Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

΄Εδεσαν πράσινη θαλασσοχελώνα πίσω από αυτοκίνητο και την έσυραν κατά μήκος του δρόμου, στην Κόστα Ρίκα



κεντρική Αμερική, Κόστα Ρίκα, σκληροί κακοποιοί έδεσαν πράσινη θαλασσοχελώνα πίσω από αυτοκίνητο και την έσυραν κατά μήκος του δρόμου. Όπως αναφέρεται, αργότερα την κομμάτιασαν ενώ ήταν ακόμα ζωντανή.
προσοχή σκληρές εικόνες
οι δύο νέοι βιντεοσκόπησαν το έγκλημά τους και το ανέβασαν στο facebook, με την κοινοποίηση του, ο ακτιβιστής για την προστασία ζώων Alvaro Sagot παρέλαβε το βίντεο κλιπ από φίλους του που ζουν στην περιοχή.
Οι νεαροί κακοποιοί πήραν τη γιγαντιαία,
απειλούμενη με εξαφάνιση θαλάσσια χελώνα, από το λιμάνι Moin στην επαρχία Limon, της Κόστα Ρίκα στην ακτή της ανατολικής Καραϊβικής.
Έπειτα την γύρισαν ανάποδα  με το καβούκι της στο έδαφος, τράβηξαν το κεφάλι της, την έδεσαν από τα μπροστινά της πτερύγια, πίσω από ένα αυτοκίνητο και την έσυραν σε έναν ανώμαλο, λασπωμένο δρόμο στην Κόστα Ρίκα.
στο βίντεο ακούγεται το γέλιο τους, καθώς επιταχύνουν το αυτοκίνητο και το έντρομο ζώο τραντάζεται και χτυπιέται πάνω στις λακκούβες του δρόμου.
στο βίντεο, φαίνονται περήφανοι για τη διεστραμμένη και εγκληματική πράξη τους και δεν κρύβουν τα πρόσωπά τους, .
όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, έλυσαν τα πτερύγια της χελώνας και τη σκότωσαν με πολύ σκληρό τρόπο –την κομμάτιασαν ενώ ήταν ακόμα ζωντανή-

Ο ακτιβιστής Alvaro Sagot είπε ότι όλοι, έμειναν άναυδοι και τους κόπηκε η αναπνοή όταν είδαν το βίντεο, ενώ δηλώνουν ότι είναι απογοητευμένοι με τη ζωή.
όπως δήλωσε: «Είναι μια έλλειψη σεβασμού στις διαφορετικές μορφές ζωής. Ο τρόπος που κακομεταχειρίζονται τη χελώνα, έρχεται σε αντίθεση με οτιδήποτε αφορά μια πολιτισμένη χώρα».
ο Sagot διαβεβαίωσε τους χρήστες των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης ότι αυτό είναι ένα ποινικό αδίκημα   και διάφορες οργανώσεις προστασίας ζώων έχουν καταγγείλει την κακοποίηση της θαλάσσιας χελώνας στις αρχές και ασκούν πίεση για να εντοπιστούν όσοι εμπλέκονται (άλλωστε στο βίντεο φαίνονται, τόσο η πινακίδα του αυτοκινήτου, όσο και τα πρόσωπα των εγκληματιών)
 
Οι πράσινες θαλάσσιες χελώνες περιλαμβάνονται στα απειλούμενα με εξαφάνιση είδη, της Κόκκινης Λίστας της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) και είναι παράνομο για κάποιον να τις συλλέγει, να τις κακοποιεί ή να τις σκοτώνει, οι πράξεις δε αυτές, επιφέρουν ποινή φυλάκισης μέχρι και τρία χρόνια.

Πηγή 30-3-16
http://www.dailymail.co.uk/news/article-3515560/Cruel-thugs-tie-turtle-car-drag-road-slicing-alive-Costa-Rica.html





Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Παιδί της Ρωσικής ολιγαρχίας βιντεοσκοπεί ανθρώπους να κάνουν εξευτελιστικές πράξεις, με αντάλλαγμα το χρήμα



Ο 17χρονος κακομαθημένος έφηβος, Grisha Mamurin, - γνωστός επίσης και ως Gregory Goldsheid-  παιδί  της ρωσικής ολιγαρχίας, πείθει γυναίκες που συναντά τυχαία στο δρόμο, να γδυθούν και να καθαρίσουν το αυτοκίνητό του, φορώντας μόνο τα εσώρουχα τους.

Ο σκανδαλώδης φαρσέρ Mamurin, ανεβάζει βίντεο που δείχνουν πόσο οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να ταπεινωθούν,  με αντάλλαγμα το χρήμα.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Gregory  ανέβασε στη δική του σελίδα YouTube ένα βίντεο που ήδη ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο προβολές.
στο viral video ο Mamurin, και ο φίλος του  Mulat  προσεγγίζουν στο δρόμο τυχαίες ανυποψίαστες γυναίκες. Ο Mamurin τις πείθει ότι, ο φίλος του Mulat είναι ανερχόμενος τραγουδιστής και  χρειάζεται περισσότερο υλικό για ένα μουσικό βίντεο. 
Για το σκοπό αυτό, παζαρεύει με τις γυναίκες το χρηματικό ποσό των  15.000 έως 35.000 RUB, (περίπου 150 έως 350 GBP -λίρες στερλίνες-) για να γδυθούν και να πλένουν το αυτοκίνητό του, φορώντας μόνο τα εσώρουχά τους, ενώ ηχεία παίζουν δίπλα τους, δυνατή

μουσική.

Ο Gregory Goldsheid  είναι εγγονός του Ρώσου δισεκατομμυριούχου Gregory Neklyudov, Grisha, (property developer and media magnate)
Τα εξωφρενικά βίντεο με φτωχούς ανθρώπους που εξαναγκάζονται σε ταπεινωτικές και εξευτελιστικές πράξεις με αντάλλαγμα το χρήμα, προκαλούν αποτροπιασμό και αποδοκιμάζονται από τον κόσμο.
Σε προηγούμενο βίντεο πρόσφερε 10 χιλιάδες ρούβλια σε άστεγους ανθρώπους για να πιουν τα ούρα του και να γδυθούν στο κέντρο της Μόσχας.
Ο νεαρός filmmaker –που ο ίδιος συγκρίνει τον εαυτό του με τον Steven Spielberg- φαίνεται στο βίντεο να ουρεί σε ένα βάζο, προτού το δώσει σε έναν άνδρα, που αναγουλιάζει καθώς πίνει το περιεχόμενο του.
πηγή 15-5-15
έπειτα ο Goldsheid Goldsheid  πλησιάζει έναν άγνωστο άνδρα που κάθεται σε ένα παγκάκι και του κάνει μια επίσης άσεμνη προσφορά.  Ο άνδρας δεν δείχνει καμία αντίδραση εντυπωσιασμού, αλλά απότομα στρέφεται, δίνει μια γροθιά στον Goldsheid και τον ρίχνει το έδαφος.
Απτόητος ο Goldsheid κινείται προς τον
Moscow River, όπου ζητά από τις γυναίκες να βγουν στην μέση του δρόμου γυμνές για 15.000 ρούβλια.
Έπειτα αγόρασε δύο βάζα χαβιάρι  και έδωσε τη λιχουδιά σε τρεις άστεγους άνδρες, που το έτρωγαν καθώς τους βιντεοσκοπούσε.
ο  
Gregory Goldsheid   λέει ότι αυτά τα βίντεο δείχνουν τι είναι έτοιμη να κάνει η κοινωνία για χάρη του χρήματος.
Όπως λέει «δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο αρνητικοί μαζί μου, έχουμε δει παρόμοιες παραστάσεις –φάρσες στο MTV.
Αν και τόσο ο παππούς του, όσο και η μητέρα του έχουν επικρίνει αυτά τα αηδιαστικά  βίντεο, ο  Gregory Goldsheid   δηλώνει ότι θα τα συνεχίσει.
Συμφώνησε με μια κοπέλα να του γλείψει τη σόλα της μπότας του, από το ένα άκρο μέχρι το άλλο, για 10.000 ρούβλια.
Στις αρχές της χρονιάς, συνάντησε ανθρώπους, ιδιοκτήτες κατοικίδιων και τους πρόσφερε λεφτά για να τους πάρει το αγαπημένο τους κατοικίδιο. Το αποτέλεσμα σοκάρει…https://i.ytimg.com/vi/YeypHSb9WVk/maxresdefault.jpg

πηγή 29-3-16

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

άρθρο του BBC για το ΧΤΑΠΟΔΙ, την εξωγήινη προέλευσή του και τα ΠΛΟΚΑΜΙΑ που προκαλούν ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΦΟΒΟ



Άρθρο του BBC News Magazine, αναφέρεται στην παράξενη αίσθηση κινδύνου, που μας προκαλεί η θέα ενός χταποδιού. Στη δυνατότητα του πλοκαμοειδούς κεφαλοπόδου,  να εμπνέει τρόμο, που πηγάζει από το υποσυνείδητο μας.
Μάλιστα είναι σαφής ο υπαινιγμός ότι, ο ΄Αγγλος συγγραφέας Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, (HG Wells) γνωστός για τα έργα του στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, επηρεάστηκε σημαντικά από αυτά τα πλάσματα, που πρωτογνώρισε σε ηλικία πέντε ετών, όταν επισκέφτηκε το ενυδρείο  
Crystal Palace aquarium.
 Στο μυθιστόρημά  του «ο πόλεμος των κόσμων» που εκδόθηκε το 1898, περιγράφει μια σύγκρουση ανάμεσα στον άνθρωπο και μια εξωγήινη φυλή. Μεγάλο μέρος της δημιουργίας αυτού του έργου βασίστηκε σε επιστημονικές ιδέες της εποχής, πραγματικές τοποθεσίες στη Νότια Αγγλία και πτυχές της καθημερινής ζωής του Γουέλς.
Οι Αρειανοί που κάνουν επίθεση στις νότιες κομητείες της Αγγλίας, μοιάζουν με χταπόδια, έχουν χέρια σαν πλοκάμια και μέγεθος αρκούδας. Χαρακτηρίζονται από εγωιστική νοημοσύνη χωρίς το συναισθηματικό υπόβαθρο του ανθρώπινου όντος.
-μάλιστα τρέφονται από ανθρώπους με άμεση μετάγγιση αίματος-

One possible visitor to Crystal Palace aquarium was the writer HG Wells, who was just five years old when it opened and lived in Bromley, four miles away. Several octopus-like creatures appear in his stories.

In his 1894 essay The Extinction of Man, Wells pondered a "new and larger variety" that might "acquire a preferential taste for human nutriment". Could it, he asked, start "picking the sailors off a stranded ship" and eventually "batten on" visitors to the seaside?

More famously, the invading Martians in Wells's War of the Worlds have tentacle-like arms. "To me it is quite credible that the Martians may be descended from beings not unlike ourselves," the narrator relates, "by a gradual development of brain and hands (the latter giving rise to the two bunches of delicate tentacles at last) at the expense of the rest of the body. Without the body the brain would, of course, become a mere selfish intelligence, without any of the emotional substratum of the human being."
πηγή 26-3-16

Πέρυσι, τον Αύγουστο, οι επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι αποκωδικοποίησαν το πλήρες γονιδίωμα του χταποδιού, που είναι ένα από τα πιο έξυπνα και περίεργα ζώα της γης.
Όπως δήλωσε ο νομπελίστας ερευνητής Σίντνει Μπρένερ που είχε την πρωτοβουλία για την ανάγνωση του DNA του «τα χταπόδια ήταν τα πρώτα νοήμονα όντα στον πλανήτη μας» διαθέτουν μοναδικό DNA –σε επίπεδο νευρωνικής πολυπλοκότητας, μοναδικό σε ασπόνδυλα-
Τα χταπόδια είναι από τα πιο παράξενα είδη του ζωικού βασιλείου και μοιάζουν σαν να προέρχονται από άλλο πλανήτη.
Η ανάγνωση του DNA αποκαλύπτει ότι το χταπόδι έχει 10.000 περισσότερα γονίδια από τον άνθρωπο και εμφανίζει σημαντικές γενετικές διαφορές με τα κεφαλόποδα και τα άλλα συγγενικά ασπόνδυλα.
το χταπόδι έχει μια μακρά εξελικτική ιστορία 400 εκατομμυρίων ετών (εμφανίστηκε περίπου 230 εκατομμύρια χρόνια πριν από τα θηλαστικά) πράγμα που αντανακλάται στο περίπλοκο γονιδίωμά του. έχει τρεις καρδιές, διαθέτει μεγάλα μάτι-κάμερες και έξυπνα πλοκάμια γεμάτα νευρωνικά κύτταρα (σαν μίνι-εγκεφάλους) ενώ είναι ικανό να αναγεννά τα άκρα του, όταν αυτά κοπούν.

Τα πλάσματα αυτά είχαν τη δυνατότητα να εμπνέουν τρόμο τη Βικτοριανή εποχή στη Βρετανία.
Ουρές στο ενυδρείο Crystal Palace aquarium, το  φθινόπωρο του 1871 για να δουν «το υπέροχο χταπόδι, ή Devil Fish».
Το μυθιστόρημα «Toilers of the Sea»  του Βίκτωρος Ουγκώ πέντε έτη νωρίτερα σημείωσε μια λογοτεχνική αίσθηση.
Το 1867, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του «Toilers of the Sea»  ένα αιχμάλωτο χταπόδι προσέλκυε το κοινό, στο ενυδρείο στη γαλλική πόλη της Boulogne
ένα άλλο ενυδρείο άνοιξε στο Brighton το 1872, με την παρουσία ενός χταποδιού.
Η τρέλα που έγινε γνωστή ως "cephalomania" - ήταν πλέον μόδα «de rigeur»
Παρατηρητές και ανταποκριτές εφημερίδων κατέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια το πορτρέτο του εκτεθειμένου στο ενυδρείο, αιχμάλωτου κεφαλόποδου.
Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα που  φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή (Radula). Το χταπόδι έχει εννέα εγκέφαλους. Οι οχτώ ελέγχουν τα πλοκάμια. Ο ένατος κάνει όλες τις υπόλοιπες δουλειές.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστά διακόσια περίπου είδη χταποδιών. Το μήκος τους κυμαίνεται από τα δέκα εκατοστά (Octopus Joubini) μέχρι τα δέκα μέτρα, ενώ το βάρος τους φτάνει στα διακόσια πενήντα κιλά - τόσο περίπου ήταν ένα γιγάντιο χταπόδι του Ειρηνικού (Octopus dofleini), που ψαρεύτηκε το 1957 στις ακτές του Καναδά.
Το σώμα τους αποτελείται από έναν ελαστικό σάκο χωρίς κέλυφος και κόκαλα. Μέσα εκεί βρίσκονται όλα τα ζωτικά όργανα κι από κει ξεπροβάλλουν τα οχτώ πλοκάμια. Πάνω σε αυτά εκτείνεται μια διπλή σειρά από βεντούζες, οι οποίες λειτουργούν ως όργανο αφής. Χάρη σε αυτές παραμένει γαντζωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα στο βυθό και εντοπίζει την τροφή του: μαλάκια, οστρακοειδή και καβούρια. Για το χταπόδι η αφή είναι σημαντικότερη από την όραση Ωστόσο, διαθέτει ένα πλήρες σύστημα όρασης που περιλαμβάνει ίριδα, αμφιβληστροειδή και φακό. Μόλις το χταπόδι πιάσει ένα οστρακοειδές, χρησιμοποιεί ακόμα και πέτρες για να συνθλίψει το σκληρό περίβλημά του. 
7-3-16
Ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Μάικλ Βετσιόνε του Μουσείου Σμιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον ανακάλυψε στα βάθη του αρχιπελάγους της Χαβάης ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος χταποδιού. Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποιούσε ένα ρομποτικό υποβρύχιο
όχημα για να συλλέξει δείγματα από τον πυθμένα μιας θαλάσσιας περιοχής έξω από το νησί Necker. Σε βάθος 4.290 μέτρων το όχημα εντόπισε το χταπόδι η όψη του οποίου θύμισε στους ερευνητές το δημοφιλές κινηματογραφικό φαντασματάκι «Κάσπερ» για αυτό και ονόμασαν έτσι το χταπόδι.
Ο αείμνηστος Βρετανός ζωολόγος Martin Wells είπε ότι το χταπόδι είναι εξωγήινο.
Το χταπόδι με τα οκτώ ελικοειδή χέρια-πόδια του, και τον μεγάλο εγκέφαλο είναι ιδιαίτερα έξυπνο και διαθέτει ικανότητα επίλυσης των προβλημάτων του», δήλωσε ο Αμερικανός ερευνητής Δρ. Clifton Ragsdale, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Είχε δίκιο ο H.P.Lovecraft με τον Κθούλου
Στο Λαβκραφτικό πάνθεο, της μυθολογίας Κθούλου, οι εξωγήινες εξωδιαστατικές οντότητες   -που αποζητούν να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και  η ύπαρξη τους υπονοείται σε πανάρχαιους μύθους και θρύλους- εμφανίζονται σαν τεράστια χταποειδή πλάσματα.



το υποσυνείδητο είναι το τμήμα εκείνο του παγόβουνου που μπορεί να βυθίσει υπερωκεάνια.                 
Στέφανος Ελμάζης




Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, 25η ΜΑΡΤΙΟΥ, ημέρα ΓΙΟΡΤΗΣ και ΜΝΗΜΗΣ ΘΥΣΙΩΝ και ΑΓΩΝΩΝ



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, διπλή γιορτή σήμερα, της Χριστιανοσύνης και της Εθνεγερσίας του 1821.

Η Ελληνική επανάσταση του 1821 εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας, ο μεγάλος ξεσηκωμός ενάντια στη τυραννία και την καταπίεση διδάσκει ότι απαιτούνται σκληροί αγώνες και θυσίες για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την αυτοδιάθεση και τη δικαιοσύνη.

Mε το εθνικό σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν κατά της τυραννίας και θυσιάστηκαν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα μας.

Η Ελληνική επανάσταση του 1821 έστειλε ένα οικουμενικό μήνυμα που οδήγησε προοδευτικούς ανθρώπους της εποχής, να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους, ακόμη και να θυσιαστούν για χάρη των ιδανικών που εξέφραζε αυτό το μήνυμα.

Το 1821 η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ κατάφερε να διώξει τους Τούρκους απ' τα ελληνικά εδάφη, Το απαράμιλλο παράδειγμα των Προγόνων μας Αγωνιστών του 1821 πρέπει να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί πάντα, ιδιαίτερα δε κατά την τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία για την Πατρίδα.

Την 25η Μαρτίου 1821 το Έθνος των Ελλήνων τόλμησε την εξέγερση κατά του τουρκικού ζυγού και αγωνίσθηκε, με απαράμιλλο ηρωισμό και μέχρις εσχάτων, για την κατάκτηση της ελευθερίας του και, συνακόλουθα, την κατοχύρωση της κυριαρχίας του.

Αποτελεί διαρκές χρέος μας, όταν τιμάμε τον Ελληνισμό και τους αγώνες του, να μην ξεχνάμε την Κύπρο. Για την Μεγαλόνησο, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται την τραγωδία ξένης στρατιωτικής κατοχής, πρέπει ν’ αναζητηθεί βιώσιμη λύση, σύμφωνη, σ’ όλες της τις διαστάσεις, με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η εθνική μας επέτειος, η 195η επέτειος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, μας υπενθυμίζει την ανάγκη για εθνική ενότητα,

Η Χριστιανοσύνη γιορτάζει τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, το χαρμόσυνο μήνυμα της θείας ενσάρκωσης, ο θεόσταλτος αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε στην Παρθένο Μαρία και της ανήγγειλε ότι θα γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό.

ο αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στην Παρθένο Μαρία «το Άγιο Πνεύμα θα έλθει σε σένα και η δύναμη του Υψίστου θα σε επισκιάσει» Τότε η Παρθένος Μαρία, του απάντησε ταπεινά.

«Ιδού λοιπόν, η δούλη του Κυρίου. Ας γίνει το θέλημα Εκείνου». και καθώς ο Γαβριήλ εξαφανίστηκε από μπροστά της, συντελέστηκε το μεγαλύτερο μυστήριο της ανθρωπότητας, με τρόπο υπερφυσικό, η Παρθένος συνέλαβε στην άχραντη κοιλιά της, τον Υιό και Λόγο του Θεού.


ολόκληρος ο Εθνικός μας Ύμνος -   158 στροφές

1.      Σε γνωρίζω από την κόψη
        Του σπαθιού την τρομερή,
        Σε γνωρίζω από την όψη
        Που με βία μετρά  τη γη.

2.      Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
        Των Ελλήνων τα ιερά,
        Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
        Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3.      Εκεί μέσα εκατοικούσες
        Πικραμένη, εντροπαλή,
        Κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
        Έλα πάλι, να σου πη.

4.      Aργειε νάλθη εκείνη η μέρα,
        Και ήταν όλα σιωπηλά,
        Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
        Και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5.      Δυστυχής! Παρηγορία
        Μόνη σου έμενε να λες
        Περασμένα μεγαλεία
        Και διηγώντας τα να κλαις.

6.      Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
        Φιλελεύθερη λαλιά,
        Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
        Από την απελπισιά.

7.      Κι’ έλεες: πότε, α! πότε βγάνω
        Το κεφάλι από τς ερμιές;
        Κι αποκρίνοντο από πάνω
        Κλάψες, άλυσες, φωνές.

8.      Τότε εσήκωνες το βλέμμα
        Μες στα κλάιματα θολό,
        Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
        Πλήθος αίμα Ελληνικό.

9.      Με τα ρούχα αιματωμένα
        Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
        Να γυρεύης εις τα ξένα
        Aλλα χέρια δυνατά.

10.     Μοναχή το δρόμο επήρες,
        Εξανάλθες μοναχή
        Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
        Εάν η χρεία τες κουρταλή.

11.     Aλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
        Αλλ’ ανάσασιν καμιά
        Aλλος σου έταξε βοήθεια
        Και σε γέλασε φρικτά.

12.     Aλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
        Οπού εχαίροντο πολύ,
        Σύρε νάβρης τα παιδιά σου,
        Σύρε ελέγαν οι σκληροί.

13.     Φεύγει οπίσω το ποδάρι
        Και ολοκλήγορο πατεί
        Ή την πέτρα  ή το χορτάρι
        Που τη δόξα σου ενθυμεί.

14.     Ταπεινότατη σου γέρνει
        Η τρισάθλια κεφαλή,
        Σαν πτωχού που θυροδέρνει
        Κι’ είναι βάρος του η ζωή.

15.     Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
        Κάθε τέκνο σου με ορμή,
        Που ακατάπαυστα γυρεύει
        Ή τη νίκη ή τη θανή.

16.     Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
        Των Ελλήνων τα  ιερά,
        Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
        Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

17.     Μόλις είδε την ορμή σου
        Ο ουρανός, που για τς εχθρούς
        Εις τη γη τη μητρική σου
        Έτρεφ’ άνθια και καρπούς.

18.     Εγαλήνευσε και εχύθη
        Καταχθόνια μία βοή,
        Και του Ρήγα σου απεκρίθη
        Πολεμόκραχτη η φωνή.
                      
19.     Όλοι οι τόποι σου σ’εκράξαν
        Χαιρετώντας σε θερμά,
        Και τα στόματα εφωνάξαν
        Όσα αισθάνετο η καρδιά.

20.     Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
        Του Ιονίου και τα νησιά,
        Και εσηκώσανε τα χέρια
        Για να δείξουνε χαρά.

21.     Μ’ όλον πούναι αλυσωμένο
        Το καθένα τεχνικά,
        Και εις το μέτωπο γραμμένο
        Έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.

22.     Γκαρδιακά  χαροποιήθη
        Και του Βάσιγκτον η γη,
        Και τα σίδερα ενθυμήθη
        Που την έδεναν και αυτή.

23.     Απ’ τον πύργο του φωνάζει,
        Σα να λέη σε χαιρετώ,
        Και τη χήτη του τινάζει
        Το Λεοντάρι το Ισπανό.

24.     Ελαφιάσθη της Αγγλίας
        Το θηρίο, και σέρνει ευθύς
        Κατά τ’άκρα της Ρουσίας
        Τα μουγκρίσματα της οργής.

25.     Εις το κίνημά  του δείχνει
        Πως τα μέλη είν’ δυνατά
        Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
        Μια σπιθόβολη ματιά.

26.     Σε ξανοίγει από τα νέφη
        Και το μάτι του Αετού,
        Που φτερά και νύχια θρέφει
        Με τα σπλάχνα του Ιταλού.

27.     Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
        Γιατί πάντα σε μισεί,
        Έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,
        Να σε βλάψη, αν ημπορή.

28.     Aλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
        Πάρεξ που θα πρωτοπάς
        Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
        Στες βρισιές οπού αγρικάς.

29.     Σαν τον βράχον οπού αφήνει
        Κάθε ακάθαρτο νερό
        Εις τα πόδια του να χύνη
        Ευκολόσβηστον αφρό.

30.     Οπού αφήνει ανεμοζάλη
        Και χαλάζι και βροχή
        Να του δέρνουν τη μεγάλη,
        Την αιώνιαν κορυφή.

31.     Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
        Οποιανού θέλει βρεθή
        Στο μαχαίρι σου αποκάτου
        Και σ’ εκείνο αντισταθή.

32.     Το θηρίο π’ ανανογιέται,
        Πως του λείπουν τα μικρά,
        Περιορίζεται, πετιέται,
        Αίμα ανθρώπινο διψά.

33.     Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
        Τα λαγκάδια, τα βουνά,
        Κι όπου φθάση, όπου περάση,
        Φρίκη, θάνατος, ερμιά.

34.     Ερμιά, θάνατος και φρίκη
        Όπου επέρασες κι εσύ
        Ξίφος έξω από τη θήκη
        Πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35.     Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
        Της αθλίας Τριπολιτσάς
        Τώρα τρόμου αστροπελέκι
        Να της ρίψης πιθυμάς.

36.     Μεγαλόψυχο το μάτι
        Δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
        Και ας είν’ άρματα γεμάτη
        Και πολέμιαν χλαλοή.

37.     Σου προβαίνουνε και τρίζουν
        Για να ιδής πως είν’ πολλά
        Δεν ακούς που φοβερίζουν
        Aνδρες μύριοι και παιδιά;

38.     Λίγα μάτια, λίγα στόματα
        Θα σας μείνουνε ανοιχτά
        Για να κλαύσετε τα σώματα
        Που θε νάβρη η συμφορά.

39.     Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
        Του πολέμου αναλαμπή.
        Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
        Λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40.     Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
        Λίγα τα αίματα γιατί;
        Τον εχθρό θωρώ να φύγη
        Και στο κάστρο ν’ ανεβή.

41.     Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
        Οπού φεύγοντας δειλιούν
        Τα λαβώματα στην πλάτη
        Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

42.     Εκεί μέσα ακαρτερείτε
        Την αφεύγατη φθορά
        Να, σας φθάνει, αποκριθήτε
        Στις νυκτός τη σκοτεινιά.

43.     Αποκρίνονται, και η μάχη
        Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
        Από ράχη εκεί σε ράχη
        Αντιβούιζε φοβερά.

44.     Ακούω κούφια τα τουφέκια,
        Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
        Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
        Ακούω τρίξιμο δοντιών.

45.     Α! Τι νύκτα  ήταν εκείνη
        Που την τρέμει ο λογισμός;
        Aλλος ύπνος δεν εγίνη
        Πάρεξ θάνατου πικρός.

46.     Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
        Οι κραυγές, η ταραχή,
        Ο σκληρόψυχος ο τρόπος
        Του πολέμου, και οι καπνοί.

47.     Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
        Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
        Επαράσταιναν τον άδη
        Που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

48.     Τ’ ακαρτέρειε. - Εφαίνοντ’ ίσκιοι
        Αναρίθμητοι γυμνοί,
        Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
        Βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49.     Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,
        Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
        Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
        Τα κρεβάτια τα στερνά.

50.     Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
        Επετιούντο από τη γη,
        Όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
        Από τούρκικην οργή.

51.     Τόσα  πέφτουνε τα θέρι-
        σμένα αστάχια εις τους αγρούς
        Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
        Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

52.     Θαμποφέγει κανέν’ άστρο,
        Και αναδεύοντο μαζί,
        Αναβαίνοντας το κάστρο
        Με νεκρώσιμη σιωπή.

53.     Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
        Μες στο δάσος το πυκνό,
        Όταν στέλνη μίαν αχνάδα
        Μισοφέγγαρο χλωμό.

54.     Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
        Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
        Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
        Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55.     Με τα μάτια τους γυρεύουν
        Όπου είν’ αίματα πηχτά,
        Και μες στ’ αίματα  χορεύουν
        Με βρυχίσματα βραχνά,

56.     Και χορεύοντας μανίζουν
        Εις τους Έλληνας κοντά,
        Και τα στήθια  τους  εγγίζουν
        Με τα χέρια τα ψυχρά.

57.     Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
        Βαθιά μες στα σωθικά,
        Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
        Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58.     Τότε αυξαίνει του πολέμου
        Ο χορός τρομακτικά,
        Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
        Στου πελάου τη μοναξιά.

59.     Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
        Κάθε κτύπημα που εβγή
        Είναι κτύπημα θανάτου,
        Χωρίς να δευτερωθή.

60.     Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
        Λες και εκείθεν η ψυχή
        Απ’ το μίσος που την καίει
        Πολεμάει να πεταχθή.

61.     Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
        Μες στα στήθια τους αργά,
        Και τα χέρια οπού χουμάνε
        Περισσότερο είν’ γοργά.

62.     Ουρανός γι’αυτούς δεν είναι,
        Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
        Γι’ αυτούς όλους το παν είναι
        Μαζωμένο αντάμα εκεί.

63.     Τόση η μάνητα και η ζάλη,
        Που στοχάζεσαι, μη πως
        Από μία μεριά και απ’ άλλη
        Δεν μείνη ένας ζωντανός.

64.     Κοίτα χέρια απελπισμένα
        Πώς θερίζουνε ζωές!
        Χάμου πέφτουνε κομμένα
        Χέρια, πόδια, κεφαλές,

65.     Και παλάσκες και σπαθία
        Με ολοσκόρπιστα μυαλά,
        Και με ολόσχιστα κρανία
        Σωθικά λαχταριστά.

66.     Προσοχή καμία δεν κάνει
        Κανείς, όχι εις τη σφαγή
        Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
        Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;

67.     Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
        Πάρεξ όταν ξαπλωθή;
        Δεν αισθάνονται τον κόπο
        Και λες κι’ είναι εις την αρχή.

68.     Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
        Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά
        Και των Χριστιανών τα χείλη
        Φωτιά εφώναζαν, φωτιά.

69.     Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
        Πάντα εφώναζαν φωτιά,
        Και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
        Πάντα σκούζοντας Αλλά.

70.     Παντού φόβος και τρομάρα
        Και φωνές και στεναγμοί
        Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
        Και παντού ξεψυχισμοί.

71.     Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
        Εις τ’ αυτιά δεν του λαλεί.
        Όλοι χάμου εκτίτοντ’ όλοι
        Εις την τέταρτη αυγή.

72.     Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
        Και κυλάει στη λαγκαδιά,
        Και το αθώο χόρτο πίνει
        Αίμα αντίς για τη δροσιά.

73.     Της αυγής δροσάτι αέρι,
        Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό
        Στων ψευδόπιστων το αστέρι
        Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

74.     Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
        Των Ελλήνων τα ιερά,
        Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
        Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

75.     Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι
        Δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
        Εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
        Εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.

76.     Εις τον ήσυχον αιθέρα
        Τώρα αθώα δεν αντηχεί
        Τα λαλήματα η φλογέρα,
        Τα βελάσματα το αρνί.

77.     Τρέχουν άρματα χιλιάδες
        Σαν το κύμα εις το γιαλό
        Αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
        Δεν ψηφούν τον αριθμό.

78.     Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε
        Και ξανάλθετε σ’ εμάς
        Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
        Πόσο μοιάζουνε με σας.

79.     Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
        Και με πάτημα τυφλό
        Εις την Κόρινθο αποκλειούνται
        Κι’ όλοι χάνουνται απ’ εδώ.

80.     Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
        Πείναν και Θανατικό
        Που με σχήμα ενός σκελέθρου
        Περπατούν αντάμα οι δύο.

81.     Και πεσμένα εις τα χορτάρια
        Απεθαίνανε παντού
        Τα θλιμμένα απομεινάρια
        Της φυγής και του χαμού.

82.     Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
        Που ό,τι θέλεις ημπορείς,
        Εις τον κάμπο, Ελευθερία,
        Ματωμένη περπατείς.

83.     Στη σκιά χεροπιασμένες,
        Στη σκιά βλέπω κι’ εγώ
        Κρινοδάκτυλες παρθένες
        Οπού κάνουνε χορό.

84.     Στο χορό γλυκογυρίζουν
        Ωραία μάτια ερωτικά,
        Και εις την αύρα κυματίζουν
        Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85.     Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
        Πώς ο κόρφος καθεμιάς
        Γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
        Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86.     Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
        Το ποτήρι δεν βαστώ
        Φιλελεύθερα τραγούδια
        Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87.     Απ’τα κόκαλα βγαλμένη
        Των Ελλήνων τα ιερά,
        Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
        Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

88.     Πήγες εις το Μεσολόγγι
        Την ημέρα του Χριστού,
        Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
        Για το τέκνο του Θεού.

89.     Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας
        Η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
        Και το δάκτυλο κινώντας
        Οπού ανεί τον ουρανό.

90.     Σ’αυτό, εφώναξε, το χώμα
        Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά
        Και φιλώντας σου στο στόμα
        Μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91.     Εις την τράπεζα σιμώνει
        Και το σύγνεφο το αχνό
        Γύρω γύρω της πυκνώνει
        Που σκορπάει το θυμιατό.

92.     Αγρικάει την ψαλμωδία
        Οπού εδίδαξεν αυτή
        Βλέπει τη φωταγωγία
        Στους Αγίους εμπρό χυτή.

93.     Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
        Με πολλή ποδοβολή,
        Κι’ άρματ’, άρματα ταράζουν;
        Επετάχτηκες εσύ.

94.     Α! Το φως που σε στολίζει,
        Σαν ηλίου φεγγοβολή,
        Και μακρόθεν σπινθηρίζει,
        Δεν είναι, όχι, από τη γη.

95.     Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
        Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
        Φως το χέρι, φως το πόδι
        Κι’ όλα γύρω σου είναι φως.

96.     Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
        Τρία πατήματα πατάς,
        Σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
        Και εις το τέταρτο κτυπάς.

97.     Με φωνή που καταπείθει
        Προχωρώντας ομιλείς
        «Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη
        Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98.     Αυτός λέγει... Αφοκρασθήτε:
        Εγώ είμ’ Aλφα, Ωμέγα εγώ
        Πέστε, που θ’ αποκρυφθήτε
        Εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99.     Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
        Που μ’ αυτήν αν συγκριθή
        Κείνη η κάτω οπού σας έχω
        Σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100.    Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
        Τόπους άμετρα υψηλούς,
        Χώρες, όρη από τη ρίζα,
        Ζώα και δένδρα και θνητούς.

101.    Και το πάν το κατακαίει,
        Και δεν σώζεται πνοή,
        Πάρεξ του άνεμου που πνέει
        Μες στη στάχτη τη λεπτή.

102.    Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
        Του θυμού του είσαι αδελφή;
        Ποιός είν’ άξιος να νικήση,
        Ή με σε να μετρηθή;

103.    Η γη αισθάνεται την τόση
        Του χεριού σου ανδραγαθιά,
        Που όλην θέλει θανατώσει
        Τη μισόχριστη σπορά.

104.    Την αισθάνονται, και αφρίζουν
        Τα νερά, και τ’ αγρικώ
        Δυνατά να μουρμουρίζουν
        Σαν να ρυάζετο θηριό.

105.    Κακορίζικοι, που πάτε
        Του Αχελώου μες στη ροή,
        Και πιδέξια πολεμάτε
        Από την καταδρομή.

106.    Να αποφύγετε! Το κύμα
        Έγινε όλο φουσκωτό
        Εκεί ευρήκατε το μνήμα
        Πριν να ευρήτε αφανισμό.

107.    Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
        Κάθε λαρυγγας εχθρού,
        Και το ρεύμα γαργαρίζει
        Τες βασφήμιες του θυμού.

108.    Σφαλερά τετραποδίζουν
        Πλήθος άλογα, και ορθά
        Τρομασμένα χλιμιτρίζουν
        Και πατούν εις τα κορμιά.

109.    Ποίος στον σύντροφον απλώνει
        Χέρι, ωσάν να βοηθηθή
        Ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
        Όσο οπού να νεκρωθή.

110.    Κεφαλές απελπισμένες,
        Με τα μάτια πεταχτά,
        Κατά τ’άστρα σηκωμένες
        Για την ύστερη φορά.

111.    Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη
        Του Αχελώου νεροσυρμή-
        Το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,
        Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112.    Έτσι ν’ άκουα να βουίξη
        Τον βαθύν Ωκεανό,
        Και στο κύμα του να πνίξη
        Κάθε σπέρμα Αγαρηνό.

113.    Και εκεί πούναι η Αγία Σοφία,
        Μες στους λόφους τους επτά,
        Όλα τ’άψυχα κορμία
        Βραχοσύντριφτα, γυμνά.

114.    Σωριασμένα να τα σπρώξη
        Η κατάρα του Θεού,
        Κι απ’ εκεί να τα μαζώξη
        Ο αδελφός του Φεγγαριού.

115.    Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
        Και η θρησκεία κι’ η Ελευθεριά
        Μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη
        Μεταξύ τους, και ας μετρά.

116.    Ένα λείψανο ανεβαίνει
        Τεντωτό, πιστομητό,
        Κι’ άλλο ξάφνου κατεβαίνει
        Και δεν φαίνεται και πλιό.

117.    Και χειρότερα  αγριεύει
        Και φουσκώνει ο ποταμός
        Πάντα πάντα περισσεύει
        Πολυφλοίσβισμα  και αφρός.

118.    Α! Γιατί δεν έχω τώρα
        Τη φωνή του Μωυσή;
        Μεγαλόφωνα, την ώρα
        Οπού εσβηούντο οι μισητοί.

119.    Τον Θεόν ευχαριστούσε
        Στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
        Και τα λόγια ηχολογούσε
        Αναρίθμητος λαός.

120.    Ακλουθάει την αρμονία
        Η αδελφή του Ααρών,
        Η προφήτισσα Μαρία,
        Μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.

121.    Και πηδούν όλες οι κόρες
        Με τις αγάλες ανοικτές,
        Τραγουδώντας, ανθοφόρες,
        Με τα τύμπανα τερπνόν.

122.    Σε γνωρίζω από την κόψη
        Του σπαθιού την τρομερή,
        Σε γνωρίζω από την όψη
        Που με βία μετράει τη γη.

123.    Εις αυτήν, είν’ ξανουσμένο,
        Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
        Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
        Και το πέλαγο για σε.

124.    Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
        Κύματ’ άπειρα εις τη γη,
        Με τα οποία την περιζώνει,
        Κι’ είναι εικόνα σου λαμπρή.

125.    Με βρυχίσματα  σαλεύει
        Που τρομάζει η ακοή
        Κάθε ξύλο κινδυνεύει
        Και λιμιώνα αναζητεί.

126.    Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
        Και το λάμψιμο του ηλιού,
        Και τα χρώματα αναδίνει
        Του γλαυκότατου ουρανού.

127.    Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
        Στην ξηρά εσύ ποτέ
        Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
        Και το πέλαγο για σε.

128.    Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
        Και σαν λόγγος στριμωχτά
        Τα τρεχούμενα κατάρτια,
        Τα ολοφούσκωτα πανιά.

129.    Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
        Και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
        Πολεμώντας, αλλά διώχνεις,
        Aλλα παίρνεις, αλλά καις.

130.    Με επιθύμια να τηράζης
        Δύο μεγάλα σε θωρώ,
        Και θανάσιμον τινάζεις
        Εναντίον τους κεραυνό.

131.    Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
        Και σηκώνει μια βροντή,
        Και το πέλαο χρωματίζει
        Με αιματόχροη βαφή.

132.    Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
        Και δεν μνέσκει ένα κορμί
        Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
        Που σ’ επέταξαν εκεί.

133.    Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
        Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
        Και τους έτρεμαν τα χείλη
        Δίνοντάς τα εις το φιλί.

134.    Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
        Τώρα πλέον δεν τες πατεί,
        Και το χέρι οπού εφιλήστε
        Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί.

135.    Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
        Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
        Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
        Ωσάν νάτανε φονιάς.

136.    Έχει ολάνοικτο το στόμα
        Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
        Τ’ Aγιον Αίμα, τ’ Aγιον Σώμα
        Λες πως θε να ξαναβγή.

137.    Η κατάρα που είχε αφήσει
        Λίγο πριν να αδικηθή
        Εις οποίον δεν πολεμήση
        Και ημπορεί να πολεμή.

138.    Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
        Εις το πέλαγο, εις τη γη,
        Και μουγκρίζοντας ανάβει
        Την αιώνιαν αστραπή.

139.    Η καρδιά συχνοσπαράζει...
        Πλην τι βλέπω; σοβαρά
        Να σωπάσω με προστάζει
        Με το δάκτυλο η θεά.

140.    Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
        Τρεις φορές μ’ανησυχιά
        Προσηλώνεται κατόπι
        Στην Ελλάδα, και αρχινά:

141.    Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι
        Για σας όλοι είναι χαρά,
        αι το γόνα σας δεν τρέμει
        Στους κινδύνους εμπροστά..

142.    Απ’ εσάς απομακραίνει
        Κάθε δύναμη εχθρική
        Αλλά ανίκητη μια μένει
        Που τες δάφνες σας μαδεί.

143.    Μία, που όταν ωσάν λύκοι
        Ξαναρχόστενε ζεστοί,
        Κουραμένοι από τη νίκη,
        Αχ! Τον νουν σας τυραννεί.

144.    Η Διχόνοια που βαστάει
        Ενα σκήπτρο η δολερή
        Καθενός χαμογελάει,
        Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

145.    Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
        Έχει αλήθεια ωραία θωριά
        Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
        Εισέ δάκρυα θλιβερά.

146.    Από στόμα οπού φθονάει,
        Παλληκάρια, ας μην  ‘πωθή,
        Πως το χέρι σας κτυπάει
        Του αδελφού την κεφαλή.

147.    Μην ειπούν στο στοχασμό τους
        Τα ξένα έθνη αληθινά:
        Εάν μισούνται ανάμεσό τους
        Δεν τους πρέπει ελευθεριά.

148.   Τέτοια αφήστενε φροντίδα
        Όλο το αίμα οπού χυθή
        Για θρησκεία και για πατρίδα
        Όμοιαν έχει την τιμή.

149.    Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
        Για πατρίδα, για θρησκειά,
        Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
        Σαν αδέλφια γκαρδιακά..

150.    Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
        Πόσο ακόμη να παρθή
        Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
        Πάντα εσάς θ’ ακολουθή.

151.    Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!...
        Καταστήστε ένα σταυρό,
        Και φωνάξετε με μία:
        Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152.    Το σημείον που προσκυνάτε
        Είναι τούτο, και γι’αυτό
        Ματωμένους μας κοιτάτε
        Στον αγώνα το σκληρό.

153.    Ακατάπαυστα το βρίζουν
        Τα σκυλιά και το πατούν
        Και τα τέκνα του αφανίζουν
        Και την πίστη αναγελούν.

154.    Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
        Αίμα αθώο χριστιανικό,
        Που φωνάζει από τα βάθη
        Της νυκτός: Να’ κδικηθώ.

155.    Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
        Του Θεού, τέτοια φωνή;
        Τώρα επέρασαν αιώνες
        Και δεν έπαυσε στιγμή.

156.    Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
        Σαν του Αβέλ καταβοά
        Δεν είν’ φύσημα του αέρος
        Που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157.    Τι θα κάμετε; θ’ αφήστε
        Να αποκτήσωμεν εμείς
        Λευθερίαν, ή θα την λύστε
        Εξ αιτίας Πολιτικής;

158.    Τούτο ανίσως μελετάτε,
        Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
        Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε, Και
        κτυπήσετε κι’ εδώ.

"Διονύσιος Σολωμός"