«Μνήμες αξεθώριαστες» ματωμένων ψυχών
>Μάνες και σύζυγοι αγνοουμένων, γυναίκες πρόσφυγες που καρτερούν, σε ένα βιβλίο ποίηση
Ετσι είναι. Οι γυναίκες αυτές, οι συμπολίτισσές μας, πονούν αβάσταχτα. Τα μάτια τους αντικατοπτρισμός της ψυχής τους, της τόσο, μα τόσο λαβωμένης ψυχής τους, μιλούν. Άνθρωποί τους -σύζυγοι, γιοι, πατέρες, συγγενείς- ακόμη αγνοούνται, ενώ άλλων, μετά από χρόνια ελπίδας και προσμονής, τα οστά τους βρέθηκαν θαμμένα στη γη. Άλλες γυναίκες, ξεριζωμένες από την ίδια γη, έχουν κάνει την καρτερικότητα λάβαρο, ζώντας για την επιστροφή. Μα είναι κι άλλοι που αγωνίζονται για την επιστροφή, οι οποίοι κάτι λένε. Την αλήθεια λένε, παλεύοντας εκείνη να εισακουστεί, μέσα από το βιβλίο του Πέτρου Πετρίδη «Μνήμες Αξεθώριαστες», το οποίο πραγματώνεται με τραγικές πτυχές της τουρκικής εισβολής.Μνήμες, ακούστε μία: «Οι ευτυχισμένες μέρες! Οι πατεράδες μας στα περβόλια και στις δουλειές τους, οι μανάδες μας στο ζύμωμα κι εμείς τα παιδιά να παίζουμε κρυφτό με τις λεμονιές… Οι ευτυχισμένες μέρες…». Μνήμες, ακούστε κι άλλες για τα πρόσωπα αυτά των ευτυχισμένων στιγμών. Από τον Νεόφυτο Δαμασκηνό από την Όρκα, που το 1974 ήταν 76 ετών, αλλά έλεγε: «Είμαι γέρος αλλά γερός». Η κόρη του Γιαννούλα παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Αχιλλέως από τον Άγιο Θεόδωρο της Λαπήθου, έναν παθιασμένο καλλιεργητή λεμονιών. Τόσο κεφάτος ήταν ο άλλος γαμπρός της κόρης Χαρίτας, Ανδρέας Μάντολες από την Αχερίτου, που σιγοτραγουδούσε Καζαντζίδη. Πανευτυχής η κόρη Μαρία με τον Φοίβο Κυπριανού από τα Φτέρυχα Κερύνειας, αφού μόλις απέκτησαν την Ευγενία. Οι τρεις άνδρες ήταν μεταξύ 36 και 23 ετών.
Ο Γιώργος Δημητρίου από την Άσσια ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου. Δεκατεσσάρων ήταν ο Γιαννάκης Κοζάκου. Ο Μιχάλης Αβαρατζής από το Αργάκι Μόρφου 25. Στα 17 του ο Ανδρέας Κασάπης, Κύπριος της Αμερικής, με το σταυρό στο λαιμό. Με υποτροφία θα σπούδαζε ο Δημήτρης Σταύρου από τη Σια. Παύλος και Σολωμής Σολωμή, πατέρας και γιος, από την Κώμη Κεπήρ. Λεβέντης ο 21χρονος Δώρος Σταύρου Φώττηρου από την Αθηένου. Νιόπαντρος 10 μηνών ο Σωτήρης Γιατρού του Έξω Μετοχίου, με την Ανδρούλα ετοιμόγεννη. Να παντρευτεί ο Γιώργος Πίτζης από την Αθηένου ετοιμαζόταν με μια καλή κοπέλα της Κυθρέας. Καστανόξανθα σγουρά μαλλιά, μάτια μελισσιά και χαμόγελο άσβεστο από τον 19χρονο Καραβιώτη Κυριάκο Γεττίμη. Από τον 25χρονο Χριστόφορο Σκορδή από το Δάλι μυαλό κοφτερό.
Μνήμες, για τους άνδρες αυτούς -άλλους μεγαλύτερους, άλλους νεότερουςαπό οικεία πρόσωπα: μάνες, συζύγους, παιδιά, αδελφές. Μνήμες, ξεχωριστές μνήμες -ο καθένας τις δικές του- οι οποίες όταν έγινε η εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974, μετατράπηκαν σε κοινούς, μαύρους εφιάλτες. Ο Νεόφυτος Δαμασκηνός και οι τρεις γαμπροί του, Θεόδωρος, Ανδρέας και Φοίβος, οδηγήθηκαν από Τούρκους στρατιώτες μαζί με συζύγους, παιδιά, συγγενείς και συγχωριανούς σε ελαιώνα στο χωριουδάκι Ελιά. Τις γυναίκες τις κλοτσούσαν, κτυπώντας τις με τις κάννες των όπλων τους, την ώρα που πυρ άνοιγαν κατά των 12 ανδρών. Γυναίκες πολλαπλά τραυματισμένες εκείνο το απόγευμα Κυριακής της 21ης Ιουλίου 1974, οι κόρες-σύζυγοι Γιαννούλα Αχιλλέως, Χαρίτα Μάντολες και Μαρία Κυπριανού, που τα ’ζησαν με τα μάτια τους. «Μάμα, πληγώθηκα», φώναζε ο Γιώργος Δημητρίου στη μητέρα του, Πόλα, όταν σφαίρα τον βρήκε στο πόδι ψηλά. Ζητούσε νερό, μα ο Τούρκος τον πυροβόλησε, βλέποντας το παιδί της εκείνη να γέρνει το κεφάλι μπροστά. Ο Γιαννάκης Κοζάκου ήταν με τους 12 της Ελιάς, μα δεν το ’ξερε η μάνα Μαρούλα, που πίστευε ότι επειδή ήταν μικρός, δεν θα του έκαναν κακό.
Ο Μιχάλης Αβαρατζής, έφεδρος του 256 Τ.Π., πολέμησε στη Λεύκα και το Αγριδάκι, μα συνελήφθη στις 6 Αυγούστου στον Καραβά. Όταν συλλάμβαναν τον Ανδρέα Κασάπη, έδωσε τον σταυρό του στην αδελφή του λέγοντας ενώπιον και γονιών: «Φυλάξετέ μου τον και θα γυρίσω». Γονατιστή παρακαλούσε η Ευτυχία Σταύρου τον γιο της, Δημήτρη, να μην πάει. «Καλεί με η πατρίδα, δεν θα την προδώσω», της είπε ζητώντας την ευχή της κι έφυγε ξανά για τον πόλεμο.
Πηγή: Το βιβλίο «Μνήμες Αξεθώριαστες» του Πέτρου Πετρίδη, εκδόσεις Εν Τύποις, 2011.
Κοιτάς τα μάτια τους; Μη δεις το μέσα τους
Πόνο, σου τ’ ορκίζομαι τίποτα άλλο δεν θα δεις εκεί μέσα παρά μόνο ένα βαθύ αξερίζωτοπόνο, χαραγμένο αιώνια στα μάτια τους. Όχι, δεν πρόκειται να φύγει ο πόνος αυτός -θα τον πάρουν μαζί τους κι όταν θα «φύγουν»- σου λέω με τίποτα δεν φεύγει ο πόνος αυτός. Είναι μαράζι, είναι το κλάμα τόσων χρόνων, είναι η απώλεια, είναι το γιατί. Είναι ο θρήνος της ψυχής τους. Αν τα μάτια τους σπαράζουν, σκέψου τι γίνεται με την ψυχή. Φτωχά θα ’ναι τα λόγια σου ό,τι και να τους πεις, διότι αν εσύ κατάφερες να ξεχάσεις, εκείνων οι μνήμες είναι αξεθώριαστες.
ΣΤΙΣ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ1974 Τούρκοι εισέβαλαν στο σπίτι του Παύλου και της Παναγιώτα Σολωμή στην Κώμη Κεπήρ, συλλαμβάνοντάς τους, μαζί και τον γιο Σολωμή. Τους οδήγησαν, με άλλους, σ’ ένα κοντινό τουρκικό χωριό. Τα γυναικόπαιδα τα ’διωξαν -και την Παναγιώτα- μα τους 14 άνδρες τούς κράτησαν. Και τον Παύλο και τον Σολωμή. Ο Δώρος Φώττηρου στο ξέσπασμα της εισβολής πήγε έφεδρος. Το ίδιο και ο Σωτήρης Γιατρού -αμέσως επιστρατεύτηκε- μα πήγε κι ήρθε τρεις φορές από την αυλή στο σπίτι μέχρι να φύγει. Φιλούσε μια τη γυναίκα του, Ανδρούλα, μια την κοιλιά της, αφού σύντομα θα έφερνε τον γιο. «Σωτήρη μου, μεν πάεις, εν να σε σκοτώσουν», μάταια τον παρακαλούσε η Ανδρούλα, μα αν εκείνος έμενε, της είπε, θα τον σκότωναν «οι δικοί μας».
Ο Γιώργος Πίτζης πολεμούσε στο Παλαίκυθρο και στην εκεχειρία πήγε και τον βρήκε ο πεθερός: «Έλα να φύουμε γιε μου, τζιαι εν ούλα προδομένα». Μα αν έφευγε εκείνος, αν έφευγε και ο άλλος, ποιος θα έμενε να πολεμήσει για τον τόπο; -πρόταξε ο Γιώργος, ο οποίος έμεινε να πολεμά. Ο Κυριάκος Γεττίμης στον Άγιο Γεώργιο πολεμούσε, στο «Πικρό Νερό», φτάνοντας στα χέρια των δικών του μια μέρα ένας κατάλογος με ονόματα αιχμαλώτων. Θα τους απελευθέρωναν, τους είπαν. Άρα θα απελευθερωνόταν και ο Κυριάκος, που ’ταν στον κατάλογο! Στις 14 Αυγούστου 1974 συνέλαβαν τον Χριστόφορο Σκορδή μαζί με άλλους τέσσερις. Την ώρα που Τούρκοι στρατιώτες τούς είχαν στα γόνατα κάτω, έχοντας οι πέντε τα χέρια στο κεφάλι ψηλά, κάμερα απαθανάτιζε τη σκηνή. Τι νομίζετε ότι έγινε με τους άνδρες αυτούς: τους φαντάρους, τους εφέδρους, τους συλληφθέντες; Και τι πιστεύετε συνέβη με τους δικούς τους: τις μάνες, τις συζύγους, τα παιδιά; Τον Νεόφυτο Δαμασκηνό και τους γαμπρούς του, Θεόδωρο Αχιλλέως, Ανδρέα Μάντολες και Φοίβο Κυπριανού, δεν τους ξαναείδαν από τότε η Γιαννούλα, η Χαρίτα κι η Μαρία. Ούτε η Πόλα Δημητρίου ξαναείδε τον γιο της, Γιώργο. Μήτε η Μαρούλα Κοζάκου τον δικό της, Γιαννάκη, η Ουρανία Γιαβατζή τον Μιχάλη της, η Ευτυχία Σταύρου τον Δημήτρη. Το ίδιο και η Παναγιώτα Σολωμή, δεν ξανά είδε τον σύζυγο Παύλο και τον γιο Σολωμή. Η Φρόσω Φώττηρου είδε τον γιο της, Δώρο, αλλά νεκρό, αφού έπεσε μαχόμενος στην περιοχή Αγίου Παύλου Λευκωσίας.
Η Ανδρούλα Γιατρού, δέκα μέρες μετά που έφυγε για τον πόλεμο ο Σωτήρης, γέννησε τον Γιώργο. Μα δεν τον ξαναείδε. Ο γιος τους ποτέ δεν είδε τον πατέρα του. Δεν ξαναείδε τον αδελφό της, Γιώργο Πίτζη, η Ευδοκία. Δεν έφτασε το λεωφορείο που θα απελευθέρωνε τον Κυριάκο Γεττίμη, μα έμεινε η αδελφή Ανδρούλα κι οι γονείς Χρίστος και Τασούλα να περιμένουν όλα τα λεωφορεία της ελπίδας. Ούτε η Ελένη Σκορδή-Καλλένου είδε ξανά τον αδελφό της, Χριστόφορο. Είδε όμως τη φωτογραφία της «χυδαίας» κάμερας, που κυκλοφόρησε παντού. Και την κρατά.
Ο Γιώργος Πίτζης πολεμούσε στο Παλαίκυθρο και στην εκεχειρία πήγε και τον βρήκε ο πεθερός: «Έλα να φύουμε γιε μου, τζιαι εν ούλα προδομένα». Μα αν έφευγε εκείνος, αν έφευγε και ο άλλος, ποιος θα έμενε να πολεμήσει για τον τόπο; -πρόταξε ο Γιώργος, ο οποίος έμεινε να πολεμά. Ο Κυριάκος Γεττίμης στον Άγιο Γεώργιο πολεμούσε, στο «Πικρό Νερό», φτάνοντας στα χέρια των δικών του μια μέρα ένας κατάλογος με ονόματα αιχμαλώτων. Θα τους απελευθέρωναν, τους είπαν. Άρα θα απελευθερωνόταν και ο Κυριάκος, που ’ταν στον κατάλογο! Στις 14 Αυγούστου 1974 συνέλαβαν τον Χριστόφορο Σκορδή μαζί με άλλους τέσσερις. Την ώρα που Τούρκοι στρατιώτες τούς είχαν στα γόνατα κάτω, έχοντας οι πέντε τα χέρια στο κεφάλι ψηλά, κάμερα απαθανάτιζε τη σκηνή. Τι νομίζετε ότι έγινε με τους άνδρες αυτούς: τους φαντάρους, τους εφέδρους, τους συλληφθέντες; Και τι πιστεύετε συνέβη με τους δικούς τους: τις μάνες, τις συζύγους, τα παιδιά; Τον Νεόφυτο Δαμασκηνό και τους γαμπρούς του, Θεόδωρο Αχιλλέως, Ανδρέα Μάντολες και Φοίβο Κυπριανού, δεν τους ξαναείδαν από τότε η Γιαννούλα, η Χαρίτα κι η Μαρία. Ούτε η Πόλα Δημητρίου ξαναείδε τον γιο της, Γιώργο. Μήτε η Μαρούλα Κοζάκου τον δικό της, Γιαννάκη, η Ουρανία Γιαβατζή τον Μιχάλη της, η Ευτυχία Σταύρου τον Δημήτρη. Το ίδιο και η Παναγιώτα Σολωμή, δεν ξανά είδε τον σύζυγο Παύλο και τον γιο Σολωμή. Η Φρόσω Φώττηρου είδε τον γιο της, Δώρο, αλλά νεκρό, αφού έπεσε μαχόμενος στην περιοχή Αγίου Παύλου Λευκωσίας.
Η Ανδρούλα Γιατρού, δέκα μέρες μετά που έφυγε για τον πόλεμο ο Σωτήρης, γέννησε τον Γιώργο. Μα δεν τον ξαναείδε. Ο γιος τους ποτέ δεν είδε τον πατέρα του. Δεν ξαναείδε τον αδελφό της, Γιώργο Πίτζη, η Ευδοκία. Δεν έφτασε το λεωφορείο που θα απελευθέρωνε τον Κυριάκο Γεττίμη, μα έμεινε η αδελφή Ανδρούλα κι οι γονείς Χρίστος και Τασούλα να περιμένουν όλα τα λεωφορεία της ελπίδας. Ούτε η Ελένη Σκορδή-Καλλένου είδε ξανά τον αδελφό της, Χριστόφορο. Είδε όμως τη φωτογραφία της «χυδαίας» κάμερας, που κυκλοφόρησε παντού. Και την κρατά.
Μαύρα χρόνια καρτερικότητας, αγκαλιά με μια φωτογραφία
Μνήμες να κρατούν, διότι ξέρετε πέρασαν τα χρόνια. Ογκόλιθοι έγιναν, που κουβαλιούνται σαν κοράκια αδηφάγα στις ψυχές. Διότι καρτερούν -οι μάνες, οι σύζυγοι, τα παιδιά, καρτερούν ή καρτερούσαν- δεμένοι με τους αγνοούμενούς τους -πέρα από την ελπίδα- μέσω μιας φωτογραφίας. Άντε δύο. Μαυρόασπρες φωτογραφίες, με εκείνους στον γάμο τους, φαντάρους, με τσιγάρο, να είναι πάντα οι ίδιοι -μόνο οι άλλοι να αλλάζουν, να γερνούν- γνωρίζοντας τα πάντα: «Πατέρα τέλειωσα το δημοτικό, αδελφέ παντρεύτηκα, έχουμε γεννητούρια - παππούς έγινες άντρα μου». Η κατάληξη των πλείστων τραγική. Των Νεόφυτου Δαμασκηνού, Θεόδωρου Αχιλλέως, Ανδρέα Μάντολες και Φοίβου Κυπριανού τα οστά τους βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο στην Ελιά. Ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DΝΑ και τάφηκαν στις 19 Ιουλίου 2008. Στον ίδιο τάφο ήταν κι ο Γιαννάκης Κοζάκου, που τάφηκε στις 26 Ιουλίου 2008. Τα οστά του Ανδρέα Κασάπη κηδεύθηκαν το 1998 στην Αμερική. Εκείνα του Σωτήρη Γιατρού εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο κοντά στο γήπεδο του Γ.Σ. Πράξανδρος Κερύνειας και κηδεύθηκαν στις 29 Μαΐου 2010. Ο Χριστόφορος Σκορδής, με τους τέσσερις της «φωτογραφίας», βρέθηκε σε πηγάδι μαζί με άλλους 14. Οι τέσσερις ήσαν οι: Αντώνης Κορέλλης από την Κυθρέα, Πανίκος Νικολάου από το Έξω Μετόχι, Ιωάννης Παπαγιάννης από το Νέο Χωριό Κυθρέας και Φίλιππος Χατζηκυριάκου από την Αμμόχωστο. Τον Μιχάλη Αβαρατζή η μητέρα του, Ουρανία, τον περιμένει. Το ίδιο και τον Δημήτρη Σταύρου η μάνα του. Η Παναγιώτα Σολωμή στιγμή δεν έπαψε να αναζητεί άνδρα και γιο. Καρτερά κι η Ευδοκία τον αδελφό της, Γιώργο -τον περιμένει και ο 100χρονος πια πατέρας. Προσμένει κι η Ανδρούλα τον αδελφό της, Κυριάκο. Η Φρόσω Φώτηρου ξέρει πού βρίσκεται ο Δώρος. Ξέρουν πια και εκείνες οι σκοτεινιασμένες φιγούρες που μετά από τόσα βασανισμένα χρόνια έμαθαν για τους δικούς τους. Σκοτωμένοι; Βρέθηκαν τα οστά τους; Πάει η ελπίδα. Τουλάχιστον κηδεία, μιας κάποιας ανάπαυσης. Στις μνήμες αυτές τις αξεθώριαστες -που τελείωσε, δεν σβήνουν- προστίθενται και των Ελένης Φωκά, Έλλης Σταύρου, Ερασμίας Ελισσαίου, Κλαίρης Αγγελίδου κι άλλων αγωνιστριών της επιστροφής. Στο βιβλίο αυτό το ξεχωριστό, από λόγια, φωτογραφίες, ποίηση -όλα του δημιουργού του, Πέτρου Πετρίδη- εικόνες επιστρέφουν. Κι αν εμείς οι υπόλοιποι κλάψαμε κάποτε στη θέα ή θύμησή τους, να ξέρετε οι γυναίκες αυτές κλαίνε κάθε στιγμή. Εδώ και 36 χρόνια. «Κι ύστερα, με ρώτησαν αν ξέρω να εξηγώ τα όνειρα. Μα, όλα ήταν εφιάλτες… και σώπασα».
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 27/02/2011
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα πηγαίνουν στα αζήτητα.