Εντείνεται σε διπλωματικούς κύκλους της Αθήνας ο προβληματισμός για το τίμημα που ενδεχομένως θα υποχρεωνόταν να καταβάλει προσεχώς σε τρίτους η εξωτερική πολιτική της χώρας, εξαιτίας της αδράνειάς της τα τελευταία χρόνια.
«Σήμερα η Ελλάδα δεν εμφανίζεται καθαρά στην οθόνη του πολιτικού ραντάρ των ΗΠΑ και των ισχυρών Ευρωπαίων εταίρων της», αναφέρει βετεράνος διπλωμάτης, που συμμερίζεται ανησυχίες συναδέλφων του και πολιτικών παραγόντων της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης. Οι ανησυχίες για το ενδεχόμενο ζημιών στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής συνδέονται βεβαίως με την ιδιαίτερη αναβάθμιση της Τουρκίας στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα στη διεθνή σκηνή.
Όμως, οι προβληματισμοί εντείνονται, επειδή η τουρκική αναβάθμιση σημειώνεται σε μια περίοδο υποβάθμισης της Ελλάδας στα ίδια πεδία. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της Άγκυρας, η Αθήνα δεν είναι σήμερα σε θέση να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι μπορεί να έχει στο διεθνές περιβάλλον της έναν ενδιαφέροντα πολιτικό ρόλο, ούτε είναι σε θέση να πείσει ότι διαθέτει ένα δυναμισμό άξιο προσοχής στη διαχείριση των κρίσιμων εξωτερικών υποθέσεών της.
Προβληματισμοί
Προβληματισμοί
Στο κέντρο των προβληματισμών που αναπτύσσονται στα Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας και σε πολιτικούς κύκλους βρίσκεται το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «Θα αντισταθεί άραγε, και για πόσο καιρό, η Τουρκία στον πειρασμό της αξιοποίησης των σοβαρών πλεονεκτημάτων που έχει αποκτήσει έναντι της Ελλάδας αυτή την περίοδο;», θέτει σήμερα το ερώτημα πρώην υπουργός με μακρά θητεία στον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων.
Το ερώτημα τίθεται σε μια περίοδο κατά την οποία η Άγκυρα δεν χάνει ευκαιρίες για «επιδείξεις δύναμης» απέναντι στην Ελλάδα στο Αιγάιο, σε περιοχές που η τουρκική ηγεσία θεωρεί «γκρίζες», ενώ δεν παραλείπει να θέτει αναιδώς «θέματα» Θράκης σε μια αμήχανη ελληνική ηγεσία και δεν μετακινείται στις θέσεις που κρατάει στην Ε.Ε. σχετικώς με την τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα στο Αιγαίο, η ένταση διατηρείται σε χαμηλό βαθμό, μόνο και μόνο επειδή η Αθήνα διαχειρίζεται πολιτικά με εξαιρετική «ψυχραιμία» τις προκλητικές πτήσεις της τουρκικής αεροπορίας επάνω από ελληνικά νησιά.
Θα εντείνει προσεχώς την «παρουσία» της στο Αιγαίο η Τουρκία, στη βάση και της πολιτικής που σταθερά αναπτύσσεται από το 1996 («γκρίζες ζώνες»); Στα Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας το ενδεχόμενο αυτό εκτιμάται από υπηρεσιακούς και στρατιωτικούς παράγοντες ως πολύ πιθανό. Ήδη στις αρχές του 2009, ο Ανδρ. Λοβέρδος, αρμόδιος στο ΠΑΣΟΚ, για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ανέφερε σε άρθρο του (26/1/2009): «Θεωρώ ότι δεν είναι πολύ μακρινή η από πλευράς Τουρκίας επιδείνωση της στάσης της σε ό,τι αφορά τη νησιωτική υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο». Αλλά και χρόνια πίσω, το φθινόπωρο του 1999, ο Θ. Πάγκαλος, εκτός κυβερνήσεως τότε, προέβλεπε ραδιοφωνικά (στον Flash) ότι η γραμμή των «ανοιγμάτων» (Σημίτη - Γ. Παπανδρέου) προς την Άγκυρα είναι «λάθος», ότι «δημιουργείται πανευρωπαϊκά η εντύπωση ότι δεν υπάρχει κάτι σοβαρό μεταξύ των δύο χωρών» και ότι «η τουρκική επιθετικότητα θα πάρει διπλωματική μορφή, συνεπικουρούμενη από την Αμερική».
Δύσκολα σενάρια
Όσο για το «Ελσίνκι», από τότε, Δεκέμβριο του 1999, είχε επισημανθεί (Π. Μολυβιάτης) ότι η αναφορά σε «μεθοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» που συνυπέγραψε η Ελλάδα, άνοιγε νέους δρόμους στην Άγκυρα για ελευθερία κινήσεων στο Αιγάιο μελλοντικώς. Και σήμερα η εκτίμηση αυτή βρίσκει σύμφωνους κυβερνητικούς παράγοντες και ουκ ολίγους διπλωμάτες.
Στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων με τους γνωστούς «γύρους» των ελληνοτουρκικών συνομιλιών για το Αιγαίο («μόνο για υφαλοκρηπίδα» κατά την Αθήνα) να συνεχίζονται σε μια «ρουτίνα» χωρίς αποτελέσματα, με το τουρκικό casus belli ισχυρό και με την Άγκυρα να δίνει διαρκώς έμφαση στην αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας στην αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας σε «γκρίζες ζώνες», οι ανησυχίες της Αθήνας για «χειρότερες μέρες» στα ελληνοτουρκικά είναι αυξημένες. Επισημαίνεται από υπηρεσιακούς παράγοντες ότι:
1. Η Άγκυρα δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να βρει «απέναντί» της την Ουάσινγκτον, αν αυξήσει την πίεσή της προς την Ελλάδα.
2. Στο πεδίο της Ε.Ε. και η σημερινή Προεδρία, αλλά κυρίως η επόμενη (Σουηδία), δεν πρόκειται επίσης να υιοθετήσει θέσεις που θα δυσαρεστούσαν την Τουρκία σε ό,τι αφορά τις κοινοτικές ενταξιακές υποχρεώσεις της.
Η Τουρκία θα «κριθεί» από την Ε.Ε. τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αλλά θεωρείται πολύ πιθανό να δοθεί χρονική «παράταση» στην Άγκυρα, αν από την πλευρά της εμφανιστεί στο τέλος του 2009 «ανέτοιμη» να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Όσο για την Ουάσιγκτον, η πίεσή της προς τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. για την «καλύτερη δυνατή μεταχείριση» της Τουρκίας θα είναι αυξημένη, αν η τουρκική διπλωματία βρεθεί κάποια στιγμή σε δύσκολη θέση στο ευρωπαϊκό πεδίο. Σημειώνεται επίσης από τους ίδιους κύκλους ότι, λόγω των «εξετάσεων» που θα δώσει η Άγκυρα στην Ε.Ε. το Δεκέμβριο, θα αυξηθεί έως τότε και η διεθνής πίεση προς τη Λευκωσία για την επίδειξη «διαλλακτικότητας» στην υπόθεση της πολιτικής λύσης του Κυπριακού.
Το ερώτημα που τίθεται στα διπλωματικά παρασκήνια στην Αθήνα είναι το αν και κατά πόσον η ελληνική πλευρά είναι προετοιμασμένη για την περίπτωση κατά την οποία η Τουρκία εμφανίσει αιφνιδίως κάποια διπλωματική «πρωτοβουλία» της για μια διεθνή διαιτησία στο Αιγάιο, ακόμη και επικαλούμενη ευθέως το «Ελσίνκι» ή επιχειρήσει να «ανοίξει» δυναμικά την υπόθεση των «γκρίζων ζωνών» με πρόκληση «θερμών επεισοδίων», στα οποία θα δίνει πολιτική αιτιολόγηση (με ερμηνείες συνθηκών και επιλεγμένους κανόνες διεθνούς δικαίου). Επί χάρτου, η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να εκτιμά ότι σε κάθε περίπτωση η ελληνική αντίσταση στις επιθετικές κινήσεις της δεν είναι ισχυρή.
Ας σημειωθεί εδώ ότι στην Αθήνα από το 1999 έως σήμερα ποτέ δεν δηλώθηκε από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ που συνυπέγραψαν το «Ελσίνκι» ούτε και προσδιορίστηκε στη συνέχεια από τις γαλάζιες κυβερνήσεις ποιες είναι οι «μεθοριακές διαφορές» που αναφέρονται σ' εκείνο το κείμενο.
Όσο για τα Ίμια, εντυπωσιακό είναι ότι στον σχετικό φάκελο του Υπουργείου Εξωτερικών δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να δίνει μια εικόνα του τι συνέβη, αφότου ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ είπε «no ships, no troops, no flags» στις βραχονησίδες που η Τουρκία θεωρεί ότι της ανήκουν!
Έτσι, δεν υπάρχει στο Υπουργείο Εξωτερικών ούτε ένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι στα Ίμια έκτοτε επικράτησε status ante, όπως νεφελωδώς χωρίς στοιχεία, υποστήριξε τότε η ελληνική κυβέρνηση!
Αλλά αυτά τα σοβαρά «κενά» εμπλουτίζουν φυσικά την τουρκική διπλωματία με αξιόλογα επιχειρήματα και εμφανίζουν αδύναμη τη θέση της Αθήνας.
Ετοιμάζονται να μας «στριμώξουν» με ένα νέο σχέδιο Ανάν
Ετοιμάζονται να μας «στριμώξουν» με ένα νέο σχέδιο Ανάν
Διπλωματικοί κύκλοι επισημαίνουν τη «νέα κατάσταση» που θα δημιουργούσε υπέρ της τουρκικής πλευράς σε όλες τις πτυχές του Κυπριακού και στο ευρωπαϊκό πεδίο η εμφάνιση από «τρίτους» μιας ολοκληρωμένης πρότασης στη βάση ενός σχεδίου «παραλλαγής» του Σχεδίου Ανάν, μια εξέλιξη που θα «στρίμωχνε» τη Λευκωσία και τη «συναγωνίστριά» της Αθήνα.
Στη Λευκωσία, όπου η ηγεσία Δ. Χριστόφια και άλλα κόμματα δεν φαίνεται να έχουν πλέον διάθεση για «σκληρές» θέσεις, εκτιμάται ήδη ότι τα πράγματα οδηγούν πλέον την υπόθεση σε μια τελική ευθεία της.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επιδεικνύει μεν τώρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη του Κυπριακού (δεν μπορεί και να μην πάρει θέση η Αθήνα στην Ε.Ε., όταν έρθει η ώρα), αλλά αφήνει κρατώντας τις «κατάλληλες» αποστάσεις, την κύρια ευθύνη διαχείρισης του ζητήματος στους Ελληνοκυπρίους.
Είναι σαφές ότι τούτη τη φορά ο Πρωθυπουργός δεν σκοπεύει να γίνει δέκτης «δυσάρεστων» πιέσεων του «διεθνούς παράγοντος», όπως του συνέβη το 2004 εξαιτίας του Κυπριακού. Όμως παραμένει πάντοτε πολύ δύσκολο για την Αθήνα να μένει «ουδέτερη», όποτε σημειώνονται σοβαρές εξελίξεις στο Κυπριακό, έστω κι αν η Λευκωσία έχει την ευθύνη των εξελίξεων.
Πηγή
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα πηγαίνουν στα αζήτητα.