Παράλληλα είναι μέθοδος εξοικονόμησης ενέργειας και φυσικών πόρων, ενώ βοηθά στην βελτίωση των εδαφικών παραμέτρων σε περιοχές επιβαρυμένες από αρδεύσεις με κακής ποιότητας νερά.
Το κείμενο είναι λίγο μεγάλο επειδή συμπεριέλαβα και Τεχνικο-Ιστορικά στοιχεία. Πιστεύω ότι είναι χρήσιμο έστω και να ακούμε για τεχνικές που δεν υπάρχουν πιά, λόγω του ότι εκτός από τους τεχνίτες, χάθηκαν και οι σκεπτόμενοι. Δείτε το σαν ρομαντική νότα στην πεζή τεχνοκρατική μας εποχή.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.
Ιστορικά
Τα έργα ομβριοσυλλογής και αποθήκευσης συναντώνται από την αρχαιότητα ακόμη, ως εξειδικευμένες κατασκευές κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Στις ακροπόλεις (κάστρα) για παράδειγμα, με σύστημα καναλιών οδηγούσαν τα νερά της βροχής σε υπόγειες δεξαμενές, ώστε οι έγκλειστοι σε περίοδο πολιορκίας, να έχουν νερό.
(Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ακρόπολη των Μυκηνών).
Στα νεώτερα χρόνια, η μέθοδος αναπτύσσεται σε ισχυρά άνυδρες περιοχές τόσο σε ατομικό (οικογενειακό) επίπεδο, όσο και σε ομαδικό (επίπεδο οικισμών), στην προσπάθεια να επιτυγχάνεται επάρκεια λειτουργικού νερού.
Επί πλέον αυτού όμως, σε μικρά άνυδρα νησιά (π.χ. Κυκλάδες, Δωδεκάνησα), χρησιμοποιείται με ανάμιξη ακόμη και για πόσιμο, ενώ σε πολύ δύσκολες ημέρες λειψυδρίας πινόταν και ενδεχομένως σε ακραίες καταστάσεις να πίνεται και τώρα αυτούσιο.
Εδώ θα κάνουμε μια παρένθεση για κάποιες περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πόσιμο νερό. Το βρόχινο είναι μαλακό νερό (πολύ μικρή σκληρότητα), οι συγκεντρώσεις αλάτων δηλαδή είναι πολύ περιορισμένες. Αυτό το κάνει άριστο στην μαγειρική, το φαγητό και ειδικά τα όσπρια βράζουν πολύ ευκολότερα και γρηγορότερα, το σαπούνι διαλύεται επίσης ευκολότερα διευκολύνοντας το πλύσιμο των ρούχων, στα μαλλιά δίνει στιλπνότητα και μετάξινη υφή, ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΠΟΣΙΜΟ.
Εξηγούμαι: Λόγω της έλλειψης αλάτων, η πόση βρόχινου νερού καταστρέφει στον ανθρώπινο οργανισμό την ισορροπία των ηλεκτρολυτών Καλίου-Νατρίου, με αποτέλεσμα ισχυρό σοκ που αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα μπορεί να επιφέρει ακόμη και θάνατο.
Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις καταστάσεις όσοι αποθήκευαν βρόχινο νερό για πόσιμο, έριχναν στις δεξαμενές ασβέστη. Σήμερα όπου έχουν διατηρηθεί τέτοιες δεξαμενές, διακρίνονται στον πυθμένα υπολείμματα ασβέστη. Η αντίληψη όμως ότι ο ασβέστης ταυτόχρονα απολύμανε το αποθηκευμένο νερό, είναι λανθασμένη.
Η απλή τεχνική
Ας επικεντρωθούμε στην παρατήρηση μιας ομβριοσυλλογής. Όλοι έχουμε δεί έστω και σε φωτογραφία Κυκλαδίτικο σπίτι με τον υπερυψωμένο γείσο περιμετρικά της ταράτσας. Αυτή αποτελεί την συλλεκτική επιφάνεια και το νερό της βροχής οδηγείται με σωλήνες σε υπόγεια δεξαμενή. Είναι προφανές ότι η ποσότητα του νερού που μπορεί να συγκεντρωθεί είναι συνάρτηση τόσο του ετήσιου ύψους βροχής, όσο και του εμβαδού της συλλεκτικής επιφάνειας.
Χρησιμοποίησα το τυπικό Κυκλαδίτικο σπίτι επειδή και η εικόνα του είναι γνωστή και η μέθοδος εφαρμοζόταν και εφαρμόζεται, αφού είναι ιδιαίτερα άνυδρα τόσο λόγω μειωμένου συνολικού ετήσιου ύψους βροχής, όσο και λόγω πετρογραφικών σχηματισμών.
Οι τελευταίοι δεν επιτρέπουν την κατείσδυση του ατμοσφαιρικού νερού και επομένως την δημιουργία υπόγειων υδροφόρων, από τους οποίους με την διάνοιξη πηγαδιών ή γεωτρήσεων να δίνεται η δυνατότητα άντλησης. (Πλήν εξαιρέσεων σε περιορισμένα τοπικά πλαίσια).
Η οποιαδήποτε στέγη, (κατοικίας, αποθήκης η απλή στέγη χώρου ή και πρόβολος σκίασης), είναι μια επιφάνεια που προσφέρεται για ομβριοσυλλογή, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα νερά δεν απορρέουν ελεύθερα αλλά μέσω διαμορφωμένων περιμετρικά καναλιών και κατάλληλων στη συνέχεια σωληνώσεων, οδηγούνται σε υπόγειες συνήθως δεξαμενές (στέρνες) που έχουν κατασκευασθεί γι’ αυτόν το σκοπό.
Η αποθήκευση
Οι υπόγειες δεξαμενές ήταν λιθόκτιστες με συνδετικό υλικό κονίαμα, ενισχυμένο συνήθως με ηφαιστειακή τέφρα από την Σαντορίνη. Η τέφρα έπαιζε τον ρόλο του φυσικού τσιμέντου, έδινε υψηλής αντοχής και χωρίς πόρους κονιάματα (άρα δεν υπήρχαν διαφυγές), έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί αντί τσιμέντου στη δόμηση των μοναστηριών του Αγίου Όρους και κυκλοφορεί στο εμπόριο με την ονομασία Θηραϊκή γή (από το Θήρα=Σαντορίνη), ή Πουζολάνα (Ιταλικής προέλευσης αφού και στην Ιταλία αφθονεί η ηφαιστειακή τέφρα και η γνώση των ιδιοτήτων της).
Συχνά, γινόταν επί πλέον επικάλυψη εσωτερικά των επιφανειών με την αντίστοιχη της εποχής τσιμεντοκονία (άμμος θαλάσσης και πουζολάνα) με την προσθήκη συχνά ψημένης αργίλου ή κονιοποιημένου (τριμμένου) κεραμιδιού που έδινε ακόμη ισχυρότερο και πλέον στεγανωτικό μίγμα. Αυτό λεγόταν και λέγεται κουρασάνι και έχει χρησιμοποιηθεί (και με το σημερινό τσιμέντο) στο παρελθόν, σε όλες τις οινοπαραγωγικές περιοχές. Κάλυπταν με αυτό την εσωτερική επιφάνεια στα χτιστά πατητήρια, τους ληνούς στα Πελοποννησιακά. Το σωστό κουρασάνι, από μάστορα γνώστη και μερακλή, έδινε υαλώδη υφή και εικόνα.
Η στεγανοποίηση εσωτερικά ήταν αναγκαία επειδή οι διαφυγές εκτός της μείωσης του αποθέματος, δημιουργούσαν και προβλήματα υγρασίας και ευστάθειας στην κατοικία, αφού οι δεξαμενές ήταν ενταγμένες στην όλη οικοδομή, συνήθως καταλαμβάνοντας ένα μέρος του υπογείου.
Σήμερα υπόγειες κατασκευές αποθήκευσης μπορούν ευκολότερα να γίνουν είτε εξ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα (μονομπλόκ) και εσωτερική επάλειψη με τσιμεντοκονία και βαφή με εποξειδική ρητίνη για λόγους στεγάνωσης ή κατ’ ευθείαν βαφή πάνω στο μπετόν, είτε με εκσκαφή και εγκιβωτισμό πλαστικών δεξαμενών οι οποίες όμως συνδέονται μεταξύ τους ώστε να δημιουργείται ενιαίος αποθηκευτικός χώρος.
Η υπόγεια κατασκευή επιβάλλεται και για να ελαχιστοποιηθεί η εξάτμιση, η οποία σε υπέργειες κατασκευές χωρίς προστασία, μπορεί να φθάσει κατά περιόδους και στο 50% της αποθηκευμένης ποσότητας.
Επομένως αν έχουμε υπέργεια τσιμέντινη κατασκευή πρέπει να σκεπάζεται με θερμομονωτικό στέγαστρο, ενώ αν έχουμε πλαστικές ή μεταλλικές κατασκευές, θα πρέπει να είναι επιχωμένες.
Ένα άλλο πρόβλημα στο αποθηκευμένο νερό, είναι η ανάπτυξη βακτηριδίων. Στις υπέργειες κατασκευές μάλιστα επειδή ο ρυθμός ανάπτυξης ευνοείται τα μέγιστα από το ηλιακό φώς, αυτές θα πρέπει να επιχώνονται (μόνιμο σκοτάδι).
Βεβαίως η μακροχρόνια αποθήκευση ευνοεί την ανάπτυξη μικροοργανισμών μέχρι σημείου εξ ολοκλήρου σήψης. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με χλωρίωση του νερού για την οποία χρησιμοποιούμε χλωρίνη οικιακής χρήσης υπολογίζοντας 1 κουταλιά της σούπας για κάθε κυβικό μέτρο νερού. Η χλωρίωση επαναλαμβάνεται ανά δεκαήμερο, αλλά μεταξύ χλωρίωσης και ποτίσματος θα αφήνουμε να μεσολαβούν δύο τουλάχιστον ημέρες.
Το αποτέλεσμα
Ας πάρουμε ένα αναλυτικό παράδειγμα για να δούμε τι μπορούμε να καταφέρουμε σε μια περιοχή κατασκευάζοντας σύστημα ομβριοσυλλογής και αποθήκευσης :
Έστω ότι διαθέτουμε μια ταράτσα εμβαδού 50 τ.μ. και ότι ζούμε σε περιοχή, όπου το ετήσιο ύψος βροχής δεν ξεπερνά τα 350 χιλιοστά, ενώ από το δίκτυο ύδρευσης απαγορεύεται η άρδευση κήπου ή είναι τόσο ακριβό το νερό ώστε είναι εντελώς ασύμφορο το πότισμα καλλωπιστικών ή κηπευτικών ακόμη και για οικιακή κατανάλωση. Δεχόμενοι ότι από τα 350 χιλιοστά βροχής, λόγω εξάτμισης και μικροδιαφυγών, η ταράτσα μας μαζεύει τα 300 χιλιοστά, τότε ο συνολικός όγκος νερού που σε ένα χρόνο μπορεί να συγκεντρωθεί (από την ταράτσα μας μόνο) και να αποθηκευτεί είναι: 50 τ.μ.χ 0,3 μ.= 15 κυβικά μέτρα ή αλλιώς 15.000 λίτρα.
Η καλλιεργητική άρα και αρδευτική περίοδος διαρκεί 6 μήνες, από 15 Απριλίου μέχρι 15 Οκτωβρίου, δηλαδή 180 ημέρες, μέγεθος που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Εδώ συνυπολογίζουμε:
--Τις σποραδικές βροχές της περιόδου 15 Απριλίου-15 Μαϊου, το μικρό ακόμη μέγεθος όσων φυτεύσαμε και τις όχι υψηλές θερμοκρασίες.
--Τις επίσης σποραδικές βροχές της περιόδου 15 Σεπτεμβρίου-15 Οκτωβρίου οπότε τα φυτά έχουν μικρότερες ή και καθόλου αρδευτικές απαιτήσεις αφ’ ενός διότι είναι προς το τέλος της παραγωγής τους και αφ’ ετέρου λόγω του πλήρως ανεπτυγμένου ριζικού συστήματος.
Στις δύο αυτές περιόδους (χωρίς ουσιαστικό λάθος) οι αρδευτικές ανάγκες αναλογικά καλύπτονται από την κατ’ ευθείαν άρδευση με την βροχή.
Συμπεραίνεται λοιπόν ότι σε γενικές γραμμές από τις 180 ημέρες, οι κύριες ανάγκες άρδευσης είναι το τετράμηνο 15 Μαϊου-15 Σεπτεμβρίου δηλαδή 120 ημέρες, επειδή και τα φυτά έχουν αναπτυχθεί και η θερμοκρασία είναι ήδη αρκετά ψηλή.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι για τις 120 ημέρες, ποτίζουμε κάθε τρίτη ημέρα με 1,5 λίτρο νερό κάθε φυτό (που αντιστοιχεί σε 0,5 λίτρο την ημέρα ανά φυτό), ποσότητα που κατά μέσο όρο είναι επαρκής για τα καλοκαιρινά κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια κ.λ.π.).
Άρα οι ανάγκες ανά φυτό το κρίσιμο τετράμηνο είναι :
120 ημ. χ 0,5 λίτρα= 60 λίτρα τα οποία για λόγους ασφάλειας από διάφορους παράγοντες θα αναβιβάσουμε στα 75λίτρα. (Η προσαύξηση είναι 25% , δηλαδή συντελεστής ασφάλειας υπέρ επαρκής).
Η αποθήκη μας περιέχει 15.000 λίτρα, επομένως μπορούμε με τις προηγούμενες παραδοχές να ποτίσουμε : 15.000 : 75=200 φυτά.
Ο αριθμός αυτός, με πυκνότητα 3 φυτά ανά τ.μ., (πολύ καλή πυκνότητα), αντιστοιχεί σε κήπο 65 περίπου τ.μ., ή πιο «χειροπιαστά» σε επιφάνεια 6,5μ χ 10 μ. η οποία καλλιεργούμενη αυστηρά και μόνο με κηπευτικά υπερκαλύπτει τις ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας .
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι μπορεί να μας εξασφαλίσει η συνετή διαχείριση νερού σε δύσκολες περιοχές, ενώ παράλληλα με περισσότερη φροντίδα ( βλ. λεπτομέρειες ανάρτησης «φτιάχνω λαχανόκηπο χωρίς νερό» για την εδαφοκάλυψη κ.λ.π.) μπορεί να φυτευθεί πολλαπλάσια έκταση ή να ελαχιστοποιήσουμε τις ανάγκες, μειώνοντας έτσι και τους αποθηκευτικούς χώρους.
Ομβριοσυλλογή και ύψος βροχής
Ανέφερα σαν επιφάνεια ομβριοσυλλογής κάθε ταράτσα ή στέγη. Να προσθέσω ότι όταν έχουμε κεκλιμένες κεραμοσκεπές και όχι οριζόντιες ταράτσες, πολλαπλασιάζουμε την ποσότητα που βρήκαμε με τον αρχικό υπολογισμό επί 1,20.
Χρησιμοποίησα στο παράδειγμα σαν ετήσιο ύψος βροχής τα 350 χιλιοστά, μέγεθος συντηρητικό μεν αλλά και δόκιμο για περιοχές όπως οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη.
Με ίδια συντηρητική παραδοχή, χρησιμοποιούμε για τα Ιόνια και την Δυτική Ελλάδα τα 600 χιλιοστά, για την Μακεδονία, την Κεντρική Ελλάδα και την Θράκη τα 500, για την Αττική, την Ανατολική Στερεά και την Ανατολική Πελοπόννησο τα 400.
Επαναλαμβάνω ότι τα μεγέθη αυτά είναι συντηρητικά ώστε να εξετάζονται οι δυσμενέστερες συνθήκες και δεν συμφωνούν απόλυτα με τα μεγέθη της Ε.Μ.Υ. επειδή στα δικά της στοιχεία στο ετήσιο ύψος βροχής, συμπεριλαμβάνεται το χιόνι, το χαλάζι και η νυχτερινή δροσιά.
Για τις ορεινές περιοχές τα ανωτέρω μεγέθη τα προσαυξάνουμε κατά 20%.
Μπορούμε επίσης να συλλέγουμε βρόχινο νερό, δημιουργώντας κάποια χαντάκια στο κτήμα μας, τα οποία θα συγκεντρώνουν το νερό της βροχής και θα το οδηγούν μέσω ενός κεντρικού σε υπόγεια δεξαμενή. Απαραίτητα στο κεντρικό χαντάκι θα τοποθετήσουμε μικροφραγμούς στην διαδρομή ώστε να ανακόπτεται η ταχύτητα κίνησης και να αποτίθενται τα φερτά, αλλιώς και το νερό θα είναι βρώμικο πολύ και η δεξαμενή μας θα «μπαζώνεται». Σε μια τέτοια κατασκευή επίσης πρέπει να υπάρχει υπερχείλιση για τις περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει τακτική φροντίδα καθαρισμού των χαντακιών.
Συμπληρωματικά
--Σε κάθε περίπτωση υπόγειων ή επίγειων δεξαμενών αποθήκευσης, μπορούμε να εγκαταστήσουμε σύστημα αυτόματης άρδευσης μέσω μιάς αντλίας επιφανείας και ενός πιεστικού δοχείου. Διευκολύνεται έτσι η άρδευση και είναι ελεγχόμενη και σταθερή η ποσότητα του νερού που δέχεται κάθε φυτό.
--Εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να φυτέψουμε γκαζόν, διότι οι ετήσιες ανάγκες σε νερό ανέρχονται σε 70 κυβικά ανά 100 τετρ. μέτρα ή 35 κυβικά αν βάλουμε αγριάδα. --Και κάτι ακόμη σχετικά με τα μαλακά ή σκληρά νερά. Υπήρχε παλιά η λανθασμένη άποψη ότι το σκληρό νερό δημιουργεί πέτρες στα νεφρά. Δεν είναι σωστό επειδή τα άλατα (ασβεστίου βασικά), με την μορφή που έχουν διαλυμένα στο νερό, δεν μπορούν να απορροφηθούν από τον οργανισμό και αποβάλλονται. Κατά συνέπεια, το σκληρό νερό είναι πιο υγιεινό από το μαλακό.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα πηγαίνουν στα αζήτητα.