της Σοφίας Βούλτεψη
Ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτε ο Μιχάλης Χριστοφοράκος για τις μίζες που η εταιρία του μοίραζε αφειδώς για να εξασφαλίζει δημόσια έργα στην χώρα μας. Την ώρα που η Ελλάδα γιόρταζε τη νίκη επί του φασισμού και του ναζισμού, οι Έλληνες βουλευτές εξευτελίζονταν εντός γερμανικού εδάφους.
Κατά την εξέτασή του από αντιπροσωπεία της αρμόδιας Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο της Ζήμενς, ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της εταιρίας που «σκανδάλισε» την υφήλιο, δήλωσε πως δεν γνωρίζει τίποτε για το έγκλημα.
Ούτε, όπως είπε, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με κάποιο πολιτικό πρόσωπο, ούτε είχε υποσχεθεί ή δώσει δώρα σε πολιτικούς και κόμματα, αλλά ούτε και του ζητήθηκαν δώρα μεγάλης αξίας!
Έκανε μάλιστα και επιλογή ερωτήσεων στις οποίες αποφάσισε να απαντήσει, «απορρίπτοντας» τις πέντε από τις επτά, επικαλούμενος την ιδιότητα του κατηγορουμένου.
Ο βουλευτής κ. Τζαβάρας είπε πως ο Χριστοφοράκος όχι μόνο δεν είπε τίποτε το καινούργιο, αλλά και περιόρισε όσα είχε καταθέσει στο παρελθόν. Ο βουλευτής κ. Γρηγοράκος άφησε να εννοηθεί ότι ο Χριστοφοράκος έχει πάθει… αμνησία, αφού «αρνήθηκε τους πάντες και τα πάντα και είπε ότι δεν έχει καμία σχέση με κανέναν σε κανένα επίπεδο, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό, ούτε οικογενειακό»!
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μ. Χριστοφοράκος άλλα υποστηρίζει ενώπιον ελληνικών αρχών και άλλα ενώπιον γερμανικών.
Τον Ιούλιο του 2009, ενώπιον της γερμανικής δικαιοσύνης, ο Χριστοφοράκος παραδέχθηκε δωροδοκίες σε κόμματα, κρατικούς λειτουργούς και στελέχη του ΟΤΕ. Ήταν τότε που επεδίωκε την ποινική του δίωξη στην Γερμανία και να μην εκδοθεί στην Ελλάδα. Τότε, ήθελε να διωχθεί για δωροδοκία, ώστε να εξασφαλίσει το δεδικασμένο και να μην μπορεί να δικαστεί για τον ίδιο λόγο και στην Ελλάδα.
Στην πέμπτη και τελευταία κατάθεσή του στην Εισαγγελία του Μονάχου, ο Χριστοφοράκος δεν δίστασε να πει αυτό που «ξέχασε» κατά την προχθεσινή συνάντησή του με τους εκπροσώπους του ελληνικού κοινοβουλίου: «Ήμουν ο αρχικηπουρός της Ελλάδας». Εκπληκτική ομολογία Χριστοφοράκου στη χθεσινή Πέμπτη και τελευταία κατάθεσή του στην Εισαγγελία 1 του Μονάχου. Ότι δηλαδή έκανε «καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου», όπως έχει επανειλημμένα πει.
Άλλα είχε πει στην Ελλάδα, τον Μάιο του 2008, όταν κατέθεσε με την ιδιότητα του υπόπτου. Καταθέτοντας για πρώτη φορά ενώπιον του εισαγγελέα Π. Αθανασίου, που διενεργούσε την προκαταρκτική έρευνα, αρνήθηκε τα πάντα και υποστήριξε ότι όσα κατέθεσαν Σίκατσεκ και Κουτσενρόιτερ είναι ψευδή και εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτοπροστασία τους και πως τα περί προσφοράς χρηματικών ποσών σε υπουργούς, υπουργεία κλπ είναι απολύτως φανταστικά και ανυπόστατα. (Ο,τι περίπου είπε και προχθές).
Δεκαέξι μήνες μετά, ενώπιον της Γερμανίδας εισαγγελέως Μπόιμλερ – Χεσλ, είπε τα ακριβώς αντίθετα. Ανέφερε ότι έδινε χρήματα στα κομματικά ταμεία των δύο μεγάλων ελληνικών κομμάτων. Και πως τον Φεβρουάριο του 2004, σε ερώτηση του Κουτσενρόιτερ σχετικά με την εξασφάλιση της έγκαιρης λήξης των έργων, ο Χριστοφοράκος του είχε απαντήσει πως «η υφιστάμενη 2% έννοια, δηλαδή η παροχή πληρωμών σε κόμματα ώστε αυτά να διατάσσουν τις υφιστάμενες υπηρεσίες κατά την παραλαβή των έργων να ασκούν την κρίση τους υπέρ της Ζήμενς, είναι επαρκής για μια επιταχυνθείσα εργασία».
Από κείμενο δε του Γκλάις Λουτζ (28/02/08), δικηγόρου της μητρικής Ζήμενς, προκύπτει ότι «ο Μιχάλης Χριστοφοράκος όχι μόνο τροφοδοτούσε με χρήματα τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα, αλλά φρόντιζε ώστε, στο πλαίσιο μιας αναμέτρησης στην Ελλάδα να εκλεγούν πολιτικοί που ήταν φίλα προσκείμενοι στα συμφέροντα της Ζήμενς».
Και ο πρώην διευθυντής Τηλεπικοινωνιών της Ζήμενς Χανς Βάλτερ Μπερνσάου, Νο 2 της Ζήμενς, κατέθεσε στις 7 Ιουλίου 2009 στην εισαγγελία του Μονάχου πως είναι βέβαιος ότι χρήματα που εκταμιεύονταν από τα ταμεία της εταιρίας προορίζονταν για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, όπως του είχε εκμυστηρευθεί ο Χριστοφοράκος. Όπως είπε, «ο κ. Χριστοφοράκος με ενημέρωσε σχετικά ότι είναι αναγκαίο να ενισχύει στην Ελλάδα και τα δύο κόμματα, γιατί οι κυβερνήσεις αλλάζουν συχνά. Προσπαθούσα για διάφορους λόγους να είμαι συγκρατημένος στις απαιτήσεις για χρήματα του κ. Χριστοφοράκου. Από τη μία το θέμα πληρωμή των πολιτικών στην Ελλάδα κατά την άποψή μου ήταν γενικότερο θέμα Ζήμενς, που έπρεπε να αντιμετωπίσει κεντρικά η εταιρία. Γι’ αυτό έπρεπε να πληρώνει ο Τομέας Επικοινωνίας. Τελικά, όμως, το αποδέχτηκα. Δεν μπόρεσα να αποφύγω την υποχρέωση αυτών των πληρωμών».
Αλλά και όταν ο κ. Ραγκούσης, ως γραμματέας του ΠΑΣΟΚ απέστειλε επιστολή στους δικηγόρους του Χριστοφοράκου με τους οποίους τους ζητούσε να γνωστοποιήσουν στοιχεία και αποδείξεις που έχει στην κατοχή του ο πελάτης του, προκειμένου να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς περί χρηματοδότησης του ΠΑΣΟΚ από την Ζήμενς, ο δικηγόρος Στέφαν Κουρσάβε απάντησε με ασάφειες, επικαλούμενος το γεγονός της εκκρεμούσας διαδικασίας.
Οι έξι απολογίες του Χριστοφοράκου στην εισαγγελία του Μονάχου από τις 30 Ιουνίου ως τις 15 Ιουλίου του 2009 αποτελούν την απόλυτη ντροπή για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας»:
Εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ ως «αντισυμβαλλόμενα» με τη Ζήμενς και ως αποδέκτες των δωρεών από το ετήσιο 2% του τζίρου μέχρι και το 2006. Απροκάλυπτα ισχυρίζεται ότι οι «χορηγίες» που δίνονταν ήταν ένα πολιτικό γρηγορόσημο «για να παραλαμβάνονται έργα από τους υπηρεσιακούς, για να παρακάμπτεται η γραφειοκρατία, για να ανοίγουν πόρτες και για να αμυνόμαστε».
«Η μεγάλη επιτυχία της Ζήμενς Ελλάδος οφείλεται στη δουλειά των υπαλλήλων. Φυσικά, η ασπίδα προστασίας την οποία προσέφεραν τα κόμματα, συνέβαλε και αυτή στην επιτυχία, μέσα στο δύσκολο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον». (6/7/2009).
«Η συμφωνία για το 2% με τη μητρική δεν ήταν στον αέρα, υπήρχε και αντισυμβαλλόμενος, και συγκεκριμένα τα ίδια τα κόμματα. Για τα οποία άλλωστε, σε τελική ανάλυση, προορίζονταν τα χρήματα. Στην Ελλάδα έτσι γίνεται, δέχεσαι συχνά τηλεφωνήματα από το κόμμα και σε παρακαλούν να τους δώσεις οικονομική ενίσχυση».
«Στην Ελλάδα κατά το παρελθόν η χρηματοδότηση των κομμάτων λειτουργούσε ως εξής: Οι χορηγίες στο κόμμα αποτελούν μέρος της χρηματοδότησης των κομμάτων. Από κάποιον Πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων είχε γίνει σχετική επισήμανση στον Τύπο. Τώρα κάθε άτομο μπορεί να κάνει χορηγίες σε κάθε κόμμα μόνο μέχρι 15.000 ε τον χρόνο».
«Τηλεφωνήματα δεχόμουν, για παράδειγμα, από τα κεντρικά γραφεία των δύο κομμάτων και συγκεκριμένα από τον κ. Κ. Γείτονα του ΠΑΣΟΚ και τον Ι. Βαρθολομαίο, τον οικονομικό διευθυντή της ΝΔ».
«Στον κ. Γείτονα είπα καθαρά και ξάστερα (και πάντως τόσο καθαρά και ξάστερα, όπως μιλούν οι Έλληνες μεταξύ τους) ότι η Ζήμενς θα δίδει πάντα χρήματα στα κόμματα για να στηρίζει το σταθερό δικομματικό σύστημα».
«Ο κ. Γείτονας μου είπε με γλώσσα πολύ γενική, αλλά για μένα ήταν σαφές, ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε. Θα έκανε τις ανάλογες συζητήσεις και θα φρόντιζε για το θέμα αυτό. Έτσι για μένα, όπως και για κάθε άλλον που έχει γεννηθεί στη χώρα αυτή και γνωρίζει τις ελληνικές συνήθειες, ήταν σαφές ότι ο κ. Γείτονας θα ασκήσει την απαραίτητη επιρροή στους δημοσίους υπαλλήλους. Από την άλλη πλευρά ήταν φυσικά και για κάθε Έλληνα δημόσιο υπάλληλο σαφές, ότι όταν του εκφραστεί μια τέτοια επιθυμία από κάποιο ανώτερο κομματικό στέλεχος, ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει σύμφωνα με την επιθυμία αυτή. Το μέλος του κόμματος, δηλαδή ο δημόσιος υπάλληλος, γνωρίζει ότι αυτό συνήθως συνεπάγεται χορηγία στο κόμμα εκ μέρους της επιχείρησης και ότι με αυτόν τον τρόπο αυτό προάγει και αυτός τα συμφέροντα του κόμματος. Έτσι, κατά την άποψή μου, είχαν επηρεαστεί επαρκώς οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ».
«Το ίδιο έκανα, με την προσδοκία ότι θα επηρεαστούν και οι δημόσιοι υπάλληλοι εκείνοι οι οποίοι ανήκαν στη ΝΔ. Προς τον σκοπό αυτό μίλησα με τον κ. Βαρθολομαίο. Οι σχετικές συζητήσεις έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα με τον κ. Γείτονα. Συνεχίστηκαν και το 2004, διότι τον Μάρτιο του 2004, έγιναν εκλογές και νικητής αναδείχθηκε η ΝΔ.».
«Και αυτός (σ.σ. ο Βαρθολομαίος) με την προοπτική ότι θα έπαιρνε χρήματα για το κόμμα ήταν πρόθυμος να ασκήσει την επιρροή του στα μέλη του κόμματός του. Τα μέλη αυτά, έπρεπε στις αποφάσεις που θα έπαιρναν, να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια προς το συμφέρον της Ζήμενς. Θέλαμε, λοιπόν, να εξαγοράσουμε την εύνοια των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων».
«Θέλω να σας εξηγήσω πώς λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια το λεγόμενο σύστημα άσκησης επιρροής σε σχέση με τις χορηγίες στα κόμματα στην Ελλάδα: Όπως ίσως γνωρίζετε, ο κρατικός μηχανισμός ξεκινώντας από τα υπουργεία και φθάνοντας μέχρι τις απλές υπηρεσίες, είναι διογκωμένος και γεμάτος υπεράριθμους υπαλλήλους. Στον μηχανισμό αυτό γίνονται διπλές τοποθετήσεις, όταν γίνεται αλλαγή της κυβέρνησης, ενώ δεν είναι δυνατόν να απολυθούν οι προηγούμενοι υπάλληλοι, επειδή έχουν μονιμότητα. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση δεν έχει εμπιστοσύνη στους «παλιούς» αυτούς υπαλλήλους. Έτσι τοποθετεί δικούς της «ανθρώπους εμπιστοσύνης» οι οποίοι αποκτούν και αυτοί με τη σειρά τους την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Πριν από τις εκλογές, το κόμμα που κυβερνάει γεμίζει όλες τις κενές θέσεις με δικούς του ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει τις ψήφους τους. Από την άλλη πλευρά κάνει τις προσλήψεις για την περίπτωση που χάσει τις εκλογές. Ώστε να δυσκολέψει τη ζωή της κυβέρνησης που θα τη διαδεχτεί. Η νέα κυβέρνηση, όμως, βρίσκει ξανά διάφορους τρόπους κάνοντας… ειδικές προσλήψεις. Έτσι λοιπόν δεν είναι εύκολο για κάποιον ξένο (και η Ζήμενς ήταν ξένη, παρότι δραστηριοποιείται στη χώρα) να κατανοήσει τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν εντός της δομής των υπηρεσιών – αρχών. Όταν πρόκειται να ασκηθεί επιρροή για τη λήψη κάποιας επιθυμητής απόφασης ή όταν κάποιος θέλει να αμυνθεί εναντίον κάποιας άλλης, το πιο απλό θα ήταν να γνωρίζει ποιο είναι το πρόσωπο που αποφασίζει. Αυτό όμως δεν είναι ευκρινές απ’ έξω. Για τον λόγο αυτό και πριν ο Pribilla και οι διευθυντές ON/ICN αποφασίσουν για το 2%, είχαμε δώσει στους εξωτερικούς συμβούλους (δηλαδή εταιρίες PR, Consultants, επιχειρηματίες και πολιτικούς στην Ελλάδα) την οδηγία να μην προβαίνουν σε επιμέρους πληρωμές για έργα και να προτιμούν καλύτερα μια γενική λύση, η οποία συνίστατο στο να βρεθεί το «κεφάλι» και επομένως να πληρωθεί ο φορέας λήψης της απόφασης στη χώρα».
«Τα κόμματα διέθεταν τον σχετικό μηχανισμό και γνώριζαν πού και ποιος μοχλός θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Πρόκειται επομένως για «υποχρέωση» του κόμματος. Το κόμμα ξέρει πώς ασκείται η επιρροή. Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Οι υπάλληλοι γνωρίζουν ακριβώς τι απόφαση πρέπει να πάρουν, όταν τους τηλεφωνήσουν πολιτικοί του κόμματος και υπουργοί. Αν δεν συμπεριφερθούν όπως θέλουν οι πολιτικοί, η καριέρα τους γρήγορα οδηγείται σε αδιέξοδο. Αν, αντίθετα, συμπεριφερθούν έτσι όπως είναι επιθυμητό, τότε έχουν γρήγορη επαγγελματική ανέλιξη, παίρνουν καλύτερες θέσεις και μισθούς και ενδεχομένως εξασφαλίζουν και ανέσεις, όπως ένα μεγάλο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Ο καθένας που έχει εξελιχθεί στο σύστημα αυτό, γνωρίζει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί. Αυτό ισχύει από τον πιο απλό υπάλληλο μέχρι τα πιο υψηλά επίπεδα. Γι’ αυτό πληρώνονται τα χρήματα στα κόμματα».
Τον Ιούνιο του 2009, ο δικηγόρος του Χριστοφοράκου Στέφαν Κουρσάβε είχε πει: «Η χρηματική ενίσχυση κομμάτων δεν απαγορεύεται και αυτό έκανε εντέλει ο Χριστοφοράκος. Δεν ενίσχυσε συγκεκριμένους πολιτικούς, αλλά κόμματα. Και στη Γερμανία είναι κοινή πρακτική οι εταιρίες να ενισχύουν πολιτικά κόμματα».
Τον Απρίλιο του 2009, ο πρώην γενικός οικονομικός διευθυντής της Ζήμενς στο Μόναχο Μίκαελ Κουτσενρόιτερ είπε ότι, την άνοιξη του 2004, στο λόμπι της Μ. Βρετανίας ο Χριστοφοράκος του εξομολογήθηκε ότι ήταν αναγκαίες οι περισσότερες καταβολές προμηθειών στην Ελλάδα προκειμένου να καλυφθούν οι προεκλογικές ανάγκες των δύο μεγαλυτέρων πολιτικών κομμάτων για τις βουλευτικές εκλογές, που θα πραγματοποιούνταν εκείνη τη χρονιά. Ο Χριστοφοράκος του είπε ότι τα πολιτικά κόμματα προσδοκούσαν αντίστοιχη υποστήριξη από μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στη χώρα. Είπε επίσης ότι ο Χριστοφοράκος του έδωσε την εντύπωση πως πρακτική της εταιρίας στην Ελλάδα ήταν η πραγματοποίηση πληρωμών και στα δύο μεγάλα κόμματα, σε μια προσπάθειά της να διασφαλίσει τη θέση της ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κέρδιζε την εξουσία.
Από την πλευρά του ο εμπορικός διευθυντής πωλήσεων στην Ελλάδα Φραντς – Γιόζεφ Ρίχτερ ανέφερε σε εσωτερικό έλεγχο της «Ζήμενς»: «Στελέχη της εταιρίας στην Ελλάδα με είχαν ενημερώσει ότι ένα μέρος των χρημάτων των προμηθειών χρησιμοποιούνταν για πληρωμή υπαλλήλων του ΟΤΕ, ένα άλλο για άσκηση επιρροής (λόμπινγκ) στα πολιτικά κόμματα και ένα τρίτο δινόταν για πληρωμή διαφόρων ερευνητικών ινστιτούτων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου ενός καθηγητή σε ένα ινστιτούτο οικονομικών ερευνών».
Από την δικογραφία της γερμανικής δικαιοσύνης προκύπτει σαφώς ότι στην Ελλάδα δόθηκαν μίζες. Στη δικογραφία υπάρχει έγγραφο με υπογραφή του προκατόχου του διαχειριστή των «μαύρων ταμείων» Σίκατσεκ, του Νιντλ, όπου αναφέρεται ότι το 8% του τζίρου των τηλεπικοινωνιών πήγαινε στους εκπροσώπους της «Ζήμενς Ελλάς» για διαφόρους σκοπούς. Μόνο στην εταιρία «Πλάσιντ Μπλου» του Χριστοφοράκου πήγαινε κάθε χρόνο το 2% του συνολικού τζίρου της Ζήμενς Ελλάς.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Σίκατσεκ, τον Απρίλιο του 2008, ο Χριστοφοράκος του είπε πως έδινε μίζες σε πολιτικά πρόσωπα (το 2% του τζίρου) και σε στελέχη (το 8% του τζίρου).
Στην απολογία του 45 σελίδων, ο Μίκαελ Κουτσενρόιτερ, επίσης πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της Ζήμενς, επικαλούμενος την μαρτυρία του Χριστοφοράκου, υποστήριξε πως του είχε πει (ο Χριστοφοράκος) ότι «συνηθίζεται στην Ελλάδα η χρηματοδότηση των κομμάτων να γίνεται κυρίως μέσω μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα». Και ότι «το σύστημα στην Ελλάδα έτσι λειτουργεί». Και πως την άνοιξη του 2004 ο Χριστοφοράκος του είπε πως θα χρηματοδοτούσε και τα δύο κόμματα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι σε κάθε περίπτωση και μετά τις εκλογές η Ζήμενς θα εξακολουθήσει να έχει την εύνοια των πολιτικών.
Ο ίδιος ο Σίκατσεκ παραπέμπει στον Χριστοφοράκο από την πρώτη στιγμή. Μεταξύ των καταγγελιών του και αυτή για πώληση αμαξοστοιχιών στον ΟΣΕ από την Ζήμενς.
Στις καταθέσεις τους, όλα τα πρώην στελέχη της Ζήμενς υποστήριξαν ότι χρειάστηκε να δώσουν μίζες σε τέσσερις διαφορετικές διοικήσεις του ΟΤΕ για να μην μειωθούν οι τιμές, όπως προέβλεπαν τρεις όροι της σύμβασης του 1997 – σημειωτέον ότι ο ΟΤΕ δεν έκανε χρήση καμιάς από τις τρεις ρήτρες και προσέφυγε κατά της Ζήμενς όταν το σκάνδαλο βρισκόταν στο φόρτε του.
Μέσα στην γερμανική δικογραφία υπάρχουν έγγραφα – ντοκουμέντα με τα ποσά που ζητούσε ο Χριστοφοράκος ως «ωφέλιμες πληρωμές».
Όσο για την ξαφνική αμνησία Χριστοφοράκου, ο Σίκατσεκ ήταν σαφής στο περιθώριο της δίκης του: «Δεν έδινε του αγγέλου του νερό. Όταν επρόκειτο όμως για πολιτικούς τα έδινε όλα. Ο Χριστοφοράκος έπαιρνε το 2% του τζίρου στην Ελλάδα για «χρήσιμες δαπάνες», όπως τις χαρακτήριζε. Για το 2004 ο τζίρος της Ζήμενς Ελλάς έφθασε τα 200 εκ, επομένως είχε στη διάθεσή του 4 εκ». Ένας μάρτυρας στη δίκη του Μονάχου είπε πως όλοι γνώριζαν τα πάντα. Η γενική αρχή ήταν «όλοι σωπαίνουν, όλοι συμμετέχουν». (Βήμα, 8 Ιουνίου 2008).
Τον Αύγουστο του 2008, το Δικαστήριο του Μονάχου δέχθηκε στην απόφασή του ότι τουλάχιστον έξι από τις χιλιάδες πράξεις των μαύρων ταμείων του Σίκατσεκ αφορούσαν το έργο της Ολυμπιακής ασφάλειας.
Τον ίδιο μήνα, στην πρώτη του συνέντευξη (Ζι Ντόιτσε Τσάιτουνγκ), μετά την καταδίκη του σε δυο χρόνια με αναστολή και πρόστιμο 108.000 ευρώ, ο Σίκατσεκ είπε ξεκάθαρα: «Χωρίς μίζες θα μειωνόταν κατά 1 δις ε ο ετήσιος τζίρος».
Τα ίδια είπε ο Σίκατσεκ τον Οκτώβριο του 2008 και στον Έλληνα ανακριτή. Επίσης, είπε ότι είδε τον Χριστοφοράκο το 2004 να φεύγει από μια συνάντηση με τον Πρόεδρομο Μαυρίδη σε κεντρικό εστιατόριο της Ζυρίχης με μια τσάντα πολίτου που περιείχε 2 εκ ευρώ, κατευθυνόμενος προς το ξενοδοχείο του. Όπως είπε, είχε ο ίδιος (ο Σίκατσεκ) δώσει το 1 εκ και είδε τον Μαυρίδη να προσθέτει άλλο ένα από την θυρίδα του στην τράπεζα UBS όπου υπήρχε και η τσάντα.
«Πληρώναμε για καλλιέργεια σχέσεων» , είπε ο Σίκατσεκ, προσθέτοντας πως πίστευε ότι ο Χριστοφοράκος αναλάμβανε τους πολιτικούς και ο Μαυρίδης τα στελέχη του ΟΤΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν έχουν διαψευστεί, ο Χριστοφοράκος (Βήμα, 27 Ιουνίου 2010) και τα άλλα στελέχη της Ζήμενς έχουν δεσμευτεί ενυπογράφως στη μητρική τους εταιρία ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψουν ποτέ μυστικά που θα θίξουν τα συμφέροντά της.
Άλλωστε, ο Χριστοφοράκος έχει επιτύχει τον στόχο του. Παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία δωροδοκίας ελληνικών κομμάτων την περίοδο 2004-2007 – ό,τι ακριβώς αρνείται τώρα.
Κατάφερε έτσι και να δικαστεί στην Γερμανία και να μην εκδοθεί στην Ελλάδα και να κυκλοφορεί ελεύθερος με εγγύηση 250.000 ευρώ που πλήρωσε άγνωστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου