Η εμφάνιση στο θέατρο επιχειρήσεων του Αρχιπελάγους του Αιγαίου ολοένα αυξανόμενου αριθμού στόχων χαμηλής ενεργού επιφάνειας ραντάρ (RCS: Radar Cross Section), όπως είναι τα μικρά μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV: Unmanned Air Vehicle), καθώς και τα μαχητικά αεροσκάφη τεχνολο- γίας stealth (χαμηλής παρατηρησιμότητας), θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη...
Συστήματα UAV με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν χρησιμοποιούνται ήδη πλήρως επιχειρησιακά από τις Τουρκικές Αεροπορικές Δυνάμεις (ΤΗΚ), τόσο σε ρόλους επιτήρησης και στοχοποίησης (συστήματα UAV I-GNAT), αλλά και σε πολύ πιο πολύπλοκους ρόλους που αφορούν στην καταστολή (SEAD: Suppression of Enemy Air Defense) αεράμυνας (συστήματα UAV HARPY/GUTLASS). Θα πρέπει επιπλέον να θεωρείται δεδομένη η εμφάνιση του F-35 Lightning II Joint Strike Fighter (JSF) περί το 2014 με τα χρώματα των Τουρκικών Αεροπορικών Δυνάμεων στο Αιγαίο, ανατρέποντας πλήρως τις διαδικασίες και ακυρώνοντας τις τεχνολογίες ανίχνευσής τους από το ελληνικό Εθνικό Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου αλλά και τον εντοπισμό και την καταστροφή τους από το σύστημα αεράμυνας.
Ειδικότερα εκτιμάται ότι τα υπάρχοντα σε υπηρεσία συστήματα ραντάρ επιτήρησης, καθώς βασίζονται σε παλαιότερες τεχνικές ανίχνευσης στόχων, θα εμφανίζουν περιορισμούς, όχι μόνο ως προς τη μέγιστη εμβέλεια ανίχνευσης των «νέων στόχων», καθώς θα θέτουν και ερωτήματα ως προς τη γενικότερη ικανότητα ανίχνευσης των απειλών αυτών. Παράλληλα, πιθανότατα να εγερθούν επίσης σημαντικότατα ερωτήματα ως προς την επιβιωσιμότητα και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων αντιαεροπορικών συστημάτων, ιδιαιτέρως των μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, που βασίζονται για τον εντοπισμό του στόχου και την καθοδήγηση του βλήματος κατά αυτού στη χρήση ραντάρ. Η εμφάνιση της γενιάς απειλών, όπως αυτή περιγράφηκε σε γενικές γραμμές, δημιουργεί ήδη πονοκέφαλο στους επιτελείς της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), καθώς απαιτούνται νέες επενδύσεις σε συστήματα και τεχνολογίες που θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις απειλές αυτές. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μόλις πριν από μερικά χρόνια οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ), επενδύοντας πολύ υψηλά ποσά (περισσότερα από 2 δισ. ευρώ συνολικά) προμηθεύτηκαν έναν σημαντικό αριθμό από αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου και μικρού βεληνεκούς (Patriot PAC-3, S-300PMU1, TOR-M1, Crotale NG, ASRAD-Hellas), των οποίων η απόδοση κατά UAV/UCAV και γενικότερα stealth αεροσκαφών και αεροχημάτων δεν έχει αποδειχθεί. Επιπροσθέτως, σχεδιάζεται και η απόκτηση περί το 2010 ή λίγο αργότερα, νέων αντιαεροπορικών συστημάτων μέσου βεληνεκούς (αντικατάσταση συστήματος Improved HAWK PIP III), τα οποία θα πρέπει να είναι σε θέση να εμπλέξουν με επιτυχία και τους νέους ιδιαίτερους αυτούς στόχους.
Κοινό μυστικό επίσης αποτελεί το γεγονός ότι τα μόνα συστήματα επιτήρησης του εναέριου χώρου που είναι ικανά να ανιχνεύσουν τέτοιου είδους στόχους είναι τα πολυστατικά συστήματα ραντάρ. Ήδη, εταιρείες με παράδοση στο χώρο των συστημάτων ραντάρ, όπως οι αμερικανικές Lockheed Martin, Raytheon και Northrop Grumman, αλλά και οι ευρωπαϊκοί γίγαντες Ericsson και EADS, ετοιμάζονται να παρουσιάσουν στην αγορά τα νέα τους ραντάρ, τα οποία βασίζονται στην αρχή της πολυστατικότητας. Η ικανότητα των πολυστατικών ραντάρ να ανιχνεύουν στόχους μικρού μεγέθους και τεχνολογίας stealth ενισχύεται από την επιλογή της συχνότητας λειτουργίας σε χαμηλή ζώνη συχνοτήτων (VHF/UHF). Η χαμηλή ανιχνευσιμότητα, η παθητική ή ημιπαθητική λειτουργία, η επιβιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα σε παρεμβολές είναι μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων.
Η τεχνολογία του διστατικού ραντάρ, και κατ’ επέκταση των πολυστατικών ραντάρ, έχει προσελκύσει τα τελευταία χρόνια πολύ έντονα το ενδιαφέρον της βιομηχανίας σε όλο τον κόσμο. Η έννοια του διστατικού ραντάρ δεν είναι καινούργια. Το πρώτο πείραμα ραδιοανίχνευσης, από τον Christian Hülsmeyer το 1904, ουσιαστικά αποτελούσε ένα πρωτόγονο διστατικό ραντάρ, το οποίο δεν είχε τη δυνατότητα μέτρησης της απόστασης. Πολλοί τεχνολογικοί περιορισμοί της εποχής οδήγησαν τελικά στην υιοθέτηση της μονοστατικής τεχνολογίας. Η μονόδρομη αυτή πορεία εντάθηκε λόγω της αφθονίας έτοιμων τεχνολογικών προϊόντων, και ιδιαίτερα λόγω της εξέλιξης των μικροκυματικών υποσυστημάτων. Όμως, με την εμφάνιση ενός νέου υπερόπλου, των αεροσκαφών τεχνολογίας stealth, παρατηρήθηκε μία πολύ έντονη δραστηριοποίηση στην έρευνα και ανάπτυξη συστημάτων ικανών να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους την απειλή.
Πλήθος ερευνητικών ινστιτούτων και βιομηχανιών βρίσκονται στη φάση σχεδίασης και υλοποίησης τέτοιων συστημάτων. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα επόμενα χρόνια τέτοιου είδους συστήματα θα εμφανιστούν μαζικά στη διεθνή αγορά.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
defencenet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου