ἀπ’ ὅσα φρονῶ καὶ γράφω περὶ Ἐκκλησίας. Μὴν ἐμπλέκετε ἄλλα θέματα, ὅπως π.χ. καὶ τὰ περὶ Δυτικῆς Ἐκκλησιολογίας, ποὺ δὲν ἀφοροῦν τὸ καίριο σημεῖο τῆς διαφωνίας μας, τὸ ὁποῖο εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Μὴ προσπαθεῖτε μὲ τὴν ἀναφορά Σας στὴ μεθοδολογία —γιὰ τὴν ὁποία δὲν εἶναι τώρα ἡ ὥρα νὰ διαλεχθοῦμε- νὰ θολώσετε τὰ «νερὰ» στὸ διάλογό μας. Θὰ ἐπαναλάβω, ὅτι ἡ παρέμβαση τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς μου (7-7-10) ἀφοροῦσε μόνο τὴν προβληματικὴ ἐκκλησιολογικῶς διατύπωσή Σας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ «Μία» καὶ «διηρημένη».
Σεβασμιώτατε, ἂν «οἱ σχισματικοὶ δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά τους δὲν ἔχουν καμία ἰσχύ», ὅπως ὀρθὰ γράφετε, τότε πῶς ὑποστηρίζετε τὰ ἑξῆς; «Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σήμαινει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται, πολλῶ μᾶλλον ὅταν ὁλόκληρη ἡ πατερικὴ γραμματεία τοῦ ΙΕ' αἰῶνος ἀποδέχεται ὅτι ἔχουμε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐρισκομένην ὑπὸ τὴν Μίαν Κεφαλὴν τοῦ Σώματος, τὸν Χριστὸ (βλ. Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός)».
Καὶ συνεχίζετε: «Ἦταν δυνατὸν νὰ εἴχαμε σχίσμα, διαίρεση, διάκριση ἢ διαφοροποίηση χωρὶς διαίρεση; Νομίζω ὄχι. Ἡ διαίρεση αὐτὴ διετάραξε ἢ ἀλλοίωσε τὴν Ἑνότητα καὶ Καθολικότητα τῆς Μίας, Ἅγιας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται καὶ σημαίνεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ Σύμβολο τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ὄχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ἢ διάσπαση δὲν σημαίνει ἀλλοίωση τῆς Ἑνότητας... γιατί οἱ ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες ὁποιασδήποτε διαφοροποίησης δὲν ἀποδίδονται πρὸς τὸ Καθολικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλα πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἀποσχίζεται ἢ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸ Καθολικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Τὰ γραφόμενά Σας ἐδῶ εἶναι, κατὰ μία ἐπιεικῆ ἀποτίμησή μου, ἀσαφῆ καὶ συγκεχυμένα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐμφανίζονται ἀντιφατικὰ μεταξύ τους. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀκριβολογεῖτε. Δὲν ὁριοθετεῖτε τὴν ἔννοια τῶν ὅρων ποὺ χρησιμοποιεῖτε ἢ μᾶλλον χρησιμοποιεῖτε τοὺς γνωστοὺς θεολογικοὺς ὅρους προσδίδοντας τοὺς ἄλλη σημασία ἀπὸ τὴν καθιερωμένη, χωρὶς προηγουμένως νὰ τὴ γνωστοποιεῖτε. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται σύγχυση στὴν κατανόηση τῶν γραφομένων Σας.
Καὶ γιὰ νὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος καὶ σαφής. Ὅσα γράφετε περὶ σχίσματος, αἱρέσεως, ἑνότητας καὶ καθολικότητας εἶναι ὀρθὰ στὸ μέτρο ποὺ ἀφοροῦν τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικοὺς καθεαυτούς. Πράγματι, τὸ σχίσμα ἢ ἡ αἵρεσή τους δὲν θίγουν τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἁπλῶς ἐκπίπτουν καὶ ἀποκόπτονται οὐσιαστικὰ καὶ θεσμικὰ ἀπὸ τὴ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη εἴτε ὡς ὁλόκληρες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τὰ πράγματα ὅμως ἐμφανίζονται συγκεχυμένα ἢ ἀντιφατικά, ὅταν στὴ συνάφεια αὐτὴ κάνετε λόγο γιὰ «Μία» καὶ σαφῶς διηρημένη ἀπὸ τὸ 1054 Ἐκκλησία καί, ἐνῶ θεωρεῖτε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία, ὑποστηρίζετε ἀπεριφράστως ὅτι δὲν θίγεται ἡ ἐ¬νότητά της. Ἔτσι ἐμφανίζεσθε νὰ ἀγνοεῖτε τὴν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ σχίσμα, Σεβασμιώτατε, ὅπως καὶ ἡ αἵρεση δὲ θίγουν ὀντολογικῶς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει «Μία» καὶ ἀδιαίρετη ἕως τῆς συντέλειας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιώντας τὸ ρῆμα «Πιστεύω» σὲ χρόνο ἐνεστώτα. Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ αὐτοῦ του ἀκεραίου σώματος, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀκέραιο εἴτε ἐμπλουτίζεται ἱστορικῶς μὲ ἀναρίθμητα μέλη εἴτε περιορίζεται ἱστορικῶς σὲ ἐλάχιστα. Ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ὅπως ὑποστηρίζετε, κεφαλὴ ἑνὸς διηρημένου ἢ πολυδιηρημένου σώματος. Τέτοιου εἴδους Ἐκκλησιολογία, ποὺ εἰσηγεῖσθε μὲ τὸ κείμενό Σας, δὲ νομιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικῶς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ «Μία» καὶ διηρημένη. Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, δὲν εἶναι «Μία», ὅπως τὸ Ἕνα Κυριακὸ Σῶμα. Ἀλλά, ἐπιπροσθέτως, ἂν εἶναι διηρημένη, δὲν εἶναι οὔτε «Ἁγία» οὔτε «Καθολικὴ» οὔτε «Ἀποστολική». Μὴ μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ γιὰ ἐνίσχυση δῆθεν τῶν θέσεών Σας. Δὲν Σᾶς εὐνοεῖ σὲ καμία περίπτωση. Ἀπεναντίας, γίνεται καὶ κατήγορος τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν τοποθετήσεών Σας.
Σεβασμιώτατε, ὁμολογεῖτε δύο ἀντιφατικὰ ἐν τοῖς ὄροις πράγματα. Ἔτσι ὅμως δὲν ὑφίσταται δογματικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μᾶλλον διολίσθηση σὲ μία εὐρύτερα γνωστὴ θεολογικὴ «διγλωσσία» τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ ἔχει φανερὴ τὴ σκοποθεσία της.
Μὲ τὴν παραπάνω τοποθέτησή Σας, Σεβασμιώτατε, δὲν ἔχουμε ἁπλῶς εἰσήγηση μίας «νέας» Ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ καὶ διακήρυξη μία «νέας» ὀντολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἕνα σῶμα μπορεῖ νὰ εἶναι διηρημένο χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἑνότητά του. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐδῶ οἱ λέξεις «διαίρεση» καὶ «ἑνότητα» παίρνουν ἕνα ἄγνωστο μέχρι σήμερα νοηματικὸ περιεχόμενο, ποὺ σαφῶς δὲν ὑπηρετεῖ τὴ δογματικὴ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ὁριοθέτηση τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι πρωτάκουστο, Σεβασμιώτατε, αὐτὸ ποὺ γράφετε ὡς πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς καὶ κυρίως ὡς ἐπίσκοπος: «Ἐσεῖς, βέβαια, καὶ οἱ ὁμόφρονές Σας ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ διαφοροποιηθεῖτε aπὸ τὴν παροῦσα Συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ ἐπίσης νὰ τὴν ἀμφισβητεῖτε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ διαφοροποίησή Σας, νὰ συνεχίζετε νὰ ἀνήκετε στὴν Ἐκκλησία!!!». Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἕνα τέτοιο κείμενο θὰ εἶχε θέση μόνο στὸ χῶρο τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μόνον ὅταν ἡ ἀμφισβήτηση θὰ εἶχε ἀποδέκτη ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸν ἴδιο τὸν Πάπα.
Συγκεκριμένα, ἐγὼ οὔτε διαφοροποιοῦμαι ἀπὸ τὴν παροῦσα Συνοδικὴ ἀπόφαση οὔτε τὴν ἀμφισβητῶ, ὅπως ἐσφαλμένα νομίζετε. Εἶμαι σύμφωνος μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ σημεῖο ποὺ ἐπικαλεῖσθε στὴν πρὸς ἐμὲ ἐπιστολή Σας: «Οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν συγκεκριμένο διάλογο ἔχουν σαφῆ γνώση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καὶ προσφέρουν τὶς γνώσεις καὶ τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸν σκοπὸ «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» «ἐν ἀληθεία» καὶ μέσα στὰ ἀπαραίτητα θεολογικὰ πλαίσια καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων». Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι ὡς πρὸς «τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων» ἐπιφυλάσσομαι νὰ ἐπανέλθω ἐνώπιόν της Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὅπως εἶναι φανερὸ ὅμως ἀπὸ τὸ κείμενο, ἡ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἑστιάζει στὶς «γνώσεις» καὶ τὶς «δυνάμεις» τῶν Ἐκπροσώπων Της, καὶ ὄχι στὴν ἁγιοπνευματικὴ θεογνωσία καὶ στὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης τους, σύμφωνα μὲ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατὰ συνέπεια, θεωρῶ ὅτι Ἐσεῖς μὲ ὅσα ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένα γράφετε στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς ἔχετε ἐκθέσει τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, ποὺ Σᾶς ἐτίμησε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη Του.
Γιὰ νὰ παραμείνετε, Σεβασμιώτατε, καὶ οὐσιαστικὰ Ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας καὶ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μία μόνο λύση φαίνεται νὰ ὑπάρχει: νὰ ἀνακαλέσετε τὴν ἐσφαλμένη θεολογικῶς (δογματικῶς) θέση Σας: «Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας ... Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται ... ὅτι ἔχουμε διηρημένη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐρισκομένην ὑπὸ τὴν Μίαν Κεφαλὴν τοῦ Σώματος, τὸν Χριστὸν» (Ἐπιστολὴ 15-7-2010). Θὰ ἐπαναλάβω ἐκεῖνο ποὺ Σᾶς ἔγραψα στὴν προηγούμενη ἐπιστολή μου (7-7-2010): «Ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται, κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή». Αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀλλὰ καὶ θεσμικὰ τὸ ἐπιτίμιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιὰ ὅσους παραβιάζουν τὸν Ὄρο τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἐπιπροσθέτως, θέλω νὰ σημειώσω ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας οὐδέποτε ὑποστήριξε ὅτι εἶναι ἀλάθητη. Μήπως ὅμως Ἐσεῖς γνωρίζετε κάποια τοπικὴ Σύνοδο ποῦ νὰ φρονεῖ ὅτι εἶναι ἀλάθητη; Θὰ θυμάσθε, ἀσφαλῶς, ὅτι ὁ συνώνυμός Σας ἐπίσκοπος καὶ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξορίσθηκε ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους μὲ ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν κανονικὴ χειροτονία, ἐνῶ ἄλλες τοπικὲς Σύνοδοι τὸν δικαίωσαν πανηγυρικῶς καὶ διόρθωσαν τὰ κακῶς ἀποφασισθέντα. Διορθωτικὲς Συνοδικὲς ἀποφάσεις εἴχαμε πολλὲς κατὰ τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καλῶς γνωρίζετε. Ἀλλὰ νὰ Σᾶς ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο: Ὅταν κάποιοι ἐπίσκοποι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο ἢ στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μᾶς διαφωνοῦν καὶ μειοψηφοῦν ὡς πρὸς τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση, τίθενται -μὲ βάση τὸ σκεπτικό Σας- ἕκτος Ἐκκλησίας;
Στὸ χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Σεβασμιώτατε, οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις εἶναι δεσμευτικὲς γιὰ ὅλους, μόνον ὅταν ἔχουν τὸν ἀδιαμφισβήτητο χαρακτήρα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶναι λ.χ. ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἑπομένως, κάθε Συνοδικὴ ἀπόφαση δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ἁγιοπνευματική. Αὐτὸ πιστοποιεῖται ἀδιάψευστα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (βλ. π.χ. τὴν Ληστρικὴ Σύνοδο τοῦ 449).
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ διευκρινίσω, ὅτι μὲ ὅσα γράφω παραπάνω σχολιάζω θεωρητικῶς καὶ θεολογικῶς μόνον τὸ ἂν μπορεῖ ἢ ὄχι νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὅποιος συμβαίνει νὰ διαφωνεῖ μὲ μία Συνοδικὴ ἀπόφαση, ποὺ δὲν ἔχει τὸ χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τίποτε περισσότερο. Ο,τιδήποτε ἄλλο εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
Σεβασμιώτατε, στὴν ἐπιστολὴ Σᾶς (15-7-2010) πολὺ συχνά, μὴ ἔχοντας θεολογικὰ - ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα, καταφεύγετε σὲ εὐτελεῖς εἰρωνεῖες καὶ σὲ ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμούς. Αὐτὰ ὅμως δὲν Σᾶς τιμοῦν οὔτε ὡς πανεπιστημιακὸ δάσκαλο οὔτε ὡς ἐπίσκοπο. Ἐμένα ὡς ἀποδέκτη τους, πάντως, οὔτε μὲ μειώνουν οὔτε καθόλου μὲ βλάπτουν. Ἀπεναντίας μάλιστα. Γι' αὐτὸ καὶ Σᾶς εἶμαι, εἰλικρινῶς, εὐγνώμων, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι λυποῦμαι πολὺ γιὰ τὴν προσωπικὴ ζημία Σας, προκειμένου ἀκουσίως νὰ μὲ ὠφελήσετε πνευματικά.
Γράφετε στὴν ἐπιστολή Σας ὅτι τόσο καιρὸ σιωπούσατε, «ἕνεκα σεβασμοῦ σὲ ἕνα πρόσωπο (δήλ. ἔμενα) τὸ ὁποῖο στὸν πανεπιστημιακὸ χῶρο τρεῖς φορὲς μὲ ἐψήφισε στὴν ἐξελικτική μου διαδικασία καὶ μάλιστα στὶς δύο πρῶτες ὡς μέλος τῆς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ἀνεπιφυλάκτως ὑπέγραψε καὶ ἐψήφισε γιὰ τὴν ἐξέλιξή μου».
Ἀπ' ὅσο ἐνθυμοῦμαι, μόνο μία φορὰ - στὴν τελευταία ἐξέλιξή Σας — ὑπῆρξα μέλος τῆς Τριμελοῦς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ Σᾶς ἐψήφισα πράγματι ἀνεπιφύλακτα. Ποτὲ ὅμως δὲν ὑποστήριξα ὅτι εἶμαι «ἀλάθητος». Τοῦτο τὸ προνόμιο τὸ σφετερίζεται μόνον ὁ Πάπας, μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ὁποίου προτιμᾶτε νὰ διαλέγεσθε. Ἐγὼ ἁπλῶς φροντίζω νὰ περνῶ τὸ χρόνο μου ἐν μετάνοια.
Ἐπιπροσθέτως, θὰ ἤθελα νὰ Σᾶς διευκρινίσω ὅτι, ὅταν Σᾶς ἐψήφισα, Σᾶς ἐψήφισα μὲ βάση συγκεκριμένες μελέτες ποὺ καταθέσατε γιὰ τὴν ἐξέλιξή Σας, στὶς ὁποῖες ὅμως δὲν περιέχονταν τὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα γιὰ τὰ ὁποία τώρα διαφωνοῦμε. Ἂν περιέχονταν, νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι δὲν θὰ Σᾶς ἐψήφιζα.
Ἡ ἐκλογὴ κάποιου προσώπου σὲ ὁποιοδήποτε ἀξίωμα στὴν Ἐκκλησία, εἴτε τοῦ διδασκά¬λου εἴτε τοῦ ἐπισκόπου, δὲν προδικάζει νομοτελειακὰ τὴν παραπέρα πορεία του, ἀκόμη καὶ ὄ¬ταν ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ γίνεται ἀδιαμφισβητήτως διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἐμποδίζεται δη¬λαδὴ καθόλου τὸ αὐτεξούσιό του ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐκλογή. Γι' αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ ὑποπέσει σὲ βαρύτατα θεολογικὰ καὶ δογματικὰ σφάλματα. Αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Α¬γία Γραφὴ (βλ. τὴν περίπτωση ἐκλογῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ τόσο τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη ὅσο καὶ τοῦ Πέτρου). Μαρτυρεῖται ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκ¬κλησίας (βλ. τὴν πληθώρα τῶν καταδικασθέντων Πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν καὶ μο¬ναχῶν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους). Μάλιστα, ἡ περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου εἶναι ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἰδιαίτερα χαρακτηριστική. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολόγησε ὀρθὰ τὸ Χριστό, ὁ Κύριος του εἶπε: «μακάριος εἰ, Σίμων Βαριωνά...» (Μθ 16,17-19). Ὅταν ὅμως ἀμέσως μετὰ φρονοῦσε ἐσφαλμένα, τὸν ἀποδοκίμασε αὐστηρὰ καὶ ἐξομοιώνοντας τὸν, ὡς πρὸς τὸ φρόνημά του, μὲ τὸν σατανᾶ τοῦ εἶπε: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλον εἰ ἐμοῦ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Μθ. 16, 23).
Μὲ ἄλλα λόγια, φρονῶ ὅτι ἡ ὅποια θετικὴ ψῆφος μου τότε δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐξέλιξή Σας σήμερα.
Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς Σᾶς γράφετε: «Εἶμαι σίγουρος, ὅτι καὶ τοῦ χρόνου καὶ κάθε χρόνο, λίγο πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς θὰ σᾶς ὑπομιμνήσκουν οἱ ὁμόφρονές Σας τὴ θεολογική Σας ἀγωνία καὶ τὴν τρωθεῖσα ἐκκλησιολογικὴ Σᾶς αὐτοσυνειδησία, πρὸς ἀφύπνιση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός Σας (!!!)».
Σεβασμιώτατε,
Προβληματίζομαι σοβαρὰ γιὰ τὴν προέλευση τῶν παραπάνω λογισμῶν Σας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐκφρασθεῖσα γι' αὐτοὺς «σιγουριά» σας. Δὲν θὰ προβῶ σὲ ψυχολογικὴ ἑρμηνεία τῶν λογισμῶν Σας. Ἕνα μόνο θὰ πῶ: Ἡ ἀπὸ 7-7-10 ἐπιστολή μου πρὸς Σᾶς δὲν γράφηκε οὔτε μὲ ὑπόδειξη κάποιου, οὔτε λόγω τῆς προσεχοῦς συγκλήσεως τῆς Μ.Δ.Ε., οὔτε λόγω κάποιας ἄλλης σκοπιμότητας. Αὐτὸ τὸ γνωρίζετε Ἐσεῖς καλύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε ἐπειδὴ Ἐσεῖς, ἔχοντας ἀνοίξει μία διαμάχη μὲ τὸν συνεπίσκοπό Σας, ὡς ἄλλοθί Σας, ἐπικαλεσθήκατε διερωτώμενος τὴ δική μου σιγῆ. Κι ἔτσι μὲ ἀναγκάσατε νὰ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά Σας: «Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὸν καταξι¬ωμένο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας καὶ ἀσχολίαστο;». Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ὁ συγκεκριμένος ὑπαινιγμός Σας στὸ πρόσωπό μου καὶ τὸ ἐρώτημά Σας, δὲν θὰ ἀπαντοῦσα.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι δὲν εἶναι τίμιο αὐτὸ ποὺ Ἐσεῖς προκαλέσατε τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμή, νὰ τὸ παρουσιάζετε ἐνώπιον τρίτων καὶ νὰ προσπαθεῖτε νὰ τὸ ἀποδώσετε στὴ δική μου δῆθεν σκοπιμότητα. Προφανῶς, αὐτὸ θὰ μπορούσατε νὰ τὸ ἰσχυρισθεῖτε, μόνον ἐὰν Ἐσεῖς στὴν ἐπιστολή Σας δὲν ἀναφερόσασταν στὸ πρόσωπό μου καὶ δὲν εἴχατε διερωτηθεῖ ἀπεριφράστως γιὰ τὴ σιωπή μου στὸ συγκεκριμένο θέμα καὶ δὲν εἴχατε προκαλέσει τὴν ἀπάντησή μου. Μὴ διαστρέφετε λοιπὸν τὴν Ἀλήθεια, λόγω δικῆς Σας σκοπιμότητας, λίγο πρὶν τὴ σύγκληση τῆς Μ.Δ.Ε. στὴ Βιέννη (Σεπτέμβριος 2010). Δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν Σᾶς τιμᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ἔχετε ἐπωμισθεῖ τὸ ἔργο τῆς ὑπερασπίσεως τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων, Ἐσεῖς ὁ ἴδιος τώρα, νὰ τὴ διαστρέφετε.
Τέλος, ἀπὸ τὴν ἔκβαση τοῦ ἕως ἐδῶ διαλόγου μᾶς διαπιστώνει ὁ καθένας, ποὺ μᾶς διαβάζει, ὅτι δικαιώνομαι γιὰ τὴν ἐπὶ ἕνα περίπου ἔτος σιωπή μου. Ὁ διάλογος μεταξὺ μας ὄντως «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν».
Μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμὸ ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰ Σᾶς Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Κοινοποίηση: 1. Στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
2. Σὲ ὅλους τους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀναδημοσίευση: http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/08/blog-post_30.html
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου