Τα χρόνια πέρασαν και οι Έλληνες (έτσι λέγανε τους κατοίκους αυτής της χώρας) ξεσηκώθηκαν κι αποφάσισαν να κερδίσουν την ελευθερία τους με τα όπλα.Σε αυτό τον αγώνα χάθηκαν πάρα πολλοί και η χώρα ελευθερώθηκε τελικά, αφού όμως είχαν κοκκινήσει τα ποτάμια απο το αίμα των αγωνιστών και των μαρτύρων.
Όταν λοιπόν οι έλληνες πήγαν να πάρουν την πρώτη ανάσα με ελεύθερο αέρα,ήλθαν οι γυρολόγοι και οι άλλοι σαλτιμπάγκοι απο τα βόρεια μέρη της μουντάδας και της μιζέριας και κάθισαν στην άδεια καρέκλα του βασιλιά έναν δικό τους , που δήθεν θα βοήθαγε τον τόπο να συνέλθει και τον λαό να γιατρέψει τις πληγές του.Δεν ξέρω πώς και γιατί , οι Έλληνες δέχτηκαν στην αρχή τον ξένο βασιλιά ο οποίος έπαψε να ονομάζεται ξένος γιατί τους είπαν ότι έγινε κάτι σαν Έλληνας.
Πίστεψαν ότι αυτός που ήταν ξένος και ξεκούραστος- μιας και δεν είχε πιάσει σπαθί στα χέρια του κι ούτε είχε ματώσει ποτέ - θα βοηθούσε τη χώρα και θα στεκόταν με δικαιοσύνη και αγάπη στο πλάϊ του τυραννισμένου λαού.
Γρήγορα κατάλαβαν ότι έπεσαν έξω.Αυτός ο ξένος εκτός απο το σόϊ, τους κοκορόφτερους αξιωματικούς και τους πολύχρωμους λακέδες,είχε φέρει μαζί του και τον μολεμένο αέρα της μουντής περιοχής στην οποία ζούσε πριν.Τα χρόνια πέρασαν και αυτός ο σαπισμένος αέρας απο τα μέρη της μουντάδας και της μιζέριας (Ευρώπη τα λέγανε) αρρώστησε όσους τον ανάσαιναν και έτσι σιγά-σιγά χάθηκε το χαμόγελο απο τα χείλη αυτού του φτωχού και πιστού λαού.
Αυτή η περίεργη αρρώστια τους είπαν ότι λέγεται "πολιτισμός" και ότι δεν είναι αρρώστια αλλά κάτι το καλό που θα τους κάνει ανθρώπους.Μα καλά -έλεγαν μεταξύ τους οι Έλληνες- μέχρι τώρα δεν είμαστε άνθρωποι ,τι είμασταν ζώα που απλώς έπαιζαν κορώνα -γράμματα το κεφάλι τους για να μην προδώσουν την πίστη τους και όσα είχαν κρυμένα μέσα στην καρδιά τους;Ούτε ο Τούρκος δεν μας θεωρούσε ζώα,σκλαβους -ραγιάδες ναι ,όχι όμως ζώα.Τι να το κάνεις όμως , ο αέρας ήδη είχε μολευτεί απο τα δηλητήρια των ξένων και ήταν τότε που φυματικός και χλεμπονιάρης άρχισε ο λαός να αγωνίζεται ξανά πάλι για την λευτεριά του.
Πότε πάνω ,πότε κάτω πέρασε καιρός πολύς και όλοι μάθανε να ζούνε με αυτο τον ευρωπαϊκό βήχα και να είναι ευχαριστημένοι ακόμα και με τη βρώμα.Οι καιροί είχαν αλλάξει και δεν είχανε πια για βασιλιά ένα ξένο αλλά έναν δικό τους που τον λέγανε πρωθυπουργό.Αυτός μαζί με άλλους πολλούς μαυροντυμένους ψαλιδόκολους μαζευόντουσαν σε ένα μέρος που ήταν απομίμηση της αρχαίας αγοράς και το έλεγαν βουλή,εκεί αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον του λαού.
Τότε αυτοί οι φραγκοφορεμένοι ψαλιδόκολοι είπαν στο λαό πως πάνω απο αυτούς και πάνω απο όλες τις χώρες δεν υπάρχει ο Θεός αλλά ένας μεγάλος βασιλιάς στον οποίο πρέπει να δίνουμε συνέχεια ραπόρτο για τα πάντα και απο τον οποίο να παίρνουμε εντολές για το πως θα ζήσουμε και θα πορευτούμε.Αυτός ο μεγάλος βασιλιάς για να είναι μεγάλος και βασιλιάς του κόσμου έπρεπε να είναι μαυρόψυχος για δείχνει ισχυρός και να τον φοβούνται αλλά και χαμογελαστός για να τον λατρέψουνε σα θεό.Εν τω μεταξύ και στις χώρες της μουντάδας και του χτικιού είχαν διώξει τους βασιλιάδες και τη θέση τους είχαν πάρει και εκεί ψαλιδόκολοι μαυροντυμένοι.Όλος αυτός ο συρφετός των τουρλωμένων ανθρωπόμορφων μοσχαριών καμάρωνε και βαυκαλιζότανε ότι αρχήγευε λαούς που ενώθηκαν μεταξύ τους .Στην πραγματικότητα ήταν απεσταλμένοι αυτού του μαυρόψυχου μεγάλου βασιλιά και είχαν αποστολή ν΄ αρπάξουν το βιός και τις ψυχές των ανθρώπων που ζούσαν σ΄εκείνα τα μέρη .
Επειδή όμως το λουρί γύρω απο το λαιμό των λαών σφίχτηκε πολύ και φοβήθηκαν ότι ακόμα και οι χτικιασμένοι μπορεί να ξεσηκωθούν και να γίνουν επικίνδυνοι ,βρήκαν ένα τρόπο για να τους αποκοιμίσουν.
Ψαλιδόκολοι ,υπηρέτες και τελάληδες ξεχύθηκαν παντού και άρχισαν να διαβάζουν στον αγριεμένο κόσμο το παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας και του κακού λύκου.
Εκεί λοιπόν που όλοι ήταν όρθιοι κι αγριεμένοι απο την πείνα και την αδικία ,κάθισαν κάτω και άρχισαν να νανουρίζονται με τα ψέματα των μαυροντυμένων ώσπου αποκοιμήθηκαν .Τότε άρχισε να φυσά ένας άλλος αέρας χειρότερος απο τον προηγούμενο.Ένας αέρας που έρχόταν κατ΄ευθείαν απο το στόμα του του διαβόλου γεμάτος λέπρα και ταραχή.Άρχισαν τότε οι κοιμισμένοι να βλέπουν τρελά όνειρα .Μια έβλεπαν το μεγάλο βασιλιά σαν τον κακό λύκο που ήταν έτοιμος να φάει το το κοριτσάκι (αφου δεν είχε χορτάσει απο το φάγωμα της γιαγιάς),και μιά σαν τον μεσσία που θα τους έσωζε απο την πείνα και τη δυστυχία.
Έτσι μισοκοιμισμένος και χλεμπονιάρης ο κυρ Γιάννης ο γραφιάς, έβλεπε τον μεγάλο βασιλιά να συγχαίρει τον μαυροντυμένο Έλληνα πρωθυπουργό επειδή είχε φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε αναθέσει.Μετά τον άκουσε να μιλα για τον ξεσηκωμό του ΄21 και το λάβαρο της επανάστασης και το φιλότιμο του Έλληνα.
Τότε ο κυρ Γιάννης, ξύπνησε απο αυτο τον χολεριασμένο εφιάλτη φωνάζοντας σαν τρελός : "Ανάθεμά σε δαίμονα μεταμορφωμένε που έπιασες στο σαπισμένο απο τις βλαστήμιες στόμα σου ,την επανάσταση του ΄21 και το Άγιο Λάβαρο της.Καταραμένος να είσαι εσύ και όλοι οι αντίχριστοι που σε υπηρετούν και σε προσκυνούν.Ανάθεμα σε όσους σε πιστεύουν και σε λένε μεσσία ξεχνώντας πως ο μόνος Μεσσίας που ήλθε στη γη ήταν ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός.Ανάθεμα σε όλους όσους προσκυνούν τα πόδια σου γιατί έτσι λερώνονται απο τα αίματα των αδικοσφαγμένων απο τους στρατούς σου και απο όλα σου τα εγκλήματα."
Μετά απο αυτή την έκρηξη ,ο κυρ Γιάννης ο γραφιάς κάθισε κατάχαμα και κάνοντας το Σταυρό του είπε:"Σ΄ευχαριστώ Θεέ μου που δεν επέτρεψες να χάσω την ψυχή μου απο όλη αυτήν τη μπόχα της Νέας Εποχής.Δώσε δύναμη και φώτιση στο λαό Σου να αγωνιστεί ξανά τον καλό αγώνα της λευτεριάς και της πίστης".
Σηκώθηκε ο κυρ Γιάννης να προλάβει να δεί απο το παράθυρο "τον ήλιο σε ένα κόσμο που δύει", ενω η τηλεόραση συνέχιζε να παίζει τα δικά της κηρύγματα και να δείχνει τα αφισμένα στόματα των τελάληδων του μεγάλου βασιλιά.
klassikoperiptosi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα πηγαίνουν στα αζήτητα.