Μπαλγκάρσκι Γιουγκ (Βουλγαρικός Νότος) λεγόταν η εφημερίδα που εξέδιδαν
οι Βούλγαροι στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι θηριωδίες της
διετίας 1916-1918 επανέφεραν στη μνήμη των Σερραίων την πυρπόληση της
πόλης το 1913. Εκτοπίσεις, ομηρίες, αρπαγές περιουσιών και απαγόρευση
της ελληνικής γλώσσας έμελλε να ξαναδούν οι Ανατολικομακεδόνες και κατά
την κατοχή 1941-44 οπότε οι Βούλγαροι επανήλθαν στην περιοχή για τρίτη
φορά σε σαράντα χρόνια.
Το τέλος του 19ου και η έναρξη του 20ού
αιώνα σημαδεύτηκαν από μεγάλες ανακατατάξεις στις διεθνείς πολιτικές,
οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις, οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά
την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, ανατρέποντας παγιωμένες αντιλήψεις και
συμπεριφορές και επιβάλλοντας νέα δεδομένα.
Οσον αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο, η
αναζήτηση νέων αγορών, η διαμάχη για τον έλεγχο των δρόμων του
πετρελαίου, οι ανοιχτοί λογαριασμοί απότις οξείες εθνικές διεκδικήσεις
με μήλον της έριδος διαφιλονικούμενες περιοχές, η άνοδος νέων
ιδεολογικών ρευμάτων σε συνδυασμό με την παρακμή και την ταχεία
αποσύνθεση των γηραιών αυτοκρατοριών οδήγησαν στη συγκρότηση αντίπαλων
συνασπισμών και τελικά στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη Νότια Βαλκανική, πάλι, η αυγή του
20ού αιώνα χαρακτηρίστηκε από καταιγιστικές αλλαγές παρασύροντας,
περισσότερο ή λιγότερο, όλα τα εθνικά κράτη της περιοχής.
Ιδιαίτερα η σύγκρουση των εθνικισμών στον χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας οδήγησε σε αλλεπάλληλες στρατιωτικές συγκρούσεις.
Στις τοπικές αντιπαλότητες αναμείχθηκαν
ενεργά κυρίως οι Ρώσοι, που παραδοσιακά επιδίωκαν την έξοδο στα λιμάνια
του Αιγαίου Πελάγους και για τον λόγο αυτό υποστήριζαν τις επιδιώξεις
της Σόφιας, των Αυστριακών που ενδιαφέρονταν για τα οικονομικά προνόμια
του λιμανιού της Θεσσαλονίκης αλλά και των Αγγλων που επιθυμούσαν τη
διατήρηση του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος, υποστηρίζοντας τους
Οθωμανούς αλλά και τους Ελληνες ως ανάχωμα στην πλημμυρίδα του
Πανσλαυισμού.
Ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας της περιόδου
1904-1908, η Νεοτουρκική Επανάσταση (1908) και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
του 1912-1913 οδήγησαν στην αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
στην απώλεια των ευρωπαϊκών επαρχιών της και στην επαναχάραξη των
συνόρων.
Ωστόσο, ήταν εμφανές στον προσεκτικό
παρατηρητή της περιόδου πως οι εδαφικές ανακατατάξεις των Βαλκανικών
Πολέμων μόνο οριστικές και μόνιμες δεν ήταν, αφού δημιούργησαν πολύ
περισσότερα προβλήματα από όσα κατόρθωσαν να επιλύσουν, κάτι που
αποδείχθηκε πολύ σύντομα με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον
Αύγουστο του 1914.
Συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπισμός των Ελλήνων
Τον Οκτώβριο του 1915 η Βουλγαρία
προσχώρησε επίσημα στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Λίγους μήνες
αργότερα, στις 13-26 Μαΐου του 1916, το οχυρό Ρούπελ στην
ελληνοβουλγαρική μεθόριο παραδόθηκε με εντολή της Αθήνας στους
Γερμανούς.
Ακολούθησε, στις αρχές Αυγούστου, η εισβολή και η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα.
Ανδρες της δεύτερης βουλγαρικής στρατιάς,
κινούμενοι αστραπιαία και παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές
διαβεβαιώσεις, κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της μακεδονικής ενδοχώρας.
Συνάντησαν δε την αμήχανη αντίδραση των
ελληνικών στρατιωτικών μονάδων, τα οποία, υπακούοντας σε άνωθεν εντολές,
δεν προέβαλαν καμία αντίσταση.
Μοναδική εξαίρεση στάθηκε το 18ο Σύνταγμα
Πεζικού της 6ης Μεραρχίας με διοικητή τον συνταγματάρχη Χριστοδούλου.
Λίγο αργότερα το Δ΄ Σώμα Στρατού παραδόθηκε στις δυνάμεις Κατοχής και
μεταφέρθηκε στην πόλη Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας η είδηση της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων προκάλεσε ένταση και αναταραχή.
Αναβίωσαν τότε οι οδυνηρές μνήμες του
Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων. Η κατάρρευση κάθε
στρατιωτικής αντίστασης, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, οδήγησε στην
πλήρη επιβολή της βουλγαρικής κατοχής. «Η βουλγαρική προέλασις είχε τον
χαρακτήρα επιδρομής άγριων στιφών», γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης στην
Ιστορία του, παρατήρηση που λάμβανε υπ’ όψιν της πως τα τακτικά
βουλγαρικά στρατεύματα ακολουθούσαν άτακτες ομάδες κομιτατζήδων, όπως ο
διαβόητος για τη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα Πανίτσα.
Ακολούθησε μια περίοδος μεγαλύτερη των δύο χρόνων, ιδιαίτερα ζοφερή για τους Ελληνες της περιοχής.
Οι βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις
επέβαλαν διάφορους περιορισμούς και απαγορεύσεις, ενώ σύντομα
εμφανίσθηκαν προβλήματα στον επισιτισμό των κατοίκων και την τροφοδοσία
της τοπικής αγοράς με τρόφιμα, τα οποία επιτάχθηκαν για τις ανάγκες του
στρατού Κατοχής.
Καθορίσθηκε νέα ισοτιμία ανάμεσα στη
δραχμή και το λέβα, ιδιαίτερα ευνοϊκή για το βουλγαρικό νόμισμα, ενώ
επιβλήθηκε η διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και η χρήση
της στις εκκλησίες.
Ταυτόχρονα, συλλήψεις για ασήμαντες
αφορμές, φυλακίσεις δίχως αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις,
υποχρεωτική παροχή εργασίας (αγγαρείες), προπηλακισμοί και ταπεινώσεις
σε βάρος των Ελλήνων αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας.
Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνα πρεσβευτή
στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6 χιλιάδες άτομα πέθαναν από
ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας.
Αναμφίβολα το πιο ειδεχθές πρόσωπο της
βουλγαρικής κατοχής υπήρξε ο εκτοπισμός Ελλήνων της περιοχής στο
εσωτερικό της Βουλγαρίας, διαδικασία η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του
1917 και διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια.
Αν και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία
είναι δύσκολο να ανευρεθούν, οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται κατά
βάση από το Ιστορικό Αρχείο του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών, το
οποίο στη διάρκεια του 1919 συνέλεξε στοιχεία κατά την παλιννόστηση των
εκτοπισμένων από τα πρακτικά της ειδικής διεθνούς ανακριτικής επιτροπής,
αλλά και από αφηγήσεις των ίδιων των εκτοπισμένων και των συγγενών
τους.
Υπολογίζεται, πάντως, πως αρκετές
χιλιάδες Ελληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία,
πολλοί από τους οποίους δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί.
Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, στρατόπεδο της
Σιούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους
οποίους τοποθετήθηκαν οι Ελληνες αιχμάλωτοι.
Ατέλειωτα καραβάνια αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Ακόμη χειρότερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Η κατάσταση, με την οποία ήρθαν
αντιμέτωποι οι Ελληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την
απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο
αργότερα, ήταν τραγική.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Βενιζέλος υπήρξε
αυτόπτης μάρτυράς της, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες. Εκεί τον
υποδέχθηκε αντιπροσωπεία των κατοίκων, περιγράφοντας αναλυτικά τα δεινά
της βουλγαρικής διοίκησης.
Μια από τις πρώτες ενέργειες της
ελληνικής διοίκησης ήταν η μέριμνα για τον επισιτισμό της περιοχής.
Δουλειά κολοσσιαία και δύσκολη, αφού οι ανάγκες ήταν πολλές και τα
διαθέσιμα μέσα ελάχιστα. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο
Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου,
προκειμένου να συντονίσουν ανθρωπιστική αποστολή υπέρ ενός πληθυσμού που
μαστιζόταν από φτώχεια και κακές συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού
δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων, ενώ
πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής
τις Πηνελόπη Στεφάνου Δέλτα και Ελλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα
νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες
ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η οδυνηρή επιστροφή χιλιάδων ξεριζωμένων ομήρων και οι προσπάθειες αποκατάστασης
Ακόμη τραγικότερη στάθηκε η διαδικασία
επιστροφής των εκτοπισμένων. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της περιοχής
η εικόνα ήταν απερίγραπτη.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Ζάννας
στις Αναμνήσεις του: «Την ίδια μέρα… έφθασαν άλλα 77 βαγόνια γεμάτα από
παλιννοστούντες.
Η κατάσταση των δυστυχισμένων αυτών
ανθρώπων είναι απερίγραπτη. Από δέκα μέρες ήταν στοιβαγμένοι μέσα στα
βαγόνια και τρεις μέρες ήταν νηστικοί… Τόση ήταν η εξάντλησή τους ώστε
δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν ούτε να μιλήσουν… Μοιράσαμε την ίδιαν
εκείνη μέρα οκτώ χιλιάδες διπλές μερίδες που μας έστειλε η Αγγλική
Επιμελητεία.
Η χαρά που είχαν οι δυστυχείς για όσα τους δώσαμε δεν περιγράφεται.
Ηταν αγγλικό σιτηρέσιο στρατιωτών: άσπρο
ψωμί, μαρμελάδες, κονσέρβες, λίπος, βούτυρο, κρέας και ένα σωρό άλλα
πράγματα που όταν τα έβλεπαν στοιβαγμένα μέσα στα βαγόνια τους μας
ρωτούσαν, “μα για πόσες μέρες είναι αυτά τα τρόφιμα; Τόσο πολύ θ’ αργήσωμε να πάμε στην Ελλάδα;” Είχαν χρόνια να δουν τέτοια αφθονία».
Από την πλευρά της, η Ελλη Αδοσίδου
συμπληρώνει: «Η κατάστασις των ομήρων ήτο κάτι το απερίγραπτον. Σε κάθε
βαγόνι είχαν στοιβάξει άνω των 50 ανθρώπων με τα υπάρχοντά των,
συμπεριλαμβανομένων αποσκευών, ορνίθων, χοιριδίων και κάθε είδους
κατοικιδίων ζώων.
Συχνά τους κλείδωναν εκεί μέσα χωρίς νερό και τροφή.
Μου έτυχε να επισκεφθώ συρμό προσφύγων, όπου σειρά βαγονιών ήταν γεμάτα αρρώστους.
Ο τύφος και η πνευμονία τους εθέριζαν.
Εκεί, στοιβαγμένοι φύρδην μίγδην, ήσαν άρρωστοι, τρελλοί και πεθαμένοι.
Δεν υπήρχε χώρος διά να ξαπλώσουν και οι
πιο γέροι εστέκοντο όρθιοι ή ήσαν χαμοκουκουβιασμένοι. Η ανείπωτη αυτή
αθλιότης, η πείνα, η απόγνωσις, έδιναν την εικόνα του φάσματος του
θανάτου και η φοβερή αποφορά που έβγαινε από κάθε βαγόνι επί καιρό με
κατέτρεχαν σαν εφιάλτης».
Χρειάσθηκαν δεκαετίες, προκειμένου να
επουλωθούν τα τραύματα στην κοινωνική συνοχή, την φυσική παρουσία και
την ψυχική συγκρότηση των Ανατολικομακεδόνων. Κι αυτό γιατί μετά τα γεγονότα του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου επακολούθησε η ασταθής περίοδος του Μεσοπολέμου, όπου
οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι συνακόλουθες πληθυσμιακές ανακατατάξεις υπό
τη συνεχή ανασφάλεια που εξακολουθούσαν να καλλιεργούν οι επιδρομές
κομιτατζήδων, αλλά και η οδυνηρή αναβίωση παρόμοιων δεινών κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1940 λειτούργησαν ανασχετικά στην εμπέδωση
ενός πνεύματος ειρηνικής συμβίωσης, οικονομικής και κοινωνικής
ανάπτυξης.
* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι
επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το φωτογραφικό υλικό παραχωρήθηκε από τον
δικηγόρο Θωμά Πέννα, πρόεδρο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας
Σερρών - Μελενίκου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου