Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 ειπωμένη με λόγια απλά λέει τα εξής. Πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα έχουμε ως βάση του διαλόγου την λύση -στόχο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας , όμως επειδή η λύση δεν είναι ορατή στο προσεχές μέλλον , πρέπει να προωθήσουμε λύσεις πάνω σε θέματα που “επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του λαού”. Η δεύτερη πρόταση αποτελούσε συνέχεια και συνέπεια της άρσης της εμπολέμου καταστάσεως και του ανοίγματος των οδοφραγμάτων.
Με λίγα λόγια , οι κρατούντες είπαν στον κυπριακό ελληνισμό ότι παρά την παρουσία του κατοχικού στρατού , υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της καθημερινής ζωής του λαού. Τούτο στη πράξη σήμαινε τις αθρόες επισκέψεις στα κατεχόμενα και την οικονομική στήριξη τους από τους ίδιους τους εκτοπισμένους Έλληνες , την παροχή εργασίας και διαφόρων επιδομάτων στους τουρκοκύπριους που ενώ θα κάθονται στα σπίτια των προσφύγων και θα εκμεταλλεύονται τις περιουσίες τους , θα έχουν και το δικαίωμα να πηγαινοέρχονται ελεύθερα και να εργάζονται στην μη κατεχόμενη επικράτεια της κυπριακής δημοκρατίας. Δηλαδή η κατοχή να μην αποτελεί εμπόδιο στη βελτίωση της καθημερινής ζωής του λαού . Αυτός είναι ο ορισμός του ραγιαδισμού που συνάδει με την γραμμή επιβολής εμπράγματης λύσης. Η υπόθεση της επιστροφής της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου με αντάλλαγμα το απευθείας εμπόριο Ευρωπαϊκής Ένωσης – κατεχομένων , αποτελεί συνέχεια της γραμμής εμπράγματης λύσης , όπως και οι εξαγγελίες του προέδρου της δημοκρατίας περί συνεκμετάλλευσης της κυπριακής ΑΟΖ.
Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου καθώς και της 23ης Μαΐου και οι λοιπές παραχωρήσεις και προσφορές Χριστόφια , δίδουν το δικαίωμα στον γ.γ. Των Η.Ε κ. Μπαν Γκι Μουν , στην έκθεση του για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας , να μην αναφέρεται ρητά στα κυριαρχικά δικαιώματα της κυπριακής δημοκρατίας επί της ΑΟΖ της και αντί αυτού να “...καλεί όλα τα μέρη να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την αύξηση των εντάσεων, οι οποίες μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατάσταση της ασφάλειας, επί της νήσου και γύρω από αυτή, συμπεριλαμβανομένης της νεκρής ζώνης...”. Αυτή η δήλωση είναι απαράδεκτη . Μειώνει την κυπριακή δημοκρατία και κατα-μερίζει τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Μέχρις στιγμής καμιά αντίδραση από την κυβέρνηση και τα κόμματα της βουλής. Οι μοναδικοί υπερασπιστές της Κυπριακής Δημοκρατίας και του δικαιώματος της ολοκλήρωσης της ανεξαρτησίας της είμαστε εμείς οι εθνικοκοινωνιστές , αποκλεισμένοι από όλα τα μέσα. Το σύστημα ξέρει τι κάνει. Γνωρίζει πως εμείς είμαστε οι πραγματικοί εχθροί του για αυτό προβάλλει ένα κενό νοήματος και περιεχομένου “εθνικισμό” που παράγεται στα χρυσοστόλιστα δωμάτια της αρχιεπισκοπής.
Σύντομα όμως ο λαός θα καταλάβει την πλεκτάνη και θα αναζητήσει τους πραγματικούς υπερασπιστές του έθνους και της παραγωγικής κοινωνίας , τους μαχητές του ελληνικού εθνικοκοινωνισμού.
Λουκάς Σταύρου
πρόεδρος Εθνικιστικού Δημοκρατικού Κόμματος – ΕΔΗΚ