Του Αλ. Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr
Η δημοσιογραφία της πολιτικής εξουσίας…
Τελικά, οι πολιτικοί θέλουν τους δημοσιογράφους για δημόσιες σχέσεις και μπίζνες
-Πολιτική και δημοσιογραφία: στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, της αλήθειας και του δίκιου, ή δύο καλοί συνεργάτες στο όνομα της επιβίωσης και των δύο;
-Ο κάθε πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του, φροντίζει πρώτα τη δημόσια εικόνα του, κι όχι το έργο. Και πάντα υπάρχουν πρόθυμοι δημοσιογράφοι να κάνουν μπίζνες με την πολιτική εξουσία ή να αναλάβουν τις δημόσιες σχέσεις της, αποδεχόμενοι τα όρια της κριτικής, που θέτουν οι παράγοντες της εξουσίας. Τα παραδείγματα δεν είναι μόνο μακριά μας, υπάρχουν στην αυλή μας.
Απ’ τα μαθητικά, ακόμα, χρόνια, είχα ένα όνειρο. Να μάθω καλά ελληνικά, για να χειρίζομαι ορθά τη γλώσσα μας, και να μπω στη δημοσιογραφία για να υπερασπίζομαι την αλήθεια και το δίκιο. Ήταν συναρπαστικό για ένα νέο παιδί να οραματίζεται ότι κάποια στιγμή θα μπορεί να έχει την ευκαιρία να πληροφορεί σωστά το συμπολίτη του, να μεταδίδει την πραγματικότητα, τουλάχιστο όπως θα την αντιλαμβάνεται, γιατί υπάρχει πάντα υποκειμενισμός, χωρίς όμως δουλείες και σκοπιμότητες.
Να στέκεται απέναντι στο άδικο, να υπερασπίζεται τον αδικημένο. Κι αυτό μπορεί να γίνει ελέγχοντας εκείνον που έχει την ισχύ και την εξουσία. Γιατί ο πιο δυνατός, είναι εκείνος που καθορίζει τους κανόνες του παιγνιδιού. Ή, συχνά, κάνει παιγνίδι χωρίς καν κανόνες. Νόμος, άλλωστε, είναι το δίκιο του ισχυρού, κατά το επίσης ισοπεδωτικό, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη.
Όχι δημόσιες σχέσεις, όχι μπίζνες με εκείνους που έχουν την ισχύ και την εξουσία.
Πόσο διαφορετική, τελικά, είναι η πραγματικότητα; Μετά από τόσα χρόνια, εκείνο το όνειρο, μοιάζει σαν ένα μακρινό παραμύθι, κι η σημερινή πραγματικότητα, ένας εφιάλτης. Η ζωή, η εμπειρία, τελικά αποδεικνύει άλλα πράγματα.
Για την επιβίωση, οι παλαιότεροι συμβούλευαν, πάντα, έναν συμβιβασμό με την πραγματικότητα, και άρα με την ισχύ. Γιατί, έλεγε κάποιος, ο δημοσιογράφος είναι μια ναυλωμένη πέννα. Γράφει, δηλαδή, για λογαριασμό άλλων… Και πληρώνεται γι αυτό. Κι αν δεν το παραδεχτεί, τότε θα πρέπει να αναζητήσει σε άλλο χώρο την επιβίωσή του. Το ερώτημα, μετά από 2,5 δεκαετίες εμπειρίας, είναι αν κάποιος γίνεται δημοσιογράφος, απλώς για βιοποριστικούς λόγους. Για την επιβίωσή του. Για να έχει μια δουλειά, κι όχι για να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον.
Ας προσπαθήσομε να απαντήσομε, θέτοντας το ίδιο ερώτημα για εκείνον που ασχολείται με τα δημόσια, αναλαμβάνει δηλαδή θέση εξουσίας. Πόσο θα μας κακοφαινόταν αν κάποιος έλεγε ότι θέλει να γίνει δήμαρχος, νομάρχης, βουλευτής, επειδή θέλει να επιβιώσει! Για να έχει μια δουλειά.
Ακόμη και σήμερα, η άποψη μου δεν άλλαξε. Εκείνος που αναλαμβάνει μια δημόσια λειτουργία (όχι με την έννοια της πληρωμής του από το δημόσιο!), αναλαμβάνει να υπηρετήσει το δήμο, με την κλασσική, αρχαιοελληνική του έννοια, ασκεί ένα λειτούργημα. Δεν το κάνει απλώς για βιοπορισμό. Δημόσια λειτουργία, με την έννοια του υπηρέτη του δήμου, αναλαμβάνουν και ο πολιτικός και ο δημοσιογράφος. Σήμερα γύρω μας τα πάντα καταρρέουν, γιατί καταρρέει πριν απ’ όλα το σαθρό κοινωνικό μας σύστημα επειδή στηρίζεται στην ατομική επιβίωση κι όχι στη συμμετοχή στη γενικότερη προσπάθεια, στη συμβολή στην επιβίωση όχι του ενός, αλλά της κοινότητας. Όμως, ακόμη και σ’ αυτές τις συνθήκες, θεωρώ λειτούργημα και την άσκηση πολιτικής και την άσκηση της δημοσιογραφίας. Έτσι θα έπρεπε να είναι.
Ας δούμε την πραγματικότητα όπως είναι. Χωρίς να την κρύψομε, ή να σταθούμε πίσω από το δάκτυλό μας. Σήμερα η πολιτική, που ταυτίζεται, δυστυχώς, με την έννοια της επιβολής εξουσίας, σε κάθε επίπεδο, κι όχι της υπηρεσίας του δημοσίου συμφέροντος, αποδείχτηκε ότι υπάρχει, σε μεγάλο βαθμό, για να επιβιώνουν τα μέλη της κοινότητας των πολιτικών. Να αναπαραγάγουν την εξουσία τους, άρα την επιβολή τους, με κάθε τρόπο. Βασικός στόχος, διορισμένου ή εκλεγμένου σε δημόσια θέση, από την πρώτη ημέρα της εγκατάστασής του, είναι το πώς θα παραταθεί η παραμονή του σ’ αυτήν, ή πώς, στη συνέχεια, θα καταλάβει μια άλλη δημόσια θέση εξουσίας. Για να παρατείνει την εξουσία του. Αυτό ισχύει κατά κανόνα, όχι φυσικά για κάθε περίπτωση, καθώς δεν είναι όλα τα δάκτυλα ίδια. Αλλά αυτή είναι η γενική εικόνα, κεντρικά, αλλά και στο μικρόκοσμό μας.
Πώς υλοποιείται αυτό; Τα μέσα είναι γνωστά. Ελάχιστες φορές με την πραγματική προσφορά υπηρεσίας προς τον τόπο, και, κατά συνέπεια, με την αναγνώριση αυτής της προσφοράς, από μια αντικειμενική κρίση των πολιτών ή εκείνων που έχουν τη δυνατότητα του διορισμού. Γίνεται κυρίως με τις γνωστές εξυπηρετήσεις, συχνά παράνομες, τα ρουσφέτια, αλλά και την προβολή, τη δημόσια εικόνα. Αυτό το τελευταίο, στην εποχή της επικοινωνίας, είναι πλέον το κυρίαρχο. Στην εποχή της μιντιοκρατίας, ό,τι επιλέξουν να στηρίξουν τα τηλε-παράθυρα, είναι αυτό που θα περάσει και ως άποψη στην κοινωνία. Είναι τυχαίο ότι όποιοι από τους πολιτικούς μας περνούν πολύ πιο συχνά κατά την τετραετία από τα παράθυρα των ειδήσεων, είναι κι αυτοί που όχι απλώς εκλέγονται, αλλά είναι και στις πρώτες θέσεις;
Έτσι, ένας σοβαρός πολιτικός (…) που θέλει να εξασφαλίσει την παραμονή του στη θέση του, ή την εξέλιξή του σε ακόμη πιο υψηλό πόστο, αυτό που φροντίζει πρώτα απ’ όλα είναι η καλή του εικόνα, οι δημόσιες σχέσεις του, οι σχέσεις του με τα μέσα ενημέρωσης. Είναι πολλοί εκείνοι που επιβίωσαν σε δημόσιο αξίωμα τα τελευταία χρόνια χωρίς να φροντίσουν τη δημόσια εικόνα τους; Το δυστύχημα είναι ότι και τα απόλυτα μηδενικά, όπως έχει πει ο Θόδωρος Πάγκαλος, τα καταφέρνουν να μένουν στην εξουσία, αν έχουν καλή σχέση με τα μέσα ενημέρωσης.
Άρα, με τη λογική της «επιβίωσης», όπως την προσεγγίσαμε, εξουσία και δημοσιογραφία είναι δύο καλοί, φίλοι, αν όχι συνεταιράκια. Η εξουσία χρειάζεται τον καλό λόγο, την «πλάτη» της δημοσιογραφίας, και η δημοσιογραφία την καλή…χείρα της εξουσίας.
Πόσο «αγαθή» και «αγνή»είναι όμως μια τέτοια σχέση; Πόσο βοηθά την κοινωνία να προχωρήσει; Μη γελιόμαστε, κι οι δύο πλευρές για τον εαυτό τους φροντίζουν.
Σημειώσαμε προηγουμένως ότι η πολιτική, η εξουσία, δηλαδή, είναι αυτή που θέτει τους κανόνες του παιγνιδιού. Και τους θέτει έτσι που την βολεύουν. Άρα, είναι αυθαίρετη, είναι καταναγκαστική. Μια τέτοια εξουσία, λοιπόν, τι είδους δημοσιογραφία χρειάζεται για να αναπαράγεται; Προφανώς αυτή που εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των φυσικών προσώπων, τους προσωπικούς στόχους, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας.
Μπορεί και αξιοποιεί, εκμεταλλεύεται την «καλή διάθεση» του δημοσιογράφου να εξυπηρετήσει τις στοχεύσεις της, εφόσον αυτές υπάρχουν. Είτε επειδή έχει να αντιμετωπίσει μια δημοσιογραφία με εύκαμπτη μέση, είτε επειδή υπάρχει μια δημοσιογραφία που έχει σε πρώτο στόχο το προσωπικό όφελος.
Στη Δημοκρατία μας, την πλουραλιστική μας Δημοκρατία, όπως με μεγάλη αυταρέσκεια την χαρακτηρίζουν οι πολιτικοί, το βασικό στοιχείο λειτουργίας είναι η κατάθεση και η αντιπαράθεση των απόψεων, η διαφάνεια και ο έλεγχος εκείνων που ασκούν την όποιας μορφής εξουσία. Σ’ αυτό το διάλογο στηρίζεται και το γνωστό, που ακούμε συχνά – πυκνά, ότι η Δημοκρατία μας δεν έχει αδιέξοδα.
Έχω ακούσει πολλούς της εξουσίας όταν εγκαθίστανται στη θέση τους να λένε στους δημοσιογράφους, «θέλομε την κριτική σας για να μας εντοπίζετε τα λάθη μας και να τα διορθώνομε». Για έναν πολιτικό που από την ημέρα που θα καταλάβει την εξουσία έχει στόχο την αναπαραγωγή της, πόσο αληθινό είναι αυτό; Πόσο ανυπόκριτα επιδιώκει να είναι στο δημόσιο έλεγχο; Η απάντηση εδώ δεν είναι θεωρητική, όπως τίποτε σ’ αυτές τις αράδες. Προκύπτει από μια εμπειρία πολλών χρόνων. Ο πολιτικός μπορεί να δεχτεί μια κριτική μέχρι κάποιο όριο. Και το όριο αυτό δεν είναι η αλήθεια ή η αναλήθεια της κριτικής. Είναι το πόσο ενοχλείται η εξουσία απ’ αυτή την κριτική. Αν είναι για τα μάτια του κόσμου, επιδερμική, την ανεχόμαστε, ή μάλλον την ανέχονται. Αν πραγματικά ενοχλεί, γιατί μπαίνει στην ουσία του σαθρού συστήματος, στις αυθαιρεσίες ή τις παρανομίες του πολιτικού ή όποιου έχει εξουσία, τότε τα πράγματα είναι σκούρα. Όχι για την εξουσία, αλλά για το δημοσιογράφο. Όμως πάντα θα υπάρχουν πρόθυμοι δημοσιογράφοι να υπηρετήσουν τις επιδιώξεις της εξουσίας. Αυτοί δεν θα τα βρουν ποτέ σκούρα…
Αν κάποιος επιχειρήσει, όμως, να κάνει σωστά τη δουλειά του, αν θεωρήσει τον εαυτό του υπηρέτη του δημόσιου συμφέροντος, αν αντιμετωπίσει τη δημοσιογραφική ευθύνη του όχι ως μέρος των δημοσίων σχέσεων της εξουσίας αλλά λειτούργημα για το δημόσιο συμφέρον, τότε χαλάει το κλίμα. Τη μία μέρα είναι εκείνος που εισπράττει τα εύσημα, γιατί δεν ενοχλεί, ή ενοχλεί κάποιον άλλον, και την επομένη γίνεται εχθρός, επειδή η κριτική του – το χρέος του, δηλαδή,- έχει σκοπιμότητα…
Δεν είναι θεωρία, είναι εμπειρία όλο αυτό. Και μάλιστα εμπειρία από το μικρόκοσμό μας.
Η εξουσία βάζει, λοιπόν, τα όρια, μέχρι πού επιτρέπει (!) στο δημοσιογράφο να της ασκήσει κριτική! Απ’ εδώ, μέχρι εκεί, όχι παρακάτω. Η κριτική που ανέχεται η εξουσία, αυτή με την οποία συμφωνεί κι ο δημοσιογράφος, φτάνει μέχρι το σημείο να μη θιγούν οι ισορροπίες. Θυμηθείτε την κριτική του Λάκη Λαζόπουλου στον τότε πρωθυπουργό Καραμανλή, ο οποίος το μόνο κακό που έβρισκε στον τότε κυβερνήτη ήταν ότι… έτρωγε πολλές μακαρονάδες! Αυτή είναι η «κριτική» που βολεύει, που επιζητεί η εξουσία, για να αποδείξει ότι είναι δημοκρατική και δέχεται την αντίθετη άποψη! Αν, όμως, τολμήσεις και πας παρακάτω, αν κάνεις ουσιαστική κριτική, είσαι δολιοφθορέας, υπονομεύεις το σωτήρα του τόπου. Μπορεί και να σου χρεώσει την αποτυχία της πολιτικής του.
Όμως το κάθε φυσικό πρόσωπο – φορέας της εξουσίας, κάνει τη δουλειά του (;). Υπερασπίζεται τη θέση του. Η εξουσία είναι γλυκιά, δεν είναι πάντα θέση ευθύνης, όπως μας λένε. Το θέμα είναι τι κάνει ο δημοσιογράφος. Ας ξεκαθαρίσομε τι δεν πρέπει να κάνει. Μπίζνες και δημόσιες σχέσεις.
Υπάρχουν δημοσιογράφοι – κι αυτό ας μην αμφισβητηθεί- που κάνουν δουλειές με την εξουσία. Συναλλάσσονται! Ο δημοσιογράφος που παίρνει δουλειές, νόμιμα ή όχι, από τον παράγοντα, πώς θα τολμήσει να τον ελέγξει; Συμβαίνει ή δεν συμβαίνει αυτό; Ας είμαστε ειλικρινείς. Φυσικά και συμβαίνει. Ας μην κάνομε ότι δεν γνωρίζομε…
Υπάρχει και μια άλλη δημοσιογραφία, που απλώς κολακεύει την εξουσία. Χαϊδεύει τ’ αυτιά του παράγοντα, είτε για να πάρει την είδηση, είτε γιατί απλώς υπάρχει μια παθογένεια που σχετίζεται με την ευλύγιστη μέση. Είναι η δημοσιογραφία των δημοσίων σχέσεων.
Υπάρχει κι άλλη μια κατηγορία, ελπίζω όχι πολυπληθής. Εκείνη που παίζοντας με άλλους όρους, ξένους – υποτίθεται- με τον όρκο που θα έπρεπε να δίνει ο δημοσιογράφος, ως υπηρέτης της αλήθειας και του δημοσίου συμφέροντος, δίνει χτυπήματα κάτω από τη μέση για να εξυπηρετήσει οικονομικά ή άλλα συμφέροντα φίλων και συγγενών. Εκβιασμός, λέγεται αυτό στην καθομιλουμένη… Αυτή η κατηγορία, με την ευκολία που θα στήσει στον τοίχο κάποιον, προκειμένου να επιτύχει αυτό που επιδιώκει, με τον ίδιο τρόπο θα τον «απαλλάξει» και θα τον κάνει προστατευόμενό της, όταν κάνει τη δουλειά της…
Έχει ανάγκη η κοινωνία κάποια απ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες; Έχει ανάγκη αυτόν που συναλλάσσεται και κάνει μπίζνες με τον παράγοντα; Έχει ανάγκη αυτόν που, επειδή έχει ευλύγιστη μέση, απλώς συμμετέχει στο παιγνίδι των δημοσίων σχέσεων για την καλή εικόνα του πολιτικού; Έχει ανάγκη εκείνον που μπήκε σ’ αυτή τη δουλειά για να κερδίσει, εκβιάζοντας;
Οι άνθρωποι που μου έμαθαν να στραταρίζω στο δύσκολο δημοσιογραφικό δρόμο, από τον πρώτο καιρό της παλιάς «Τόλμης», ο Νίκος Βιδάκης, ο μακαρίτης Νίκος Κακαουνάκης, ο Μανόλης Παντινάκης, και στη συνέχεια, στην «Πατρίδα» ο μακαρίτης Αλέξανδρος Μυκωνιάτης, μου είπαν μια άλλη αλήθεια. Να είναι τα χέρια μου καθαρά, ο νους μου αδέσμευτος, για να μπορώ πάντα να υπηρετώ την αλήθεια και να υπερασπίζομαι το δίκιο. Χωρίς να αδικώ, χωρίς να εμπλέκομαι στα συμφέροντα και να συναλλάσσομαι, χωρίς να βάζω την πλάτη μου για να μεταφέρω άλλους. Και, ξέρετε, αυτά τα μαθήματα στα πρώτα χρόνια είναι όπως η διαπαιδαγώγηση που πήρα από το σπίτι μου. Δεν μπορώ ποτέ να τα ξεχάσω. Αν αλλάξεις, θα είναι το αφύσικο.
patris.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα πηγαίνουν στα αζήτητα.